Οι Άμποτ και Κοστέλο συναντούν τα τέρατα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Οι Άμποτ και Κοστέλο συναντούν τα τέρατα
Bud Abbott and Lou Costello Meet Frankenstein
ΣκηνοθεσίαΤσαρλς Μπάρτον[1][2][3]
ΠαραγωγήΡόμπερτ Άρθουρ
ΣενάριοΡόμπερτ Λις και Τζον Γκραντ
ΠρωταγωνιστέςΛου Κοστέλλο[4][3], Μπαντ Άμποτ[4][2][3], Lon Chaney Jr., Γκλεν Στρέιντζ[4], Μπέλα Λουγκόζι[4][3], Τζέιν Ράντολφ[4], Φρανκ Φέργκιουσον[4], Βίνσεντ Πράις[4], Μπόμπι Μπάρμπερ, Πολ Στέιντερ, Τζο Κερκ και Λενόρ Όμπερτ
ΜουσικήΦρανκ Σκίνερ
ΦωτογραφίαΤσαρλς Βαν Ένγκερ
ΜοντάζΦρανκ Γκρος
Εταιρεία παραγωγήςUniversal Studios
ΔιανομήUniversal Studios και Netflix
Πρώτη προβολή15  Ιουνίου 1948 (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής)
Διάρκεια83 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΓλώσσαΑγγλικά

Οι Άμποτ και Κοστέλο συναντούν τα τέρατα (Πρωτότυπος τίτλος: Bud Abbott and Lou Costello Meet Frankenstein) είναι Αμερικανική παρωδία τρόμου του 1948 σε σκηνοθεσία Τσαρλς Μπάρτον. Στην ταινία εμφανίζεται ο κόμης Δράκουλας (Μπέλα Λουγκόζι) που έχει συνεταιριστεί με τη δρα Σάντρα Μορνέι (Λενόρ Όμπερτ), επειδή χρειάζεται έναν «απλό, ευλύγιστο» εγκέφαλο για να επανενεργοποιήσει το τέρας του Φρανκενστάιν (Γκλεν Στρέιντζ). Ο Δράκουλας ανακαλύπτει ότι ο «ιδανικός» εγκέφαλος ανήκει στον Γουίλμπουρ Γκρέι (Λου Κοστέλο), τον οποίο παρασύρει η Μορνέι στο χειρουργικό τραπέζι, παρά τις προειδοποιήσεις του Λόρενς Τάλμποτ (Λον Τσέινι Τζούνιορ).

Η ταινία άρχισε να γυρίζεται ενάντια στις επιθυμίες των Άμποτ και Κοστέλο, αφού δεν άρεσε το σενάριο στον Κοστέλο. Η ταινία ολοκληρώθηκε με δυσκολίες, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, επειδή οι Άμποτ και τον Κοστέλο συχνά έλειπαν ή δεν συνεργάζονταν στο πλατό. Κατά την κυκλοφορία της ταινίας, ήταν μια από τις μεγαλύτερες ταινίες της χρονιάς για τη Universal-Internationals και οδήγησε σε αρκετές μετέπειτα ταινίες όπου οι Άμποτ και Κοστέλο συνεργάστηκαν με άλλους ηθοποιούς και πλάσματα από ταινίες τρόμου. Η ταινία έγινε ευνοϊκά αποδεκτή από τις εμπορικές εφημερίδες και τους κριτικούς της Δυτικής Ακτής κατά την κυκλοφορία της, αλλά έλαβε κακές κριτικές στη Νέα Υόρκη. Το 2001, η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών έκρινε αυτή την ταινία «πολιτιστικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική» και την επέλεξε για διατήρηση στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου. Αργότερα, η ταινία έφτασε στο νούμερο 56 στη λίστα των «100 πιο αστείων ταινιών» του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου.

