Λουί Λαμπέρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Λουί Λαμπέρ
Όπως και ο δημιουργός του, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, έτσι και ο Λουί περνά την εφηβεία του στο Κολλέγιο της Βαντόμ, διαβάζοντας πολλά βιβλία και υποφέροντας από τιμωρίες που του επέβαλλαν οι καθηγητές του.
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΜεταφραστήςΝτορέτα Πέππα
ΕικονογράφοςÉdouard Toudouze
ΤίτλοςLouis Lambert
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1832
Πολιτιστικό κίνημαΡεαλισμός
ΜορφήΜυθιστόρημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΧαρακτήρεςLouis Lambert
ΠροηγούμενοΟι εξόριστοι
ΕπόμενοΣεραφίτα

Ο Λουί Λαμπέρ (γαλλικά: Louis Lambert, προφορά:[lwi lɑ̃bɛʁ]) είναι μυθιστόρημα τού Γάλλου μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799-1850), το οποίο γράφτηκε το 1832. Ανήκει στην ενότητα των έργων του «Φιλοσοφικές σπουδές» (Études philosophiques) της σειράς μυθιστορημάτων του Η ανθρώπινη κωμωδία. Η πλοκή του μυθιστορήματος στο μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίσσεται σε ένα σχολείο της γαλλικής κωμόπολης Βαντόμ (Vendôme) και αναφέρεται στη ζωή και τις θεωρίες ενός ιδιοφυούς παιδιού, που ενθουσιάζεται από τον Σουηδό φιλόσοφο Εμάνουελ Σβέντενμποργκ (1688-1772).

Ο Μπαλζάκ έγραψε το Λουί Λαμπέρ το καλοκαίρι του 1832, την περίοδο που έμεινε με τους φίλους του στον Πύργο του Σασσέ. Δημοσιεύτηκε σε τρεις συνολικά εκδόσεις, με τρεις διαφορετικούς τίτλους. Το μυθιστόρημα περιέχει μία ελάχιστη μόνο πλοκή και στο μεγαλύτερο μέρος του δίνει έμφαση στις μεταφυσικές ιδέες τού ιδιοφυούς του πρωταγωνιστή και τού μοναδικού του φίλου (ο οποίος, τελικά, φαίνεται να είναι ο ίδιος ο Μπαλζάκ). Παρόλο που το μυθιστόρημα δεν είναι τυπικό παράδειγμα του ρεαλιστικού στιλ, για το οποίο ο Μπαλζάκ φημιζόταν, παρέχει ενδιαφέρουσα εικονογράφηση της προσωπικής του παιδικής ηλικίας. Ειδικές λεπτομέρειες και γεγονότα σχετιζόμενα με τη ζωή του συγγραφέα – που περιλαμβάνουν τιμωρίες και τον κοινωνικό του οστρακισμό – υποδηλώνουν ότι το βιβλίο, στην πραγματικότητα, είναι τόσο φαντασιούργημα όσο και αυτοβιογραφία.

Όταν ήταν φοιτητής στην πόλη Βαντόμ, ο Μπαλζάκ έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο Πραγματεία περί θέλησης, το οποίο περιγράφεται στο μυθιστόρημα ως έργο τού Λουί Λαμπέρ. Το δοκίμιο αυτό σχολιάζει τη φιλοσοφία του Σβέντενμποργκ και άλλων, αν και ο Μπαλζάκ στην πραγματικότητα δεν εξετάζει σοβαρά αυτές τις έννοιες πριν την ύστερη περίοδο της ζωής του. Μεταξύ των ιδεών, που αναλύονται στο δοκίμιο και αλλού στο μυθιστόρημα, είναι για παράδειγμα ο διαχωρισμός μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής ύπαρξης, ο ρόλος των αγγέλων, η πνευματική μάθηση, αλλά ακόμη και η σχέση μεταξύ της ιδιοφυΐας και της τρέλας.

Αν και οι κριτικοί υποδέχθηκαν με δυσμένεια το μυθιστόρημα, ο Μπαλζάκ διαρκώς είχε την γνώμη ότι προσέφερε μία αξιόλογη άποψη για τη φιλοσοφία, κυρίως για τη μεταφυσική. Καθώς αυτός σταθεροποιούσε τη βασική δομή τού έργου Ανθρώπινη Κωμωδία, αποφάσισε να εντάξει τον Λουί Λαμπέρ στην ενότητα Φιλοσοφικές σπουδές. Ο συγγραφέας εκ νέου μεταχειρίστηκε τα ίδια θέματα στο μεταγενέστερο διήγημά του Σεραφίτα, σχετικά με ένα χωρίς φύλο αγγελικό πλάσμα.

Το πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1832, ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ ήδη ήταν αρκετά διάσημος συγγραφέας. Το δεύτερο από τα πέντε παιδιά, ο Μπαλζάκ στάλθηκε στο καθολικό κολέγιο της πόλης Βαντόμ, όταν ήταν οκτώ ετών[1][2]. Επέστρεψε από αυτό το σχολείο έξι χρόνια μετά, άρρωστος και αδύναμος. Στη συνέχεια πήρε μαθήματα από δασκάλους και ιδιώτες καθηγητές για δυόμισι χρόνια, μέχρι που εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Ο Μπαλζάκ, μετά από τρία χρόνια εκπαίδευσης ως δικαστικός γραμματέας, μετακόμισε σε ένα μικρό δωμάτιο σε σοφίτα και άρχισε να γράφει λογοτεχνικά κείμενα [3].

