Το παλτό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το παλτό
Εξώφυλλο του Ιγκόρ Γκραμπάρ για μια έκδοση του 1890.
ΣυγγραφέαςΝικολάι Γκόγκολ
ΤίτλοςШинель
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1841
Ημερομηνία δημοσίευσης1842
ΤόποςΑγία Πετρούπολη
Δημοσιεύθηκε στοΙστορίες της Πετρούπολης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το παλτό (τίτλος στα ρωσικά: Шине́ль) είναι διήγημα του Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ που δημοσιεύτηκε το 1843 και συγκαταλέγεται στη συλλογή Ιστορίες της Πετρούπολης μαζί με άλλες τέσσερις ιστορίες του συγγραφέα που διαδραματίζονται στην Αγία Πετρούπολη.[1]

Το διήγημα, σατιρίζοντας τη ρωσική γραφειοκρατία, παρουσιάζει την ιστορία ενός κατώτερου δημόσιου υπαλλήλου. Παρά τον πενιχρό μισθό του καταφέρνει με αιματηρές οικονομίες να παραγγείλει ένα καινούργιο παλτό για να προστατευτεί από τον σκληρό χειμώνα της Αγίας Πετρούπολης. Το παλτό τονώνει την αυτοεκτίμησή του αλλά όταν του το κλέβουν γίνεται η αφορμή του τραγικού του τέλους. [2]

Το διήγημα, συνδυασμός ρεαλιστικής αφήγησης με στοιχεία φανταστικά, με ύφος αρχικά διασκεδαστικό και κωμικό που σταδιακά μετατρέπεται σε τραγικό, είχε μεγάλη επιρροή στη μεταγενέστερη ρωσική λογοτεχνία. Το περίφημο απόφθεγμα ότι «όλοι έχουμε βγει κάτω από το παλτό του Γκόγκολ», που αποδίδεται στον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, δείχνει τη μεγάλη επίδραση του έργου και του συγγραφέα στους Ρώσους ρεαλιστές συγγραφείς του 19ου αιώνα. Το 1941, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ το χαρακτήρισε ως το καλύτερο ρωσικό διήγημα που γράφτηκε ποτέ.[3]

Έχει διασκευαστεί για το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο και το θέατρο.[4][5]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διήγημα αφηγείται τη ζωή και τον θάνατο του Ακάκι Ακάκιεβιτς Μπασμάτσκιν, ενός φτωχού κυβερνητικού υπαλλήλου στη ρωσική πρωτεύουσα Αγία Πετρούπολη. Ο Ακάκι ζει μια θλιβερή, μοναχική ζωή και το επάγγελμά του, είναι αντιγραφέας, γεμίζει όλη του την ύπαρξη. Κατά καιρούς, συνεχίζει να δουλεύει στο σπίτι τα βράδια. Αν και είναι αφοσιωμένος στη δουλειά του, η προσφορά του ελάχιστα αναγνωρίζεται στο τμήμα του. Αντίθετα, οι νεότεροι υπάλληλοι τον πειράζουν και προσπαθούν να του αποσπάσουν την προσοχή όποτε μπορούν. Το λιωμένο πανωφόρι του είναι συχνά το επίκεντρο των αστείων τους. Ο Ακάκι αποφασίζει ότι είναι απαραίτητο να επισκευάσει το παλτό του, οπότε το πηγαίνει στον ράφτη Πετρόβιτς, ο οποίος όμως του λέει ότι το παλτό δεν διορθώνεται πια, αλλά πρέπει να αγοράσει καινούργιο.[6]

Ρωσικό γραμματόσημο που απεικονίζει το διήγημα, αφιερωμένο στην 200η επέτειο γέννησης του Νικολάι Γκόγκολ, το 2009

Το κόστος ενός νέου πανωφοριού είναι υπερβολικό για τον πενιχρό μισθό του Ακάκι, έτσι αναγκάζεται να περάσει μια μακρά περίοδο αποταμίευσης (και πείνας) για να εξοικονομήσει αρκετά χρήματα για να αγοράσει καινούργιο. Εν τω μεταξύ, συναντιέται συχνά με τον ράφτη Πετρόβιτς και συζητούν για το νέο παλτό. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο ζήλος του Ακάκι για τη δουλειά του αντικαθίσταται από τον ενθουσιασμό του για το νέο του πανωφόρι, σε σημείο που δεν σκέφτεται τίποτε άλλο. Τέλος, με ένα απροσδόκητα μεγάλο δώρο εορτών στον μισθό του, εξοικονομεί αρκετά χρήματα για να αγοράσει το καινούργιο παλτό.

