Λεκάνη της Μεσογείου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φυσικός και πολιτικός χάρτης της Λεκάνης της Μεσογείου

Με τον όρο Λεκάνη της Μεσογείου ή Μεσογειακή Λεκάνη στη βιογεωγραφία και την πολιτισμική γεωγραφία είναι η γεωγραφική περιοχή ξηράς που γειτνιάζει με τη Μεσόγειο Θάλασσα και έχει κυρίως μεσογειακό κλίμα, με ήπιους και βροχερούς χειμώνες και θερμά, ξηρά καλοκαίρια. Το κλίμα αυτό υποστηρίζει χαρακτηριστική βλάστηση, με πευκοδάση, δασικές εκτάσεις και μεγάλους θαμνότοπους. Η Λεκάνη της Μεσογείου είναι γνωστή και ως Περιοχή της Μεσογείου.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λεκάνη της Μεσογείου εμπεριέχει τμήματα τριών διαφορετικών ηπείρων: της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας. Δεν ταυτίζεται με τη λεκάνη απορροής της Μεσογείου, η οποία εκτείνεται πολύ νοτιότερα και βορειότερα, εξαιτίας μεγάλων ποταμών που εκβάλλουν στη Μεσόγειο Θάλασσα, όπως ο Νείλος και ο Ροδανός. Από την άλλη όμως, η Λεκάνη της Μεσογείου περιλαμβάνει και περιοχές που δεν βρίσκονται στη λεκάνη απορροής, όπως είναι η Πορτογαλία και μικρά τμήματα της Ιορδανίας και του Ιράκ.

Η Μεσογειακή Λεκάνη παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και αντιθέσεις στην τοπογραφία της, με τοπία υψηλών βουνών, βραχωδών ακτών, πυκνών θαμνότοπων, ημίξηρων άγονων εκτάσεων με βλάστηση στέπας, παραλιακούς υγρότοπους, αμμουδιές και χιλιάδες νησιά όλων των σχημάτων και μεγεθών. Αντίθετα με την επικρατούσα στα τουριστικά έντυπα εικόνα με τις εκτεταμένες αμμώδεις παραλίες, η περιοχή της Μεσογείου είναι πολύ πιο λοφώδης, με ψηλούς λόφους και βουνά να είναι ορατά από όλα σχεδόν τα μέρη της.[1]

Εξ ορισμού, η Λεκάνη της Μεσογείου εκτείνεται από τη Μακαρονησία του Ατλαντικού Ωκεανού στα δυτικά, μέχρι τον Λεβάντε στα ανατολικά, μολονότι ορισμένες περιοχές μπορεί να μην περιλαμβάνονται ανάλογα με την επιστημονική άποψη διαφορετικών ειδικών. Για παράδειγμα, μερικοί περιλαμβάνουν μόνο τη Μαδέρα και τις Κανάριες Νήσους από τη Μακαρονησία[2], ενώ άλλοι περιλαμβάνουν και τις Αζόρες, ακόμα και το Πράσινο Ακρωτήριο.[3]

Στη δυτική Ασία η Μεσογειακή Λεκάνη καλύπτει τα δυτικά και νότια μέρη της μικρασιατικής χερσονήσου, μέχρι το Ιράκ[4]. Εξαιρούνται όμως οι ορεινές περιοχές της κεντρικής Τουρκίας. Περιλαμβάνεται το μεσογειακό τμήμα του Λεβάντε στην ανατολική άκρη της Μεσογείου, με όρια στα ανατολικά και τα νότια τη Συριακή έρημο και τη Νεγκέβ.

Η βορειότερη ζώνη του Μαγκρέμπ στη βορειοδυτική Αφρική έχει μεσογειακό κλίμα, σαφώς διαφορετικό από εκείνο της Σαχάρας. Στην ανατολική Μεσόγειο η έρημος εκτείνεται μέχρι την αφρικανική ακτή της Μεσογείου, με την εξαίρεση του βόρειου άκρου της χερσονήσου της Κυρηναϊκής στη Λιβύη, όπου το κλίμα είναι μεσογειακό.

Η Ευρώπη βρίσκεται στα βόρεια της Μεσογείου. Το ευρωπαϊκό τμήμα της Μεσογειακής Λεκάνης αντιστοιχεί χονδρικά στη Νότια Ευρώπη. Οι τρεις μεγάλες χερσόνησοι της Νότιας Ευρώπης, η Ιβηρική, η Ιταλική και η Βαλκανική, αποτελούν μεγάλο μέρος της μεσογειακής κλιματικής ζώνης. Πτυχωσιγενείς οροσειρές, όπως τα Πυρηναία, οι Άλπεις (που απομονώνουν την Ιταλία από την Κεντρική Ευρώπη), οι Δειναρικές Άλπεις κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Αδριατικής Θάλασσας, και ο Αίμος με το σύστημα Ρίλας-Ροδόπης στη Βαλκανική χερσόνησο, διαχωρίζουν τη μεσογειακή περιοχή από τις εύκρατες κλιματικές ζώνες της Δυτικής, της Βορειοδυτικής, της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης.

Γεωλογία και παλαιοκλιματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λεκάνη της Μεσογείου διαμορφώθηκε από τη σύγκρουση των προς βορρά κινούμενων λιθοσφαιρικών πλακών της Αφρικής και της Αραβίας με την ευρωπαϊκή πλάκα. Η κίνηση των πρώτων πλακών έκλεισε την προϋπάρχουσα θάλασσα-ωκεανό της Τηθύος, η οποία χώριζε την προϊστορική «υπερήπειρο» Γκοντβάνα, της οποίας μέρος ήταν η Αφρική. Την ίδια περίπου εποχή, πριν από 170 εκατομμύρια έτη (Ιουράσια περίοδος), δημιουργήθηκε μια μικρή θαλάσσια λεκάνη, η Νεοτηθύς, λίγο προτού κλείσει το ανατολικό άκρο της Τηθύος. Πολύ αργότερα, η συνεχιζόμενη σύγκρουση των πλακών ώθησε προς τα επάνω ένα τεράστιο ορεινό σύστημα, που εκτείνεται από τα Πυρηναία στην Ισπανία μέχρι τα Όρη Ζάγκρος στο Ιράν. Αυτή ο ορογένεση, γνωστή ως Αλπική ορογένεση, συνέβη κυρίως κατά την Ολιγόκαινο (34 έως 23 εκατομμύρια έτη πριν από σήμερα) και τη Μειόκαινο εποχή (πριν από 23 έως 5,3 εκατομμύρια έτη). Η Νεοτηθύς μεγάλωσε κατά τη διάρεια αυτών των εποχών, από τη συνακόλουθη αναδίπλωση και καταβύθιση.

Πριν από περίπου 6 εκατομμύρια έτη (ύστερη Μειόκαινος εποχή), η σημερινή Μεσόγειος έκλεισε και στο δυτικό άκρο της από την κινούμενη προς βορρά Αφρική, γεγονός που προκάλεσε την εξάτμιση όλου του νερού της. Ακολούθησαν αρκετά (συζητούμενα ακόμα μεταξύ των επιστημόνων) πιο τοπικά επεισόδια διαδοχικών πλημμυρών και αποξηράνσεων, που είναι γνωστά ως Μεσσήνια κρίση αλατότητας και έληξαν με το άνοιγμα των στενών του Γιβραλτάρ, οπότε το νερό του Ατλαντικού Ωκεανού πλημμύρισε και πάλι τη μεσογειακή κοιλότητα, δημιουργώντας τη σημερινή Μεσόγειο Θάλασσα στο τέλος της Μειόκαινης εποχής.[5] Πρόσφατες έρευνες υπέδειξαν ότι ο κύκλος αποξηράνσεων-πλημμύρας ίσως επαναλήφθηκε αρκετές φορές[6][7] τα τελευταία 630.000 έτη της Μειόκαινης εποχής, πράγμα που θα μπορούσε να ερμηνεύσει αρκετά γεγονότα εναποθέσως αλατιού. Ωστόσο, άλλες μελέτες δείχνουν ότι επανειλημμένες αποξηράνσεις και πλημμύρες είναι απίθανες από γεωδυναμικής απόψεως.[8][9]

Το τέλος της Μειόκαινης εποχής σημειώθηκε επίσης μια μεταβολή στο κλίμα της Λεκάνης της Μεσογείου. Οι ενδείξεις από τα απολιθώματα είναι ότι η Λεκάνη είχε σχετικώς υγρό υποτροπικό κλίμα, με μεγάλες καλοκαιρινές βροχοπτώσεις κατά τη διάρκεια της Μειόκαινης εποχής, που διατηρούσε δάση πλατύφυλλων αειθαλών δέντρων των υποτροπικών. Η αλλαγή αυτού του κλίματος στο σημερινό μεσογειακό κλίμα συνέβη κατά τα τελευταία 3,2 έως 2,8 εκατομμύρια έτη, κατά την Πλειόκαινο εποχή, καθώς οι θερινές βροχοπτώσεις μειώθηκαν. Τα δάση πλατύφυλλων υπεχώρησαν, αν και παρέμειναν στα νησιά της Μακαρονησία, και επεκράτησε η σημερινή μεσογειακή βλάστηση, που κυριαρχείται από κωνοφόρα δέντρα και σκληρόφυλλους θάμνους και μικρά δέντρα. Το σύνολο αυτών των φυτών έχουν μικρής επιφάνειας, σκληρά και επιστρωμένα με κερί φύλλα, ώστε να αποτρέπουν την απώλεια νερού από το φυτό κατά τη διάρκεια των ξηρών καλοκαιριών. Μεγάλες εκτάσεις αυτών των δασών και θαμνότοπων έχουν αλλοιωθεί ριζικά εξαιτίας χιλιετιών ανθρώπινων ενεργειών. Σήμερα υπάρχουν πολύ λίγες σχετικώς άθικτες φυσικές περιοχές σε μια κάποτε πυκνά δασωμένη περιοχή της Γης.

