Περιβαλλοντική αρχαιολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο περιβαλλοντική αρχαιολογία εννοείται εκείνος ο κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με την ανάλυση των περιβαλλοντικών καταλοίπων στις αρχαιολογικές θέσεις. Ως ιδιαίτερος κλάδος αναδύθηκε στη δεκαετία 1970 και κατέστη σταδιακά απαραίτητο στοιχείο σε κάθε αρχαιολογική έρευνα πεδίου. Το θεωρητικό της σώμα βασίζεται κυρίως σε γεωλογικές και βιολογικές θεωρίες και πρακτικές[1].

Το πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διαδικασία της περιβαλλοντικής έρευνας στην αρχαιολογία ξεκινά με την αναγνώριση, τον καθορισμό και την οργάνωση του χώρου. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα με ταξινομούνται σε κατανοήσιμες ακολουθίες που παράγονται από τη χωρική ανάλυση, με τρόπο ώστε τα τέχνεργα να παρέχουν πληροφορίες για την ανθρώπινη δραστηριότητα στο περιβάλλον, κατά την περίοδο κατάληψης μιας συγκεκριμένης αρχαιολογικής θέσης[2]. Ο νόμος της υπέρθεσης είναι η ουσιαστική γεωλογική έννοια πάνω στην οποία στηρίζονται τα διάφορα ταξινομητικά συστήματα της περιβαλλοντικής αρχαιολογίας, προκειμένου να αντλήσουν πληροφορία από τη στρωματογραφική ανάλυση μιας αρχαιολογικής θέσης[3]

Παραπομπές και σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Branch, Nick et al 2005, 1.
  2. Branch, Nick et al 2005, 25.
  3. Challinor John 1973, 238.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Branch, Nick et al, 2005, Environmental Archaeology, Theoretical and Practical Approaches Oxford University Press, Oxford & New York ISBN 978-0-340-80871-9
  • Challinor, John 1973, A dictionary of geology, University of Wales Press, Cardiff, ISBN 0708305342