Αρχαιολογική μαρτυρία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι επιστημονικές μέθοδοι, θεμελιώδεις στην επιστημονική έρευνα, χρησιμοποιούν τη φυσική μαρτυρία για την απόκτηση νέας γνώσης. Παρατηρώντας και αιτιολογώντας η επιστημονική κοινότητα αναπτύσσει νέες τεχνολογίες ή προτείνει ερμηνείες με τη μορφή υποθέσεων. Με τον όρο αρχαιολογική μαρτυρία εννοούνται όλα τα υλικά κατάλοιπα της αρχαίας ανθρώπινης συμπεριφοράς που καταγράφονται από τους αρχαιολόγους στις αρχαιολογικές θέσεις. Πρόκειται για έναν γενικό όρο, που αποδίδεται στο σύνολο των αρχαιολογικών δεδομένων, έτσι όπως συνδέονται με την έννοια του υλικού πολιτισμού των αρχαίων λαών, δηλαδή με το σύνολο των καταλοίπων της ανθρώπινης συμπεριφοράς κατά την αρχαιότητα.

Βασικές μορφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βασικές μορφές της αρχαιολογικής μαρτυρίας, με άλλα λόγια οι κύριες κατηγορίες των αρχαιολογικών δεδομένων ή των αρχαίων υλικών καταλοίπων, είναι οι εξής:

Ζητήματα μεθοδολογίας και ερμηνείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεθοδολογία είναι ένας γενικός όρος που περιλαμβάνει τις διαδικασίες και τις προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται για την ολοκλήρωση ενός μέρους της αρχαιολογικής έρευνας, είτε πρόκειται για ανασκαφή, για επιφανειακή επιθεώρηση, για μελέτη ενός τέχνεργου ή οποιοδήποτε άλλο είδος ανάλυσης. Είναι ίσως αναγκαίο εδώ να διακρίνουμε μεταξύ μεθόδου και μεθοδολογίας. Με την λέξη μέθοδος στην αρχαιολογία εννοούμε τις τεχνικές ανάλυσης του αρχαιολογικού αρχείου, ένα αναπόσπαστο τμήμα της αρχαιολογικής πρακτικής που περιλαμβάνει μικροσκοπικές, υφολογικές, σκελετικές ή άλλου είδους διερευνήσεις. Οι συγκεκριμένες μέθοδοι ανάλυσης δεν είναι εκείνες που δομούν στο σύνολό τους το θεωρητικά προσανατολισμένο σώμα της μεθοδολογίας. Η μεθοδολογία συνίσταται από ένα κατάλληλα επιλεγμένο σύνολο μεθόδων αναλυτικής έρευνας θεωρητικά αιτιολογημένων και προσανατολισμένων σε ένα σκοπό, που απαιτεί ρητή αξιολόγηση των κατάλληλων στοιχείων. Υπό αυτή την έννοια, η μεθοδολογία είναι τρόπος με τον οποίο σκεπτόμαστε για κάποιον υλικό πολιτισμό και όχι η ίδια η εμπειρική μέθοδος, (Dombres et al, 2005, 159).

Εγγενής στην μεθοδολογία είναι μια σειρά υποθέσεων, θεωριών, αρχών και φιλοσοφιών, που σχετίζονται με την αντίληψη του υπό μελέτη αντικειμένου και των κατηγοριών που θα χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό, την περιγραφή, την ανάλυση και την τελική του ταξινόμηση. Η ερμηνεία από την άλλη είναι εκείνη η φάση της έρευνας κατά την οποία τα αποτελέσματα των αρχαιολογικών αναλύσεων συντίθενται και γίνεται μια προσπάθεια ερμηνείας του νοήματός τους ή παγίωσης της γνώσης που προκύπτει από την κατανόηση των αποτελεσμάτων, (Darvill 2002).

Η επιστημονική μέθοδος γενικότερα έχει ως στόχο τη διατύπωση μιας θεωρίας που ομαδοποιεί και εξηγεί συναφή φαινόμενα, στηριζόμενη σε μία ή περισσότερες παραδοχές. Μια επιστημονική θεωρία προκύπτει από την παρατήρηση, το πείραμα και τον (συνήθως μαθηματικό) συσχετισμό των αποτελεσμάτων τους και αποβλέπει στην ερμηνεία δεδομένων της αισθητής πραγματικότητας. Η επιστημονική ερμηνεία των φυσικών γεγονότων έχει ως όριο την αντικειμενικά δεδομένη πραγματικότητα και την αντικειμενική (προσιτή σε όλους) διαδικασία ή μέθοδο της έρευνας (Popper, 1979, 33).