Χλωρίδα και πανίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φυτογεωγραφικώς, η Λεκάνη της Μεσογείου μαζί με τη γειτονική της ακτή του Ατλαντικού, τις μεσογειακού κλίματος περιοχές της Βόρειας Αφρικής, τις βόρειοανατολικές ακτές της Μικράς Ασίας (Πόντος), τη νότια ακτή της Κριμαίας, αλλά και την ακτή της Μαύρης Θάλασσας μεταξύ Ανάπα and Τουαπσέ της Ρωσίας, συναποτελούν τη «Μεσογειακή χλωριδική περιοχή». Η περιοχή αυτή ανήκει στο «υποβασίλειο» της Τηθύος του Ολαρκτικού Βασιλείου και περιβάλλεται από την «Περιβόρεια» (Circumboreal) περιοχή, την Ιρανοτουρανική περιοχή, τη Σαχαρο-αραβική περιοχή και τη Μακαρονησιακή περιοχή.

Η Λεκάνη της Μεσογείου ως ξεχωριστή περιοχή χλωρίδας προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό βοτανολόγο Άουγκουστ Γκρίζεμπαχ στα τέλη του 19ου αιώνα.

Η μονοτυπική οικογένεια δροσοφυλλοειδή (Drosophyllaceae), που διαχωρίσθηκε τον 21ο αιώνα από την οικογένεια δροσεροειδή, αποτελεί τη μόνη οικογένεια φυτών που είναι ενδημική στη Μεσογειακή Λεκάνη. Ενδημικά γένη φυτών στην περιοχή είναι, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

Τα γένη Aubrieta, Sesamoides, Cynara, Dracunculus, Arisarum και Biarum είναι σχεδόν ενδημικά. Ανάμεσα στα ενδημικά είδη που κυριαρχούν στη μεσογειακή βλάστηση είναι η χαλέπιος πεύκη (το κοινό πεύκο), η κουκουναριά, το μεσογειακό κυπαρίσσι, η δάφνη, η ζητιά, η αριά, το πουρνάρι, η κουμαριά, η αγριοκουμαριά, το μαστιχόδενδρο, τσικουδιά, η μυρτιά, η πικροδάφνη, η άκανθος η άκανθα και η λυγαριά. Επιπλέον, πολλά άλλα φυτά υπάρχουν εκτός της Μεσογειακής και σε μόνο μία από τις 4 γειτονικές της χλωριδικές περιοχές. Σύμφωνα με διαφορετικές εκδοχές της μεσογειακής φυτογεωγραφίας που διετύπωσε ο Αρμέν Ταχτατζιάν, η Λεκάνη της Μεσογείου υποδιαιρείται περαιτέρω σε επτά έως εννέα «χλωριδικές επαρχίες»: τη Νοτιοδυτική (περιλαμβάνει και το νότιο Μαρόκο, την Ιβηροβαλεριδιανή, τη Λιγυροτυρρηνική, την Αδριατική, την επαρχία της Ανατολικής Μεσογείου, την επαρχία της Νοτίου Μεσογείου και την επαρχία Κριμαίας-Νοβοροσίσκ.[10]

Η Λεκάνη της Μεσογείου φιλοξενεί φυτικές κοινότητες που ποικίλλουν ανάλογα με τη βροχόπτωση, το υψόμετρο, το γεωγραφικό πλάτος και τον τύπο του εδάφους:

  • θαμνώνες υπάρχουν στις πιο ξηρές περιοχές, ιδίως εκείνες κοντά στις ακτές, όπου συχνά επικρατούν και ισχυροί άνεμοι που φέρνουν υδροσταγονίδια από τη θάλασσα, φορτωμένα με αλάτι. Οι θάμνοι που επικρατούν σε αυτές έχουν μαλακά φύλλα και είναι γνωστοί στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία «φρύγανα» (garrigue στη γαλλική και διεθνώς). Παρόμοιοι είναι οι πυκνότεροι θαμνότοποι σκληρόφυλλων φυτών, που περιλαμβάνουν κυρίως θάμνους, αλλά και μικρά δένδρα. Αυτοί οι θαμνότοποι είναι η συνηθέστερη βλάστηση στη Λεκάνη της Μεσογείου, γνωστή με τον, γαλλικής επίσης προελεύσεως, όρο μακί (matorral στην ισπανική). Σε κάποια μέρη οι θαμνότοποι είναι ο ώριμος τύπος βλαστήσεως, ενώ σε άλλα είναι το αποτέλεσμα της υποβαθμίσεως πρώην δάσους ή δασικής εκτάσεως από την υλοτόμηση, την υπερβόσκηση, ή τη διατάραξη από συχνά επαναλαμβανόμενες μεγάλες πυρκαγιές.
  • Σαβάνες και λιβάδια συναντώνται επίσης στη Μεσογειακή Λεκάνη, τύποι στους οποίους κυριαρχούν συνήθως μονοετείς πόες.
  • Δασικές εκτάσεις, όπου κυριαρχούν το πεύκο και η βελανιδιά, με παρουσία και άλλων σκληρόφυλλων και κωνοφόρων δέντρων.
  • Δάση, που ξεχωρίζουν από τις δασικές εκτάσεις στο ότι τα δένδρα σχηματίζουν έναν συνεχή θόλο. Υπάρχουν στις μεσογειακές περιοχές με τη μεγαλύτερη ετήσια βροχόπτωση και σε παραποτάμιες εκτάσεις, όπου υπάρχει νερό και το καλοκαίρι. Τα μεσογειακά δάση αποτελούνται γενικώς από αειθαλή δένδρα, με κυρίαρχα και πάλι το πεύκο και τη βελανιδιά. Σε μεγάλα υψόμετρα τα μεσογειακά αυτά δάση δίνουν τη θέση τους σε μεικτά δάση με πλατύφυλλα δένδρα και υψηλά κωνοφόρα (π.χ. έλατα), παρόμοια με τα εύκρατα δάση της υπόλοιπης Ευρώπης.

Η Λεκάνη της Μεσογείου παρουσιάζει αξιοσημείωτη βιοποικιλότητα, με 22.500 ενδημικά είδη ανώτερων φυτών. Η περιβαλλοντική οργάνωση Conservation International χαρακτηρίζει την περιοχή ως hotspot βιοποικιλότητας, εξαιτίας της μεγάλης της βιοποικιλότητας η οποία επιπλέον απειλείται από την ανθρώπινη κατοίκηση. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό, η Μεσογειακή Λεκάνη έχει έκταση 2.085.292 km2, από τα οποία μόλις τα 98.009 km2 παραμένουν αδιατάρακτα από την ανθρώπινη παρουσία.

Αρκετά είναι και τα απειλούμενα είδη ζώων στη Λεκάνη της Μεσογείου. Τέτοια είδη είναι π.χ. τα θηλαστικά μεσογειακή φώκια, μακάκος της Μπαρμπαριάς και ιβηρικός λύγκας.

Οικοπεριοχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το WWF διακρίνει 22 οικοπεριοχές στη Λεκάνη της Μεσογείου, τις εξής:

Χάρτης των οικοπεριοχών της Μεσογειακής Λεκάνης. 1201: Σκληρόφυλλα και μεικτά δάση Αιγαίου και δυτικής Τουρκίας. 1202: Μεικτά δάση κωνοφόρων και φυλλοβόλων της Ανατολίας. 1203: Ξηρές δασικές εκτάσεις και δάση των Καναρίων. 1204: Κορσικανικά ορεινά πλατύφυλλα και μεικτά δάση. 1205: Μεσογειακά δάση της Κρήτης. 1206: Μεσογειακά δάση της Κύπρου. 1207: Δάση κωνοφόρων-σκληρόφυλλων-πλατύφυλλων της Ανατολικής Μεσογείου. 1208: Ιβηρικά δάση κωνοφόρων. 1209: Ιβηρικά δάση σκληρόφυλλων και ημι-φυλλοβόλων. 1210: Ιλλυρικά δάση φυλλοβόλων. 1211: Ιταλικά δάση σκληρόφυλλων και ημι-φυλλοβόλων. 1212: Μεσογειακές ξηρές δασικές εκτάσεις ακακίας-Argania. 1213: Μεσογειακές ξηρές δασικές εκτάσεις και στέπα. 1214: Μεσογειακές δασικές εκτάσεις και δάση. 1215: Μεσογειακά δάση της βορειοανατολικής Ισπανίας και της νότιας Γαλλίας. 1216: Ορεινά δάση της βορειοδυτικής Ιβηρίας. 1217: Μεικτά δάση της Πίνδου. 1218: Ορεινά μεικτά δάση των νότιων Απεννίνων. 1219: Θαμνώνες και δασικές εκτάσεις της νοτιοανατολικής Ιβηρίας. 1220: Ορεινά δάση κωνοφόρων και φυλλοβόλων της νότιας Ανατολίας. 1221: Μεσογειακά δάση σκληρόφυλλων και μεικτών της νοτιοδυτικής Ιβηρίας. 1222: Τυρρηνικά-αδριατικά δάση σκληρόφυλλων και μεικτών

.

Καλλιέργειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω πληροφορίες: Μεσογειακή διατροφή

Το σιτάρι είναι το κύριο δημητριακό που καλλιεργείται στη Λεκάνη της Μεσογείου. Καλλιεργούνται επίσης όσπρια και λαχανικά. Η χαρακτηριστική δενδροκαλλιέργεια είναι εκείνη του ελαιόδενδρου. Η συκιά είναι ένα ακόμα σημαντικό καρποφόρο δέντρο που χαρακτηρίζει την περιοχή, ενώ όπου υπάρχει αρκετό νερό καλλιεργούνται και εσπεριδοειδή, ιδίως λεμονιές. Το αμπέλι αποτελεί επίσης σημαντική καλλιέργεια, που παράγει σταφύλια και κρασί. Σε κατάλληλα αρδευόμενες εκτάσεις καλλιεργούνται ρύζι και θερινά λαχανικά.

Προϊστορία και Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία των λαών και των πολιτισμών της Λεκάνης της Μεσογείου είναι σημαντική για την κατανόηση της προελεύσεως και της εξελίξεως κάποιων από τους κυριότερους πολιτισμούς στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η Μεσόγειος Θάλασσα υπήρξε η κεντρική «λεωφόρος» για τις μεταφορές, το εμπόριο και τις πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα σε διαφορετικούς λαούς και των τριών ηπείρων που την περιβάλλουν.

Προϊστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ κατοικούσε στη δυτική Ασία και τις ελεύθερες από πάγους περιοχές της Ευρώπης εδώ και περίπου 230.000 χρόνια. Ο σύγχρονος άνθρωπος πέρασε στη δυτική Ασία από την Αφρική πριν από λιγότερο από 100.000 χρόνια. Οι πρώτοι σύγχρονοι άνθρωποι στην Ευρώπη (Κρο-Μανιόν) ήταν γεγονός πριν από 45.000 έτη περίπου. Η πλέον πρόσφατη εποχή των παγετώνων έφθασε στο μέγιστό της πριν από 22.000 έτη περίπου, και έληξε απότομα πριν από περίπου 11.500 έτη. Ακολουθήθηκε από μια θερμή περιόδο από το 7500 π.Χ. έως το 3500 π.Χ. περίπου, το λεγόμενο κλιματικό βέλτιστο του Ολόκαινου, που συνδέεται με την ανάπτυξη της γεωργίας.

Οι πρώτες καλλιέργειες, που περιελάμβαναν το σιτάρι, τη ρεβιθιά και το ελαιόδενδρο, εμφανίσθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μαζί με τα πρώτα εξημερωμένα ζώα (αιγοπρόβατα) κατά την 9η χιλιετία π.Χ.. Η γεωργία οδήγησε στη δημιουργία των πρώτων καταυλισμών. Οι καλλιέργειες της Εγγύς Ανατολής εξαπλώθηκαν στη νοτιοανατολική Ευρώπη την 7η χιλιετία π.Χ.. Οι γεωργικοί οικισμοί εξαπλώθηκαν στη Λεκάνη της Μεσογείου περί την 5η χιλιετία π.Χ., αν συνδέσουμε το γεγονός με τη χρονολόγηση των πρώτων μεγαλιθικών μνημείων στην Ευρώπη.

Το Λεζινιάν-λα-Σεμπ στη νότια Γαλλία, το Όρθε[11] στη νότια Ισπανία, το Μόντε Ποτζόλο[12] στην Ιταλία και η Κοζάρνικα στη Βουλγαρία είναι από τις αρχαιότερες παλαιολιθικές αρχαιολογικές θέσεις σε όλη την Ευρώπη, και βρίσκονται όλες στη Λεκάνη της Μεσογείου.

Υπάρχουν ενδείξεις για λίθινα εργαλεία στην προϊστορική Κρήτη τα οποία χρονολογήθηκαν από το 130.000 π.Χ.[13][14], γεγονός που δείχνει ότι οι πρώτοι άνθρωποι ήταν ικανοί να χρησιμοποιούν πλωτά μέσα ώστε να μπορέσουν να φθάσουν στη μεγαλόνησο.

Οι απαρχές της Ιστορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Εύφορη Ημισέληνος τη 2η χιλιετία π.Χ.

Το πρώτο στάδιο του πολιτισμού (οργανωμένη κοινωνία δομημένη γύρω από αστικά κέντρα) ανιχνεύεται για πρώτη φορά στη νοτιοδυτική Ασία, ως μια προέκταση-επέκταση της νεολιθικής τάσεως, ήδη από την 8η χιλιετία π.Χ., με πρωτο-αστικά κέντρα όπως το Τσαταλχογιούκ. Οι καθαυτό αστικοί πολιτισμοί άρχισαν να εμφανίζονται στη Χαλκολιθική περίοδο (την 5 προς την 4η χιλιετία π.Χ.) στην προδυναστική Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία.

Οι περιοχές γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα απετέλεσαν ένα λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η θέση Σολνιτσάτα της Βουλγαρίας (5500-4200 π.Χ.) πιστεύεται πλέον ότι πιθανότατα είναι η αρχαιότερη πόλη σε ευρωπαϊκό έδαφος - ένας προϊστορικός, οχυρωμένος με αμυντικό τείχος οικισμός.[15][16][17][18] Τα πρώτα χρυσά τέχνεργα της ανθρωπότητας, από την 5η χιλιετία π.Χ., είναι μάλλον αυτά που βρέθηκαν σε μια ταφή που χρονολογήθηκε μεταξύ 4569 και 4340 π.Χ. σε μία από τις σημαντικότερες προϊστορικές αρχαιολογικές θέσεις παγκοσμίως: τη νεκρόπολη της Βάρνας κοντά στη λίμνη Βάρνα της Βουλγαρίας.[19] Μέχρι το 1990, τα χρυσά τέχνεργα που βρέθηκαν στη σπηλαιονεκρόπολη του Wadi Qana (4η χιλιετία π.Χ.) στη Δυτική Όχθη ήταν τα αρχαιότερα γνωστά στη Λεκάνη της Μεσογείου.[20]

Η Εποχή του Χαλκού αρχίζει στην περιοχή αυτή κατά τους τελευταίους αιώνες της 4ης χιλιετίας. Οι πολιτισμοί της Εύφορης Ημισελήνου διαθέτουν πλέον συστήματα γραφής και αναπτύσσουν γραφειοκρατία, εξελίξεις που στα μέσα της 3ης χιλιετίας οδήγησαν στην εμφάνιση των πρώτων αυτοκρατοριών. Κατά τη 2η χιλιετία οι ανατολικές ακτές της Μεσογείου κυριαρχούνταν από τις αυτοκρατορίες των Χετταίων και των Αιγυπτίων, που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο των πόλεων-κρατών του Λεβάντε (Χαναάν). Από την άλλη, οι Μινωίτες εμπορεύονταν σε μεγάλο μέρος της Μεσογείου.

