Ο εκλαμπρότατος Γκωντισάρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο εκλαμπρότατος Γκωντισάρ
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΤίτλοςL'Illustre Gaudissart
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1833
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΧαρακτήρεςFélix Gaudissart

Ο εκλαμπρότατος Γκωντισάρ (Γαλλικός τίτλος: L'illustre Gaudissart) είναι διήγημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Δημοσιεύτηκε το 1833 και περιλαμβάνεται στις Σκηνές της επαρχιακής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας.[1]

Ο Μπαλζάκ σκιαγραφεί ένα σατυρικό πορτρέτο ενός χαρακτήρα ικανού να πουλήσει τα πάντα, αλλά που βρίσκεται αντιμέτωπος με κάποιον πιο έξυπνο από τον ίδιο και που, πουλώντας αέρα, καταλήγει να τον αγοράσει ο ίδιος: ένας παλιός αμπελουργός της Τουρέν θα καταφέρει να του πουλήσει κρασί που δεν έχει παράγει εδώ και πολύ καιρό.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φελίξ Γκωντισάρ είναι ένας επιτυχημένος και φιλόδοξος 38χρονος περιοδεύων πωλητής, με έδρα το Παρίσι. Έχει το παρατσούκλι «Ο εκλαμπρότατος Γκωντισάρ». Στο παρελθόν έχει πουλήσει ρούχα και καπέλα, αλλά στην αρχή της ιστορίας αποφασίζει να αλλάξει εξειδίκευση και να ασχοληθεί με την πώληση συμβολαίων ασφάλισης ζωής και συνδρομές σε εφημερίδες, μεταξύ των οποίων ένα παιδικό περιοδικό, εφημερίδες που υποστηρίζουν τις ιδέες του Σαιν-Σιμόν και τον ρεπουμπλικανισμό, και μαθαίνει να τις υποστηρίζει χωρίς να τις πιστεύει.[3]

Ξεκινά για να αναζητήσει πελάτες, συνδρομητές και αγοραστές στην περιοχή της Τουρ και μένει στην οινοπαραγωγική πόλη Βουβραί. Εγκαθίσταται στο πανδοχείο «Χρυσός Ήλιος» και για να μάθει την κατάσταση, επισκέπτεται τον γέρο βαφέα Βερνιέ, ο οποίος είχε προηγουμένως συναντήσει άλλους πωλητές και αποφάσισε να τους διώξει μακριά από την περιοχή. Ο Βερνιέ υποδέχεται ευγενικά τον επισκέπτη και τον συμβουλεύει να επισκεφτεί τον τρελό γείτονά του Μαργαρίτη, που του παρουσιάζεται ως τραπεζίτης με επιρροή. Μετά από μια μακρά συζήτηση με τον Μαργαρίτη γεμάτη κωμικές παρεξηγήσεις, ο Γκωντισάρ πουλάει στον άτεκνο Μαργαρίτη συνδρομές για το παιδικό περιοδικό για 7 φράγκα και επίσης συμφωνεί να αγοράσει από αυτόν δύο βαρέλια κρασί που θα παραδοθούν στο Παρίσι για 110 φράγκα, σχεδιάζοντας τη σύναψη σημαντικότερων συμβολαίων την επόμενη μέρα. Ο Βερνιέ κρυφακούει τη συζήτηση και αστειεύεται με τους φίλους του.

Όταν επιστρέφει στο πανδοχείο του, ο ιδιοκτήτης λέει στον Γκωντισάρ ότι τον κορόιδεψαν και ότι τα βαρέλια κρασιού που αγόρασε από τον Μαργαρίτη δεν υπάρχουν. Ο Γκωντισάρ θυμώνει και στη συνέχεια βρίσκει τον Βερνιέ και τον προκαλεί σε μονομαχία. Για να αποφύγουν κάποιο ατύχημα, οι ντόπιοι οργανώνουν μια μονομαχία με πιστόλια που είναι αδύνατο να τραυματίσουν τον αντίπαλο λόγω εγγυημένης αστοχίας. Το επόμενο πρωί ο Γκωντισάρ και ο Βερνιέ συναντώνται για τη μονομαχία, και οι δύο αποτυγχάνουν στις βολές τους. Στη συνέχεια συμφιλιώνονται και και συγχωρούν ο ένας τον άλλον, ο ανακουφισμένος Βερνιέ υπόσχεται να βρει 20 συνδρομητές για το παιδικό περιοδικό. Ο Γκωντισάρ απειλεί να κινηθεί νομικά για τα ανύπαρκτα βαρέλια κρασιού που του χρωστάει ο Μαργαρίτης, οπότε η κυρία Μαργαρίτη συμφωνεί να του καταβάλει αποζημίωση. Μετά από αυτά, φεύγει, χάνοντας για πάντα την επιθυμία να εργαστεί σ' αυτήν την περιοχή στο μέλλον.

Τρεις μήνες αργότερα, ο πωλητής έχει τελειώσει με επιτυχία την περιοδεία του στην επαρχία και επιστρέφει στο Παρίσι με την άμαξα. Πλησιάζοντας στο Βουβραί, ο Γκωντισάρ διηγείται σε έναν συνταξιδιώτη του για τη μισαλλοδοξία του ντόπιου πληθυσμού και τη νίκη του σε μια μονομαχία με έναν ντόπιο βαφέα.[4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]