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λάρι Τάλμποτ κάνει ένα επείγον τηλεφώνημα σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό στη Φλόριντα, όπου εργάζονται ως αχθοφόροι ο Τσικ Γιανγκ και ο Γουίλμπουρ Γκρέι. Ο Τάλμποτ προσπαθεί να προειδοποιήσει τον Γουίλμπουρ για μια αποστολή που αναμένεται με προορισμό το «Σπίτι του Τρόμου του Μακντούγκαλ». Ωστόσο, πριν τελειώσει, βγαίνει το φεγγάρι και ο Τάλμποτ μεταμορφώνεται σε λυκάνθρωπο, με αποτέλεσμα ο Γουίλμπουρ να πιστεύει ότι η κλήση είναι φάρσα. Εντωμεταξύ, ο Μακντούγκαλ απαιτεί να παραδοθούν προσωπικά τα κιβώτια στο μουσείο του.

Ο Τσικ και ο Γουίλμπουρ παραδίδουν τα κιβώτια μετά από ώρες. Ανοίγουν το πρώτο και βρίσκουν το φέρετρο του Δράκουλα. Όταν ο Τσικ φεύγει από το δωμάτιο για να πάρει το δεύτερο κιβώτιο, ο Γουίλμπουρ διαβάζει τον μύθο του Δράκουλα και το φέρετρο ανοίγει ξαφνικά, ενώ ο Δράκουλας βγαίνει απαρατήρητος. Ο Γουίλμπουρ φοβάται τόσο, που μετά βίας μπορεί να φωνάξει βοήθεια. Όταν επιστρέφει ο Τσικ, αρνείται να πιστέψει την ιστορία. Τα αγόρια ανοίγουν το δεύτερο κιβώτιο και ο Τσικ πάει να χαιρετήσει τον Μακντούγκαλ. Ο Δράκουλας υπνωτίζει τον Γουίλμπουρ, βρίσκει το τέρας του Φρανκενστάιν στο δεύτερο κιβώτιο και τον ξαναζωντανεύει. Φεύγουν και οι δυο τους και ο Μακντούγκαλ βρίσκει τα κιβώτια άδεια και συλλαμβάνει τον Γουίλμπουρ και τον Τσικ.

Το ίδιο βράδυ, η δρ Σάντρα Μορνέι καλωσορίζει τον Δράκουλα και το Τέρας στο κάστρο του νησιού της. Η Σάντρα έχει αποπλανήσει τον Γουίλμπουρ ως μέρος του σχεδίου του Δράκουλα να δώσει στο τέρας έναν πιο συμβατό εγκέφαλο. Εντωμεταξύ, η Τζόαν Ρέιμοντ, μια μυστική ασφαλιστική ερευνήτρια που κάνει τα γλυκά μάτια στον Γουίλμπουρ, ελπίζοντας να αποκτήσει πληροφορίες, βγάζει τους Γουίλμπουρ και Τσικ από τη φυλακή. Ο Γουίλμπουρ προσκαλεί την Τζόαν σε μια χοροεσπερίδα το ίδιο βράδυ. Ο Τάλμποτ πιάνει το διαμέρισμα απέναντι από από τους Γουίλμπουρ και Τσικ και τους ζητά να τον βοηθήσουν να βρει και να καταστρέψει τον Δράκουλα και το Τέρας. Ο Γουίλμπουρ συμφωνεί, αλλά ο Τσικ είναι δύσπιστος.

Ο Γουίλμπουρ, ο Τσικ και η Τζόαν πηγαίνουν στο κάστρο της Σάντρας για να την πάρουν για τον χορό. Ο Γουίλμπουρ απαντά σε ένα τηλεφώνημα του Τάλμποτ, ο οποίος τους ενημερώνει ότι στην πραγματικότητα βρίσκονται στο «Σπίτι του Δράκουλα». Ο Γουίλμπουρ δέχεται απρόθυμα να ψάξει το κάστρο και σύντομα πέφτει από μια σκάλα στο υπόγειο, όπου συναντά από κοντά τα τέρατα. Εντωμεταξύ, η Τζόαν ανακαλύπτει το σημειωματάριο του δρα Φρανκενστάιν στο γραφείο της Σάντρας και η Σάντρα βρίσκει την ταυτότητα ασφαλιστικής ερευνήτριας στο πορτοφόλι της Τζόαν.

