Χαμένες ψευδαισθήσεις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χαμένες ψευδαισθήσεις
Εικονογράφηση του Αντριάν Μορώ
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΕικονογράφοςAdrien Moreau
ΤίτλοςIllusions perdues
Γλώσσαγαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1837
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΧαρακτήρεςΒωτρέν και Λυσιέν Σαρντόν
ΤόποςΠαρίσι
ΠροηγούμενοΣυλλογή αρχαιοτήτων
ΕπόμενοThe Thirteen

Οι Χαμένες ψευδαισθήσεις (Γαλλικά: Illusions perdues) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799-1850) που εκδόθηκε σε τρία μέρη μεταξύ 1837 και 1843: Οι δύο ποιητές το 1837, Ένας μεγάλος άντρας της επαρχίας στο Παρίσι το 1839 και Τα βάσανα του εφευρέτη το 1843.[1] Το μυθιστόρημα περιλαμβάνεται στην ενότητα Σκηνές της επαρχιακής ζωής της μυθιστορηματικής συλλογής του Μπαλζάκ Ανθρώπινη κωμωδία (1829–1848).[2]

Το έργο είναι αφιερωμένο στον Βικτώρ Ουγκώ.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπόθεση διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της Παλινόρθωσης (1814-1830). Ο Μπαλζάκ σκιαγραφεί ρεαλιστικά τα ήθη της γαλλικής κοινωνίας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα τόσο στην επαρχία όσο και στο Παρίσι. Απεικονίζει το περιβάλλον των εκδοτικών, δημοσιογραφικών και λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού, παρουσιάζοντας τη διαφθορά, τις δωροδοκίες και τους εκβιασμούς που κυριαρχούσαν στο χώρο και που παρουσιάζουν τρομακτικές ομοιότητες με τη σημερινή εποχή.[3] Ο συγγραφέας, βασιζόμενος στην εμπειρία του στον χώρο των εκδόσεων, αφηγείται την αποτυχία του φιλόδοξου Λυσιέν Σαρντόν, ενός νεαρού επαρχιώτη που αναζητά τη λογοτεχνική δόξα. Οι «χαμένες ψευδαισθήσεις» είναι αυτές του Λυσιέν έναντι του λογοτεχνικού κόσμου και του πεπρωμένου του, αλλά και εκείνες της οικογένειάς του ως προς τις ικανότητες του νεαρού άνδρα.

Περίληψη υπόθεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δύο ποιητές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λυσιέν Σαρντόν είναι η κεντρική μορφή ολόκληρου του μυθιστορήματος. Είναι ορφανός, ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός, ανήκε δηλαδή στη μεσαία τάξη και η μητέρα του είναι φτωχή αλλά αριστοκρατικής καταγωγής. Ζει στην Ανγκουλέμ, είναι φτωχός, ανυπόμονος, όμορφος και φιλόδοξος. Η χήρα μητέρα του, η αδερφή του Εύα και ο καλύτερος φίλος του, ο Νταβίντ Σεσάρ, δεν κάνουν τίποτα για να μειώσουν τη μεγάλη ιδέα που έχει ο ήρωας για τις ικανότητές του, γιατί είναι μια άποψη που μοιράζονται.

Όταν αρχίζει το πρώτο μέρος των Χαμένων ψευδαισθήσεων, Οι δύο ποιητές, ο Λυσιέν έχει ήδη γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα και ποιήματα ενώ ο Νταβίντ, που συνδέεται με βαθιά φιλία με τον Λυσιέν, είναι επιστήμονας. Αλλά και οι δύο, σύμφωνα με τον Μπαλζάκ, είναι «ποιητές» στο ότι αναζητούν δημιουργικά την αλήθεια. Ο πατέρας του Νταβίντ, ο τύπος του φιλάργυρου, μεταπωλεί το τυπογραφείο του στον γιο του κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες και αποσύρεται στην εξοχή. Ο Νταβίντ, ο οποίος δεν έχει μεγάλη κλίση για τις επιχειρήσεις, βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής. Ωστόσο, καταφέρνει να επιβιώσει χάρη στην αφοσίωση και την αγάπη αυτής που αγαπά και παντρεύεται, την Εύα, την αδερφή του Λυσιέν. Μελετά κρυφά μια διαδικασία παραγωγής χαρτιού χαμηλού κόστους από φυτικές ίνες. Ο Λυσιέν, από την πλευρά του, είναι ερωτευμένος με μια γυναίκα της τοπικής αριστοκρατίας, την κυρία ντε Μπαρζετόν, 15 χρόνια μεγαλύτερή του, που τον θεωρεί προικισμένο ποιητή και αυτός τη βλέπει ως μούσα του. Σε μίμηση του Πετράρχη, γράφει μια συλλογή από σονέτα προς τιμήν της. Αυτή τον ερωτεύεται και τον εισάγει στην καλή κοινωνία της Ανγκουλέμ. Αυτή η σχέση μεταξύ του νεαρού άνδρα και μιας παντρεμένης γυναίκας προκαλεί κουτσομπολιά στην πόλη. Για να αποφύγουν το σκάνδαλο, οι εραστές εγκαθίστανται στο Παρίσι, όπου ο Λυσιέν ελπίζει να συναντήσει τη δόξα και την αναγνώριση.[4]

Ένας μεγάλος άντρας της επαρχίας στο Παρίσι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λυσιέν στο Παρίσι

