Η βεντέτα (Μπαλζάκ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η βεντέτα
Εικονογράφηση για την έκδοση του 1897
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΕικονογράφοςÉdouard Toudouze
ΤίτλοςLa Vendetta
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1830
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΤόποςΠαρίσι
ΠροηγούμενοΑλμπέρ Σαβαρύς
ΕπόμενοΜια διπλή οικογένεια
Δημοσιεύθηκε στοΗ Ανθρώπινη κωμωδία
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η βεντέτα (γαλλικός τίτλος: La Vendetta ) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ που δημοσιεύτηκε το 1830. Είναι το όγδοο έργο στις Σκηνές της ιδιωτικής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας, έργο το οποίο απεικονίζει σκηνές της γαλλικής κοινωνίας στην περίοδο της Παλινόρθωσης και της Ιουλιανής μοναρχίας (1815–1848).[1]

Το έργο αναφέρεται στην τραγική μοίρα κόρης Κορσικανών, που έχει την ατυχία να ερωτευτεί έναν συμπατριώτη της, ανάμεσα στην οικογένεια του οποίου και τη δική της υπάρχει βαθύ μίσος λόγω μιας παλιάς βεντέτας. Η ιστορία διαδραματίζεται στο Παρίσι.[2]

Ο Μπαλζάκ πιθανόν εμπνεύστηκε την υπόθεση από τον Προσπέρ Μεριμέ, του οποίου το μυθιστόρημα Ματέο Φαλκόνε (1829), πραγματεύεται επίσης το θέμα της εκδίκησης και της αποκατάστασης της οικογενειακής τιμής στην Κορσική.

Το χειρόγραφο του μυθιστορήματος σώζεται στο Ινστιτούτο της Γαλλίας στο Παρίσι και αποτελείται από τρία ξεχωριστά μέρη: Το Εργαστήρι του Καλλιτέχνη, Η Ανυπακοή και Ο γάμος. Το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1830. [3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία ξεκινά τον Οκτώβριο του 1800, μπροστά στο παλάτι του Κεραμεικού, στο Παρίσι, με την άφιξη μιας φτωχής οικογένειας, της οποίας ο σύζυγος επιδιώκει να συναντήσει τον Πρώτο Ύπατο Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Ο φρουρός τον διώχνει, αλλά ο άντρας - ο Μπαρτολομέο ντι Πιόμπο, ένας Κορσικανός γύρω στα εξήντα - συναντά τυχαία τον Λουκιανό Βοναπάρτη που τον οδηγεί στον αδερφό του. Εκεί, ο άντρας διηγείται την ιστορία του: Καθώς βρέθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση με την οικογένεια Πόρτα, που σκότωσε την οικογένειά του και κατέστρεψε την περιουσία του (μόνο η γυναίκα του και η κόρη του Τζινέβρα επέζησαν), εκδικήθηκε σκληρά σφαγιάζοντας όλους τους Πόρτα, επτά άνδρες συνολικά και δραπέτευσε. Από το μακελειό επέζησε μόνο ο 6χρονος Λουίτζι Πόρτα, τον οποίο ωστόσο ο Βαρθολομαίος είχε δέσει στο κρεβάτι του πριν βάλει φωτιά στο σπίτι. Ο Ναπολέων, όντας υπόχρεος στην οικογένεια ντι Πιόμπο, υποσχέθηκε στον συμπατριώτη του διακριτική βοήθεια, υπό τον όρο ότι θα απαρνηθεί κάθε βεντέτα, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο γι' αυτόν.[4]

Το ατελιέ του καλλιτέχνη ή Ο Ζαν-Αντουάν Ουντόν στο εργαστήριό του, πίνακας του Λουί-Λεοπόλντ Μπουαγί (1804)

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1815, στο εργαστήριο του διάσημου ζωγράφου Σερβέν, ανάμεσα στους μαθητές βρίσκεται και η Τζινέβρα, κόρη του πλούσιου βοναπαρτιστή βαρώνου ντε Πιόμπο. Εκεί, μια μέρα ανακαλύπτει τυχαία έναν βοναπαρτιστή εξόριστο, τον Λουίτζι Πόρτα, τον οποίο ερωτεύεται. Ένα ειδύλλιο αρχίζει ανάμεσα στον τραυματισμένο και απελπισμένο Λουίτζι και τη νεαρή κοπέλα. [5]