Η κατάρρευση της ύστερης Εποχής του Χαλκού σημαδεύει τη μετάβαση από την εποχή αυτή στην πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, η οποία εμφανίζεται με την κατάρρευση των ανακτορικών οικονομιών των Αιγαιακών πολιτισμών και των πολιτισμών της Μικράς Ασίας, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από τους πολιτισμούς του σιδήρου. Κάποιοι ερευνητές φθάνουν στο σημείο να αποκαλούν τη λήξη της Εποχής του Χαλκού «καταστροφή».[21] Η κατάρρευση της Εποχής του Χαλκού ίσως μπορεί να θεωρηθεί στο πλαίσιο μιας τεχνολογικής ιστορίας, εκείνης της αργής και σχετικώς συνεχούς εξαπλώσεως της τεχνικής της σιδηρουργίας στη Λεκάνη της Μεσογείου, αρχίζοντας με κάποια πρόωρα εργαστήρια-σιδηρουργεία στη σημερινή Ρουμανία κατά τον 13ο και τον 12ο αιώνα π.Χ..[22] Η πολιτιστική κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων, της Αυτοκρατορίας των Χετταίων σε Ανατολία και Συρία, καθώς και της Αιγυπτιακής Αυτοκρατορίας σε Συρία και Παλαιστίνη, η διάσπαση των εμπορικών επαφών μεγάλων αποστάσεων και η αιφνίδια παύση των γραπτών τεκμηρίων μεταξύ του 1206 και του 1150 π.Χ.. Στην πρώτη φάση αυτής της περιόδου, σχεδόν κάθε πόλη ανάμεσα στην Τροία και τη Γάζα καταστράφηκε βίαια και σε πολλές περιπτώσεις αφέθηκε έρημη στη συνέχεια (για παράδειγμα η Χαττούσα, οι Μυκήνες, η Ουγκαρίτ). Το βαθμιαίο τέλος της «σκοτεινής εποχής» που ακολούθησε ήρθε με την ανάδυση των Αραμαϊκών βασιλείων του μέσου του 10ου αιώνα π.Χ. και την άνοδο της Νεο-Ασσυριακής Αυτοκρατορίας.

Ενώ οι πρόοδοι στον πολιτισμό κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού είχαν κυρίως περιορισθεί στα ανατολικά μέρη της Μεσογείου, με τον ερχομό της Εποχής του Σιδήρου οι πρόοδοι επικοινωνούνται σε ολόκληρη την παράκτια ζώνη που περιβάλλει τη Μεσόγειο Θάλασσα, με σημαντικότερη αιτία αυτού την επέκταση των Φοινίκων από την περιοχή του σημερινού Λιβάνου, η οποία άρχισε από τον 12ο αι. π.Χ.. Ο Φερνάν Μπρωντέλ σχολιάζει στο The Perspective of the World ότι η Φοινίκη ήταν ένα πρώιμο παράδειγμα μιας «παγκόσμιας οικονομίας», περιβαλλόμενη από αυτοκρατορίες. Η μεγαλύτερη ακμή της φοινικικής θαλάσσιας δυνάμεως τοποθετείται συνήθως περί το. 1200 έως 800 π.Χ.. Πολλές ωστόσο από τις σημαντικότερες φοινικικές πόλεις είχαν ιδρυθεί πολύ ενωρίτερα: η Βύβλος, η Τύρος, η Σιδώνα, η Άραδος και η Βηρυτός, που αναγράφονται όλες στις Επιστολές της Αμάρνα.

Οι Φοίνικες και οι Ασσύριοι μετέφεραν στοιχεία του πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού από τις κοιτίδες τους στην Ελλάδα και την ιταλική χερσόνησο της Εποχής του Σιδήρου, αλλά και δυτικότερα, στη βορειοδυτική Αφρική και την Ιβηρία. Εξήγαγαν το φωνητικο σύστημα της γραφής τους, που θα σημάδευε τους μεσογειακούς πολιτισμούς της Εποχής του Σιδήρου, και που ερχόταν σε αντίθεση με τη σφηνοειδή γραφή της Μεσοποταμίας και το λογογραφικό σύστημα των πολιτισμών της Άπω Ανατολής.

Η «κλασική» αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνικές αποικίες κατά τον 8ο και τον 7ο αιώνα π.Χ.

Η έναρξη της ανόδου της αρχαίας Ελλάδας συμπίπτει με και σημαδεύεται από το πρώτο κύμα αποικισμού των Ελλήνων προς όλες τις περιοχές της Λεκάνης της Μεσογείου. Από το 750 έως το 550 π.Χ. οι Έλληνες δημιούργησαν αποικίες προς όλες τις κατευθύνσεις: Προς την ανατολή εποικίσθηκε αρχικώς η Κύπρος, ενώ κυρίως η Μίλητος ίδρυσε πολυάριθμες αποικίες στις ακτές της Θράκης, τον Βόσπορο και τις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Προς τη δύση οι Έλληνες εποίκισαν την Ιλλυρία, τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία (βλ. Μεγάλη Ελλάδα), την Κορσική και τις βόρειες μεσογειακές ακτές ως τις Ηράκλειες Στήλες. Προς τον νότο, έφθασαν μέχρι και την Ερυθρά Θάλασσα. Αναπόφευκτα ήρθαν σε ευρεία επαφή με τους Φοίνικες, ιδίως στον χώρο της δυτικής Μεσογείου.

Από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. πολλοί σημαντικοί λαοί της ανατολικής Μεσογείου περιήλθαν υπό την κυριαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, η οποία ιδρύθηκε από τον Κύρο τον Μέγακαι εξαπλώθηκε μέχρι και τις σημερινές ακτές της Βουλγαρίας, την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία, τη Φοινίκη, τη Μέση Ανατολή γενικότερα, και άλλες περιοχές της Μεσογειακής Λεκάνης αργότερα.[23][24][25] Ο Δαρείος Α΄ ο Μέγας υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς των Αχαιμενιδών που επένδυσε στη δημιουργία στόλου.[26] Μέχρι τότε δεν είχε υπάρξει πραγματικά «αυτοκρατορικό ναυτικό» ούτε στην Ελλάδα (που ήταν διαιρεμένη σε πολλές πόλεις-κράτη), ούτε στην Αίγυπτο, αλλά και γενικότερα στην ιστορία της ανθρωπότητας.[26] Το ναυτικό του Δαρείου επανδρώθηκε σε μεγάλο βαθμό με τους έμπειρους Φοίνικες και Έλληνες από τις υπόδουλες στους Πέρσες πόλεις τους, π.χ. από την Κύπρο, καθώς και από μερικούς Αιγύπτιους.[27] Η κυριαρχία των Περσών στην ανατολική Μεσόγειο έληξε μετά τους Ελληνοπερσικούς Πολέμους του 5ου αιώνα π.Χ. και τελικώς η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία εκμηδενίσθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η περιοχή της Μεσογείου το 220 π.Χ.

Στο αρχαίο Βασίλειο της Μακεδονίας, τεχνικές και οργανωτικές πολεμικές δεξιότητες σφυρηλατήθηκαν μέσα από μια μακρά παράδοση πολεμικού ιππικού, με αποκορύφωση τους επίλεκτους «Εταίρους».[28] Υπό τον Μέγα Αλέξανδρο αυτή η πολεμική μηχανή στράφηκε προς τα ανατολικά και, με μια σειρά αποφασιστικών μαχών, κατέλαβε την Περσική Αυτοκρατορία, αντικαθιστώντας την ως προς την κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και ως η ισχυρότερη δύναμη σε όλη τη Μεσογειακή Λεκάνη της εποχής. Η Μακεδονική Αυτοκρατορία περιελάμβανε την Ελλάδα, την Αίγυπτο, την κοιτίδα των Φοινίκων και την Παλαιστίνη, καθώς και τη Μικρά Ασία. Σύντομα ωστόσο αυτή η Αυτοκρατορία διασπάσθηκε, αφού όμως με τις κατακτήσεις της εξάπλωσε την ελληνική γνώση, γλώσσα (που αναδείχθηκε πλέον σε «κοινή» και πολιτισμό σε όλη αυτή τη μεγάλη περιοχή.

Λίγο αργότερα ξεκίνησε η ανάδυση νέων δυνάμεων δυτικότερα στη Λεκάνη της Μεσογείου: Στη βόρεια Αφρική, η Καρχηδόνα, πρώην φοινικική αποικία, άρχισε να κυριαρχεί στην ευρύτερη περιοχή της. Ωστόσο μια πόλη στην Ιταλική Χερσόνησο, η Ρώμη, ήταν εκείνη που επεκράτησε τελικώς σε ολόκληρη τη Λεκάνη της Μεσογείου, με πρωτοφανή μέχρι τότε οργάνωση. Είχε χρειασθεί αιώνες μέχρι να επικρατήσει σε όλη την Ιταλία, αλλά κατενίκησε την Καρχηδόνα στους τρεις Καρχηδονιακούς Πολέμους, παρά τις περίφημες προσπάθειες του Αννίβα εναντίον της κατά τον Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο.