Οι πρώτες του δοκιμές, που δημοσιεύθηκαν κάτω από διάφορα ψευδώνυμα, ήταν φτηνές εκτυπώσεις χαμηλής ποιότητας μυθιστορημάτων. Το 1829 τελικά δημοσιεύει μυθιστόρημα με το κανονικό του όνομα, Οι Σουάνοι, το οποίο ήταν μία ελάσσων επιτυχία, η οποία εντούτοις δεν έφτασε για να μηδενίσει το μεγάλο χρέος του συγγραφέα[4]. Αμέσως μετά αποκτά φήμη μέσω μίας σειράς επιτυχημένων μυθιστορημάτων, μεταξύ των οποίων Η ψυχολογία του γάμου (1829), Σαραζίν (1830) και Το δέρμα της λύπης (La Peau de chagrin) (1831)[5][6].

Το 1831, ο Μπαλζάκ δημοσιεύει μία νουβέλα με τον τίτλο Οι εξόριστοι, η οποία έχει ως θέμα δύο ποιητές, με τα ονόματα Dante και Godefroid de Gand, οι οποίοι επισκέπτονται το πανεπιστήμιο της Σορβόνης στην αρχή του 14ου αιώνα. Το έργο διερευνά διάφορα θέματα σχετικά με τη μεταφυσική και το μυστικισμό και περιγράφει κυρίως την πνευματική αναζήτηση του Διαφωτισμού και της μόρφωσης. Ο Μπαλζάκ στα νεανικά του χρόνια επηρεάστηκε σοβαρά από τον Σουηδό φιλόσοφο Εμάνουελ Σβέντενμποργκ, οι θεωρίες του οποίου διαπερνούν ήδη το έργο του Οι εξόριστοι (Les Proscrits)[7][8][9]. Το έργο αυτό δημοσιεύθηκε παράλληλα με το Δέρμα της λύπης (La Peau de chagrin), έργο που επίσης εμβαθύνει στη μεταφυσική, ως τμήμα της συλλογής τού 1831, με τον τίτλο «Φιλοσοφικά μυθιστορήματα και διηγήσεις» (Romans et contes philosophiques)[10].

Συγγραφή και δημοσίευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπαλζάκ έγραψε το Λουί Λαμπέρ, όταν έμενε στον Πύργο του Σασσέ, κοντά στην πόλη Τουρ

Τον Μάιο του 1832, ο Μπαλζάκ κτύπησε στο κεφάλι, όταν η άμαξά του συγκρούστηκε σε έναν δρόμο του Παρισιού. Αν και δεν κτύπησε σοβαρά, έγραψε λίγο αργότερα σε έναν φίλο για την ανησυχία του, ότι «μερικά στοιχεία μέσα στον μηχανισμό του εγκεφάλου μου ίσως αποδιοργανώθηκαν»[11]. Ο γιατρός του τον συνεβούλευσε ότι θα έπρεπε να ξεκουραστεί για λίγο και να μην γράφει ούτε να καταπονείται πνευματικά για ένα διάστημα. Μετά, όταν επανήλθε, αποφάσισε να περάσει το καλοκαίρι στον Πύργο του Σασσέ, έξω από την πόλη Τουρ, μαζί με τoν οικογενειακό του φίλο ονόματι Ζαν ντε Μαργκόν (Jean de Margonne)[12][13].

Ενώ ήταν στο Σασσέ, έγραψε ένα σύντομο διήγημα με τον τίτλο Βιογραφική σημείωση για τον Λουί Λαμπέρ, σχετικά με ένα αντικοινωνικό και ιδιοφυές παιδί, με ενδιαφέρον για τη μεταφυσική. Όπως και στο Οι Εξόριστοι, ο Λουί Λαμπέρ αποτελεί για τον Μπαλζάκ ένα πολύ χρήσιμο μέσο, για να ανακαλύψει τις ιδέες, που ήδη από καιρό τον συνάρπαζαν, κυρίως εκείνες του Σβέντενμποργκ (Swedenborg) και του Λουί-Κλωντ ντε Σαιν Μαρτέν (Louis Claude de Saint-Martin). Ήλπιζε ότι το έργο «θα προκαλούσε μία εντύπωση αδιαμφισβήτητης ανωτερότητας»[14] και θα έδινε μία «ένδοξη απάντηση» στους κριτικούς, οι οποίοι περιγελούσαν το ενδιαφέρον του για τη μεταφυσική[13].

Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά ως μέρος τού έργου Νέες φιλοσοφικές διηγήσεις περί τα τέλη του 1832. Ωστόσο, με την αρχή του επομένου έτους, ο συγγραφέας εντούτοις διακήρυξε ότι το κείμενο ήταν «άθλια αποβολή» και ξεκίνησε να το ξαναδουλεύει[15]. Σε αυτή την επίπονη εργασία, τον βοήθησε ένας γραμματέας, που δέχτηκε να διορθώσει το έργο και βρήκε «χίλια λάθη» στο κείμενο. Όταν επέστρεψε σπίτι, ο συγγραφέας «έκλαψε από απελπισία και από εκείνο το είδος της οργής, που σε καταλαμβάνει, όταν αναγνωρίζεις τα λάθη σου έχοντας δουλέψει τόσο σκληρά»[16]

Ένα πολύ πιο εκτεταμένο και αναθεωρημένο μυθιστόρημα, Η διανοητική ιστορία του Λ.Λ., δημοσιεύθηκε σε έναν τόμο το 1833. Ο Μπαλζάκ, διαρκώς ανικανοποίητος, για άλλη μία φορά ξαναδουλεύει το κείμενο - όπως συνήθιζε να κάνει ανάμεσα στις εκδόσεις - και πρόσθεσε στο έργο μία σειρά από γράμματα που έγραψε το ιδιοφυές αγόρι, αλλά επίσης και λεπτομερείς περιγραφές των δικών του μεταφυσικών θεωριών. Αυτή η τελική έκδοση δημοσιεύτηκε υπό τον πιο απλό τίτλο Λουί Λαμπέρ, η οποία συμπεριλήφθηκε μαζί με το έργο Οι Εξόριστοι και το μεταγενέστερο μυθιστόρημα Σεραφίτα, στον τόμο υπό τον τίτλο Το μυστικό βιβλίο («Le Livre mystique»)[17][18].

Περίληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα ξεκινά με τη γενική παρουσίαση του κεντρικού ήρωα. Ο Λουί Λαμπέρ, ο οποίος γεννήθηκε το 1797 και ήταν το μοναδικό παιδί ενός βυρσοδέψη και της συζύγου του, αρχίζει να διαβάζει πολλά βιβλία πολύ νωρίς. Το 1811, συναντά τη διάσημη Ελβετίδα συγγραφέα Μαντάμ ντε Σταλ (1766-1817), η οποία μένει έκπληκτη με την ευφυΐα του και πληρώνει για την εγγραφή του στο κολέγιο του Βαντόμ. Εκεί συναντά και τον αφηγητή της ιστορίας, έναν συμμαθητή με το παρατσούκλι «ο Ποιητής», τον οποίο κανείς μπορεί να ταυτίσει αργότερα στο κείμενο με τον ίδιο τον Μπαλζάκ: αυτοί γρήγορα γίνονται φίλοι. Τα δύο αγόρια, ενώ αγνοούνται από τους άλλους σπουδαστές και αποδοκιμάζονται από τους καθηγητές τους για έλλειψη προσοχής, όλο και περισσότερο έρχονται κοντά ο ένας στον άλλον, μέσα από μακρές συζητήσεις για τη φιλοσοφία και τον μυστικισμό.

Αφού ολοκληρώνει ένα δοκίμιο με τον τίτλο Πραγματεία περί θελήσεως, ο Λαμπέρ τρομοκρατείται, όταν ο καθηγητής του την κατάσχει, την αξιολογεί ως «ανοησία» και - όπως υποθέτει ο αφηγητής - την πουλά σε έναν ντόπιο παντοπώλη. Λίγο αργότερα, ο αφηγητής θα πρέπει να εγκαταλείψει το σχολείο λόγω μίας σοβαρής ασθένειας. Το 1815, ο Λουί Λαμπέρ αποφοιτά στην ηλικία των 18 και στη συνέχεια ζει στο Παρίσι για τρία χρόνια. Μετά την επιστροφή του στο σπίτι τού θείου του στο Μπλουά, γνωρίζει μία γυναίκα που ονομάζεται Πωλίν ντε Βιλενουά και την ερωτεύεται με πάθος. Όμως, την ημέρα πριν τον γάμο, ο Λαμπέρ παθαίνει νευρική κατάρρευση και επιχειρεί να αυτοευνουχιστεί.

Καθώς εκτιμήθηκε «μη ιάσιμος» από τους γιατρούς, ο Λαμπέρ όφειλε για λίγο να αναπαυθεί σε απομόνωση. Η Πωλίν τον οδήγησε στο κάστρο της οικογενείας της, όπου αυτός ζούσε σχεδόν σε κώμα. Ο αφηγητής, ο οποίος εν τω μεταξύ δεν γνωρίζει αυτά τα γεγονότα, συναντά συμπτωματικά τον θείο τού Λαμπέρ και έτσι μπορεί να διαβάσει μια σειρά από επιστολές. Τα γράμματα αυτά έχει γράψει ο Λαμπέρ, όταν έμενε στο Παρίσι, για τον θείο του στο Μπλουά. Σε αυτά διαρκώς αναπτύσσει τη φιλοσοφική του σκέψη και περιγράφει την αγάπη του για την Πωλίν. Ο αφηγητής επισκέπτεται τελικά τον παλαιό του φίλο στο κάστρο του Βιλενουά, όπου ο ετοιμόρροπος Λαμπέρ λέει μόνον: «Οι άγγελοι είναι λευκοί»[19]. Η Πωλίν εντούτοις επιχειρεί να εξηγήσει στον αφηγητή τις τελευταίες φιλοσοφικές σκέψεις του αρραβωνιαστικού της, τις οποίες μπορεί και θυμάται και τις οποίες ο αφηγητής σημειώνει αμέσως με επιμέλεια. Ο Λαμπέρ πεθαίνει στις 25 Σεπτεμβρίου 1824 σε ηλικία 28 ετών.

Ύφος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ικανότητα του Λουί Λαμπέρ να αισθάνεται παρών στην μάχη του Αούστερλιτς (που εμφανίζεται εδώ σε έναν πίνακα του Φρανσουά Ζεράρ) είναι με αυτήν την έννοια σύμβολο του ρεαλιστικού στυλ του Μπαλζάκ.

Η πλοκή και τα γεγονότα τού Λουί Λαμπέρ είναι στην πραγματικότητα μόνο το κατάλληλο πρόσχημα για εκτεταμένες συζητήσεις για τη φιλοσοφία, τη μεταφυσική και τα ανθρώπινα αισθήματα. Επειδή το μυθιστόρημα δεν έχει γραφτεί σύμφωνα με το ρεαλιστικό στιλ, για το οποίο φημίζεται ο Μπαλζάκ, αυτό συχνά θεωρήθηκε ως ένα από «τα πιο αντιφατικά και χαμηλότερης αξίας από τα έργα του». Ο Oliver εντούτοις διαφωνεί με αυτήν την άποψη.[20]. Αν και τα περισσότερα από τα έργα του Μπαλζάκ εστιάζουν πιο πολύ στον εξωτερικό κόσμο, το έργο Λουί Λαμπέρ σκοπεύει να εξετάσει την ανθρώπινη διαδικασία της σκέψης και να αποσαφηνίσει τη φύση του ανθρώπινου μυαλού[20][21]. Πολλοί κριτικοί εντούτοις καταδικάζουν το χαοτικό στυλ του συγγραφέα και την παρουσίαση των ώριμων φιλοσοφικών του θεωριών μέσα από την φαντασία ενός εφήβου[22][23][24][25] Το μυθιστόρημα είναι σύμφωνα με τον Affron «έξοχο λάθος»[22].