Σύντομα η Τζινέβρα ανακοινώνει στους γονείς της ότι είναι ερωτευμένη και θέλει να παντρευτεί. Αυτή η αποκάλυψη είναι η αιτία μιας πρώτης κρίσης με τον πατέρα της (77 ετών τότε), που δεν αντέχει την ιδέα να τον εγκαταλείψει η κόρη του. Τελικά πείθεται και η κόρη φέρνει τον αγαπημένο της στο σπίτι. Μόλις παρουσιάστηκε ο νεαρός, αποκαλύπτεται η ταυτότητά του και ο πατέρας αρνείται πεισματικά τον γάμο λόγω της παλιάς βεντέτας. Μια ντι Πιόμπο δεν θα παντρευτεί ποτέ έναν Πόρτα! Στη συνέχεια, η Τζινέβρα αναγνώρισε τα δικαιώματά της σε συμβολαιογράφο και, αψηφώντας τη ​​θέληση του πατέρα της, έφυγε από το σπίτι και παρά την απαγόρευση, παντρεύτηκε με τον Λουίτζι.[6]

Μετά από μια θλιβερή γαμήλια τελετή, που έκανε τη νεαρή γυναίκα να αισθανθεί όλη την έκταση της μοναξιάς της, το ζευγάρι γνώρισε αρχικά μια ορισμένη επαγγελματική επιτυχία. Η Τζινέβρα ζωγράφιζε αντίγραφα κορυφαίων πινάκων που πωλούσε σε εμπόρους. Ο Λουίτζι βρήκε δουλειά ως αντιγραφέας. Ωστόσο, το 1819, η οικονομική κατάσταση άλλαξε: δεν υπήρχαν πλέον αγοραστές για τους πίνακές της και σταδιακά βυθίστηκαν στη φτώχεια και τη δυστυχία, ενώ ο πλούσιος πατέρας της την έχει αποκληρώσει. Η Τζινέβρα απέκτησε ένα παιδί, που όμως πέθανε από την πείνα και το κρύο, σύντομα πέθανε και η ίδια, χαρούμενη παρ' όλα αυτά που έζησε ερωτευμένη μέχρι το τέλος.

Την ημέρα του θανάτου της, ο πατέρας της έχει τελικά υποχωρήσει και αποφασίζει να βοηθήσει το εξαθλιωμένο ζευγάρι. Πριν προλάβει όμως να ενεργήσει, ο Λουίτζι τον επισκέπτεται και του αναφέρει τα τραγικά νέα. « Οι δύο οικογένειές μας ήταν καταδικασμένες να εξοντώσουν η μία την άλλη. Εδώ είναι ό,τι έχει απομείνει από αυτήν», λέει, αφήνοντας μια πλεξούδα με μακριά μαύρα μαλλιά στο τραπέζι. Οι γονείς της Τζινέβρα συγκλονίζονται, σαν να τους έπληξε κεραυνός. Ο Λουίτζι φεύγει. «Μου γλίτωσε μια βολή, γιατί είναι νεκρός», λέει ο Μπαρτολομέο αργά, κοιτάζοντας το έδαφος στα πόδια του. Είναι η ολοκλήρωση της βεντέτας.[2]

Θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τέχνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ύπνος του Ενδυμίωνα, Αν-Λουί Ζιροντέ-Τριοζόν

Η τέχνη είναι ένα από τα κεντρικά θέματα του διηγήματος: η Τζινέβρα έχει ταλέντο στη ζωγραφική και ο Σεβρέν είναι διάσημος ζωγράφος που στο ατελιέ του δέχεται να εκπαιδεύσει κοπέλες. Αυτό το ατελιέ του καλλιτέχνη είναι το σκηνικό του εκκολαπτόμενου έρωτα μεταξύ των δύο νέων. Επίσης, μέσω της τέχνης, η κοπέλα κερδίζει χρήματα, αφού την αποκλήρωσε ο πατέρας της.[4]

Η μορφή του διηγήματος εκμεταλλεύεται το θέμα με πολυάριθμες αναφορές σε έργα τέχνης, ειδικά όταν περιγράφει τους χαρακτήρες: για να περιγράψει τον Λουίτζι, η αφήγηση παραπέμπει στον πίνακα του Ζιροντέ Ο Ύπνος του Ενδυμίωνα. Επιπλέον, η σχολαστικότητα και η προσοχή του Μπαλζάκ στη λεπτομέρεια κάνουν τις περιγραφές χαρακτήρων και σκηνών να καταλήγουν να μοιάζουν με αληθινούς πίνακες ζωγραφικής τόσο που το μυθιστόρημα μπορεί να ερμηνευτεί ως μια καλλιτεχνική άσκηση ύφους.