Αφού τελείωσαν με τους Καρχηδονίους, οι Ρωμαίοι εξαπλώθηκαν σύντομα προς τα ανατολικά, κατακτώντας την Ελλάδα και διαδίδοντας και τη δική τους γλώσσα και ιδέες στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Οι παραλιακές εμπορικές πόλεις είχαν ήδη κυριαρχήσει πλήρως επί των λαών του εσωτερικού των περιοχών τους, με κορυφαίο παράδειγμα την Αλεξάνδρεια. Αντιθέτως, η Μεσοποταμία έγινε μια περιθωριακή πλέον συνοριακή περιφέρεια.

Η Mare nostrum, περιβαλλόμενη από τα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας περί το 400 μ.Χ.

Μετά την ίδρυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Οκταβιανό Αύγουστο, η Μεσόγειος Θάλασσα άρχισε να αποκαλείται από τους Ρωμαίους Mare Nostrum, που στη λατινική γλώσσα σημαίνει «η Θάλασσά μας». Η αυτοκρατορία τους είχε ως κέντρο της αυτή τη θάλασσα και η έκτασή της διασχιζόταν συνεχώς από εμπορικά και πολεμικά πλοία. Για πρώτη φορά στην ιστορία, μια ολόκληρη θάλασσα ήταν ελεύθερη από πειρατεία. Επί αιώνες η Μεσόγειος ήταν μία «ρωμαϊκή λίμνη», περιβαλλόμενη από όλες της τις πλευρές από εδάφη της Αυτοκρατορίας, η οποία άρχισε να παρακμάζει από τον 4ο αιώνα, οπότε και διαχωρίσθηκε σε Ανατολική και Δυτική, με τη Δυτική να καταρρέει μετά τα μέσα του 5ου αιώνα. Στο μεταξύ, ο Χριστιανισμός, η νέα πίστη που θα αποτελούσε αργότερα τη θρησκεία του Δυτικού πολιτισμού και σήμερα τη μεγαλύτερη σε αριθμό πιστών θρησκεία στον κόσμο, είχε γεννηθεί στο ανατολικό άκρο της Λεκάνης της Μεσογείου και είχε προλάβει να διαδοθεί χάρη και στον ενιαίο χώρο που παρείχε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, παρά τους διωγμούς του από την ηγεσία της τελευταίας.

Ο Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ανατολική Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε τη δική της κυριαρχία στη Λεκάνη της Μεσογείου, μετά τους πολέμους της με τη γειτονική Περσία των Σασσανιδών. Η περιοχή γνώρισε κλιματική αστάθεια τον 6ο αιώνα μ.Χ., γεγονός που προκάλεσε άνιση χρονικά παραγωγή αγαθών και γενική οικονομική κρίση.[29] Οι Σασσανίδες κέρδιζαν από καιρού σε καιρό την κυριαρχία επί μεσογειακών εδαφών, αλλά οι Ανατολικοί Ρωμαίοι παρέμειναν ανώτεροί τους στη θάλασσα επί αιώνες. Τελικώς οι Σασσανίδες κυριεύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τους πιστούς μιας άλλης νέας θρησκείας, του Ισλάμ: τους Άραβες και αργότερα τους Τούρκους.[30]

Με μια σειρά γρήγορων κατακτήσεων, οι στρατιές των Αράβων υπό την ηγεσία των χαλιφών τους και ικανών στρατιωτικών διοικητών όπως ο Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ σάρωσαν τη Μέση Ανατολή, μειώνοντας στο μισό τα βυζαντινά εδάφη. Οι αραβικές εισβολές διέκοψαν τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ της μεσογειακής δύσεως και ανατολής. Το γεγονός αυτό ωστόσο είχε το έμμεσο αποτέλεσμα της δημιουργίας νέων εμπορικών οδών. Η εξαγωγή σιτηρών από την Αίγυπτο επανακατευθύνθηκε προς την ανατολή, ενώ οι Άραβες άρχισαν να εμπορεύονται «ανατολίτικα» αγαθά όπως το μετάξι και τα μπαχαρικά, που μεταφέρονταν μέσω Αιγύπτου στους λιμένες της Κωνσταντινουπόλεως και αργότερα και της Βενετίας. Οι «βαρβαρικοί λαοί» που είχαν καταλάβει τη βορειότερη των Άλπεων Ευρώπη διέκοψαν περαιτέρω με την κάθοδο των Νορμανδών το εμπόριο με τη δυτική Λεκάνη της Μεσογείου, ωστόσο από την άλλη ευνόησαν τον εμπορικό άξονα βορρά-νότου έναντι του παραδοσιακού άξονα ανατολής-δύσης. Στα μέσα του 8ου αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία (Δυναστεία των Ισαύρων) επανέκτησε τον έλεγχο των εδαφών στη βορειοανατολική περιοχή της Μεσογείου. Από τον 9ο αιώνα τα πλοία της Βενετίας άρχισαν να αρματώνονται προκειμένου να αντιμετωπίζουν τις επιθέσεις των Αράβων («Σαρακηνών») πειρατών.[31]

Η επέκταση του Ισλάμ στη Μικρά Ασία παρεμποδίσθηκε από τους Βυζαντινούς και τον τότε Βούλγαρο ηγέτη Τέρβελ, ωστόσο οι Άραβες προχώρησαν ακάθεκτοι στη βόρεια Αφρική, καταλαμβάνοντας μέσω αυτής τη Μάλτα και τη Σικελία, και φθάνοντας δυτικά μέχρι και το σημερινό Μαρόκο. Από εκεί διέσχισαν και πάλι τη θάλασσα, καταλαμβάνοντας την Ιβηρική Χερσόνησο προτού ανακοπούν στη νότια Γαλλία από τους Φράγκους. Στη μέγιστη έκτασή της η «Αραβική Αυτοκρατορία» (την οποία οι ίδιοι οι Άραβες αποκαλούσαν «το Χαλιφάτο», δηλαδή το κοινό κράτος όλων των Μουσουλμάνων του κόσμου), έλεγχε τα τρία τέταρτα της ακτογραμμής της Μεσογείου. Το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Αφρικής έγινε μια απλή περιφέρεια των Μουσουλμανικών κέντρων της Μέσης Ανατολής, ωστόσο η ισλαμική Ιβηρία (Αλ-Άνταλους) και το Μαρόκο αποσπάθηκαν από αυτόν τον μακρινό έλεγχο και κατέστησαν αυτόνομες οντότητες με ιδιαίτερο, υψηλής στάθμης, πολιτισμό. Επίσης, από το 831 έως το 1071 το Εμιράτο της Σικελίας ήταν ένα από τα μείζονα κέντρα ισλαμικού πολιτισμού στη Μεσόγειο και μετά την κατάκτησή του από τους Νορμανδούς το νησί ανέπτυξε τον δικό ξεχωριστό πολιτισμό, ενσωματώνοντας τις δυτικές, τις βυζαντινές και τις αραβικές επιρροές.

Χάρτης των κυριότερων Αραβοβυζαντινών μαχών και κατακτήσεων στη Μεσόγειο από τον 7ο έως και τον 10ο αιώνα

Η μουσουλμανική Δυναστεία των Φατιμιδών διατηρούσε εμπορικές σχέσεις με πόλεις-κράτη της Ιταλίας, όπως με το Δουκάτο του Αμάλφι και τη Δημοκρατία της Γένοβας, σύμφωνα με έγγραφα από τη Γκενίζα του Καΐρου. Πιο συγκεκριμένα, ένα έγγραφο του έτους 996 αναφέρει Αμαλφιτάνους εμπόρους που ζούσαν μόνιμα στο Κάιρο. Μια άλλη επιστολή δηλώνει ότι οι Γενουάτες διατηρούσαν εμπόριο με την Αλεξάνδρεια. Ομοίως, ο χαλίφης Αλ-Μουστανσίρ Μπιλλά είχε επιτρέψει σε εμπόρους από το Αμάλφι να κατοικούν μονίμως στην Ιερουσαλήμ περί το 1060.[32]

Πιο οργανωμένα και ενιαία κράτη άρχισαν να σχηματίζονται βαθμιαία στην Ευρώπη κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. Παρακινημένοι τόσο από θρησκευτικούς λόγους, όσο και από όνειρα κατακτήσεων, οι Ευρωπαίοι βασιλείς εξαπέλυσαν μια σειρά εκστρατειών που έγιναν γνωστές ως Σταυροφορίες, προκειμένου να επανακτήσουν τους Αγίους Τόπους της Χριστιανοσύνης από τους Άραβες. Ως προς τον σκοπό αυτόν οι Σταυροφορίες στάθηκαν ανεπιτυχείς, αλλά ήταν πολύ αποτελεσματικότερες στο να εξασθενήσουν την ήδη αντιμετωπίζουσα προβλήματα Βυζαντινή Αυτοκρατορία, προς άμεσο εδαφικό όφελος των Τούρκων, αρχικώς των Σελτζούκων και μετά των Οθωμανών. Οι Τούρκοι εμφανίζονται έτσι για πρώτη φορά με αξιώσεις στη Λεκάνη της Μεσογείου. Επίσης οι Σταυροφορίες μετατόπισαν τις ισορροπίες στο εσωτερικό του αραβικού κόσμου προς όφελος της Αιγύπτου.