Ωστόσο παραμένουν κάποια ίχνη τού ρεαλισμού τού Μπαλζάκ στο βιβλίο, ιδίως στη μακρά περιγραφή του κολεγίου της Βαντόμ. Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος είναι πλήρες από διάφορες λεπτομέρειες για το σχολείο: αναφέρει για παράδειγμα πώς οι θάλαμοι ανάπαυσης των μαθητών επιθεωρούνταν τακτικά και περιγράφει επίσης τους σύνθετους κοινωνικούς κανόνες σχετικά με την ανταλλαγή των φαγητών στην διάρκεια του δείπνου[26][27]. Οι ποινές επίσης περιγράφονται σε μήκος, περιλαμβάνοντας βαρετές τιμωρίες σε γράψιμο και την επώδυνη χρήση του ζωστήρα:

Ανάμεσα σε εκείνα τα σωματικά βασανιστήρια, τα οποία αντιμετωπίζαμε, σίγουρα το πιο έντονο ήταν εκείνο που προκαλούσε αυτό το δερμάτινο όργανο, περί τα δύο δάχτυλα φάρδος, που εφαρμόζονταν πάνω στα φτωχά μικροσκοπικά μας χέρια με όλη την δύναμη και την οργή του διαχειριστή. Για να υποφέρει αυτού του είδους τον κλασσικό πόνο, το θύμα γονάτιζε στην μέση της αίθουσας. Έπρεπε να αφήσει το θρανίο του και να γονατίσει κοντά στο γραφείο του κυρίου, και κάτω από τα χωρίς έλεος βλέμματα εν γένει των συμμαθητών του. [...] Κάποια από τα αγόρια φώναζαν και έκλαιγαν λίγο πριν ή μετά την εφαρμογή του ζωστήρα. Άλλοι πάλι υπέφεραν τον πόνο με στωικότητα και ησυχία· [...] μόνο ελάχιστοι εντούτοις μπορούσαν να ελέγξουν την έκφρασή τους της αναμονής τού φόβου.[28]

Περισσότερες ενδείξεις του ρεαλισμού του Μπαλζάκ εντοπίζονται, όταν ο Λαμπέρ περιγράφει την ικανότητά του, πώς μπορεί εσωτερικά να ξαναζεί γεγονότα μόνο μέσω της σκέψης του. Σε μια εκτεταμένη παράγραφο διηγείται, πως κάποια στιγμή διαβάζει για τη Μάχη του Αούστερλιτς και νιώθει το «κάθε συμβάν». Σε άλλη παράγραφο, φαντάζεται τον πόνο που προκαλείται από ένα μαχαίρι που κόβει το δέρμα του. Όπως παρατηρεί ο βιογράφος τού Μπαλζάκ Αντρέ Μωρουά, αυτές οι σκέψεις παρουσιάζουν την άποψη του συγγραφέα σχετικά με τον κόσμο και τις γραπτές του αναπαραστάσεις [29][30][14].

Θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτοβιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπαλζάκ, εδώ περίπου 25ετής, περιγράφει τον Λουί Λαμπέρ ως «λεπτό στην διάπλαση και σε ύψος περίπου πέντε πόδια», με «λεπτά, αστραφτερά, μαύρα μαλλιά σε μάζες από μπούκλες».[31]

Βιογράφοι και κριτικοί συμφωνούν, ότι ο Λουί Λαμπέρ είναι στην πραγματικότητα επιμελώς κρυμμένο δίδυμο του συγγραφέα, όπως το επιβεβαιώνουν τα πολλά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους[32][14][33][34]. Ως φοιτητής στο κολέγιο του Βαντόμ, ο Μπαλζάκ έγινε φίλος με ένα αγόρι με το όνομα Λουί Λαμπέρ Τινάν[35]. Όπως και στον Λαμπέρ, η θρησκευτική πίστη τού Μπαλζάκ κλονίστηκε εν μέρει με αφορμή την πρώτη του μετάληψη[36][37]. Ο Μπαλζάκ διάβαζε αχόρταγα όσο ήταν στο σχολείο και - όπως και ο Λαμπέρ - είχε συχνά τιμωρηθεί για αταξίες μέσα στην τάξη[38][39]. Οι ακριβείς και πολλές πληροφορίες για το σχολείο φανερώνουν ακόμη το μεγάλο χρονικό διάστημα, που ο Μπαλζάκ έμεινε εκεί: όπως μαθαίνουμε από το μυθιστόρημα, οι σπουδαστές είχαν το δικαίωμα να διατηρούν περιστέρια και να καλλιεργούν μικρούς κήπους. Τις ελεύθερες ημέρες τους οι σπουδαστές τις περνούσαν επίσης στους ξενώνες[40][26]

Το δοκίμιο του Λαμπέρ για τη μεταφυσική, Πραγματεία για την θέληση είναι άλλη μια αυτοβιογραφική παραπομπή. Ο ίδιος ο Μπαλζάκ έγραψε ένα τέτοιο δοκίμιο ως παιδί και αυτό - όπως και στο μυθιστόρημα - είχε κατασχεθεί από έναν εξαγριωμένο καθηγητή[41][42][43]. Η ιδιοφυΐα και η φιλοσοφική πολυμάθεια του Λαμπέρ αντανακλά άμεσα τον τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο ο Μπαλζάκ βλέπει τον ίδιο του τον εαυτό. Παρομοίως, κάποιοι κριτικοί και βιογράφοι έχουν ισχυριστεί ότι η τρέλα του Λαμπέρ, ίσως αντανακλά (συνειδητά ή όχι) την ίδια ασταθή διανοητική κατάσταση του συγγραφέα. Για τις διάφορες μη λογοτεχνικές φιλοδοξίες του Μπαλζάκ (μεταξύ αυτών και η σχεδιαζόμενη υποψηφιότητά του στο Κοινοβούλιο), οδήγησε τους παρατηρητές να αμφιβάλλουν για την διανοητική του υγεία [14][44] [45][20].

