Σχέσεις Ελλάδας-Ιράκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σχέσεις Ελλάδας-Ιράκ
Map indicating locations of Greece and Iraq

Ελλάδα

Ιράκ
Τη Δευτέρα 6 Ιουνίου, ο Υφυπουργός Εξωτερικών, Σπύρος Κουβέλης ταξίδεψε στη Βαγδάτη για διμερείς συναντήσεις με μέλη της ιρακινής κυβέρνησης. Συνάντηση με τον υφυπουργό Γεωργίας του Ιράκ, Μεχντί Αλ Καϊσί.

Οι σχέσεις Ελλάδας-Ιράκ είναι οι διμερείς σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και του Ιράκ. Οι σχέσεις του ελληνικού και του ιρακινού λαού είναι βαθιά ριζωμένες στην ιστορία, καθώς και οι δύο έχουν αναπτύξει πολιτισμούς που έχουν επηρεάσει την πορεία της ανθρωπότητας. Χρονολογούνται από την εποχή που οι πρώτοι Έλληνες μελετητές της 1ης χιλιετίας π.Χ. ζούσαν και σπούδαζαν στη Βαβυλωνία και την Ασσυρία και αργότερα όταν ο Αλέξανδρος ο Μέγας κυβέρνησε τη Μεσοποταμία και θα πέθαινε στη Βαβυλώνα. Η Ελλάδα υποστηρίζει δυνατά και σταθερά την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ. Η Ελλάδα διατηρούσε παραδοσιακά καλές και φιλικές σχέσεις με το Ιράκ λόγω ισχυρών ιστορικών και πολιτισμικών δεσμών, που χρονολογούνται από την αρχαιότητα.[1]

Η Ελλάδα έχει πρεσβεία στη Βαγδάτη και το Ιράκ εκπροσωπείται από την πρεσβεία του στην Αθήνα. Και τα δύο έθνη συνορεύουν (αντιδιαμετρικά) με την Τουρκία.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύγχρονη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1979, όταν ο Σαντάμ Χουσεΐν ήρθε στην εξουσία, οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ιράκ ήταν καλές αλλά περιορισμένες εξαιτίας του ολοκληρωτικού καθεστώτος του Ιράκ. Οι επίσημες συμφωνίες που υπογράφηκαν από την Ελλάδα και το Ιράκ αποδεικνύουν το πνεύμα αλληλεγγύης και συνεργασίας με το οποίο επισημαίνονται οι σχέσεις και των δύο χωρών. Για παράδειγμα, το 1979 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, επισκέφθηκε τη Βαγδάτη, όπου κατά τη διάρκεια της επίσκεψης και οι δύο πλευρές υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας για τεχνικά και οικονομικά ζητήματα.[1]

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ υπήρξε συνεργασία στον τομέα του πολεμικού υλικού. Καθώς, το 1985 η ελληνική εταιρεία ΠΥΡΚΑΛ εφοδίασε το Ιράκ με πυρομαχικά αξίας 77 εκατομμυρίων δολαρίων και το 1987 η ελληνική εταιρεία EBO παρείχε πυρομαχικά αξίας 83 εκατομμυρίων δολαρίων.[1] Μετά τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991, επιβλήθηκαν κυρώσεις από το ΟΗΕ στο Ιράκ. Η Ελλάδα υποστήριξε το πρόγραμμα "πετρέλαιο για φαγητό", καθώς ενδιαφερόταν για το μέλλον του ιρακινού λαού. Ως αποτέλεσμα του οικονομικού αποκλεισμού του, το Ιράκ οφείλει υψηλά ποσά σε ελληνικές επιχειρήσεις βάσει της συνεργασίας τους κατά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ. Παρά τη διεθνή απομόνωση του Ιράκ και οι δύο χώρες συνέχισαν τη συνεργασία τους. Συγκεκριμένα, το 1998 η Ελλάδα και το Ιράκ υπέγραψαν συμφωνία επιστημονικής και πολιτιστικής συνεργασίας, που περιελάμβανε συνεργασία μεταξύ ιρακινών και ελληνικών πανεπιστημίων σχετικά με την αναγνώριση πτυχίου, τη χορήγηση υποτροφιών και τη διδασκαλία αρχαίων και νέων ελληνικών στο Ιράκ.[1] Επιπλέον, τον Ιούνιο του 1999, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του ιρακινού κοινοβουλίου επισκέφθηκε την Αθήνα, όπως και ο Γενικός Διευθυντής του Ιρακινού Πρακτορείου Ειδήσεων, ο οποίος υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.[1] Επιπροσθέτως, τον Ιούνιο του 2000, πραγματοποιήθηκε η όγδοη Συνάντηση της Μικτής Οικονομικής Επιτροπής των δύο χωρών και με την ολοκλήρωσή της υπογράφηκε ένα Κείμενο των Εγκεκριμένων Πρακτικών.[1] Συμπερασματικά, το Ιράκ και η Ελλάδα σχεδόν πάντα απολάμβαναν μια φιλική σχέση.