Από την άλλη, η Γένοβα, η Βενετία, ακόμα και η Δημοκρατία της Πίζας, δημιούργησαν πολυτιμες αποικίες-βάσεις στις περιοχές που έλεγχαν οι Σταυροφόροι (βλ. Σταυροφορικά κράτη) και έλεγξαν έτσι το εμπόριο με την Ανατολή. Μολονότι η άλωση των σταυροφορικών κρατών και προσπάθειες από τους Πάπες να απαγορευθούν οι εμπορικές σχέσεις με τα μουσουλμανικά κράτη διέκοψαν το εμπόριο με την Ανατολή, αυτή η διακοπή υπήρξε προσωρινή.[33]

Το κράτος των Ζιριδών στη βόρεια Αφρική, που αναπτύχθηκε με κέντρο την πόλη Καϊρουάν, κατέρρευσε στα μέσα του 12ου αιώνα και από τότε η κεντρική μεσογειακή βόρεια Αφρική (Ιφρικίγια) έγινε πεδίο διαπάλης ξένων μεγάλων δυνάμεων, έως και σήμερα.[34] Στη βορειοδυτική Αφρική αναδύθηκαν δύο δυναστείες, οι Αλμοραβίδες και οι Αλμοάδες, που οδήγησαν στην ανάπτυξη γνωστών πόλεων, όπως το Μαρακές και η Φεζ, χάρη στον έλεγχο του εμπορίου διαμέσου της Σαχάρας.[35] Αλλά και πόλεις στη νότια Ιβηρική Χερσόνησο, όπως η αλμοραβιδική Αλμερία, άκμασαν κατά τον ύστερο Μεσαίωνα.[36] Ο 12ος αιώνας είδε επίσης την πρόοδο του πολεμικού ναυτικού και του εμπορίου στις χριστιανικές μεσογειακές χώρες.[37]

Σκλαβοπάζαρο στο Αλγέρι περί το 1684

Η δουλεία αποτελούσε μια σημαντική πραγματικότητα σε όλες τις μεσογειακές κοινωνίες κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Η απειλή τού να αιχμαλωτισθούν και να πωληθούν ως σκλάβοι αποτελούσε έναν διαρκή φόβο για τους φτωχούς αγρότες και ψαράδες, αλλά και για τους εμπόρους. Οι πιο εύποροι, ή όσοι είχαν οικονομική υποστήριξη για τις δραστηριότητές τους, φοβούνταν μόνο την έλλειψη ανταποκρίσεως στην περίπτωση που θα απάγονταν για λύτρα. Γενικώς τρία πράγματα μπορούσαν να συμβούν:

  1. Κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής κουρσάρων, Βερβερίνων πειρατών, ή πολεμικής επιθέσεως σε εμπορικό στόχο, ένας χωρικός σε παραθαλάσσιο χωριό, ψαράς ή αγρότης μπορούσε να απαχθεί και να πωληθεί σε δουλεμπόρους, οι οποίοι εξασφάλιζαν έτσι μεγάλα κέρδη σε μια διεθνή αγορά.
  2. Αν ο αιχμαλωτισθείς ήταν εύπορος ή είχε σημαίνοντες προστάτες, τότε μπορούσε να ελευθερωθεί έναντι λύτρων. Αυτό θα ήταν η καλύτερη εξέλιξη για εκείνον, καθώς η καταβολή των χρημάτων ήταν άμεση και όχι μακρά και παρατεταμένη όπως στη δουλεμπορική αγορά.
  3. Ο αιχμαλωτισθείς μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αμέσως από τον πειρατή για εργασία πάνω στο πλοίο, αντί να πωληθεί. Σε ναυμαχίες εκείνης της εποχής αιχμάλωτοι πολέμου που συλλαμβάνονταν χρησιμοποιούνταν συχνά ως δούλοι.

Οι βασιλείς και χαλίφες που συνελάμβαναν μεγάλους αριθμούς αιχμαλώτων, τους παρήλαυναν στις πρωτεύουσές τους διοργανώνοντας γιορτές και τους έδειχναν στους ξένους διπλωμάτες ως τεκμήριο της δυνάμεώς τους και της νίκης τους.[38]

Γενουατικές (κόκκινο) και ενετικές (πράσινο) θαλάσσιες εμπορικές οδοί στη Μεσόγειο

Οι λεγόμενες «Θαλάσσιες ή ναυτικές Δημοκρατίες» (Repubbliche Marinare) του Αμάλφι, της Γαέτας, της Βενετίας, της Γένοβας, της Ανκόνα, της Πίζας και της Ραγούσας ανέπτυξαν τις δικές τους εμπορικές αυτοκρατορίες στις μεσογειακά παράλια. Οι μουσουλμανικές χώρες δεν είχαν ναυτική παράδοση, οπότε το εμπόριο από την Ανατολή προς την Ευρώπη βρέθηκε σύντομα στα χέρια των Ιταλών εμπόρων, κυρίως των Βενετών (εξελληνισμένα: Ενετών) και των Γενοβέζων (εξελλ. Γενουατών), που απεκόμισαν τεράστια κέρδη. Η Πίζα και αργότερα η Ραγούσα χρησιμοποίησαν τη διπλωματία για την επέκταση των εμπορικών τους σχέσεων και διατηρούσαν φιλελεύθερη πολιτική στα εσωτερικά και κοινωνικά τους θέματα.

Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας κυριάρχησε στα παράλια της Ανατολικής Μεσογείου μετά την Δ΄ Σταυροφορία.[39] Από το 1275 έως το 1344 διεξάχθηκε ένας αγώνας για τον έλεγχο του Στενού του Γιβραλτάρ. Αντίπαλοι ήταν το Σουλτανάτο των Μαρινιδών, το Εμιράτο της Γρανάδας, το Στέμμα της Καστίλης, το Στέμμα της Αραγωνίας, το Βασίλειο της Πορτογαλίας και η Δημοκρατία της Γένοβας, που συνήπταν μεταξύ τους μεταβαλλόμενες συμμαχίες.[40] Κρίσιμης σημασίας σχετικώς ήταν οι ιβηρικές πόλεις Ταρίφα, Αλχεθίρας και Ρόντα, καθώς και ο αφρικανικός λιμένας Θέουτα.[40] Στη δυτική Μεσόγειο κυριαρχούσε ωστόσο το Στέμμα της Αραγωνίας σε συμμαχία με τους Καταλανούς, χάρη στις κτήσεις του στη Σικελία, στο Βασίλειο της Νεαπόλεως, στο Βασίλειο της Σαρδηνίας, στις Βαλεαρίδες, στο Δουκάτο των Αθηνών και στο Δουκάτο Νέων Πατρών, αλλά και στη βόρεια Αφρική. Η Θέουτα ωστόσο καταλήφθηκε τελικώς από το Βασίλειο της Πορτογαλίας[41] το 1415.

Το 1347 η Μαύρη πανώλη εξαπλώθηκε από την Κριμαία (Θεοδοσία) και την Κωνσταντινούπολη σε όλη τη Λεκάνη της Μεσογείου.[42] Από εκεί πέρασε στην υπόλοιπη Ευρώπη και έγινε η πιο πολύνεκρη πανδημία στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Η ισχύς των Οθωμανών συνέχισε να αυξάνεται και το 1453 η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έφθασε στο τέλος της με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Οι Οθωμανοί είχαν ήδη κατακτήσει την Ελλάδα, τη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία και μεγάλο μέρος των υπόλοιπων Βαλκανίων, ενώ σύντομα άρχισαν να εξαπλώνονται και στη βόρεια Αφρική, που είχε πλουτίσει από το εμπόριο μέσα από τη Σαχάρα. Ωστόσο οι Πορτογάλοι, που μαζί με τα ισπανικά βασίλεια είχαν εμπλακεί σε μια μακρά προσπάθεια να εκδιώξουν τους Μουσουλμάνους απο την Ιβηρική Χερσόνησο, είχαν βρει τρόπο να εμπορεύονται απευθείας με τη Δυτική Αφρική, χάρη σε έναν νέο τύπο πλοίου, την caravel, που κατέστησε το θαλάσσιο εμπόριο στα νερά του Ατλαντικού επικερδές για πρώτη φορά. Η μείωση του εμπορίου μέσω της Σαχάρας εξασθένησε τις πόλεις της βόρειας Αφρικής και τις κατέστησε εύκολη λεία για τους Οθωμανούς.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα τα αντίπαλα χριστιανικά και μουσουλμανικά βασίλεια απαγόρευαν το εμπόριο συγκεκριμένων προϊόντων στην άλλη πλευρά, ιδίως οπλισμού και παρόμοιων εφοδίων. Οι Πάπες απαγόρευαν την εξαγωγή τέτοιων εφοδίων στον ισλαμικό κόσμο. Οι Οθωμανοί απαγόρευαν και εκείνοι την εξαγωγή όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού, ανακηρύσσοντάς τα memnu eşya ή memnu olan για τις χριστιανικές χώρες ακόμα και στις συνθήκες ειρήνης που υπέγραφαν. Ωστόσο κάποιες φιλικές τους χώρες μπορούσαν να εισάγουν μερικά από τα απαγορευμένα εμπορεύματα με διομολογήσεις. Επιπλέον, παρά τις απαγορεύσεις, διεξαγόταν και λαθρεμπόριο στη Λέκανη της Μεσογείου από αμφότερες τις πλευρές. Οι οθωμανικές αρχές δεν ήταν σε θέση να καταπνίξουν το λαθρεμπόριο, επειδή αυτό διεξαγόταν κυρίως τον χειμώνα, όταν ο Οθωμανικός Στόλος ξεχειμώνιαζε στον Αυτοκρατορικό Ναύσταθμο στην Κωνσταντινούπολη, οπότε δεν μπορούσε να σταματήσει τα οθωμανικά και μη πλοία που επιδίδονταν στο λαθρεμπόριο.[43]