Τα πολλά γράμματα που γράφονται από τον Λαμπέρ και παρουσιάζονται στο μυθιστόρημα βασίζονται επίσης στη ζωή του Μπαλζάκ. Μόλις ολοκλήρωσε την πρώτη έκδοση τού έργου του, ο Μπαλζάκ προσπάθησε να γοητεύσει τη μαρκησία Castries με ένα απόσπασμα από ερωτικό γράμμα μέσα από το βιβλίο[46]. Τα γράμματα του Λαμπέρ στον θείο του για την ζωή του στο Παρίσι μεταξύ 1817 και 1820 εκφράζουν τα κύρια συναισθήματα του Μπαλζάκ, όταν παρακολουθεί την Σορβόνη κατά την ίδια χρονική περίοδο[17].

Ο Σβέντενμποργκ και η μεταφυσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ, κυρίως το Παράδεισος και Κόλαση, επηρέασε βαθιά το ονειροπόλο, ιδιοφυές αγόρι Λουί Λαμπέρ.

Οι ιδέες του Σουηδού φιλοσόφου Εμάνουελ Σβέντενμποργκ και του μαθητή του Λουί-Κλωντ ντε Σαιν Μαρτέν παίζουν κεντρικό ρόλο στο έργο Λουί Λαμπέρ. Η Madame de Staël εντυπωσιάστηκε από τον Λαμπέρ, όταν τον είδε στο πάρκο να διαβάζει την μεταφυσική πραγματεία του Σβέντενμποργκ Παράδεισος και Κόλαση (1758). Οι θεωρίες του Σουηδού συγγραφέα επανεμφανίζονται στην συνέχεια στα σχόλια του Λαμπέρ περί διάνοιας, ψυχής και θέλησης. Κυρίως ενδιαφέρει σύμφωνα με την νεαρή ιδιοφυΐα ο διαχωρισμός ανάμεσα στην «εσωτερική» και «εξωτερική» ύπαρξη του ανθρώπου. Η εξωτερική ύπαρξη, επηρεασμένη από φυσικές δυνάμεις και εύκολο αντικείμενο μελέτης από την επιστήμη, εκδηλώνεται στον Λαμπέρ ως ένα άτυχο και συχνά άρρωστο σώμα. Η εσωτερική ύπαρξη, εν τω μεταξύ, περιέχει εκείνο, το οποίο σύμφωνα με τον Λαμπέρ είναι «η υλική ουσία την σκέψης» : αυτό είναι η αληθινή ζωή, προς την οποία ο Λουί Λαμπέρ σταδιακά κινείται μέσα από το μυθιστόρημα[47][48][49][50].

Κάποιες από τις έννοιες που αναλύει ο Σβέντενμποργκ σχετίζονται μεταξύ άλλων με την γλώσσα, τον πόνο, την μνήμη και το όνειρο. Όταν οι σπουδαστές κάνουν μια εκδρομή στο κοντινό κάστρο του Ροσαμπώ, ο Λαμπέρ για παράδειγμα θυμάται ζωντανά αυτό το μέρος, αν και αυτός ποτέ του δεν το είχε επισκεφθεί πριν και μόνον το ονειρεύτηκε σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Αυτός πιστεύει, ότι το πνεύμα του έχει ήδη επισκεφθεί αυτό το μέρος τότε, ενόσω το σώμα του κοιμόταν, και περιγράφει αυτήν του την εμπειρία ως «πλήρη διαχωρισμό του σώματός μου και της εσωτερικής ύπαρξης». Υπάρχουν σύμφωνα με την γνώμη του «κάποιες μη ανιχνεύσιμες ικανότητες κίνησης του πνεύματος με αποτελέσματα, τα οποία μοιάζουν με αυτά της κίνησης των σωμάτων»[51].

Όπως οι ήρωες του Σβέντενμποργκ και του Σαιν-Μαρτέν, ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ επιχειρεί μέσα στο Λουί Λαμπέρ να κατασκευάσει σταθερή θεωρία για την ενοποίηση πνεύματος και ύλης[52][53]. Ο νεαρός Λαμπέρ επιχειρεί ο ίδιος να πετύχει αυτόν τον σκοπό στο έργο του Πραγματεία περί Θέλησης, το οποίο - μετά την κατάσχεσή του από τον καθηγητή - περιγράφεται από τον αφηγητή ως ακολούθως:

Την λέξη «Θέληση» την χρησιμοποιεί για να ορίσει (...) την μάζα της δύναμης, με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να αναπαράγει, έξω από τον εαυτό του, τις πράξεις οι οποίες θεμελιώνουν την εξωτερική του ζωή (...) Η «Βούληση», λέξη προερχόμενη από τον Λοκ, εκφράζει την δράση, μέσω της οποίας ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την θέλησή του. Η λέξη «Σκέψη», την οποία αυτός θεωρεί ως το πιο θεμελιώδες προϊόν της Θέλησης, αντιπροσωπεύει επίσης το περιβάλλον, από το οποίο πηγάζουν οι ιδέες, και στο οποίο η Σκέψη δίνει υπόσταση(...) Η Ιδέα, λέξη που αποδίδεται σε εκείνα τα δημιουργήματα του εγκεφάλου, που είναι η πράξη, μέσω της οποίας ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την Σκέψη του. Θέληση και Νους είναι κατά αυτόν τον τρόπο τα δύο παραγωγικά μέσα. Βούληση και Ιδέα είναι τα δύο προϊόντα της παραγωγής. Η Βούληση, αυτός πιστεύει, είναι η εξελιγμένη Ιδέα από μια αφηρημένη σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, από την δική της παραγόμενη ροή στην σταθερή έκφραση (...) Σύμφωνα με αυτόν, η Σκέψη και οι Ιδέες θεμελιώνουν τις κινήσεις και τις δράσεις της εσωτερικής μας ύπαρξης, ενώ Βουλήσεις και Θέληση συγκροτούν εκείνες της εξωτερικής ζωής.[54]

