Η άμαξα (Γκόγκολ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η άμαξα
Ρωσική άμαξα σε φρούριο-μουσείο στο Μπεντέρ της Υπερδνειστερίας
ΣυγγραφέαςΝικολάι Γκόγκολ
ΤίτλοςКоляска
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1835
Ημερομηνία δημοσίευσης1836
Μορφήδιήγημα
Δημοσιεύθηκε στοd:Q24257924[1]

Η άμαξα (Ρωσικά: Коляска ) είναι νουβέλα του Νικολάι Γκόγκολ που γράφτηκε το 1835 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο πρώτο τεύχος του λογοτεχνικού και κοινωνικοπολιτικού περιοδικού Σοβρεμένικ (Ο Σύγχρονος) του Πούσκιν τον Απρίλιο του 1836.[2]

Με λεπτό χιούμορ και κωμικές υπερβολές, η ιστορία απεικονίζει τις αλλαγές που έγιναν σε μια μικρή ρωσική πόλη όταν ένα σύνταγμα ιππικού εγκαταστάθηκε στην περιοχή. Σηματοδοτεί μια από τις προσπάθειες του Γκόγκολ να διεισδύσει στο παράλογο χωρίς να αναζητά βαθύτερο νόημα. [3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία ξεκινά στη ρωσική επαρχιακή πόλη B., μια καταθλιπτική και βαρετή πόλη όπου «δεν κυκλοφορεί ψυχή στο δρόμο» μέχρι την άφιξη ενός συντάγματος ιππικού που άλλαξε τα πάντα: «οι δρόμοι γέμισαν χρώμα, ζωντάνεψαν, με μια λέξη πήραν μια εντελώς διαφορετική όψη». [4]Μόλις το σύνταγμα εγκαταστάθηκε στην πόλη, οι αξιωματικοί αναζωογόνησαν την κοινωνία, επιπλέον, ένας στρατηγός εμφανίστηκε στην πόλη. Τα δείπνα που παρέθετε συχνά προσέλκυαν τους γειτονικούς γαιοκτήμονες που έρχονταν συχνά στην πόλη για να συναναστραφούν με αξιωματικούς και να συμμετέχουν σε διάφορες συγκεντρώσεις και συνεστιάσεις.

Ένας από τους σημαντικούς ευγενείς γαιοκτήμονες της περιοχής, ο πρώην αξιωματικός ιππικού Πυθαγόρας Τσερτοκούτσκι, παρευρίσκεται σε μια γιορτή στο σπίτι του στρατηγού. Μετά το γεύμα, ο ο στρατηγός επιδεικνύει στους παρευρισκόμενους μια όμορφη πανάκριβη φοράδα που απέκτησε πρόσφατα και ο Τσερτοκούτσκι λέει ότι αυτός έχει μια υπέροχη άμαξα για την οποία καυχιέται ότι πλήρωσε 4.000 ρούβλια, ελπίζοντας να εντυπωσιάσει τους άλλους καλεσμένους (αν και στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα τέτοιο). Ο στρατηγός και οι αξιωματικοί εκδηλώνουν ενδιαφέρον να δουν την άμαξα, γι' αυτό τους προσκαλεί την επόμενη μέρα να «γευματίσουν και να επιθεωρήσουν την άμαξα». Κατά το υπόλοιπο της βραδιάς στο σπίτι του στρατηγού, αρχίζει να παίζει τα χαρτιά και ξεχνάει την ώρα, γυρνώντας σπίτι γύρω στις τέσσερις το πρωί, μεθυσμένος. Εξαιτίας αυτού, ξεχνά να πει στη γυναίκα του για το δείπνο.[5]

Την επόμενη μέρα, όταν η γυναίκα του βλέπει μερικές άμαξες να πλησιάζουν στο σπίτι τους, τον ξυπνά από τον ύπνο. Θυμάται αμέσως την πρόσκληση που έκανε, αλλά καθώς είχε ξεχάσει να πει στη γυναίκα του για να προετοιμάσει το τραπέζι, βάζει τους υπηρέτες του να πουν στους καλεσμένους ότι έφυγε νωρίς το πρωί και θα λείψει όλη μέρα και πηγαίνει να κρυφτεί στην άμαξά του. Ο στρατηγός και οι αξιωματικοί του απογοητεύονται από την απουσία του, αλλά θέλουν να δουν ούτως ή άλλως την υπέροχη άμαξά του και πηγαίνουν να τη δουν. Δεν εντυπωσιάζονται από το απλό όχημα που έχει ο γαιοκτήμονας και το εξετάζουν προσεκτικά, αναρωτιούνται μήπως κρύβεται κάτι ιδιαίτερο μέσα. Ανοίγουν την πόρτα και μέσα στην άμαξα βρίσκουν τον Τσερτοκούτσκι να κρύβεται. Ο στρατηγός απλά αναφωνεί «Α!, είσαι εδώ», κλείνει την πόρτα και φεύγει με τους αξιωματικούς του.[6]

Διασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

2009: Όπερα του Ρώσου συνθέτη και μαέστρου Βιάτσεσλαβ Κρούγκλικ. [7] [8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]