Ο Ακάκι και ο ράφτης Πετρόβιτς πηγαίνουν στα καταστήματα της Αγίας Πετρούπολης και διαλέγουν τα καλύτερα υλικά που μπορούν να αντέξουν οικονομικά ( η γούνα από κουνάβι ήταν πολύ ακριβή, επομένως χρησιμοποιούν γούνα γάτας για το γιακά). Το νέο παλτό είναι εντυπωσιακά καλής ποιότητας και εμφάνισης και στο γραφείο κάνει μεγάλη εντύπωση την ημέρα που φτάνει φορώντας το. Το παλτό μεταμορφώνει τον Ακάκι Ακάκιεβιτς τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Ο προϊστάμενός του αποφασίζει να διοργανώσει μια γιορτή για να τιμήσει το νέο παλτό, στην οποία ο συνήθως μοναχικός Ακάκι συμμετέχει απρόθυμα και βρίσκεται εκτός τόπου. Μετά τη γιορτή, τα μεσάνυχτα, ο Ακάκι φεύγει για το σπίτι του, πολύ αργότερα από ό,τι συνήθως.

Με μια ξαφνική αλλαγή στο ύφος της αφήγησης από το κωμικό στο τραγικό, ο αναγνώστης μαθαίνει ότι καθ' οδόν, του επιτίθενται δύο άντρες, του παίρνουν το παλτό, τον κλωτσούν και τον αφήνουν στο χιόνι.

Ο Ακάκι δεν βρίσκει βοήθεια από τις αρχές όπου απευθύνθηκε για να ανακτήσει το χαμένο παλτό του. Τέλος, με τη συμβουλή ενός συναδέλφου στο τμήμα του, απευθύνεται σε μια «σημαντική προσωπικότητα», έναν στρατηγό που προήχθη πρόσφατα στη θέση. Αφού αφήνει τον Ακάκι να περιμένει για ώρα, ο στρατηγός τον ρωτάει αυστηρά γιατί τον ενόχλησε για ένα τόσο ασήμαντο θέμα προσωπικά και δεν το παρουσίασε στον γραμματέα του. Η απάντηση του κοινωνικά αδέξιου Ακάκι προκαλεί μια τόσο ισχυρή επίπληξη από τον στρατηγό που παραλίγο να λιποθυμήσει και τον οδηγούν έξω από το γραφείο του στρατηγού. Λίγο αργότερα, ο Ακάκι αρρωσταίνει θανάσιμα με πυρετό. Τις τελευταίες του ώρες, παραληρεί, φαντάζεται ότι βρίσκεται ξανά μπροστά στον στρατηγό, βρίζει. (Εδώ τελειώνει η ρεαλιστική πλοκή του διηγήματος).

Τότε είναι που αρχίζουν να συμβαίνουν ανεξήγητα γεγονότα: ένα φάντασμα εμφανίζεται σε διάφορες γειτονιές της Πετρούπολης, τρομάζοντας τους περαστικούς και αρπάζοντας τα πανωφόρια τους. Η αστυνομία δυσκολεύεται να το συλλάβει. Το φάντασμα, αναγνωρίστηκε ως το φάντασμα του Ακάκι, τελικά συναντά τη «σημαντική προσωπικότητα», τον στρατηγό - ο οποίος, από τον θάνατο του Ακάκι, είχε αρχίσει να νιώθει ενοχές επειδή τον κακομεταχειρίστηκε - και του αρπάζει το παλτό, τρομάζοντας τον τρομερά. Ικανοποιημένος, ο Ακάκι Ακάκιεβιτς δεν εμφανίζεται ξανά. Ο αφηγητής τελειώνει την αφήγησή του με την αναφορά για την εμφάνιση ενός άλλου φαντάσματος σε άλλο μέρος της πόλης.[7]