Ο Δράκουλας, με το ψευδώνυμο δρ Λάγιος, συστήνεται στην Τζόαν και στα αγόρια. Στο κάστρο εργάζεται επίσης και παρευρίσκεται στη χοροεσπερίδα ο αφελής καθηγητής Στίβενς, ο οποίος αμφισβητεί τον εξοπλισμό που έχει έρθει. Όταν ο Γουίλμπουρ πει ότι πήγε στο υπόγειο, η Σάντρα προσποιείται ότι έχει πονοκέφαλο και λέει στους άλλους να πάνε στον χορό χωρίς αυτήν. Κατ' ιδίαν, η Σάντρα ομολογεί στον Δράκουλα ότι δεν αισθάνεται πως είναι ασφαλές να κάνουν το πείραμα. Ο Δράκουλας τη μετατρέπει σε βρικόλακα.

Στη χοροεσπερίδα, ο Τάλμποτ κατηγορεί τον Λάγιος ότι είναι Δράκουλας, αλλά κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Η Τζόαν σύντομα εξαφανίζεται. Η Σάντρα παρασύρει τον Γουίλμπουρ στο δάσος και προσπαθεί να τον δαγκώσει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ψάχνοντας την Τζόαν, ο Τάλμποτ γίνεται λυκάνθρωπος και επιτίθεται στον Μακντούγκαλ. Δεδομένου ότι ο Τσικ είναι ντυμένος λύκος, ο Μακντούγκαλ ρίχνει το φταίξιμοε τον Τσικ, ο οποίος δραπετεύει και βλέπει τον Δράκουλα να υπνωτίζει τον Γουίλμπουρ. Ο Τσικ είναι επίσης υπνωτισμένος και αβοήθητος, ενώ ο Δράκουλας και η Σάντρα πηγαίνουν τον Γουίλμπουρ, τον Στίβενς και την Τζόαν στο κάστρο. Το επόμενο πρωί, ο Τσικ και ο Τάλμποτ συναντιούνται στο και πάνε να σώσουν τον Γουίλμπουρ και την Τζόαν.

Ο Γουίλμπουρ ελευθερώνεται γρήγορα, αλλά ο Δράκουλας τον καλεί πίσω με ύπνωση. Καθώς η Σάντρα ετοιμάζεται να τρυπήσει τον εγκέφαλο του Γουίλμπουρ, μπαίνουν ο Τάλμποτ και ο Τσικ. Ο Τσικ χτυπά τη Σάντρα με μια καρέκλα και ο Τάλμποτ προσπαθεί να ελευθερώσει τον Γουίλμπουρ αλλά μετατρέπεται ξανά σε λυκάνθρωπο. Το τέρας του Φρανκενστάιν ελευθερώνεται από τα δεσμά του - η Σάντρα προσπαθεί να τον πιάσει, αλλά την πετάει από το παράθυρο. Μετά από μια καταδίωξη μέσα στο σπίτι μεταξύ του Τσικ, του Γουίλμπουρ και του Τέρατος και μια αντιπαράθεση μεταξύ του Δράκουλα και του λυκανθρώπου, ο Δράκουλας μεταμορφώνεται σε νυχτερίδα, αλλά του επιτίθεται ο λυκάνθρωπος, ο οποίος τους παρασύρει με αποτέλεσμα να πεθάνουν και οι δυο. Ο Τσικ και ο Γουίλμπουρ δραπετεύουν με βάρκες, ενώ η Τζόαν και ο Στίβενς βάζουν φωτιά στην προβλήτα και το Τέρας στέκεται πάνω της και πεθαίνει στις φλόγες.

Ο Γουίλμπουρ κατσαδιάζει τον Τσικ για τον σκεπτικισμό του και ο Τσικ παρατηρεί ότι δεν έχουν πλέον να φοβηθούν τίποτα. Τότε, τους μιλά ο Αόρατος Άνθρωπος από τη βάρκα, την οποία εγκαταλείπουν κι οι δυο τους έντρμοι.

Διανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διανομή σύμφωνα με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου:

  • Μπαντ Άμποτ ως Τσικ Γιανγκ
  • Λου Κοστέλο ως Γουίλμπουρ Γκρέι
  • Λον Τσάνεϊ Τζούνιορ ως Λάρι Τάλμποτ / Λυκάνθρωπος
  • Μπέλα Λουγκόζι ως Δράκουλας / δρ Λάγιος
  • Γκλεν Στρέιντζ ως το Τέρας του Φρανκενστάιν
  • Λενόρ Όμπερτ ως Sandra Mornay
  • Τζέιν Ράντολφ ως Τζόαν Ρέιμοντ
  • Φρανκ Φέργκιουζον ως κύριος Μακντούγκαλ
  • Τσαρλς Μπράντστριτ ως δρ Στίβενς
  • Βίνσεντ Πράις ως Αόρτατος Άνθρωπος (φωνή)


Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 28 Νοεμβρίου 1945, η Universal Pictures συνεταιρίστηκε με τον Βρετανό επιχειρηματία Τζ. Άρθουρ Ρανκ, ο οποίος αγόρασε το ένα τέταρτο των μετοχών του στούντιο.[5] Το 1946, η Universal είχε κέρδη μόλις 4,6 εκατομμύρια δολάρια και απόλυσε πολλούς ηθοποιούς, μεταξύ των οποίων και ο Τσάνεϊ.[6] Στις 31 Ιουλίου 1946 ξεκίνησε η επίσημη συγχώνευση. Η εταιρεία, που τώρα ονομάζεται Universal-International, είχε μόνο τους Ντιάνα Ντέρμπιν, Μαρία Μοντέζ, Μπαντ Άμποτ, Λου Κοστέλο και μερικούς άλλους ηθοποιούς.[5][6] Από την κυκλοφορία του Φανταράκια για κλάμματα (Buck Privates) τον Φεβρουάριο του 1941 με πρωταγωνιστές τους Άμποτ και Κοστέλο, το δίδυμο ήταν μεταξύ των βασικών σταρ της Universal.[7] Μέχρι το 1945, το δίδυμο παραλίγο να διαλυθεί, καθώς τσακώνονταν μεταξύ τους και υπέφεραν από προσωπικά προβλήματα: ο Άμποτ υπέφερε από σοβαρή επιληψία και ο Κοστέλο παραλίγο να πεθάνει από ρευματική καρδιακή νόσο το 1943.[7]

Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του, το στούντιο παραλίγο να χρεοκοπήσει.[8] Το 1948, ο Γουίλιαμ Γκετς ήταν υπεύθυνος παραγωγής μετά τη συγχώνευση της Universal με την International Pictures.[9] Την ίδια χρονιά, η δημοτικότητα των Άμποτ και Κοστέλο έπεφτε.[10] Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Τσαρλς Μπάρτον, ο οποίος ήταν μεταξύ των κορυφαίων σκηνοθετών κωμωδίας στη Universal μεταξύ 1945 και 1952, ο Γκετς δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με τους Άμποτ και τον Κοστέλο από τότε που τους είχε διώξει η Metro-Goldwyn-Mayer.[10]

Προετοιμασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρόμπερτ Άρθουρ, πρώην σεναριογράφος και παραγωγός μιούζικαλ της MGM μαζί με τους βετεράνους σεναριογράφους Φρέντερικ Ρινάλντο και Ρόμπερτ Λις έγραψαν ένα σενάριο με το τέρας του Φρανκενστάιν, τον Δράκουλας και τον Λυκάνθρωπο. Το αρχικό τους σενάριο περιελάμβανε και μια Μούμια, τον γιο του Δράκουλα και τον Αόρατο Άνθρωπο.[10] Οι δυο πρώτοι αφαιρέθηκαν από το σενάριο και ο Αόρατος Άνθρωπος συμπεριλήφθηκε μόνο σε μια μικρή σκηνή στο τέλος της ταινίας.[10] Διαβάζοντας το σενάριό τους, με τον αρχικό τίτλο The Brain of Frankenstein, ο Λου Κοστέλο αρνήθηκε να το γυρίσει.[10] Το περιοδικό Variety έκανε την πρώτη δημόσια ανακοίνωση για την ταινία The Brain of Frankenstein τον Ιούλιο του 1947.[11]