Ο φιλόσοφος Καρλ Πόπερ ήταν εκείνος που εισήγαγε ως κριτήριο επιστημονικότητας μιας θεωρίας, στα πλαίσια του κριτικού ορθολογισμού, τη δυνατότητα διάψευσής της. Μια θεωρία πρέπει, δηλαδή, να διατυπώνει προβλέψεις, οι οποίες μπορούν να διαψευσθούν με την εκτέλεση πειραμάτων (Popper, 1960, 133–34). Με κάθε πείραμα που εκτελείται και το οποίο δεν διαψεύδει τη θεωρία, αυξάνεται η πιθανότητα να είναι αυτή η θεωρία σωστή. Η ύπαρξη της δυνατότητας διάψευσης διαφοροποιεί το επιστημονικό πόρισμα από την πίστη. Τα πειράματα επαλήθευσης per se δεν αρκούν, δεδομένου ότι, αφενός πολύπλοκες θεωρίες δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν συνολικά, αφετέρου μπορεί να υπάρξουν πάντα συνθήκες εφαρμογής της θεωρίας που δεν έχουν εξεταστεί. Νεότεροι ερευνητές στον τομέα της Επιστημολογίας και της Ιστορίας των Επιστημών συμπλήρωσαν και προσάρμοσαν αυτό το κριτήριο του Πόπερ. Το ίδιο συνέβη και στην αρχαιολογική επιστήμη, στην οποία –παρά τις ισχυρές τάσεις σύγκλισης- φαίνεται ότι αντιπαλεύουν ακόμη δύο ρεύματα σκέψης, εκείνο του ακραίου επιστημονισμού και εκείνο του ακραίου ιστορισμού.

Ερμηνευτικά ρεύματα στην αρχαιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσον αφορά στην Αρχαιολογία ως διακριτό επιστημονικό κλάδο, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τρεις φάσεις που σχετίζονται άμεσα με το ζήτημα της ερμηνείας. Η πρώτη μείζων φάση στην ιστορία της αρχαιολογικής θεωρίας αναφέρεται ως πολιτισμική ιστορική αρχαιολογία ή απλούστερα πολιτισμική ιστορία. Έργο της πολιτισμικής ιστορίας ήταν η ομαδοποίηση των αρχαιολογικών θέσεων σε διακριτούς πολιτισμούς, ο καθορισμός της γεωγραφικής διασποράς και της χρονικής διάρκειας αυτών των πολιτισμών, η ανάπλαση των αλληλεπιδράσεων και η ροή των ιδεών μεταξύ τους. Η πολιτισμική ιστορία, χρησιμοποίησε το κανονιστικό πρότυπο πολιτισμού, την αρχή δηλαδή ότι κάθε πολιτισμός είναι ένα σύνολο κανόνων που κυβερνούν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Έτσι, οι πολιτισμοί διακρίνονται από πρότυπα δεξιοτήτων. Αν, για παράδειγμα, ανακαλύψει ένας αρχαιολόγος ένα όστρακο κεραμεικής διακοσμημένο με τριγωνικά μοτίβα και ένα άλλο όστρακο, με τετραγωνισμένα διακοσμητικά μοτίβα, θεωρεί πως είναι πιθανό να ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Φυσικά, μια τέτοια προσέγγιση βλέπει το παρελθόν ως σύνολο διακριτών πληθυσμών που ταξινομούνται βάσει των διαφορών τους και των αλληλεπιδράσεών τους. Οι αλλαγές της συμπεριφοράς ερμηνεύονται βάση της θεωρίας της διάχυσης και η ροή των ιδεών βάσει της αντίληψης ότι οι νέες ιδέες διασπείρονται μέσω των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, από τον ένα πολιτισμό στον άλλο.

Στην δεκαετία 1960-1970 νέοι αμερικανοί αρχαιολόγοι, όπως ο Λιούις Μπίνφορντ, αντέδρασαν στα παραδείγματα της πολιτισμικής ιστορικής αρχαιολογίας. Πρότειναν μια «Νέα αρχαιολογία», περισσότερο «επιστημονική» και «ανθρωπολογική». Είδαν τον πολιτισμό ως ένα σύνολο συμπεριφορικών διαδικασιών και παραδόσεων. Συν τω χρόνω τούτη η άποψη έφερε στο προσκήνιο τον όρο διαδικαστική αρχαιολογία. Οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης θεωρίας δανείστηκαν από τις θετικές επιστήμες την ιδέα της εξέτασης και της δοκιμής της υπόθεσης και της επιστημονικής μεθόδου. Πίστευαν ότι ο αρχαιολόγος θα έπρεπε να αναπτύξει μία ή περισσότερες υποθέσεις για τον πολιτισμό που διερευνά και να διεξάγει ανασκαφές με την πρόθεση να ελέγξει την εγκυρότητα των υποθέσεών του βάσει νέων μαρτυριών. Ένας επιπλέον λόγος για την ανάπτυξη της διαδικαστικής αρχαιολογίας ήταν η απογοήτευση των νέων αρχαιολόγων για το γεγονός ότι η μελέτη των πολιτισμών είχε υπερκεράσει τη μελέτη των ίδιων των ανθρώπων. Το ανθρωπολογικό παράδειγμα έδειχνε ότι η ανάπτυξη των εθνικών ομάδων δεν ήταν πάντα ανάλογη με το αρχαιολογικό αρχείο.

