Αστική αρχαιολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανασκαφές σε χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων στο Λέστερ, Ηνωμένο Βασίλειο, το 2012.

Η αστική αρχαιολογία είναι κλάδος της αρχαιολογίας που ειδικεύεται στο υλικό παρελθόν αστικών περιοχών, όπου η μακροχρόνια ανθρώπινη κατοίκηση αφήνει πίσω της συχνά μια πλούσια ιστορία του παρελθόντος. Από αρχαιολογική άποψη οι πόλεις παρέχουν μεγάλες πληροφορίες λόγω της υποδομής που διαθέτουν και του αριθμού των ανθρώπων που κατοίκησαν στο πέρασμα του χρόνου.

Ο όρος χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στη μελέτη και την πρακτική της αρχαιολογίας σε αστικούς χώρους, ιδιαίτερα «ζωντανούς» αστικούς χώρους που είχαν εγκαταλειφθεί στο παρελθόν. Τα χρονοδιαγράμματα είναι συχνά περιορισμένα· οι στρωματογραφίες είναι συνήθως πολύ βαθιές, ακόμη και σε πόλεις σύγχρονες[1].

Ακόμη και ένας μέτριου μεγέθους οικισμός, ανεξαρτήτως αρχαιότητας, είναι χτισμένος πάνω σε σωρούς απορριμμάτων και κατεδαφισμένων οικημάτων. Αυτό είναι πιο εμφανές στα τελλ της Εγγύς Ανατολής, όπου πόλεις που κατοικούνταν επί χιλιετίες υψώνονται πολλά μέτρα πάνω από το περιβάλλον τοπίο.

Η ανάπλαση και η αρχαιολογική ανασκαφή είναι μέρος της σύγχρονης αστικής ζωής και το ενδιαφέρον του κοινού για τις αστικές αρχαιολογικές εργασίες είναι συχνά ισχυρό[2]. Η αστική αρχαιολογία προσφέρει την ευκαιρία στους αρχαιολόγους να συνεργαστούν με το κοινό, προκειμένου να απεικονίσουν την ιστορία και την κληρονομιά των ανακαλύψεων.

Παραδείγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως εκ τούτου, η αρχαιολογική ανασκαφή εντός ιστορικών πόλεων συχνά παράγει μια βαθιά στρωματογραφία που χρονολογείται από την αρχική ίδρυση και αφηγείται την ιστορία της πόλης. Καλό παράδειγμα είναι η πόλη Τούρκου, που ιδρύθηκε τον μεσαίωνα στη νοτιοδυτική Φινλανδία, για την οποία δεν έχει διατηρηθεί κανένα αξιόπιστο έγγραφο από την ίδρυσή της[3]. Πολλές ανασκαφές πραγματοποιούνται στην πόλη κάθε χρόνο προκειμένου να αποκτηθούν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την ιστορία της γέννησης της πόλης[4][5][6]. Άλλα σημαντικά παραδείγματα περιλαμβάνουν τη Ρώμη, όπου έγινε πληθώρα ανασκαφών και ερευνών από αρχαιολόγους. Ένας αρχαιολόγος που πέρασε πολύ χρόνο μελετώντας τη ρωμαϊκή αρχαιολογία ήταν ο Γουίλιαμ Γκριμς (W.F. Grimes). Στο ίδιο πλάισιο σημαντική πόλη από την άποψη της αστικής αρχαιολογίας είναι το Λονδίνο. Στην Αθήνα, οι μεγάλοι αρχαιολογικοί χώροι είναι αποτέλεσμα συστηματικών ανασκαφών στα πλαίσια της αστικής αρχαιολογίας, ενώ πολυάριθμες σωστικές ανασκαφές έχουν αποκαλύψει πληθώρα πληροφοριών για όλες τις πτυχές της ζωής στην αρχαία πόλη. Αν και οι σωστικές ανασκαφές διεξάγονται αποσπασματικά, έχουν δώσει σταθερά σημεία στην τοπογραφία της Αθήνας, νέα ευρήματα και ταυτοποιήσεις μνημείων. [7]

