Μάχη του Καματερού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη του Καματερού
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Χρονολογία27 Ιανουαρίου 1827
ΤόποςΚαματερό
ΈκβασηΝίκη των Οθωμανών
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
3.500 άνδρες[1]
2.000 πεζοί, 600 ιππείς,[1] 2 κανόνια[2]
Απώλειες
300 νεκροί[1]
άγνωστες

Η Μάχη του Καματερού ήταν ένοπλη σύγκρουση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η οποία έλαβε χώρα στις 27 Ιανουαρίου 1827, στο πλαίσιο της εκστρατείας του Κιουταχή εναντίον της Αττικής. Έληξε με τη δεινή ήττα των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες επιχειρούσαν να σπεύσουν προς βοήθεια των επαναστατών οι οποίοι βρίσκονταν πολιορκημένοι εντός της Ακρόπολης, καθώς και τον θάνατο του αρχηγού τους, Διονυσίου Βούρβαχη.

Πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εισβολή του Κιουταχή στην Αττική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα από την πτώση του Μεσολογγίου, στις 28 Μαΐου 1826, ο Κιουταχής εισέβαλε στην Αττική[3]. Στις 3 Ιουλίου του ιδίου έτους, ξεκίνησε τον αποκλεισμό της Αθήνας, ενώ, έναν μήνα αργότερα, και πιο συγκεκριμένα στις 3 Αυγούστου, οι Οθωμανοί υποχρέωσαν τους υπερασπιστές της Αθήνας σε υποχώρηση προς την Ακρόπολη[4], την οποία στη συνέχεια πολιόρκησαν με ζήλο, καθώς ο Κιουταχής είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση στον ψυχολογικό αντίκτυπο που θα είχε η πτώση της στην Ευρώπη[5]. Ωστόσο, από την πλευρά τους, οι Έλληνες επιχείρησαν με κάθε δυνατό τρόπο να προστρέξουν σε βοήθεια των πολιορκημένων, ενώ ο πρόεδρος της επαναστατικής Κυβέρνησης, Ανδρέας Ζαΐμης, παραμερίζοντας τις μνήμες από την εισβολή των ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο κατά τον Εμφύλιο πόλεμο (1823-1825), ανέθεσε στον Γεώργιο Καραϊσκάκη την αρχιστρατηγία της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο Κιουταχής[4].

Κατά τη διάρκεια των αμέσως επόμενων μηνών του 1826, οι Έλληνες έστησαν στρατόπεδο στην περιοχή της Ελευσίνας, ενώ, παράλληλα, πέτυχαν σε δύο περιπτώσεις την περαιτέρω ενίσχυση των πολιορκημένων, με έμψυχο δυναμικό, υπό την ηγεσία των Κριεζώτη και Φαβιέρου, καθώς και με πολεμοφόδια[6]. Τις ενισχύσεις αυτές ακολούθησε σειρά συγκρούσεων μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών, όπως η μάχη του Χαϊδαρίου καθώς και η εκστρατεία του Καραϊσκάκη στην περιοχή της Ανατολικής Στερεάς, κατά τη διάρκεια της οποίας πέτυχε σημαντική νίκη στην Αράχωβα, υποχρεώνοντας τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας, ο οποίος κατευθυνόταν με τα στρατεύματά του προς την πόλη των Σαλώνων, σε υποχώρηση.

Ενίσχυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ελευσίνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά τις επιτυχίες, όμως, του Καραϊσκάκη, ο κλοιός γύρω από την Ακρόπολη είχε φέρει τους πολιορκημένους σε κατάσταση απελπισίας, εξαιτίας των βομβαρδισμών και των επιδημικών ασθενειών[1]. Επιπλέον, στις 30 Σεπτεμβρίου 1826, σκοτώθηκε ο αρχηγός τους, Γιάννης Γκούρας. Έτσι, στα τέλη του 1826, ο απόστρατος συνταγματάρχης του γαλλικού στρατού, Διονύσιος Βούρβαχης, συγκρότησε, έπειτα από άδεια της κυβέρνησης στο Ναύπλιο, με δικά του χρήματα αλλά και με ποσό που είχε προσφερθεί από φιλελληνικούς συλλόγους της Ευρώπης,[7] τάγμα δύναμης 800 ανδρών[1]. Κατά τις τελευταίες ημέρες του 1826, το σώμα αυτό αποβιβάστηκε στο Λουτράκι με στόχο την ενίσχυση της εκστρατείας του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη, μετά όμως από εντολές της κυβέρνησης κινήθηκε προς το στρατόπεδο της Ελευσίνας, όπου βρισκόταν ο Βάσος Μαυροβουνιώτης[8]. Εκεί, προσήλθε λίγες ημέρες αργότερα και ο Ιωάννης (Γιαννάκης) Νοταράς με στράτευμα περίπου 1.200 ανδρών.[1] Από την Ελευσίνα, ο Βούρβαχης και οι άλλοι δύο οπλαρχηγοί, με ενωμένες τις δυνάμεις τους κινήθηκαν προς το Μενίδι όπου στις 22 Ιανουαρίου επικράτησαν σε μάχη εναντίον των Οθωμανών.[9] Στις 25 Ιανουαρίου[2], το ενωμένο στράτευμα δύναμης περίπου 3.500 ανδρών στρατοπέδευσε στο Καματερό.