Είναι το μεγαλύτερο από τα τρία μέρη. Μετά την άφιξή τους στο Παρίσι, η κυρία ντε Μπαρζετόν τον εγκαταλείπει, καθώς δεν θέλει να εκτεθεί στους φίλους της που χλευάζουν την ταπεινή καταγωγή του και τους αδέξιους τρόπους του, αφήνοντάς τον σε μια ζωή φτώχειας. Οι προσπάθειές του να δημοσιεύσει τα βιβλία του κατέληξαν σε αποτυχία. Στη συνέχεια συναντά και συναναστρέφεται έναν κύκλο νεαρών ιδεαλιστών συγγραφέων και καλλιτεχνών που ζουν το ίδιο φτωχικά όπως και ο ίδιος. Όμως, πολύ ανυπόμονος για να πετύχει μόνος του με την επίπονη εργασία των λογοτεχνικών έργων, ενδίδει στον πειρασμό της δημοσιογραφίας, έναν διεφθαρμένο κόσμο που ο Μπαλζάκ περιγράφει λεπτομερειακά, στον οποίο βρίσκει γρήγορα την επιτυχία χάρη στα άρθρα του που ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις της ημέρας. Τα υπογράφει ως «Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ», παίρνοντας το αριστοκρατικό πατρικό όνομα της μητέρας του. [5]Ερωτεύεται μια νεαρή ηθοποιό που τον λατρεύει, την Κοραλία, και ζει πολυτελέστατη ζωή βυθιζόμενος στα χρέη. Η φιλοδοξία του τον ωθεί από τον φιλελεύθερο αντιπολιτευόμενο τύπο σε βασιλικές εφημερίδες που υποστηρίζουν την κυβέρνηση. Αυτή η απόλυτη έλλειψη αρχών γίνεται αντιληπτή από τους παλιούς του φίλους, με τους οποίους έρχεται σε σύγκρουση, ενώ οι νέοι συνάδελφοί του δεν τον υποστηρίζουν. Η καταστροφή του ολοκληρώνεται όταν η Κοραλία αρρωσταίνει. Καθώς βρίσκεται σε οικονομικό αδιέξοδο, πλαστογραφεί το όνομα του γαμπρού του σε τρία χαρτονομίσματα. Παρακολουθεί απελπισμένος την αγωνία της ερωμένης του και μετά το θάνατό της αποφασίζει να επιστρέψει στην Ανγκουλέμ για να ζητήσει βοήθεια από τον Νταβίντ, από τον οποίο είχε προηγουμένως ζητήσει πολλές οικονομικές ενισχύσεις, που του είχαν καταβληθεί κάθε φορά.[6]

Τα βάσανα του εφευρέτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Εύα και ο Νταβίντ, από εικονογράφηση του Αντριάν Μορώ

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά με τίτλο Εύα και Νταβίντ και είναι το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος Ο Νταβίντ Σεσάρ, μετά από πολλά πειράματα, κατάφερε να αναπτύξει μια νέα και φθηνότερη διαδικασία παραγωγής χαρτιού στην οποία εργάζονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως, οι ανταγωνιστές του με περίπλοκους αλλά νόμιμους ελιγμούς, καταφέρνουν να τον χρεοκοπήσουν απαιτώντας την πληρωμή του χρέους που ο Λυσιέν είχε δημιουργήσει με τη πλαστογράφηση της υπογραφής του Νταβίντ, όταν χρειαζόταν χρήματα στο Παρίσι. Ανίκανος να πληρώσει αυτό το χρέος, το ποσό του οποίου πολλαπλασιάστηκε με τις αμοιβές του δικηγόρου, ο Νταβίντ για να αποφύγει τη φυλακή, κρύβεται. Ο πατέρας του αρνείται οποιαδήποτε βοήθεια και οι προσπάθειες της Εύας να βρει έναν τρόπο να τον απαλλάξει από τη φυλάκιση αποτυγχάνουν και ο Νταβίντ φυλακίζεται.

Ο Λυσιέν, γεμάτος τύψεις μπρος σ' αυτήν την κατάσταση για την οποία είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Ενώ πηγαίνει στο μέρος όπου θέλει να πνιγεί, ένας Ισπανός ηγούμενος, ο Κάρλος Χερέρα, πρόσωπο το οποίο είχε ήδη παρουσιάσει ο Μπαλζάκ στο μυθιστόρημα Ο μπάρμπα-Γκοριό, τον πλησιάζει και τον πείθει να εγκαταλείψει αυτή την ιδέα. Ισχυρίζεται ότι είναι διπλωμάτης και του προσφέρει χρήματα, πολυτελή ζωή και τη δυνατότητα εκδίκησης με προϋπόθεση την τυφλή υπακοή. Ο Λυσιέν δέχεται αυτή τη συμφωνία, στέλνει στον Νταβίντ και την Εύα το απαραίτητο ποσό για την εξόφληση των χρεών και φεύγει για το Παρίσι με τον κληρικό. Εν τω μεταξύ, οι ανταγωνιστές ανέλαβαν την επιχείρηση του Νταβίντ και θα εκμεταλλευτούν την εφεύρεσή του. Ο πατέρας του Νταβίντ πεθαίνει, το ζευγάρι κληρονομεί την περιουσία του και αποσύρεται στην ύπαιθρο.

Η ιστορία του Λυσιέν και η νέα αναμέτρησή του με το Παρίσι συνεχίζεται στο μυθιστόρημα Μεγαλεία και δυστυχίες των κουρτιζάνων του 1847.

Ελληνικές μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Χαμένα όνειρα ελλην. μετάφρ. Δημήτρης Π. Κωστελένος (Ψύχαλος, 1980),
  • Χαμένες ψευδαισθήσεις ελλην. μετάφρ. Γιάννης Δρασγάνης (Κάκτος, 1989),
  • Χαμένες ψευδαισθήσεις ελλην. μετάφρ. Μπάμπης Λυκούδης (Εξάντας, 1993),
  • Χαμένα όνειρα ελλην. μετάφρ. Κώστας Σφήκας (Στάχυ, 2000)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]