Βυζαντινή αρχαιολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ως βυζαντινή αρχαιολογία ορίζεται ο διακριτός κλάδος της αρχαιολογικής επιστήμης που ασχολείται με τη μελέτη πολεοδομικών στοιχείων και κινητών ευρημάτων, απότοκων της ανθρώπινης δράσης στη χρονική περιόδο που ορίζουμε ως Βυζαντινή[1]. Ενώ η αρχαιολογία του πρώιμου βυζαντινού κόσμου υπηρετείται από ποικίλους σχετικούς συναφείς κλάδους (π.χ. ρωμαϊκή αρχαιολογία, χριστιανική ή παλαιοχριστιανική αρχαιολογία και ενίοτε πρώιμη μεσαιωνική αρχαιολογία για τα αντίστοιχα τμήματα της μεταρωμαϊκής δύσης), δεν υπάρχει ένας καθορισμένος τόπος συνάντησης των επιμέρους αναζητήσεων, παρά ένα γενικό περίγραμμα που αντιμετωπίζεται συνήθως σε τοπικό επίπεδο. Σε γενικές γραμμές η Βυζαντινή αρχαιολογία παρουσιάζει τις ίδιες εγγενείς δυσχέρειες που αντιμετωπίζει και η κλασική αρχαιολογία ενταγμένη στις ανάγκες φιλολογικών διερευνήσεων και ταυτόχρονα εντοπίζεται σε μείζονα αστικά κέντρα (π.χ. Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη κ.ά.), οχυρώσεις ή ζητήματα λατρευτικής διαμόρφωσης του χώρου (ναοί, μονές, σκήτες, κ.ά.).

Έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανασκαφική έρευνα στην παλαιοχριστιανική αρχαιολογία επικεντρώνεται κυρίως σε πολεοδομικά στοιχεία, όπως είναι οι οχυρώσεις, οι δρόμοι και οι πλατείες τα ιδιωτικά και δημόσια κτήρια, οι χώροι συνάθροισης –για ψυχαγωγία ή λατρευτικούς σκοπούς- οι χώροι παραγωγής οι τόποι εμπορίου, τα εργαστήρια και τα νεκροταφεία. Στη βυζαντινή αρχαιολογία το ενδιαφέρον μονοπωλούν οι μοναστικές κοινότητες, (μοναστήρια και εκκλησίες).

Ειδικό ενδιαφέρον οπωσδήποτε εκδηλώνει η βυζαντινή αρχαιολογία για την τέχνη της περιόδου, με έμφαση στην εντοίχια ζωγραφική και τις φορητές εικόνες και πολύ λίγο ενδιαφέρον για την κεραμεική, την οικιστική αρχιτεκτονική και τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης των απλών ανθρώπων[2].

Θεωρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ό,τι αφορά στη βυζαντινή αρχαιολογία σημαντικό ρόλο παίζουν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και η διαμόρφωση του χώρου, έτσι ώστε να εξυπηρετεί τη νέα λατρεία. Σε ό,τι αφορά στην παλαιοχριστιανική περίοδο το αρχαιολογικό αρχείο θα έπρεπε πιθανώς να προσφέρει λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ερευνητές για να τεκμηριώσουν αρχαιολογικά την περίοδο 4ος – 7ος αι. και να ερμηνεύσουν στα πλαίσια των βυζαντινών σπουδών την πρώιμη μεσαιωνική εθνογένεση για παράδειγμα και άλλα πραγματικά ή πιθανά κοινωνικά ζητήματα που προκύπτουν από την έρευνα ή ανάλογες υποθέσεις εργασίας.

Εδώ χρειάζονται χώρο -εκτός από τις κλασικές κατηγορίες αρχαιολογικής μαρτυρίας (π.χ. κεραμεική, νομισματική) και προσεγγίσεις που τείνει πλέον να ενσωματώσει η ιστορική αρχαιολογία, μέσω των επιστημών της γης και της παλυνολογίας ή λιγότερο χρησιμοποιούμενες επιστήμες όπως η παλαιοκλιματολογία. Από την εξειδικευμένη έρευνα της τελευταίας, για παράδειγμα, μπορούν να αντληθούν ασφαλή συμπεράσματα π.χ. για την πρώιμη γεωργική παραγωγή των Βυζαντινών και τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο στη ζωή των ανθρώπων της αυτοκρατορίας, ή η ανάλυση ισοτόπων στροντίου σε δείγματα υάλων από την παλαιοχριστιανική περίοδο, που θα μπορούσε να δώσει πολύτιμες πληροφορίες για τους τόπους άντλησης πρώτων υλών από τους υαλουργούς της συγκεκριμένης περιόδου[3].

Αναλύοντας τους βυζαντινούς χρόνους σε δύο επιμέρους περιόδους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ζητούμενο σε ό,τι αφορά στην περίοδο της βυζαντινής αναγέννησης (7ος – 12ος αι.), η αρχαιολογική έρευνα σε επίπεδο πολεοδομίας πέραν των μνημειακών κατασκευών θα μπορούσε να στραφεί στη διερεύνηση των αλλαγών της κατοικίας των απλών ανθρώπων, στον ιδιωτικό χώρο –ζήτημα που έχει αγνοηθεί έως τώρα- δίνοντας έμφαση στις διαφορές και τις ομοιότητες που παρουσιάζονται σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας και του ρόλου που μπορούν να παίξουν οι ομοιότητες στη διαμόρφωση μιας ενιαίας πολιτισμικής ταυτότητας ή τις πιθανές επιδράσεις τέτοιων αλλαγών σε δημογραφικό επίπεδο[4].

Κατά την τρίτη αρχαιολογική περίοδο (12ος – 15ος αι.) ενδυναμώνονται διαδικασίες που αρχίζουν στη δεύτερη περίοδο (δημογραφική αύξηση, νομισματοποίηση, αστικοποίηση, αύξηση της παραγωγής, ανταλλαγή και ανακατανομή και μια εκτεταμένη επένδυση στα ιερά και κοσμικά μνημειακά κτήρια), εξαιτίας σύνθετων, διαφοροποιημένων και ασταθών πολιτικών όρων και πιθανώς εξαιτίας ασταθέστερων περιβαλλοντικών συνθηκών.

Παραπομπές σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πετρίδης, 2002, σ. 192.
  2. Πετρίδης, 2002, σ. 194
  3. Freestone et al, 2003, σσ. 19-21
  4. Türkoǧlu, 2004, σ. 94

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Freestone I. C. , Leslie K. A., Thirlwall, M., Gorin-Rosen, Y., 2003, "Strontium Isotopes in the Investigation of Early Glass Production: Byzantine and Early Islamic Glass from the Near East", Archaeometry, Volume 45 Issue 1, February, 19-32.
  • Πετρίδης, Π., 2002, «Βυζαντινοί χρόνοι», Αρχαιολογία στον Ελληνικό χώρο, τομ. Β΄ Πάτρα: ΕΑΠ.
  • Türkoǧlu, İnci, 2004, "Byzantine houses in Western Anatolia: an architectural approach", Al-Masaq: Islam and the Medieval Mediterranean, Vol 16, No 1 / March, 93 – 130.