Πολιορκία του Νεοκάστρου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πολιορκία Νεοκάστρου
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Η παράδοση του Νεοκάστρου.
Έργο του Πέτερ φον Ες
Χρονολογία25 Μαρτίου - 9 Αυγούστου 1821
ΤόποςΠύλος, Μεσσηνία
Έκβασηπαράδοση Νεοκάστρου στους Έλληνες και σφαγή των πολιορκημένων Τούρκων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Η πολιορκία του Νεοκάστρου ήταν μια από τις πολεμικές εμπλοκές της επανάστασης του '21 με σκοπό την απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Άρχισε την 25 Μαρτίου και έληξε την 9 Αυγούστου 1821.[1]

Έναρξη της πολιορκίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ξέσπασε η επανάσταση, οι Οθωμανοί της επαρχίας Νεοκάστρου προσπάθησαν να ενωθούν με τους ισχυρότερους γείτονές τους της Κορώνης. Χτυπήθηκαν όμως από τους επαναστάτες και αναγκάστηκαν, όπως και αυτοί της Μεθώνης, να κλειστούν στο Νεόκαστρο (Πύλο). Τότε οι Έλληνες άρχισαν να τους πολιορκούν, με τη βοήθεια των Μανιατών.[2]

Στις 11 Απριλίου, οι πολιορκημένοι προσπάθησαν να επωφεληθούν από το εορταστικό κλίμα του Πάσχα επιχειρώντας έξοδο αλλά απέτυχαν. Στα τέλη Απριλίου κατέφθασε ο Κωνσταντίνος Πιερράκος Μαυρομιχάλης, ενισχύοντας κι άλλο τους πολιορκητές[3].

Αποκλεισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 18 Μαΐου, το φρούριο αποκλείστηκε και από τη θάλασσα, καθώς κατέπλευσαν στον κόλπο του Ναυαρίνου δύο πλοία από τις Σπέτσες. Αντίστοιχη προσπάθεια ναυτικού αποκλεισμού της Μεθώνης και της Κορώνης δεν ήταν επιτυχής, γιατί τα πλοία των πολιορκητών ήταν εκτεθειμένα στο ανοιχτό πέλαγος.[4] Επιπλέον, η πυρπόληση του τουρκικού δικρότου στην Ερεσσό, η οποία σήμανε τη ματαίωση της τουρκικής ναυτικής εκστρατείας στην Πελοπόννησο, η αναχώρηση των Λαλαίων από την Ελλάδα και οι επανηλειμμένες ήττες των Τούρκων της Τριπολιτσάς στέρησαν κάθε ελπίδα βοήθειας στους πολιορκημένους. Στα μέσα Μαϊου οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες: έπαψε να λειτουργεί το υδραγωγείο και αντλούσαν νερό από πηγάδια, των οποίων το νερό το καλοκαίρι τελείωνε ή γινόταν αλμυρό. Η δίψα και η πείνα οδήγησαν τους πολιορκημένους τούρκους σε απελπισία[5].

Έτσι, στα τέλη Ιουνίου 1821, η κατάσταση έγινε γι' αυτούς τόσο αφόρητη που αναγκάστηκαν να ζητήσουν βοήθεια από τους Τούρκους της Μεθώνης, οι οποίοι είχαν περισσότερα τρόφιμα καθώς και πλοία ενώ πάντα υπήρχε η προσδοκία συμπαράστασης από τον Οθωμανικό στόλο[6]. Αυτοί ανταποκρίθηκαν στέλνοντας, στις 15 Ιουλίου, φορτηγό πλοίο με τρόφιμα, το οποίο συνόδευαν άλλα πλοιάρια. Ωστόσο, ο στολίσκος αυτός αποκρούστηκε από τα σπετσιώτικα πλοία και επέστρεψε στη Μεθώνη. Στις 22-23 Ιουνίου, το φορτηγό επιχείρησε να φτάσει μόνο του στο Νεόκαστρο, για να μη γίνει αντιληπτό από τους Σπετσιώτες αλλά εμποδίστηκε ξανά.[7].