Η εξερεύνηση της ανθρώπινης θέλησης και σκέψης σχετίζεται επίσης με τον ενδιαφέρον του Μπαλζάκ για τον Φραντς Αντόν Μέσμερ, ο οποίος υποστήριξε την θεωρία του ζωικού μαγνητισμού, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια δύναμη που κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο αφηγητής αναφέρεται δύο φορές στον Μέσμερ μέσα στο κείμενο, και περιγράφει το τμήμα του έργου Πραγματεία περί θέλησης που είναι αφιερωμένη σε αυτήν την θεωρία[55][42][43].

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πνευματική κρίση που βίωσε ο Μπαλζάκ από την εποχή της πρώτης του μετάληψης τον οδήγησε να ερευνήσει τα έργα των πρώτων χριστιανών στοχαστών αλλά και το ζήτημα του κακού. Όπως παρατήρησε και ο Γάλλος κριτικός Philippe Bertault, το μεγαλύτερο μέρος του μυστικισμού που εκφράζεται στο Λουί Λαμπέρ αναφέρεται σε αυτόν του πρώιμου χριστιανισμού[56]. Στα γράμματα του ο Λαμπέρ εξηγεί, ότι ανακάλυψε όχι μόνον το χριστιανισμό, αλλά μεταξύ άλλων και την φιλοσοφία του ινδουϊσμού, τον βουδισμό, τον ισλαμισμό και τον κομφουκιανισμό. Τονίζοντας τις ομοιότητες μεταξύ αυτών των διαφορετικών παραδόσεων, διακηρύσσει ότι «ο Εμάνουελ Σβέντενμποργκ χωρίς αμφιβολία συνοψίζει σε ένα σώμα αυτές τις θρησκείες - ή καλύτερα την μοναδική θρησκεία- της ανθρωπότητας»[57]. Για την ίδια θεωρία επιχειρεί ο Μπαλζάκ, στον Λουί Λαμπέρ και αλλού, να συμπληρώσει την ίδια του την χριστιανική πίστη μέσω ενός εξωτικού μυστικισμού αλλά και μέσω του πιο λαϊκού ρεαλισμού[58][23][59].

Η ικανότητα των χριστιανών μαρτύρων - επί παραδείγματι του Ιγνάτιου Αντιοχείας, που φαγώθηκε από τα λιοντάρια - αγνοώντας τον πόνο μέσω της πίστης έχει θεωρηθεί από τον Λουί Λαμπέρ ως απόδειξη της δικής του Πραγματείας περί Θέλησης.

Η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η ίδια είναι θέμα των στοχασμών του Λαμπέρ, κυρίως σχετικά με τους πρώτους μάρτυρες. Ο διαχωρισμός της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας, χρησιμοποιείται για να εξηγήσει την ικανότητα των βασανιζόμενων και των ακρωτηριαζόμενων να αγνοούν τον φυσικό πόνο μέσω της πνευματικής θέλησης[58][60][61]. Όπως είπε ο Λαμπέρ: «Μήπως το φαινόμενο των βασανιστηρίων που υπέφεραν τόσο ηρωικά οι πρώτοι χριστιανοί, και παρατηρήθηκε σχεδόν κάθε φορά, δεν αποδεικνύει επαρκώς ότι η δύναμη της Ύλης ποτέ δεν θα υπερισχύσει της δύναμης των Ιδεών και της Θέλησης του ανθρώπου;»[62]. Αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού βοηθά επίσης στην κατανόηση των θαυμάτων που αποδίδονται στον Χριστό, τα οποία ο Λαμπέρ θεωρεί ως τέλειο παράδειγμα της ενότητας ανάμεσα στις δύο δυνάμεις.[60][62].

Θρησκευτικά θέματα εμφανίζονται επίσης σε παραγράφους σχετικές με τους αγγέλους. Συζητώντας για το περιεχόμενο του έργου «Παράδεισος και Κόλαση» του Σβέντενμποργκ, ο Λαμπέρ προσπαθεί να πείσει τον αφηγητή για την ύπαρξη των αγγέλων, που περιγράφονται ως «άτομα, στα οποία η εσωτερική ύπαρξη υπερνικά την εξωτερική»[63]. Το ίδιο ιδιοφυές παιδί παρουσιάζεται ως παράδειγμα μιας τέτοιας διαδικασίας: το φυσικό του σώμα αρρωσταίνει και εξαϋλώνεται, ενώ η πνευματική του φώτιση αναπτύσσεται, φτάνοντας στο απόγειό της με αυτό το σχόλιο προς τον αφηγητή: «Οι άγγελοι είναι λευκοί»[19][64][65]. Εν τω μεταξύ η Πωλίν, περιγράφεται ως «άγγελος»[66] και ως «θηλυκός άγγελος»[67]. Η παράλληλη αγγελική της φύση ενσωματώνεται σε αυτό, το οποίο σύμφωνα με τον κριτικό Charles Affron είναι το «είδος του τέλειου γάμου, πνευματικός δεσμός που διαπερνά αυτόν τον κόσμο και τον επόμενο»[68]. Ο Μπαλζάκ αργότερα επανήλθε στο θέμα των αγγέλων σε άλλα έργα από τις «Φιλοσοφικές σπουδές», κυρίως στη «Σεραφίτα».