Πρόσωπα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακάκι Ακάκιεβιτς Μπασμάτσκιν: Κατώτερος κυβερνητικός υπάλληλος, γραφιάς τετάρτου βαθμού, σε ένα από τα τμήματα της ρωσικής κυβέρνησης στην πρωτεύουσα της Ρωσίας Αγία Πετρούπολη. Είναι γύρω στα πενήντα, ένας ήσυχος άντρας με λιγοστά κόκκινα μαλλιά και μικρή φαλάκρα. Δεν έχει καθόλου προσωπική ή κοινωνική ζωή. Η δουλειά του είναι να αντιγράφει έγγραφα, κυρίως επιστολές, και την απολαμβάνει, δεν καταπιέζεται από τη φύση της γραφειοκρατικής εργασίας σε αντίθεση με τον Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς (1853) του Χέρμαν Μέλβιλ. Αν και δεν κάνει ποτέ λάθη, δεν έχει καμία επιθυμία να αναλάβει πιο απαιτητικές εργασίες, συνειδητοποιώντας ότι έχει περιορισμένες δυνατότητες. Οι περισσότεροι από τους συναδέλφους του τον κοροϊδεύουν, κάτι που αυτός αγνοεί ή δεν παρατηρεί καθόλου. Το παλτό του είναι τόσο φθαρμένο που δεν μπορεί πλέον να τον προστατεύσει από το τσουχτερό κρύο, έτσι κάνει οικονομίες μαζεύοντας καπίκι-καπίκι για να αγοράσει καινούργιο. Στην προσπάθειά του να ξαναβρεί το παλτό όταν του το κλέβουν, έρχεται αντιμέτωπος με το εφιαλτικό γραφειοκρατικό κατεστημένο.[8]

Πετρόβιτς: Μονόφθαλμος, βλογιοκομμένος, οικονομικός ράφτης που συνήθως επιδιόρθωνε ρούχα, στον οποίο απευθύνεται ο Μπασμάτσκιν για να φτιάξει το καινούργιο του παλτό. Ο Πετρόβιτς ήταν συχνά πιωμένος, επίσης κάποτε ήταν δουλοπάροικος.

Η σύζυγος του Πετρόβιτς: Γυναίκα άσχημη, την οποία ο Πετρόβιτς αποκαλεί «άπιστη και Γερμανίδα» όταν μαλώνουν.

Η σπιτονοικοκυρά του Ακάκι: Ηλικιωμένη γυναίκα που συμβουλεύει τον νοικάρη της να αναφέρει την κλοπή στον αρχηγό της αστυνομίας της περιοχής.

Αρχηγός της Αστυνομίας της Περιφέρειας: Αξιωματούχος που ακούει την αναφορά του Ακάκι για το κλεμμένο παλτό του. Ο αστυνομικός κάνει στον Ακάκι ενοχλητικές ερωτήσεις, τον αντιμετωπίζει σαν να ήταν εγκληματίας και δεν βοηθάει στην ανεύρεση του παλτού.[3]

Υπάλληλος με συμβουλές: Συνάδελφος του Ακάκι στο γραφείο που τον συμβουλεύει να δει μια συγκεκριμένη «εξέχουσα προσωπικότητα» με κύρος σε ένα κυβερνητικό γραφείο που θα τον βοηθήσει να βρει το κλεμμένο παλτό.

Εξέχουσα προσωπικότητα: Ανώτερος υπάλληλος που ενδιαφέρεται κυρίως για την επίδειξη της δύναμης που ασκεί ως επόπτης. Υποτιμά και προσβάλει τους υφισταμένους του για να εδραιώσει την αυτοεκτίμησή του. Αποδοκιμάζει τον Ακάκι που δεν ακολούθησε την κατάλληλη διαδικασία για να τον συναντήσει. Δεν βοηθάει.

Γιατρός: Η σπιτονοικοκυρά του Ακάκι τον κάλεσε όταν ο Ακάκι έπεσε άρρωστος. Ο γιατρός της είπε να παραγγείλει φέρετρο.

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διήγημα έχει μεταφραστεί αρκετές φορές στα ελληνικά πάντα με τον τίτλο Το παλτό. Μερικές από τις μεταφράσεις:

  • μτφ. Αντώνης Μοσχοβάκης, εκδόσεις Φέξη, 1965
  • μτφ. Κίρα Σίνου, εκδόσεις Γλάρος, 1988
  • μτφ. Γιώργος Τσακνιάς, εκδόσεις Πατάκης, 1996 [9]
  • μτφ. Ορέστης Ορλώφ, εκδόσεις Ars Brevis, 2014 [10]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]