Η νεότερη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατακτήθηκαν μεταξύ 1300 και 1683

Η αυξανόμενη ναυτική ισχύς των ευρωπαϊκών χωρών ανέκοψε τελικώς την περαιτέρω επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Λεκάνη της Μεσογείου, με τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Ωστόσο η επέκταση ανακόπηκε, αλλά δεν σταμάτησε: το ίδιο έτος οι Οθωμανοί ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Κύπρου, ενώ τρία χρόνια αργότερα κατέπνιξαν την τελευταία αντίσταση στην Τυνησία. Τον επόμενο αιώνα, μετά από μια πολιορκία που κράτησε δεκαετίες, οι Οθωμανοί εξεδίωξαν τους Βενετούς από την Κρήτη, καταλαμβάνοντας και αυτό το μεγάλο νησί το 1669.

Κατόπιν διατηρήθηκε μια ισορροπία ισχύος ανάμεσα στην Ισπανική αυτοκρατορία και στην Οθωμανική, με την καθεμιά να κυριαρχεί στο δικό της μισό της Μεσογείου, καθιστώντας τις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες στη μέση όλο και πιο ανίσχυρες. Επιπλέον η Οθωμανοί είχαν επιτύχει τον στόχο τους να κυριαρχήσουν στη μεσογειακή βόρεια Αφρική.

Η ανάπτυξη των ωκεάνιων θαλάσσιων ταξιδιών επέδρασε αρνητικά στους μεσογειακούς λαούς. Ενώ μέχρι τότε όλο το εμπόριο από την Ανατολή περνούσε από τη Λεκάνη της Μεσογείου, ο περίπλους της Αφρικής (που εγκαινιάσθηκε από τους Πορτογάλους) επέτρεψε την απευθείας εισαγωγή χρυσού, μπαχαρικών και βαφών από την Ασία στους λιμένες της Δυτικής Ευρώπης στον Ατλαντικό Ωκεανό. Η Αμερική ως ήπειρος υπήρξε επίσης πηγή τεράστιου πλούτου για τις δυτικές Δυνάμεις, από τον οποίο όλες οι μεσογειακές χώρες πλην της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ήταν αποκομμένες.

Το κέντρο της ευρωπαϊκής ισχύος (οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής) μετατοπίσθηκε έτσι προς τα βόρεια, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, ενώ η κάποτε πλούσια περιοχή της Ιταλίας κατέστη ένα πεδίο όπου διαγκωνίζονταν για κυριαρχία Γάλλοι και Αυστριακοί. Από την άλλη πλευρά της Μεσογείου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε και εκείνη την αργή παρακμή της, με τις βορειοαφρικανικές κτήσεις της να γίνονται de facto ανεξάρτητες και τις ευρωπαϊκές κτήσεις της να μειώνονται σταδιακά εξαιτίας των εδαφικών κερδών της Αυστριακής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1768-1774, η Ρωσία απέκτησε απευθείας πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα.[44]

Πολύ πριν από το τέλος του 19ου αιώνα τα μεγάλα μη μεσογειακά ευρωπαϊκά κράτη και η Γαλλία ήταν πλέον ασυγκρίτως ισχυρότερα και άρχισαν να αποικιοποιούν τη βόρεια Αφρική. Η Γαλλία άρχισε την κατάκτηση της οθωμανικής Αλγερίας το 1830 και αργότερα κατέλαβε το Μπεηλίκι της Τύνιδας. Από την άλλη, η Βρετανική Αυτοκρατορία, αφού πρώτα κατέλαβε το στρατηγικό Γιβραλτάρ ήδη από το 1713 και τη Μάλτα το 1814, αγόρασε την Κύπρο (1878) και κατέλαβε την Αίγυπτο μετά τον Αγγλοαιγυπτιακό Πόλεμο του 1882. Την ίδια περίοδο διανοίχθηκε και η Διώρυγα του Σουέζ, γεγονός με μεγάλες επιπτώσεις στο εμπόριο ανάμεσα στην Ασία, την Ανατολική Αφρική και την Ευρώπη. Τότε άκμασαν και πάλι κάποια, διαφορετικά όμως αυτή τη φορά, λιμάνια στη Μεσόγειο, εξαιτίας της συντομότερης διαδρομής και της ευθείας και ταχείας προσβάσεώς τους στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Τέτοια λιμάνια ήταν η Μασσαλία και η Τεργέστη[45], η δεύτερη όμως ανήκε τότε σε μια κεντροευρωπαϊκή Δύναμη, την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Η Ιταλία ωστόσο κατόρθωσε να ενοποιηθεί, δημιουργώντας το Βασίλειο της Ιταλίας, και να αποσπάσει τη Λιβύη από τους Οθωμανούς το 1911. Η Ελλάδα και άλλες βαλκανικές χώρες είχαν αποκτήσει επίσης την ανεξαρτησία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά ήταν μικρές και αδύναμες. Τελικώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε οριστικά, επιλέγοντας τη λάθος πλευρά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις κτήσεις της στην ανατολική ακτή της Μεσογείου να διαμοιράζονται ανάμεσα στη Γαλλία και τη Βρετανία. Το κεντρικό υπόλειμμά της Αυτοκρατορίας εξελίχθηκε στη σημερινή Τουρκία. Από εδάφη της ηττημένης επίσης Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας δημιουργήθηκε στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η Γιουγκοσλαβία, με τις εκτεταμένες Δαλματικές ακτές στη Μεσόγειο Θάλασσα.