Ιδιοφυΐα και τρέλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επειδή ο Μπαλζάκ είναι πεπεισμένος ότι ο ίδιος είναι ιδιοφυΐα, χρησιμοποιεί σκόπιμα τον Λουί Λαμπέρ για να εξετάσει τα κοινωνικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι ιδιοφυείς και για να περιγράψει την συχνή τους κατάληξή στην τρέλα. Ο συγγραφέας ήταν σύμφωνα με κάποιες πηγές πολύ συγκλονισμένος, όταν είδε την εξέλιξη προς το χειρότερο της πνευματικής υγείας του συντρόφου του στην Βαντόμ[69]. Η τρέλα του Λαμπέρ παρουσιάζεται πιο ζωντανά, όταν αυτός επιχειρεί να αυτοευνουχιστεί και στην συνέχεια περνά πολλά χρόνια σε κατάσταση κατατονίας[70]. Η μεταμόρφωση αυτή παρουσιάζεται με διαύγεια ως συνέπεια της ιδιοφυΐας: επειδή η ευφυΐα του καταδικάζεται από τους καθηγητές του και δεν συμβιβάζεται με την κοινωνία των άλλων παιδιών, ο Λαμπέρ εκτοπίζεται γρήγορα και συμβολικά από τον κόσμο[71]. Δεν έχει πλέον επιτυχίες στο Παρίσι, όπου αυτός ζει δυστυχής και μίζερος[72]. Σταδιακά γίνεται φυτό, αποξενωμένος ολοκληρωτικά από τον φυσικό του περίγυρο.

Ως αντανάκλαση του ίδιου του Μπαλζάκ, ο Λαμπέρ συμβολίζει επίσης την εσωτερική εικόνα του ως ενός εξαιρετικού συγγραφέα, ο οποίος εντούτοις συνειδητοποιεί τις αμφιβολίες για την ίδια την νοητική του υγεία. Κάποια από τα έργα του αλλά και δημόσιες δηλώσεις του Μπαλζάκ, αλλά και το ατύχημά του επίσης αρκετά πριν από τη συγγραφή του μυθιστορήματος, σίγουρα οδήγησαν πολλούς παρατηρητές να αμφιβάλλουν για την υγεία του. Η τρέλα του κύριου πρωταγωνιστή στον Λουί Λαμπέρ ενίσχυσε ολοένα και περισσότερο αυτές τις αμφιβολίες. Όπως παρατήρησε ο βιογράφος Graham Robb, «Το να φουντώνει την φωτιά με πετρέλαιο ήταν τυπικό δείγμα της συμπεριφοράς του Μπαλζάκ»[13][11][73].

Κριτική και επιρροή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί τόμοι της σειράς μυθιστορημάτων «Η ανθρώπινη κωμωδία».

Ο Μπαλζάκ ήταν περήφανος κυρίως για το Λουί Λαμπέρ και είχε την γνώμη ότι παρουσίαζε με κομψότητα τα δικά του ποικίλα ενδιαφέροντα για την φιλοσοφία, το μυστικισμό, τη θρησκεία και τον αποκρυφισμό. Όταν έστειλε έναν πρώιμο σχέδιο του έργου του στην τότε ερωμένη του, αυτή αμέσως προέβλεψε την αρνητική υποδοχή, την οποία το έργο έλαβε εκ των υστέρων. «Αφήστε τελικά όλον τον κόσμο να δει μόνος του, αγαπημένε μου», έγραψε αυτή, «αλλά μην παρακαλάτε για τον θαυμασμό τους, επειδή τότε οι πιο ισχυροί μεγεθυντικοί φακοί θα κατευθυνθούν πάνω σας, και τι απογίνεται και στο πιο λεπτεπίλεπτο αντικείμενο, όταν μπαίνει κάτω από το μικροσκόπιο;»[74]. Οι κριτικές του βιβλίου ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους αρνητικές και αυστηρές, κυρίως για τη μη επάρκεια της πλοκής[75][22][76]. Ο συντηρητικός κριτικός της λογοτεχνίας Eugène Poitou, από την άλλη, κατηγόρησε τον Μπαλζάκ για έλλειψη θρησκευτικής πίστης και κατέκρινε τον συγγραφέα ότι έχει την τάση να περιγράφει την γαλλική οικογένεια ως έναν άθλιο θεσμό[77].

Ο Μπαλζάκ δεν αποθαρρύνθηκε από τις αρνητικές αντιδράσεις. Αναφερόμενος στον Λουί Λαμπέρ αλλά και σε άλλα έργα από το Μυστικό βιβλίο, αυτός έγραψε : «Αυτά είναι βιβλία τα οποία δημιούργησα για τον εαυτό μου και για λίγους άλλους»[78] Αν και συνήθιζε να κριτικάρει το έργο του Μπαλζάκ, ο Γάλλος συγγραφέας Γκυστάβ Φλωμπέρ επηρεάστηκε - ίσως ασυνείδητα - από αυτό το βιβλίο. Το ίδιο του το διήγημα La Spirale, που γράφτηκε την δεκαετία του 1850, έχει στο μεγαλύτερο μέρος της μια πλοκή παρόμοια με αυτήν του μυθιστορήματος του Μπαλζάκ του 1832[79].

