Μάχη του Λεχαίου (1823)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη του Λεχαίου (1823)
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Χρονολογία11 Ιουλίου 1823
ΤόποςΛέχαιο, Κορινθία
ΈκβασηΝίκη των Ελλήνων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Η μάχη του Λεχαίου διεξήχθη στις 11 Ιουλίου 1823 μεταξύ Οθωμανών, που προσπαθούσαν να ανεφοδιάσουν τον υπό πολιορκία Ακροκόρινθο, και Ελλήνων με νικηφόρα έκβαση για τους τελευταίους.[1]

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον θάνατο του Δράμαλη το φθινόπωρο του 1822[2] και παρά την καταστροφή των υπολειμμάτων της στρατιάς του στη Μάχη των Μαύρων Λιθαριών-Ακράτας, ο Ακροκόρινθος παρέμενε σε τουρκικά χέρια και η πολιορκία του συνεχιζόταν από τους Έλληνες. Μετά τη συνέλευση του Άστρους τον Απρίλιο του 1823 επικεφαλής της πολιορκίας τέθηκε ο Ιωάννης Νοταράς.[3] Ωστόσο, οι πρώιμες εμφύλιες διαμάχες μεταξύ Εκτελεστικού και Βουλευτικού δημιούργησαν προβλήματα στην συγκρότηση της πολιορκίας. Στις 8 Ιουνίου 1823 τουρκικές δυνάμεις κατάφεραν να αποβιβαστούν στο Λέχαιο και να ενισχύσουν με εφόδια τους αποκλεισμένους στον Ακροκόρινθο Τούρκους, ενώ οι ελληνικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να στρατολογήσουν ικανό αριθμό ανδρών για να ενισχύσουν την πολιορκία. Ούτε η Επαρχιακή Συνέλευση των Δημογερόντων που έγινε μέσα Ιουνίου 1823 στην Αρχαία Σικυώνα κατάφερε να δώσει λύση. Στρατολογήθηκαν μεν 800 άνδρες για την πολιορκία του Ακροκορίνθου, υπό τις διαταγές του Ιωάννη Νοταρά, όμως η αδυναμία να τους πληρώσουν είχε ως αποτέλεσμα ο κλοιός να είναι χαλαρός και οι Τούρκοι να εξέρχονται από το κάστρο ανενόχλητοι και να εφοδιάζονται τακτικά.[4]

Μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με απόφαση του Εκτελεστικού Σώματος της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος τον Ιούνιο του 1823, οι δυνάμεις του Ιωάννη Νοταρά ενισχύθηκαν με 450 άνδρες επικεφαλής των οποίων ήταν ο Στάικος Σταϊκόπουλος και έτσι ο κλοιός γύρω από την Κόρινθο έσφιξε.[1] Την ίδια στιγμή, ο Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς που βρισκόταν με το στόλο του στον Πατραϊκό κόλπο ετοιμαζόταν για την αποστολή πολεμοφοδίων και τροφίμων στους έγκλειστους ομοεθνείς του στον Ακροκόρινθο. Η Προσωρινή Διοίκηση για τις κινήσεις και τις προθέσεις του Χιουσρέφ Πασά. Συγκεκριμένα με επιστολή του πληροφόρησε την Διοίκηση ότι τουρκικά πλοία γεμάτα με τρόφιμα και πολεμοφόδια, σάλπαραν από την Πάτρα για να αποβιβαστούν στο Λέχαιο και να εφοδιάσουν τους πολιορκημένους Τούρκους της Κορίνθου. Το Εκτελεστικό Σώμα της Προσωρινής Διοίκησης βρισκόταν τότε στο Σοφικό Κορινθίας και αμέσως έστειλε διαταγή στον Γενναίο Κολοκοτρώνη να μεταβεί τάχιστα στην Κόρινθο με Καρυτινούς και Καλαματιανούς στρατιώτες να πάρει υπό τις διαταγές του τους Κορίνθιους οπλαρχηγούς Γεώργιο Χελιώτη και Γιαννάκη Μαρτζέλο και μαζί με τις δυνάμεις του Σταϊκόπουλου και του Νοταρά να εμποδίσουν την αποβίβαση των Τούρκων και τον εφοδιασμό των πολιορκούμενων. Η διαταγή υπογράφηκε από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Σωτήρη Χαραλάμπη και τον Ανδρέα Μεταξά.[5]

Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, που έφτασε αμέσως στην Κόρινθο ακολουθώντας τις εντολές του Εκτελεστικού, ταμπουρώθηκε με τους άνδρες του στις αποθήκες που υπήρχαν κατά μήκος της ακτογραμμής του Λεχαίου, ενώ ο Νοταράς και ο Σταϊκόπουλος έπιασαν τα υψώματα των χειμάρρων Ράχιανη και Λογγοπόταμου, προστατεύοντας τα νώτα του Γενναίου από ενδεχόμενη επίθεση των έγκλειστων στον Ακροκόρινθο. Το πρωί της 11ης Ιουλίου 1823 ανοιχτά του Λεχαίου έφθασαν τα τουρκικά πλοία που αφού αντιλήφθηκαν τους Έλληνες στρατιώτες που είχαν ταμπουρωθεί στα παράλια, άρχισαν αμέσως τους κανονιοβολισμούς. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης όμως και οι άνδρες του δεν εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έτσι οι έγκλειστοι στον Ακροκόρινθο Οθωμανοί, βλέποντας τι συνέβαινε, αποφάσισαν να βγουν από το κάστρο και να χτυπήσουν τα νώτα των Ελλήνων. Κατά την έξοδό τους όμως έπεσαν πάνω στις δυνάμεις του Σταϊκόπουλου και του Νοταρά που τους περίμεναν στα υψώματα του Ράχιανη και του Λογγοπόταμου και ακολούθησε σκληρή σύγκρουση κατά την οποία οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν και να μπουν και πάλι στον Ακροκόρινθο. Από την άλλη νικηφόρα για τους Έλληνες κατέληξε και η σύγκρουση στα παράλια, με τους Οθωμανούς να μην καταφέρνουν να αποβιβαστούν. Οι συγκρούσεις επαναλήφθηκαν και συνολικά κράτησαν μέχρι τις 13 Ιουλίου 1823 οπότε ο τουρκικός στόλος αποθαρρυνμένος αποχώρησε.[6]

Η σημασία της μάχης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νίκη των Ελλήνων και η αποτυχημένη απόπειρα ανεφοδιασμού των Οθωμανικών δυνάμεων που βρίσκονταν έγκλειστες στον Ακροκόρινθο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην παράδοση του κάστρου στις ελληνικές δυνάμεις στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.[1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Γιαννόπουλος Ιωάννης, «Ο Αγώνας στην Πελοπόννησο», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1975, τόμος ΙΒ΄, σελ. 305
  2. Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμος 3ος, κεφ. 11, σελ. 261
  3. Λάμπης Αποστολίδης, Η Κορινθία στην Επανάσταση του 1821, τόμος Β΄, σελ. 233
  4. Κελλάρης Κωνσταντίνος, «Το Κλημέντι και η ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας στην Επανάσταση του 1821», Κιάτο 2021 σελ. 94-110
  5. Λάμπης Αποστολίδης, Η Κορινθία στην Επανάσταση του 1821, τόμος Β΄, σελ. 234-235
  6. Λάμπης Αποστολίδης, Η Κορινθία στην Επανάσταση του 1821, τόμος Β΄, σελ. 236

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γιαννόπουλος Ιωάννης, «Ο Αγώνας στην Πελοπόννησο», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1975, τόμος ΙΒ΄, σελ. 305
  • Λάμπης Αποστολίδης, Η Κορινθία στην Επανάσταση του 1821, τόμος Β΄, σελ. 233-236
  • Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμος 3ος, κεφ. 11, σελ. 261
  • Κελλάρης Κωνσταντίνος, «Το Κλημέντι και η ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας στην Επανάσταση του 1821», Κιάτο 2021 σελ. 94-110