Ο καβγάς των δύο Ιβάν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο καβγάς των δύο Ιβάν
ΣυγγραφέαςΝικολάι Γκόγκολ
ΤίτλοςПовесть о том, как поссорился Иван Иванович с Иваном Никифоровичем
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1834
Μορφήδιήγημα
Δημοσιεύθηκε στοΜίργκοροντ
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο καυγάς των δύο Ιβάν (τίτλος στα ρωσικά: Повесть о том, как поссорился Иван Иванович с Иваном Никифоровичем) είναι νουβέλα του Νικολάι Γκόγκολ, που δημοσιεύτηκε το 1834 και από το 1835 περιλαμβάνεται στον δεύτερο τόμο της συλλογής Μίργκοροντ.[1]

Αναφέρεται στη διασκεδαστική έχθρα δύο παλιών φίλων που κατέληξε σε ατέλειωτη αναμονή της δικαστικής της επίλυσης. Παρουσιάζει μια ζωντανή εικόνα της ζωής της μικρής επαρχιακής πόλης της Ρωσικής αυτοκρατορίας Μίργκοροντ (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία) και σατιρίζει τις δικαστικές και τις διοικητικές αρχές της εποχής. Γραμμένη με σκωπτικό και διασκεδαστικό ύφος και με ρεαλιστικές απεικονίσεις των χαρακτήρων, είναι μια από τις πιο χιουμοριστικές ιστορίες του Γκόγκολ.[2]

Έμπνευση για τη συγγραφή ήταν το διήγημα του συμπατριώτη του Γκόγκολ Βασίλ Ναρίζνι «Δύο Ιβάν ή πάθος για αγωγές», καθώς και οι εντυπώσεις του συγγραφέα από το ταξίδι στην πατρίδα του το 1832.[3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία διαδραματίζεται στην επαρχιακή μικρή πόλη Μίργκοροντ. Οι δύο Ιβάν είναι ευκατάστατοι γαιοκτήμονες, γείτονες και πολύ καλοί φίλοι, αν και είναι εντελώς διαφορετικοί. Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς είναι ψηλός, αδύνατος, ευγενικός και με ευχέρεια λόγου, ενώ ο Ιβάν Νικηφόροβιτς είναι κοντός, χοντρός και άξεστος.[4]

Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς από τη βεράντα του παρακολουθούσε τι συμβαίνει στην αυλή και στο δρόμο, εικονογράφηση του 1902

Μια μέρα, ο Ιβάν Ιβάνοβιτς παρατηρεί από τη βεράντα του την υπηρέτρια του φίλου του να απλώνει διάφορα πράγματα και την προσοχή του τραβάει ένα τουφέκι. Πηγαίνει στο σπίτι του Ιβάν Νικηφόροβιτς και του ζητά το όπλο με αντάλλαγμα ένα καφέ γουρούνι και δύο σακιά βρώμη, αλλά ο φίλος του δεν θέλει να το αποχωριστεί. Η συζήτηση φτάνει στον καυγά, ο Ιβάν Νικηφόροβιτς αποκαλεί τον Ιβάν Ιβάνοβιτς «χήνα», κάτι που, για κάποιο λόγο που δεν διευκρινίζεται, τον προσβάλλει τρομερά. Μετά από αυτό το γεγονός, αρχίζουν να μισούνται.[5]

Ο Ιβάν Νικηφόροβιτς στήνει έναν ξύλινο ορνιθώνα για χήνες στα όρια των αυλών τους για να το βλέπει ο άλλος καθημερινά. Για αντίποινα, ο Ιβάν Ιβάνοβιτς πριόνισε τις κολόνες τη νύχτα και ο ορνιθώνας κατέρρευσε. Την επόμενη μέρα, φοβούμενος ότι ο πρώην φίλος του για αντίποινα για τη ζημιά θα κάψει το σπίτι του, ο Ιβάν Ιβάνοβιτς πηγαίνει και του κάνει μήνυση με αίτημα να συλληφθεί ο Ιβάν Νικηφόροβιτς για την προσβολή που του έκανε. Ο δικαστής δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που συμβαίνει και προσπαθεί να τον πείσει να υποχωρήσει, αλλά αυτός αγνοεί τις υποδείξεις του και φεύγει από το δικαστήριο.

