Η παλαιότερη μνεία στο Ρεκλινγκχάουζεν γίνεται το 1017, με το όνομα Ricoldinchuson.[4] Το 1150 έγινε έδρα του Φεστ Ρεκλινγκζάουζεν,[5] τμήμα του εκλεκτοράτου της Κολωνίας. Απέκτησε δικαιώματα πόλης το 1236[6] και έγινε μέλος της Χανσεατικής Ένωσης το 1316.[3] O Έμπερχαρντ Α΄ του Μαρκ γκρέμισε τα τείχη της πόλης το 1295/96, ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως οχυρό από τους αρχιεπισκόπους Κολωνίας,[7] αλλά τα τείχη ανακατασκευάστηκαν την περίοδο 1344 - 1363. Με τη διάλυση του εκλεκτοράτου το 1803, η πόλη πέρασε στο Δουκάτο του Άρενμπεργκ και το 1815 έγινε τμήμα της Πρωσίας. Η πόλη εκβιομηχανήθηκε ταχέως τον 19ο αιώνα χάρις στα ανθρακωρυχεία της περιοχής.[3]
Τα κύρια αξιοθέατα της πόλης είναι ο ναός του Αγίου Πέτρου, ο οποίος ιδρύθηκε το 1276 όμως το σημερινό κτίριο χρονολογείται κυρίως από τον 16ο αιώνα, το κάστρο Ένγκελσμπουργκ, του 1702, το πρώην δουκικό παλάτι και τα κατάλοιπα των μεσαιωνικών οχυρώσεων. Η πόλη έχει αρκετά μουσεία, όπως ένα μουσείο με χριστιανικές εικόνες.[3]
↑Johannes Bauermann: Zum ältesten Namen von Recklinghausen. In: Werner Burghardt (Hg.): 750 Jahre Stadt Recklinghausen 1236–1986. Winkelmann, Recklinghausen 1986, ISBN 3-921052-20-3, S. 13–17.
↑Ludger Tewes: Die Amts- und Pfandpolitik der Erzbischöfe von Köln im Spätmittelalter (= Dissertationen zur mittelalterlichen Geschichte Bd. 4), Köln 1987, ISBN 3-412-04986-7, S. 345–348.
↑Ludger Tewes: Die Erzbischöfe von Köln und das Vest Recklinghausen im Spätmittelalter, in: 1200 Jahre Christliche Gemeinde in Recklinghausen, herausgegeben von Georg Möllers und Richard Voigt, Recklinghausen 1990, S. 40.
↑Werner Burghardt, Kurt Siekmann: Recklinghausen. Kleine Stadtgeschichte. Verlag Rudolf Winkelmann, Recklinghausen 1971, S. 28.