Η θέση της Ελλάδας στην εισβολή του Ιράκ το 2003[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δήλωση του Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη στις 21 Μαρτίου 2003, αντικατόπτριζε την επίσημη ελληνική θέση σχετικά με την εισβολή στο Ιράκ, καθώς δηλώνει:

"Η Ελλάδα δεν συμμετέχει στον πόλεμο και δεν θα εμπλακεί σε αυτήν". [1]

Επιπλέον, ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Παπανδρέου, εξέφρασε την αντίθεση της Ελλάδας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες να εισβάλει μόνη της στο Ιράκ. Πολλά άλλα πολιτικά κόμματα καταδίκασαν την εισβολή, όπως το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός, που είδαν τον πόλεμο ως απόδειξη των αμερικανικών ιμπεριαλιστικών προσδοκιών στη Μέση Ανατολή.[1]

Παρά την αντίθεσή της στον πόλεμο, η Ελλάδα συμφώνησε με την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών για αφοπλισμό του Ιράκ και καταστροφή οποιουδήποτε όπλου μαζικής καταστροφής, το οποίο υποτίθεται ότι διέθετε το Ιράκ. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν συμφώνησε με τη στρατηγική του προληπτικού πολέμου του Τζορτζ Μπους, ως μέσο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Αντιθέτως, ήταν υπέρ της επίλυσης της διαμάχης για το Ιράκ με διπλωματικά μέσα και όχι με βία.

Σε αντίθεση με τη μη εμπλοκή της στον Πόλεμο του Ιράκ, η Ελλάδα συμμετείχε στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου στις αρχές του 1991, ως μέσο αποκατάστασης της ειρήνης στον περσικό κόλπο, αφού το Ιράκ είχε εισβάλει στο Κουβέιτ.

Εγχώρια ανταπόκριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα ήταν κατά συντριπτική πλειοψηφία κατά του πολέμου στο Ιράκ. Μια δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε στις 4 Απριλίου 2003, έδειξε ότι το 90,7% των Ελλήνων ήταν εντελώς αντίθετοι με την παρέμβαση στο Ιράκ, ενώ το 3,4% αντιτάχθηκε εντελώς. Μόνο το 1,4% συμφώνησε εντελώς με τον πόλεμο και το 2,0% συμφώνησε σε μεγάλο βαθμό.[1]

Πραγματοποιήθηκαν πολλές διαδηλώσεις με τους ανθρώπους να φωνάζουν αντι-αμερικανικά συνθήματα και να κατευθύνονται προς την Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα και το αμερικανικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη. Για παράδειγμα, στις 14 Φεβρουαρίου 2003 περίπου 100.000 άνθρωποι συμμετείχαν στην αντιπολεμική διαδήλωση στην Αθήνα.[1] Επιπλέον, κλήθηκαν εθνικές απεργίες από τις δύο γενικές συνδικαλιστικές ομοσπονδίες στην Ελλάδα, δηλαδή τη ΓΣΕΕ (του ιδιωτικού τομέα) και την ΑΔΕΔΥ (του δημόσιου τομέα) για να διαμαρτυρηθούν για τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ. Για αυτές τις απεργίες, έκλεισαν δημόσιες υπηρεσίες, ιδιωτικές εταιρείες, σχολεία, πανεπιστήμια, καταστήματα, κ.λπ., προκειμένου να δοθεί στους ανθρώπους η ευκαιρία να εκφράσουν την αντίθεσή τους στον πόλεμο κατά του Ιράκ που διεξήχθη από τις ΗΠΑ.

Ελληνικά μέσα ενημέρωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης επέκριναν έντονα τις ΗΠΑ και τα κίνητρά τους για την εξωτερική πολιτική και επίσης καταδίκασαν την αμερικανική πολιτική έναντι του Ιράκ. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είδαν τον παράγοντα του πετρελαίου ως τον λόγο του πολέμου και για να αντικατοπτρίσουν την επιρροή των μέσων μαζικής ενημέρωσης στους ανθρώπους, μια δημοσκόπηση που διοργάνωσε η Alco έδειξε ότι το 91,5% του 94,5% των νεαρών Ελλήνων που παρακολουθούσαν τηλεόραση, διαβάζουν εφημερίδες και ακούν ραδιόφωνο κατά τη διάρκεια του πολέμου, πιστεύει ότι οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ για οικονομικούς λόγους, ενώ μόνο το 2,7% για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, το 93,2% των νεαρών Ελλήνων είχε αρνητική εικόνα για τον Τζορτζ Μπους.[1]

Συμφωνίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικές διακρατικές συμφωνίες μεταξύ Ελλάδας και Ιράκ περιλαμβάνουν:[2]

  • Συμφωνία σχετικά με τα προξενικά έξοδα διαβατηρίου
  • Συμφωνία εμπορικών αεροπορικών μεταφορών.
  • Εμπορική συμφωνία.
  • Συμφωνία για την εκπαιδευτική και επιστημονική συνεργασία.
  • Συμφωνία για τις διεθνείς οδικές μεταφορές.
  • Συμφωνία οικονομικής και τεχνικής συνεργασίας.
  • Συμφωνία συνεργασίας τουρισμού μεταξύ του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ) και του Οργανισμού Τουρισμού του Ιράκ.
  • Συμφωνία για την κατάρτιση των Ιρακινών στην Σχολή Ικάρων.
  • Πρωτόκολλο συνεργασίας σε γεωργικά θέματα.
  • Συμφωνία συνεργασίας στον τομέα του τουρισμού.

Από το 1978, πραγματοποιήθηκαν οκτώ συνεδριάσεις της Κοινής Υπουργικής Επιτροπής μεταξύ Ελλάδας και Ιράκ.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 «Greece and Gulf War II'» (PDF). lse.ac.uk. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 5 Φεβρουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2008. 
  2. Διμερείς Σχέσεις - Αρχειοθετήθηκε 2011-07-17 στο Wayback Machine. Υπουργείο Εξωτερικών του Ιράκ Αρχειοθετήθηκε 2011-07-17 στο Wayback Machine. , Ελλάδα στον κόσμο. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2009.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]