Κτίσμα (αρχαιολογία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο κτίσμα στην αρχαιολογία εννοείται το αρχιτεκτονικό κατάλοιπο. Στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα περιλαμβάνονται κατοικίες, εργαστήρια, ανάκτορα, δημόσια κτίρια, ναοί, μνημειακά ή άλλα ταφικά οικοδομήματα. Αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών για την αρχαία πολιτισμική συμπεριφορά. Όταν δεν αναγνωρίζονται από υπαρκτές τοιχοποιίες, δηλαδή λιθοδομές ή τοίχους κατασκευασμένους από ωμές πλίνθους, τα κτίσματα αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της ανασκαφής από περιγράμματα δαπέδων, από τα ίχνη των τάφρων θεμελίωσης, ή από πασσαλότρυπες, όταν τα οργανικά υλικά που περιείχαν έχουν αποσυντεθεί. Άλλου είδους κατασκευές, συμπληρώνουν την εικόνα και επιτρέπουν τη δημιουργία υποθέσεων για την ολοκληρωμένη μορφή του κτίσματος.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Renfrew C. Bahn P., Αρχαιολογία: Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, (μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου) Καρδαμίτσας, (Αθήνα, 2001)
  • Sharer R.J., Ashmore W., Fundamentals in Archeology, The Benjamin/Cummings Publishing Company, (Menlo Park, 1979)