Ο Άρθουρ πίστεψε πολύ στο έργο και πρόσφερε στον Κοστέλο 50.000 δολάρια προκαταβολή αν δεχόταν να κάνει την ταινία.[10] Μεταξύ του καστ ήταν ο Γκλεν Στρέιντζ, ο οποίος είχε παίξει στο παρελθόν το Τέρας στο Σπίτι του Δράκουλα (House of Dracula, 1945).[12] Ο Στρέιντζ είχε παίξει μόνο σε λίγους ρόλους έκτοτε.[12] Άλλοι ηθοποιοί κλήθηκαν να επαναλάβουν ρόλους από προηγούμενες ταινίες τρόμου της Universal, όπως ο Λον Τσάνεϊ στην ταινία Ο λυκάνθρωπος.[12] Ο Τσάνεϊ είχε δουλέψει στο θέατρο.[12] Επιστρατεύθηκε ως Δράκουλας ο Μπέλα Λουγκόζι, ο οποίος είχε να δουλέψει σε στούντιο του Χόλιγουντ από το 1946 με το Scared to Death.[12] Η Universal-International έβαλε τους Λουγκόζι, Τσάνεϊ και Στρέιντζ να υπογράψουν τα συμβόλαιά τους για την ταινία στις 16 Ιανουαρίου 1948.[11] Ο Λουγκόζι μίλησε θετικά για τον ρόλο στη διάρκεια της παραγωγής, χαρούμενος που το σενάριο δεν ήταν "αταίριαστο στην αξιοπρέπεια του Δράκουλα".[11]

Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παραγωγή ξεκίνησε στις 5 Φεβρουαρίου 1948.[11] Σύμφωνα με τον Μπάρτον, οι Άμποτ και Κοστέλο δεν ήταν ευχαριστημένοι με τη δουλειά στο έργο.[13] Και οι δύο κωμικοί έφευγαν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, δεν εμφανίζονταν καν ή περνούσαν ολόκληρα τριήμερα χαρτοπαίζοντας στο πλατό.[13] Οι Άμποτ και Κοστέλο αυτοσχεδίασαν κάποιους διαλόγους στην ταινία.[11] Έγιναν και άλλες αλλαγές σεναρίου στην ταινία, όπως μια εβδομάδα πριν από τα γυρίσματα, όταν ο παραγωγός Ρόμπερτ Άρθουρ αποφάσισε να αλλάξει το τέλος της ταινίας για να συμπεριλάβει ένα καμέο από τον Αόρατο Άνθρωπο.[11]

Τόσο ο Τσάνεϊ όσο και ο Στρέιντζ χρειάζονταν μία ώρα ο καθένας στην καρέκλα του μακιγιάζ το πρωί πριν από κάθε γύρισμα, ενώ κάποια στιγμή το μεγαλύτερο μέρος του μακιγιάζ του Στρέιντζ ήταν μια μάσκα από καουτσούκ.[13] Αυτό εξοικονόμησε περίπου 100 συνολικά ώρες παραγωγής της ταινίας.[11] Ο Στρέιντζ είπε αργότερα ότι ήταν «μία από τις πιο απολαυστικές ταινίες όπου έχω δουλέψει ποτέ».[14]

Ένα ατύχημα στα γυρίσματα παραλίγο να οδηγήσει σε προσωρινή διακοπή της παραγωγής. Σε μια σκηνή, ο Στρέιντζ έπρεπε να πετάξει τη Λενόρ Όμπερτ από το παράθυρο. Ένα αόρατο σύρμα θα ήταν στερεωμένο πάνω της για να βοηθήσει τον Στρέιντζ να τη σηκώσει. Όταν την πέταξε, έκανε γκελ και γύρισε πίσω, κάτι που έκανε τον Στρέιντζ να προσπαθήσει να την πιάσει, πέφτοντας και σπάζοντας το πόδι του. Μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, ο τίτλος της ταινίας είχε αλλάξει και έμοιαζε περισσότερο με τον τελικό τίτλο της.[11] Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν στις 20 Μαρτίου 1948.[15] Μια νέα σκηνή γυρίστηκε μετά την ολοκλήρωση της παραγωγής με την Τζέιν Ράντολφ στις 9 Απριλίου.[11]