Σημαντικοί αστικοί αρχαιολόγοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γουίλιαμ Γκράιμς (W.F. Grimes): Αρχαιολόγος που αφιέρωσε πολύ χρόνο μελετώντας την αρχαιολογία του Λονδίνου και της Ρωμαϊκής Αρχαιολογίας, συγκεκριμένα της μεσαιωνικής εποχής. Έγραψε επίσης βιβλίο, στο οποίο περιέγραφε τα ευρήματά του για το Λονδίνο και τη Ρώμη[8].
  • Μάρτιν Μπιντλ (Martin Biddle): Είναι Βρετανός αρχαιολόγος και καθηγητής, ο πρώτος λέκτορας Μεσαιωνικής αρχαιολογίας στην Αγγλία. Είναι πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής υφασμάτων για τον καθεδρικό ναό του Winchester, αρχαιολογικός σύμβουλος για τον καθεδρικό ναό του St Albans και πρώην αρχαιολογικός σύμβουλος για τον καθεδρικό ναό του Canterbury. [9]
  • Μάρτιν Κάρβερ (Martin Carver): Ήταν καθηγητής στο τμήμα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του York. Ο Carver ήταν ενεργός στην επιδίωξη νέων μεθόδων ανασκαφής και μεθόδων έρευνας, ενώ μελετούσε την αρχαιολογία της πρώιμης μεσαιωνικής Ευρώπης[10].
  • Μάικλ Ε. Σμιθ (Michael E. Smith): Ο Σμιθ είναι αρχαιολόγος επικεντρωμένος στις κοινωνίες των Αζτέκ, του Τεοτιουακάν και του αρχαίου κεντρικού Μεξικού, όπως επίσης, στη συγκριτική πολεοδομία. Υπήρξε επίσης διευθυντής πολλών έργων επιτόπιας έρευνας σε διαφορετικές τοποθεσίες στις επαρχίες της αυτοκρατορίας των Αζτέκων στο κεντρικό Μεξικό[11].

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις-παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. O’Keeffe, T. (2014). «Urban Archaeology». Στο: Smith, C. Encyclopedia of Global Archaeology. New York, NY: Springer. σελίδες 7520–7522.  https://doi.org/10.1007/978-1-4419-0465-2_1422
  2. Hurley, Maurice F. (2021). «A Case Study in Archaeology and Public Benefit from an Urban Excavation in an Old Brewery: Cork City, Ireland». Internet Archaeology (57). doi:10.11141/ia.57.5. 
  3. Varhainen Turku rakennettiin pellolle. Turun yliopiston tiedotus. 13.9.2006. Αρχειοθετήθηκε 2009-01-13 στο Wayback Machine. (in Finnish)
  4. «Archaeological excavations – Aboa Vetus». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2022. 
  5. YLE: Arkeologiset kaivaukset jatkuvat Turun Aurajokirannassa keväällä – kohteena Turun palossa tuhoutunut pihapiiri (in Finnish)
  6. MTV3: Arkeologiset kaivaukset Turussa paljastivat yllättäviä löytöjä satojen vuosien takaa: ”Meillä on maanalainen Turku, joka on suuri aarre Suomen kaupunkihistoriassa” (in Finnish)
  7. Costaki, L. (2021). «Urban Archaeology: Uncovering the Ancient City». Στο: J. Neils & D. Rogers. The Cambridge Companion to Ancient Athens. Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 462–481.  https://doi.org/10.1017/9781108614054.034
  8. Cunliffe, B. W. (November 1969). «W. F. Grimes, The Excavation of Roman and Medieval London. London: Routledge and Kegan Paul, 1968. Pp. xxi + 261, 32 plates and 53 text-figures. £3 3s.» (στα αγγλικά). The Journal of Roman Studies 59: 302. doi:10.2307/299888. ISSN 1753-528X. https://www.cambridge.org/core/journals/journal-of-roman-studies/article/w-f-grimes-the-excavation-of-roman-and-medieval-london-london-routledge-and-kegan-paul-1968-pp-xxi-261-32-plates-and-53-textfigures-3-3s/E3F1CBD415755A0829A2FA3B6BF35705. 
  9. «Professor Martin Biddle». Hertford College | University of Oxford (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2020. 
  10. «Martin Carver: Home». york.ac.uk. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2020. 
  11. «Michael E. Smith». School of Human Evolution and Social Change (στα Αγγλικά). 12 Ιουλίου 2020. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2020. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]