Ως την πτώση του Νεοκάστρου, η Γενική Εφορία έστελνε πολεμοφόδια στα πολιορκητικά στρατεύματα. Επίσης και όλα τα τρόφιμα τα έστελνε, τακτικά και άφθονα, όχι μόνο στα στρατεύματα της ξηράς αλλά και στα δύο ελληνικά πλοία, που πολιορκούσαν από τη θάλασσα τα φρούρια. Στη Γενική Εφορία, επίσης, απευθύνονται οι αρχηγοί της πολιορκίας για να τους ετοιμάσει τα αναγκαία εφόδια για την επίθεση κατά του Νεοκάστρου, όπως σκάλες και πανιά. Ακόμη, σε αυτήν στέλνουν 125 Τούρκους αιχμαλώτους, άνδρες και γυναίκες, που βγήκαν την 14η Ιουλίου από το κάστρο του Νεοκάστρου και παραδόθηκαν στο έλεος των Ελλήνων πολιορκητών. Από τους στρατιώτες της επαρχίας Κυπαρισσίας που πολιόρκησαν τα δύο κάστρα Νεοκάστρου και Μεθώνης, πολεμικότεροι φάνηκαν οι κάτοικοι του Σουλίμα και των Κοντοβουνίων, οι οποίοι πάντοτε οπλοφορούσαν αλλά και οι κάτοικοι του κάμπου και της Ζούρτζας, γρήγορα συνήθισαν στη χρήση των όπλων και απέκτησαν την πείρα του άτακτου πολέμου χάρη στη σταθερότητα και τη γενναιότητα των οπλαρχηγών της επαρχίας, ιδίως του Γιάννη Μέλιου και του Παν. Ντούφα, οι οποίοι σκοτώθηκαν και οι δύο σε τοπικές εμφύλιες συμπλοκές λίγο ύστερα από την πτώση του Νεοκάστρου.[8]

Παράδοση του φρουρίου και σφαγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πολιορκίες του Νεοκάστρου και της Μεθώνης, που είχαν αρχίσει τους προηγούμενους μήνες, είχαν εξελιχθεί ικανοποιητικά για τους Έλληνες. Στα τέλη του Ιουνίου, η κατάσταση των πολιορκημένων στο Νεόκαστρο Τούρκων, ήταν αφόρητη[9].

Μετά από αυτές τις εξελίξεις, το επισιτιστικό πρόβλημα των πολιορκημένων έγινε σοβαρότατο και τους υποχρέωσε να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Επειδή δεν εμπιστεύονταν τους Έλληνες αρχηγούς που τους πολιορκούσαν, ο Δημήτριος Υψηλάντης έστειλε ως πληρεξούσιό του τον Γεώργιο Τυπάλδο, προκειμένου να διαπραγματευτεί αυτός με τους Τούρκους. Οι πολιορκητές και η Πελοποννησιακή Γερουσία αντέδρασαν στην αποστολή του πληρεξουσίου και η δεύτερη διόρισε τον Νικόλαο Πονηρόπουλο ως «συμπράκτορα» του Τυπάλδου. Στη συνέχεια, με τέχνασμα κατάφεραν να απομακρύνουν προσωρινά τον Τυπάλδο από την περιοχή (ο εκπρόσωπος του Υψηλάντη αναχώρησε με σκοπό την αναζήτηση πλοίων για όσους θα παραδίδονταν[10]) και να έρθουν οι ίδιοι (ο επίσκοπος Μεθώνης, Ναυαρίνου και Νεοκάστρου Γρηγόριος, ο Πονηρόπουλος, ο Μαυρομιχάλης και άλλοι αρχηγοί) σε συμφωνία με τους Τούρκους. Πλήθη πολιορκητών είχαν μαζευτεί έξω από το Νεόκαστρο για να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και να διεκδικήσουν μερίδια μετά την έξοδο των πολιορκημένων. Ο αριθμός των πολιορκητών ήταν 2000 πολεμιστές, εκ των οποίων οι 180 ήταν Ζακύνθιοι, με αρχηγό τον Μερκάτη. Οι παραδοθέντες περίμεναν την επιβίβαση τους σε πλοία, πράγμα το οποίο τελικά δεν συνέβη, καθώς πλήθη ανθρώπων όρμησαν προς αυτούς αρχικά για την αρπαγή οποιουδήποτε πολύτιμου αντικειμένου κατείχαν και στη συνέχεια για να τους σκοτώσουν όλους. Οι ελάχιστοι που σώθηκαν έγιναν δούλοι ενώ οι 60 μουσουλμάνοι που κατέφυγαν στη νησίδα Χελωνάκι, έμειναν εκεί και πέθαναν από τη δίψα. ΄Έτσι το σύνολό των πολιορκημένων θανατώθηκε[11].Το συμφωνητικό παράδοσης, που υπογράφηκε στις 7 Αυγούστου, όριζε τη μεταφορά των παραδοθέντων στην Τύνιδα.[7]