Το θέμα της τέχνης εντοπίζεται και σε άλλα έργα του Μπαλζάκ με κεντρική την παρουσία ζωγράφων, όπως στα έργα Το σπίτι της γάτας που παίζει με το κουβάρι, στο οποίο ένα από τα βασικά πρόσωπα είναι ένας αριστοκράτης ζωγράφος αφοσιωμένος στην τέχνη του και Το πουγκί, που αναφέρεται σε έναν φτωχό αλλά ταλαντούχο νέο ζωγράφο.[7]

Έρωτας, πάθος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο έρωτας, επαναλαμβανόμενο στην Ανθρώπινη Κωμωδία θέμα, εμφανίζεται εδώ με τον έρωτα μεταξύ της Τζινέβρα και του Λουίτζι Πόρτα και έχει τραγική κατάληξη.

Αναφέρεται επίσης και το θέμα της πατρικής αγάπης, που μετατρέπεται σε ακραία ζήλια στην περίπτωση του Μπαρτολομέο. Στην ανακοίνωση του γάμου της αγαπημένης του κόρης, της επιβάλλει μια σκληρή επιλογή, που την κάνει να νιώθει ένοχη, με την ελπίδα να την κρατήσει μαζί του.[6]

Ο Μπαλζάκ φαίνεται να καταδικάζει τη στάση της Τζινέβρα: την ανυπακοή της ερμηνεύει με το γεγονός ότι έζησε με τους γονείς της «στη βάση μιας πάντα μοιραίας ισότητας». Αλλά «ο σεβασμός είναι ένα εμπόδιο που προστατεύει τόσο τον πατέρα και τη μητέρα όσο και τα παιδιά, γλιτώνοντας τους γονείς από τη θλίψη και τα παιδιά από τις τύψεις». Επιμένει στους «ψίθυρους» κατά τον γάμο της, που «υπενθυμίζουν στη Τζινέβρα ότι ο κόσμος της ζητά να λογοδοτήσει για την απουσία των γονιών της». Ωστόσο, ο προβληματισμός του για την πατρική εξουσία, το κτητικό πάθος και τη βιαιότητα των συναισθημάτων του πατέρα της μετριάζουν την άποψή του.[3]

Πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πάθος υπάρχει και σε πολιτικό επίπεδο. Ο Μπαρτολομέο ντι Πιόμπο αποκαθίσταται με την υποστήριξη του Ναπολέοντα: παραμένει υποστηρικτής του, ακόμη και μετά την αναγκαστική αποχώρηση του αυτοκράτορα. Όσο για τον Λουίτζι, τρέφει πραγματική λατρεία στον Αυτοκράτορα και ρισκάρει τη ζωή του για έναν από τους στρατηγούς του. Είναι λόγω της αφοσίωσής του και των πολιτικών του πεποιθήσεων που βρίσκεται τραυματισμένος στο εργαστήριο του ζωγράφου. Εν αγνοία όλων, ο ζωγράφος Σεβρέν κρύβει, στην αποθήκη του ατελιέ, τον όμορφο αξιωματικό της Αυτοκρατορικής Φρουράς που τραυματίστηκε στο Βατερλό και καταζητείται από την αστυνομία επειδή βοήθησε τον Ναπολέοντα να ανακτήσει την εξουσία όταν δραπέτευσε από την Έλβα και αποβιβάστηκε στη Γαλλία τον Μάρτιο 1815.[8]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η βεντέτα, μετάφραση: Μαρίνα Λώμη, εκδόσεις Αστάρτη, 1997
  • Η βεντέτα, μετάφραση: Χριστίνα Τσαρτσάλη, εκδόσεις Ροές, 2013 [9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]