Ο Φρανκ Σκίνερ, ο οποίος είχε γράψει μουσική για την ταινία Ο γιος του Φρανκενστάιν (1939) και είχε εργαστεί στη μουσική της ταινίας Ο λυκάνθρωπος (1941) συνέθεσε το αρχικό σάουντρακ για την ταινία.[16] Κάποια εφέ γυρίστηκαν στα τέλη Μαρτίου.[11] Τα ειδικά εφέ περιελάμβαναν τις νυχτερίδες που φαίνονταν στα μάτια της Όμπερτ και ένα animation που μεταμόρφωσε τον Μπέλα Λουγκόζι σε νυχτερίδα.[17]

Κυκλοφορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπαντ Άμποτ στην ταινία

Οι σύγχρονες πηγές ποικίλλουν για το πότε έγινε η πρώτη κυκλοφορία της ταινίας.[11] Ο ιστορικός Γκρέγκορι Μανκ έχει δηλώσει σε τρία ξεχωριστά βιβλία ότι η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Λος Άντζελες στις 25 Ιουνίου 1948.[18][19] Οι πρώτες κριτικές της ταινίας εμφανίζονται σε έντυπα όπως το Variety και το The Hollywood Reporter στις 28 Ιουνίου 1948.[20] Η Universal-International επίσης δεν είχε κατωχυρώσει τα πνευματικά δικαιώματα της ταινίας μέχρι τον Αύγουστο του 1948.[11][11]

Η ταινία έγινε η πιο επιτυχημένη ταινία της σειράς Φρανκενστάιν μετά την αρχική κυκλοφορία του Φρανκενστάιν (1931).[17] Μαζί με τη Γυμνή πόλη και το Tap Roots, έγινε μια από τις πιο προσοδοφόρες ταινίες μεγάλου μήκους της Universal-International εκείνη τη χρονιά.[17] Για την προώθηση της ταινίας, η Universal πλήρωσε το ξενοδοχείο του Μπόρις Καρλόφ στη Νέα Υόρκη για να ποζάρει έξω από τον κινηματογράφο Loew's Criterion Theatre και να προωθήσει την ταινία.[21] Ο Κάρλοφ συμφώνησε, δηλώνοντας «αρκεί να μη χρειαστεί να δω την ταινία!».[21] Οι εσιπράξεις ήταν ιδιαίτερα καλές στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, τη Βοστώνη και το Λος Άντζελες.[11] Σύμφωνα με το Variety η ταινία αποκόμισε 2,2 εκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ το 1948.

Αρχικά απαγορεύτηκε στη Μπρίτις Κολάμπια του Καναδά και στη συνέχεια επετράπη η κυκλοφορία της, αφού αφαιρέθηκαν οι περισσότερες σκηνές που αφορούσαν τον Λυκάνθρωπο. Κατά την κυκλοφορία της ταινίας στην Αυστραλία, αφαιρέθηκαν σχεδόν όλες οι σκηνές που είχαν τέρατα.[22] Στην Αγγλία, η ταινία κυκλοφόρησε ως Abbott and Costello Meet the Ghosts.[23]

Απήχηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια κριτική στο The Hollywood Reporter σημείωσε ότι στην ταινία "τα πράγματα [...] κινούνται με ζωηρό, έντονο ρυθμό". [17] Το Variety είχε παρόμοια γνώμη, δηλώνοντας ότι «μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα καλύτερα έργα [Άμποτ και Κοστέλο]».[17] Η εφημερίδα Los Angeles Times, έγραψε ότι η ταινία είχε "τεράστια εφευρετικότητα".[17] Η κριτικές ήταν θετικές και από άλλες εφημερίδες του κλάδου, όπως Film Daily, Daily Variety, Harrison's Reports και Motion Picture Daily.[11]