Την επόμενη ημέρα όμως (8 Αυγούστου), οι πολιορκημένοι δοκίμασαν έξοδο η οποία προκάλεσε μικρή, αλλά φονική, μάχη όπου σκοτώθηκε ο Κωνσταντίνος Πιερράκος Μαυρομιχάλης. Στις 9 Αυγούστου άρχισε η παράδοση των πολιορκημένων. Οι Έλληνες, με πρόφαση τον θάνατο του Μαυρομιχάλη, ξεκίνησαν επεισόδια τα οποία κατέληξαν σε γενική άγρια σφαγή των Τούρκων. Στη συνέχεια, οι προσωπικές αντιζηλίες των Ελλήνων αρχηγών τους οδήγησαν σε συγκρούσεις μεταξύ τους ενώ τα λάφυρα, τα οποία περιελάμβαναν μεγάλη ποσότητα πυρομαχικών, τα μοιράστηκαν μεταξύ τους μη αφήνοντας τίποτε στο «Δημόσιο».[7]

Σημασία της πολιορκίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συνέπειες της πτώσης του Νεοκάστρου ήταν σημαντικές για την επανάσταση, αφού αποδεσμεύτηκε σημαντικός αριθμός ενόπλων Ελλήνων και εξουδετερώθηκε υπολογίσιμη τουρκική δύναμη[7].

Τα έγγραφα της παράδοσης Νεοκάστρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γκαλερί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "Παράδοσις Νεοκάστρου", Αρχεία Εθνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 1, σελ. 445, 446. Έκδοση 1857, Επανέκδοση 1971. Βουλή των Ελλήνων. Έγγραφη αναφορά των ηγετών της πολιορκίας, 7 Αυγούστου 1821, Νεόκαστρο.
  2. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1975, σ.93.
  3. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1975, σ.106.
  4. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1975, σ.121.
  5. Ιστορία των Ελλήνων, τόμος ΙΑ', σελ. 209
  6. Ιστορία των Ελλήνων, τόμος ΙΑ', σελ. 209
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1975, σ.43.
  8. Απ. Ε. Βακαλοπούλου, σελ. 22-23
  9. Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΒ', σελ. 43
  10. Ιστορία των Ελλήνων, τόμος ΙΑ', Σελ. 210
  11. Ιστορία των Ελλήνων, τόμος ΙΑ' σελ 211

Βιβλιογραφικές Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ'. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. 1975. ISBN 9789602131084. 
  • Ιστορία των Ελλήνων, εκδ. Δομή, τόμος ΙΑ' (Η ελληνική επανάσταση 1821-1827)
  • Απ. Ε. Βακαλοπούλου, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821 (Οργάνωση, ηγεσία, τακτική, ήθη, ψυχολογία), εκδ. Καραγιάννη, Θεσσαλονίκη 1970. ISBN 978-618-5161-70-5