Το Καματερό βρισκόταν πιο κοντά στην Αθήνα αλλά, λόγω του χαμηλότερου υψομέτρου, δεν προσφερόταν καθόλου για άμυνα. Κατά τον Μακρυγιάννη, η ευθύνη της επιλογής του Καματερού βαρύνει τον Μαυροβουνιώτη, υποστηρίζοντας πως οι Έλληνες έπρεπε να οχυρωθούν στη Χασιά[1]. Επίσης, χαρακτηρίζει ως αμφιβόλου μαχητικής αξίας τους άνδρες που είχε στρατολογήσει ο Βούρβαχης.[10] Το πιθανότερο όμως είναι πως τη θέση μάχης επέλεξε ο Βούρβαχης, υπολογίζοντας στο υψηλό ηθικό του και τους 3.500 άνδρες του, ενώ ο Μαυροβουνιώτης και ο Νοταράς καταλάβαιναν ότι οι Τούρκοι μπορούσαν να νικηθούν μόνο με αιφνιδιαστικές επιθέσεις από πολλά σημεία και όχι σε μάχη εκ παρατάξεως[1].

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την 27η Ιανουαρίου 1827, με την ανατολή του ηλίου, οθωμανικό στράτευμα δύναμης 2.000 πεζών και 600 ιππέων[1], συνεπικουρούμενο από πυροβολικό, επιτέθηκε υπό την αρχηγία του Κιουταχή κατά των θέσεων των Ελλήνων. Οι Έλληνες είχαν χωρίσει τις δυνάμεις τους καθώς ο μεν Βούρβαχης είχε παραταχθεί με τους άνδρες του στην πεδιάδα ενώ, σύμφωνα με τον Κουτσονίκα, οι Μαυροβουνιώτης και Νοταράς είχαν καταλάβει θέσεις στους πρόποδες του διπλανού βουνού, σε απόσταση ενός τετάρτου του μιλίου πίσω από τη θέση του Βούρβαχη.[1]

Συγκεκριμένα, το πυροβολικό του Κιουταχή κανονιοβόλησε τις θέσεις των Μαυροβουνιώτη και Νοταρά ενώ την ίδια στιγμή το πεζικό και οι ιππείς των Οθωμανών επιτέθηκαν κατά του σώματος Βούρβαχη που ήταν παραταγμένο στην πεδιάδα και αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή. Παρά την αντίσταση που αντέταξαν ο Βούρβαχης και οι άνδρες του, οι δυνάμεις τους ηττήθηκαν κατά κράτος λόγω της καταλυτικής δράσης του οθωμανικού ιππικού ενώ τα σώματα των Μαυροβουνιώτη και Νοταρά, βαλλόμενα από το εχθρικό πυροβολικό, τράπηκαν σε άτακτη φυγή για να αναγκαστούν τελικά, καταδιωκόμενα από τους Οθωμανούς, να καταφύγουν στη Σαλαμίνα.[11]

Η μάχη έληξε με συντριπτική ήττα των ελληνικών δυνάμεων. Από πλευράς επαναστατών σκοτώθηκαν 300[1] μαχητές, μεταξύ των οποίων δύο Γάλλοι φιλέλληνες αξιωματικοί, ο χειρουργός του τάγματος καθώς και ο Διονύσιος Βούρβαχης[2], το κεφάλι του οποίου κατά μία εκδοχή αποκόπηκε και στάλθηκε από τον Κιουταχή, ως λάφυρο, στον σουλτάνο Μαχμούτ Β΄[12]. Νεότερη εκδοχή δέχεται την επικρατούσα άποψη των Ελλήνων ιστορικών και απομνημονευματογράφων, πως ο Βούρβαχης σκοτώθηκε στη μάχη, ενώ οι Γουΐτκομπ και Σάμιουελ Χάου υποστηρίζουν ότι αιχμαλωτίστηκε και, δύο ημέρες αργότερα, αποκεφαλίστηκε, γεγονός όμως που θα έπρεπε να είχαν καταγράψει και οι υπόλοιπες σύγχρονες μαρτυρίες[1].

Επακόλουθα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά τη νίκη του, ο Κιουταχής, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τις συνέπειες της νίκης του στο ηθικό των πολιορκημένων της Ακρόπολης, τους πρότεινε να παραδώσουν το οχυρό και είτε να μείνουν στην υπηρεσία του ή να φύγουν όπου θελήσουν. Η αρνητική απάντηση των πολιορκημένων ήρθε με καθυστέρηση δύο πολύτιμων, για τον Κιουταχή, ημερών, γεγονός που τον εξόργισε τόσο ώστε να διατάξει αμέσως επίθεση εναντίον του ελληνικού στρατοπέδου της Καστέλλας. Η επίθεση αυτή οδήγησε στη μάχη της Καστέλλας.[13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]