Ενώ αναθεωρούσε και επανεξέδιδε τις απανωτές τρεις εκδόσεις του Λουί Λαμπέρ, ο Μπαλζάκ ανέπτυξε ένα σχήμα για να οργανώσει όλα του τα μυθιστορήματα, τα ήδη γραμμένα και όσα γράφονταν ακόμη. Ο ίδιος ονόμασε αυτό το σχήμα «Η Ανθρώπινη κωμωδία» (γαλλικά: La Comédie humaine), και φιλοδοξούσε να την καταστήσει ως μια πανοραμική παρουσίαση εκείνων των στοιχείων της γαλλικής κοινωνίας της εποχής εκείνης. Ο συγγραφέας τοποθέτησε τον Λουί Λαμπέρ στην ενότητα που ονόμασε Φιλοσοφικές σπουδές, όπου παρέμεινε για 15 χρόνια όσα χρειάστηκαν για την τελειοποίηση του εγχειρήματος[80]. Ο Μπαλζάκ προσέγγισε εκ νέου το θέμα αυτού του μυθιστορήματος στο μεταγενέστερο έργου του με τον τίτλο Σεραφίτα, το οποίο περιγράφει τις περιπέτειες ενός ανδρόγυνου και με αγγελική όψη πλάσματος [81]. Συνεπής με την συνήθειά του, ο συγγραφέας εισάγει επίσης τον Λαμπέρ και την ερωμένη του Πωλίν σε μεταγενέστερα έργα, πιο φανερά στο διήγημα Η κυρία στην άκρη της θάλασσας (Un Drame au bord de la mer)[82][83].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Robb 1994, σελ. 12
  2. Maurois 1965, σελ. 29
  3. Robb 1994, σελ. 27-53
  4. Robb 1994, σελ. 145-174
  5. Robb 1994, σελ. 162-186
  6. Maurois 1965, σελ. 155-180
  7. Hunt 1942, σελ. 37
  8. Dedinsky 1942, σελ. 145
  9. Oliver 1959, σελ. 112-113
  10. Saintsbury 1901, σελ. 135
  11. 11,0 11,1 Maurois 1965, σελ. 195
  12. Maurois 1965, σελ. 195-196
  13. 13,0 13,1 13,2 Robb 1994, σελ. 201
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 Maurois 1965, σελ. 199
  15. Maurois 1965, σελ. 221
  16. Robb 1994, σελ. 235-236
  17. 17,0 17,1 Bertault 1963, σελ. 73
  18. Saintsbury 1901, σελ. xii
  19. 19,0 19,1 Balzac 1901, σελ. 247
  20. 20,0 20,1 20,2 Oliver 1959, σελ. 25
  21. Dedinsky 1942, σελ. 76-77
  22. 22,0 22,1 22,2 Affron 1966, σελ. 122
  23. 23,0 23,1 Hunt 1942, σελ. 52
  24. Maurois 1965, σελ. 198-199
  25. Oliver 1959, σελ. 26
  26. 26,0 26,1 Balzac 1901, σελ. 154-155
  27. Robb 1994, σελ. 13-15
  28. Balzac 1901, σελ. 169-170
  29. Balzac 1901, σελ. 150
  30. Balzac 1901, σελ. 173
  31. Balzac 1901, σελ. 162
  32. Robb 1994, σελ. 201-202
  33. Affron 1966, σελ. 114-120
  34. Oliver 1959, σελ. 24-25
  35. Robb 1994, σελ. 19
  36. Bertault 1963, σελ. vii
  37. Bertault 1963, σελ. 72
  38. Oliver 1959, σελ. 25-26
  39. Robb 1994, σελ. 14-20
  40. Oliver 1959, σελ. 24
  41. Robb 1994, σελ. 20-21
  42. 42,0 42,1 Hunt 1942, σελ. 49
  43. 43,0 43,1 Oliver 1959, σελ. 29
  44. Robb 1994, σελ. 201-207
  45. Affron 1966, σελ. 113-124
  46. Robb 1994, σελ. 213
  47. Maurois 1965, σελ. 199-200
  48. Balzac 1901, σελ. 151
  49. Hunt 1942, σελ. 48
  50. Oliver 1959, σελ. 132
  51. Balzac 1901, σελ. 180
  52. Bertault 1963, σελ. 75
  53. Oliver 1959, σελ. 27-28
  54. Balzac 1901, σελ. 185
  55. Balzac 1901, σελ. 191
  56. Bertault 1963, σελ. 72-75
  57. Balzac 1901, σελ. 218-219
  58. 58,0 58,1 Oliver 1959, σελ. 30
  59. Bertault 1963, σελ. 75-76
  60. 60,0 60,1 Bertault 1963, σελ. 76
  61. Maurois 1965, σελ. 200
  62. 62,0 62,1 Balzac 1901, σελ. 200
  63. Balzac 1901, σελ. 175
  64. Hunt 1942, σελ. 51
  65. Affron 1966, σελ. 120
  66. Balzac 1901, σελ. 221
  67. Balzac 1901, σελ. 223
  68. Affron 1966, σελ. 123
  69. Robb 1994, σελ. 16
  70. Balzac 1901, σελ. 240-243
  71. Affron 1966, σελ. 115-117
  72. Balzac 1901, σελ. 207
  73. Affron 1966, σελ. 122-123
  74. Maurois 1965, σελ. 201
  75. Maurois 1965, σελ. 222
  76. Pugh 1974, σελ. 29
  77. Bellos 1976, σελ. 39
  78. Bertault 1963, σελ. 74
  79. Bellos 1976, σελ. 132-133
  80. Dedinsky 1942, σελ. 78-79
  81. Hunt 1942, σελ. 52-53
  82. Hunt 1942, σελ. 135
  83. Pugh 1974, σελ. 52-53

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ξενόγλωσση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνόγλωσση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ονορέ ντε Μπαλζάκ «Λουί Λαμπέρ» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2001, μετάφραση Ντορέτα Πέππα)
  • Honoré de Balzac «Λουί Λαμπέρ» (εκδόσεις Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, μετάφραση Π. Σπηλιωτόπουλος)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]