Λίγο μετά, ο Ιβάν Νικηφόροβιτς έρχεται στο δικαστήριο και υποβάλλει τη δική του μήνυση, προς έκπληξη των συγκεντρωμένων. Περιέργως, λίγο μετά την αποχώρηση του Ιβάν Νικηφόροβιτς, η μήνυσή του κλέβεται και καταστρέφεται από το καφέ γουρούνι που ανήκει στον Ιβάν Ιβάνοβιτς. Η προσπάθεια του δικαστή να συλλάβει το γουρούνι και να τους πείσει να συμφιλιωθούν είναι ανεπιτυχής. Εξαιτίας της καταστροφής, κατατίθεται νέα μήνυση.[6]

Όταν έκανε πολύ ζέστη, ο Ιβάν Νικηφόροβιτς έβγαζε τα ρούχα του, εικονογράφηση του 1902

Δύο χρόνια αργότερα, ο δήμαρχος κάνει μια συνεστίαση στην οποία παρευρίσκονται όλα τα αξιοσέβαστα πρόσωπα της πόλης μεταξύ των οποίων και ο Ιβάν Ιβάνοβιτς, αλλά ο παλιός του φίλος όχι, γιατί κανένας από τους δύο δεν πηγαίνει πουθενά όπου είναι παρών ο άλλος. Ο καλεσμένος της γιορτής Άντον Προκόφιεβιτς πηγαίνει στο σπίτι του Ιβάν Νικηφόροβιτς για να τον πείσει να έρθει, χωρίς να το γνωρίζει ο άλλος Ιβάν. Όταν τον πείθει, οι δύο Ιβάν κάθονται στο τραπέζι απέναντι και παρατηρούν ο ένας τον άλλον, η παρέα σωπαίνει. Ωστόσο, συνεχίζουν να τρώνε χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Στο τέλος του δείπνου και οι δύο προσπαθούν να φύγουν χωρίς να το αντιληφθεί ο άλλος, αλλά μερικοί φίλοι τους κάνουν να πλησιάσουν. Αρχίζουν να συνομιλούν και πραγματικά θα συμφιλιώνονταν, αλλά ο Ιβάν Νικηφόροβιτς αναφέρει κατά λάθος ξανά τη λέξη «χήνα» και ο Ιβάν Ιβάνοβιτς φεύγει από το σπίτι οργισμένος.[7]

Ο αφηγητής επιστρέφει στο Μίργκοροντ πολλά χρόνια αργότερα και βλέπει ξανά τους δύο Ιβάν. Είναι εντελώς γερασμένοι αλλά δεν έχουν χάσει τον στόχο της ζωής τους: να νικήσουν τον παλιό τους αντίπαλο στο δικαστήριο. Οι μηνύσεις τους παραμένουν ακόμη στα αρχεία αλλά ο καθένας τους είναι πεπεισμένος ότι η υπόθεσή του θα εξετασθεί υπέρ του την επόμενη μέρα. Ο αφηγητής κουνάει το κεφάλι του με οίκτο και φεύγει λέγοντας: «Είναι βαρετός αυτός ο κόσμος, κύριοι!».

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο καυγάς των δύο Ιβάν, μετάφραση: Έλλη Σκοπετέα, πρώτη έκδοση - εκδόσεις Παλίμψηστος, 1983 [8]
  • Ο καυγάς των δύο Ιβάν, μετάφραση: Βιργινία Γαλανοπούλου, εκδόσεις Ροές, 2012 [9]
  • Ο καυγάς των δύο Ιβάν, μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς, εκδόσεις Ερατώ, 2018

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]