Σε μια αναδρομική κριτική, ο Κάρλος Κλάρενς έγραψε για αυτού του είδους τις ταινίες τεράτων, όπως Το σπίτι του Φρανκενστάιν (1944) και Το σπίτι του Δράκουλα, στο βιβλίο του An Illustrated History of the Horror Film (1967) συνοψίζοντας ότι «η μοναδική γοητεία αυτών των ταινιών έγκειται στους ικανότατους συντελεστές τους», αλλά όταν κυκλοφόρησε το Οι Άμποτ και Κοστέλο συναντούν τα τέρατα, η «ασυνείδητη παρωδία τελικά έδωσε τη θέση της σε σκόπιμη φάρσα».[24]

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την επιτυχία της ταινίας, η Universal-International συνδύασε τους Άμποτ και Κοστέλο σε παρόμοιες καταστάσεις με αυτήν την ταινία. Η πρώτη τέτοια ταινία ήταν τα Παλικάρια της φακής (1949).[21] Ακολούθησαν και άλλες ταινίες, όπως Οι Άμποτ και Κοστέλο συναντούν τον αόρατο άνθρωπο (1951), Ο Άμποτ κι ο Κοστέλο συναντούν τον δρα Τζέκιλ και τον κο Χάιντ (1953) και η τελευταία τους ταινία για την Universal: Οι τυχοδιώκται της Αιγύπτου (1955).[21] Το δίδυμο έκανε μια τελευταία ταινία, τους Δύο μπατίρρηδες, που σκηνοθέτησε ο Μπάρτον και έγινε για τη United Artists.[21]


Ο Κιμ Νιούμαν έχει πει ότι αυτή η ταινία, σε αντίθεση με Το σπίτι του Φρανκενστάιν και Το σπίτι του Δράκουλα, δημιούργησε το προηγούμενο ότι, σε ταινίες με πολλά τέρατα, ο Δράκουλας θα είναι ο αρχηγός. Αυτό το στοιχείο αναπαράχθηκε σε μεταγενέστερες ταινίες όπως Ενάντια στη σούπερ ομάδα (1987), The Creeps (1997), Βαν Χέλσινγκ (2004), Ξενοδοχείο για τέρατα (2012) και Μια χαρούμενη οικογένεια (2017).[25]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. www.imdb.com/title/tt0040068/. Ανακτήθηκε στις 8  Απριλίου 2016.
  2. 2,0 2,1 www.filmaffinity.com/es/film960493.html. Ανακτήθηκε στις 8  Απριλίου 2016.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 www.allocine.fr/film/fichefilm_gen_cfilm=11168.html. Ανακτήθηκε στις 8  Απριλίου 2016.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 www.imdb.com/title/tt0040068/fullcredits. Ανακτήθηκε στις 8  Απριλίου 2016.
  5. 5,0 5,1 Weaver, Brunas & Brunas 2007, σελ. 14.
  6. 6,0 6,1 Mank 2020, σελ. 72.
  7. 7,0 7,1 Mank 1981, σελ. 156.
  8. Mank 1981, σελ. 155.
  9. Mank 1981.
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 Mank 1981, σελ. 157.
  11. 11,00 11,01 11,02 11,03 11,04 11,05 11,06 11,07 11,08 11,09 11,10 11,11 11,12 11,13 11,14 Rhodes & Kaffenberger 2016.
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 Mank 1981, σελ. 158.
  13. 13,0 13,1 13,2 Mank 1981, σελ. 159.
  14. Mank 1981, σελ. 160.
  15. Mank 1981, σελ. 161.
  16. Mank 1981, σελ. 161-162.
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 Mank 1981, σελ. 162.
  18. Mank 2010, σελ. 540.
  19. Mank 2015, σελ. 145.
  20. Mank 1981, σελ. 196.
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 Mank 1981, σελ. 163.
  22. Miller 2000, σελ. 58.
  23. Miller 2000, σελ. 59.
  24. Clarens 1997, σελ. 103.
  25. Newman 2023, σελ. 55.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]