Η Λεκάνη της Μεσογείου υπήρξε μια από τις κυριότερες περιοχές πολεμικών επιχειρήσεων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μεταπολεμική εποχή σημαδεύθηκε από αυξημένη δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, με τους Αραβοϊσραηλινούς Πολέμους και την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Ο Ψυχρός Πόλεμος διεχώρισε τις μεσογειακές χώρες σε φιλοδυτικές και φιλοσοβιετικές, με μια σημαντική ομάδα (Τουρκία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία) να εντάσσεται στο NATO. Η Συρία είχε φιλοσοβιετικό καθεστώς και προσέφερε μια ναυτική βάση στους Σοβιετικούς από το 1971, ενώ από την άλλη η Γιουγκοσλαβία ήταν κομμουνιστική, αλλά δεν συμπαρατασσόταν με τη Σοβιετική Ένωση. Η Αίγυπτος προσέγγισε τη Σοβιετική Ένωση κατά την περίοδο του Νάσερ, αλλά κατόπιν στράφηκε προς τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ κατέστησαν τη Μεσόγειο την έδρα του Έκτου Στόλου τους κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Σήμερα η Μεσόγειος Θάλασσα είναι το νότιο σύνορο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και αποτελεί και πάλι μια από τις πιο πολυσύχναστες εμπορικές οδούς παγκοσμίως.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Natura 2000 in the Mediterranean Region (PDF). European Commission of the European Union. 2009. ISBN 9789279115875. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2015. 
  2. The Status and Distribution of Reptiles and Amphibians of the Mediterranean Basin. Neil Cox, Janice Chanson, Simon Stuart. 2006. ISBN 9782831709123. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2020. 
  3. «Mediterranean Basin». CEPF. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2020. 
  4. Hegazy, Ahmad· Lovett-Doust, Jonathan (2016). «2.18 Iraq». Plant Ecology in the Middle East. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-107874-3. the Eastern Mediterranean conifer-sclerophyllous-broadleaf forest ecoregion, which extends slightly into Iraq 
  5. W. Krijgsman; A.R. Fortuinb; F.J. Hilgenc; F.J. Sierrod (2001). «Astrochronology for the Messinian Sorbas basin (SE Spain) and orbital (precessional) forcing for evaporite cyclicity». Sedimentary Geology 140 (1): 43-60. doi:10.1016/S0037-0738(00)00171-8. Bibcode2001SedG..140...43K. https://dspace.library.uu.nl/bitstream/1874/1632/1/Krijgsman01.pdf. 
  6. Gargani J., Rigollet C. (2007). «Mediterranean Sea level variations during the Messinian Salinity Crisis.». Geophysical Research Letters 34 (L10405): L10405. doi:10.1029/2007GL029885. Bibcode2007GeoRL..3410405G. 
  7. Gargani J.; Moretti I.; Letouzey J. (2008). «Evaporite accumulation during the Messinian Salinity Crisis: The Suez Rift Case». Geophysical Research Letters 35 (2): L02401. doi:10.1029/2007gl032494. Bibcode2008GeoRL..35.2401G. https://hal.archives-ouvertes.fr/hal-00357241/file/2007GL032494.pdf. 
  8. Govers, Rob (1 February 2009). «Choking the Mediterranean to dehydration: The Messinian salinity crisis». Geology 37 (2): 167-170. doi:10.1130/G25141A.1. ISSN 0091-7613. Bibcode2009Geo....37..167G. https://archive.org/details/sim_geology_2009-02_37_2/page/167. 
  9. Garcia-Castellanos, D.; Villaseñor, A. (2011). «Messinian salinity crisis regulated by competing tectonics and erosion at the Gibraltar Arc». Nature 480 (7377): 359-363. doi:10.1038/nature10651. PMID 22170684. Bibcode2011Natur.480..359G. https://docs.google.com/uc?id=0B_xuyENh5ksFN2MwYWE5YjUtNzNkOS00OGZlLWFkMDYtOWMxYTViYjRiZjc0&export=download&hl=en. Ανακτήθηκε στις 2011-12-15. 
  10. Тахтаджян, А.Л. «Флористические деления суши и океана». Древнесредиземноморское подцарство (στα Ρωσικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2019. 
  11. «The Human Journey: Early Settlements in Europe». www.humanjourney.us. Ανακτήθηκε στις 24 Μαρτίου 2017. 
  12. National Geographic Italia – Erano padani i primi abitanti d’Italia Αρχειοθετήθηκε 2019-06-26 στο Wayback Machine. (στην ιταλική)
  13. Wilford, John Noble (15 February 2010). «Discovery Dates Seafaring 100,000-Plus Years Ago». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 October 2018. https://web.archive.org/web/20181010193607/https://www.nytimes.com/2010/02/16/science/16archeo.html. Ανακτήθηκε στις 27 October 2018. 
  14. «Hominids Went Out of Africa on Rafts». Wired. https://www.wired.com/2010/01/ancient-seafarers/. Ανακτήθηκε στις 27 October 2018. 
  15. Maugh II, Thomas H. (1 November 2012). «Bulgarians find oldest European town, a salt production center». The Los Angeles Times. https://www.latimes.com/science/la-xpm-2012-nov-01-la-sci-sn-oldest-european-town-20121101-story.html. Ανακτήθηκε στις 1 November 2012. 
  16. Survival of Information: the earliest prehistoric town in Europe
  17. Squires, Nick (31 October 2012). «Archaeologists find Europe's most prehistoric town». The Daily Telegraph. https://www.telegraph.co.uk/news/worldnews/europe/bulgaria/9646541/Bulgaria-archaeologists-find-Europes-most-prehistoric-town-Provadia-Solnitsata.html. Ανακτήθηκε στις 1 November 2012. 
  18. Nikolov, Vassil. «Salt, early complex society, urbanization: Provadia-Solnitsata (5500-4200 BC) (Abstract)» (PDF). Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2012. 
  19. La Niece, Susan (senior metallurgist in the British Museum Department of Conservation and Scientific Research) (15 Δεκεμβρίου 2009). Gold. Harvard University Press. σελ. 10. ISBN 978-0-674-03590-4. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2012. 
  20. Gopher, A.; Tsuk, T.; Shalev, S.; Gophna, R. (Αύγουστος-Οκτώβριος 1990). «Earliest Gold Artifacts in the Levant». Current Anthropology 31 (4): 436-443. doi:10.1086/203868. 
  21. Drews, Robert (1995). The End of the Bronze Age: Changes in Warfare and the Catastrophe CA 1200 B.C. ΗΠΑ: Princeton University Press. σελ. 264. ISBN 978-0-691-02591-9. 
  22. M.L. Stig Sørensen & R. Thomas (επιμ.): The Bronze Age — Iron Age Transition in Europe, Οξφόρδη 1989. Επίσης: T.H. Wertime & J.D. Muhly: The Coming of the Age of Iron, New Haven 1980.
  23. Simon Hornblower & Antony Spawforth: The Oxford Classical Dictionary, ISBN 0-19-860641-9
  24. Joseph Roisman, Ian Worthington: A Companion to Ancient Macedonia Αρχειοθετήθηκε 2017-02-24 στο Wayback Machine. σσ. 342-345, John Wiley & Sons, 7 July 2011
  25. Roisman, Joseph· Worthington, Ian (7 Ιουλίου 2011). A Companion to Ancient Macedonia. σελ. 345. ISBN 9781444351637. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2014. 
  26. 26,0 26,1 Kaveh Farrokh (2007). Shadows in the desert: ancient Persia at war. Osprey Publishing. σελ. 68. ISBN 978-1-84603-108-3. [νεκρός σύνδεσμος]
  27. Kaveh Farrokh (2007): Shadows in the Desert: Ancient Persia at War, Osprey Publishing, ISBN 978-1-84603-108-3, σελ. 68
  28. Διόδωρος ο Σικελιώτης, Αρριανός
  29. Daniel Fuks, Avner Ayalon, κ.ά.: «Dust clouds, climate change and coins: consiliences of palaeoclimate and economy in the Late Antique southern Levant», Journal of the Council for British Research in the Levant, 49/2 (Οκτώβριος 2017), σσ. 205-223
  30. Crawford, Peter: The War of the Three Gods: Romans, Persians and the Rise of Islam, Pen and Sword, 2013
  31. Couper, Alastair (2015). The Geography of Sea Transport. Routledge. σελίδες 33–37. ISBN 978-1-317-35150-4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2018. 
  32. Balard, Michel (2003). Bull, Marcus Graham· Edbury, Peter· Phillips, Jonathan, επιμ. The Experience of Crusading, Volume 2 — Defining the Crusader Kingdom. Cambridge University Press. σελίδες 23–35. ISBN 978-0-521-78151-0. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2018. 
  33. Brundage, James (2004). Medieval Italy: An Encyclopedia. Routledge. σελ. 273. ISBN 978-1-135-94880-1. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2018. 
  34. Baadj 2015, σελ. 1.
  35. Baadj, Amar S. (2015). Saladin, the Almohads and the Banū Ghāniya: The Contest for North Africa (12th and 13th centuries). Leiden: Brill. σελίδες 1–2. ISBN 978-90-04-29620-6. 
  36. Mazzoli-Guintard, Christine (Μάιος 2016). «Almería, ¿ciudad-mundo en los siglos XI y XII?». Carolvs, Homenaje a Friedrich Edelmayer. Alcalá la Real: Ayuntamiento de Alcalá la Real. σελίδες 241–249. ISBN 978-84-89014-76-3. 
  37. Baadj 2015, σελ. 2.
  38. Tolan, John· Veinstein, Gilles· Henry Laurens (2013). Europe and the Islamic World: A History. Princeton University Press. σελίδες 67-68. ISBN 978-0-691-14705-5. 
  39. Banaji 2007, σελ. 62-63.
  40. 40,0 40,1 López 1996–1997, σελ. 405.
  41. Banaji 2007, σελίδες 49; 63-64.
  42. Sola 2006, σελ. 46.
  43. Ga ́bor A ́goston, Bruce Alan Masters. Encyclopedia of the Ottoman Empire. Infobase Publishing. σελ. 145. CS1 maint: Uses authors parameter (link)
  44. Toucas, Boris (2 February 2017). The Geostrategic Importance of the Black Sea Region: A Brief History. https://www.csis.org/analysis/geostrategic-importance-black-sea-region-brief-history. 
  45. Mary Pelletier: «A brief history of the Suez Canal» στο Apollo, 3.7.2018. Hans Reis: «Der Suezkanal – die wichtigste von Menschen geschaffene Wasserstrasse wurde vor 150 Jahren gebaut und war oft umkämpft» στη Neue Zürcher Zeitung, 17.11.2019.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]