Ωστόσο, το πείραμα -η ανασκαφή στην προκειμένη περίπτωση- δεν είναι επαναλήψιμο –βασικό επιχείρημα κατά του ακραίου επιστημονισμού. Δεν υφίσταται η δυνατότητα διάψευσης που θα δώσει το αντικειμενικά έγκυρο επιστημονικό πόρισμα. Από τη στιγμή που αρχίσει η ανασκαφή της αρχαιολογικής θέσης το πεδίο διαταράσσεται και η όποια μεταγενέστερη ερμηνεία είναι απλά αποτέλεσμα ορθής άσκησης της ταξινομητικής πρακτικής και του ερμηνευτικού προτύπου που ακολουθείται.

Στην δεκαετία 1980-1990 πρόβαλε ένα νέο κίνημα στην Βρετανία κυρίως από τους αρχαιολόγους Μάικλ Σανκς, Κρίστοφερ Τίλλεϊ, Ντάνιελ Μίλλερ και Ίαν Χόντερ (Ian Hodder). Τούτο το κίνημα αμφισβήτησε τη σχέση της διαδικαστικής αρχαιολογίας με την επιστήμη και την αμεροληψία της ισχυριζόμενο ότι κάθε αρχαιολόγος είναι στην πραγματικότητα προκατειλημμένος από την προσωπική εμπειρία και το πολιτισμικό του πλαίσιο και συνεπώς το πραγματικά επιστημονικό αρχαιολογικό έργο είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Τούτο αληθεύει ιδιαίτερα στην αρχαιολογία όπου το πείραμα (ανασκαφή (αρχαιολογία)|ανασκαφή) δεν μπορεί πιθανά να επαναληφθεί από άλλους, όπως υπαγορεύει η επιστημονική μέθοδος.

Οι υπέρμαχοι της σχετικιστικής ουσιαστικά προσέγγισης, που αποκαλείται μεταδιαδικαστική αρχαιολογία, προχώρησαν ακόμη περισσότερο. Ως συμμέτοχοι σε μία κριτική διαδικασία μάλλον παρά ως οργανωμένο θεωρητικό σώμα, δεν ανέλυαν μόνον τα ευρήματα που ανέσκαπταν αλλά και τον εαυτό τους, τη στάση και τις απόψεις τους. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην ερμηνεία της αρχαιολογικής μαρτυρίας δημιουργούν και διαφορετικές «κατασκευές» του παρελθόντος για κάθε ερευνητή. Το πλεονέκτημα τούτης της προσέγγισης αναγνωρίστηκε σε τομείς όπως η διαχείριση πολιτισμικών αγαθών και η αρχαιολογική δεοντολογία. Εντέλει η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία έγινε καταφύγιο για όσους αποκήρυτταν το διαδικαστικό πολιτισμικό πρότυπο, για το οποίο πίστευαν (νεομαρξιστές και φεμινιστές αρχαιολόγοι για παράδειγμα) ότι χειριζόταν τους ανθρώπους ως αυτόματα και αγνοούσε την ατομικότητά τους.

Τα τελευταία χρόνια το χάσμα μεταξύ αρχαιολογικής θεωρίας και πρακτικής φαίνεται να κλείνει. Παρόλα αυτά οι προτεινόμενες στοχαστικές μεθοδολογίες ή οι ελαστικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις μάλλον διαιωνίζουν τις παραδοσιακές ιεραρχίες της δύναμης και συνήθως δεν καταφέρνουν να αποκαλύψουν τη δημιουργική φύση της ανασκαφής και της μετα-ανασκαφικής διαδικασίας, (Chadwick 2003, 97-117). Αν και αντιτίθενται στον άκαμπτο θετικισμό της Νέας Αρχαιολογίας, κατά την άποψή μας σχετικοποιεί την εγκυρότητα της αρχαιολογικής μαρτυρίας ως αυταξίας. Όπως το έθεσε και ο Μπίνφορντ, τα τεκμήρια δεν μπορούν να είναι παραμόρφωση της ίδιας τους της πραγματικότητας (Binford, 1983, 237). Ίσως φαίνεται δεδομένος ο διάλογος ανάμεσα στη θεωρία και την αρχαιολογική μαρτυρία, (Κουκουζέλη et al 2003, 276) εντούτοις η εγκυρότητα φαίνεται να βαραίνει προς την πλευρά της αρχαιολογικής μαρτυρίας και όχι του ερμηνευτικού προτύπου. Το δεδομένο στα πολιτισμικά του συμφραζόμενα είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο η θεωρία ελαστικοποιείται και αναπροσαρμόζεται. Είναι αληθές ότι τα αρχαιολογικά τεκμήρια συνιστούν ατελές δείγμα ως κατάλοιπα του παρελθόντος, (Trigger, 2005, 367), αλλά χωρίς αυτά απλά δεν υπάρχει ερμηνευτική προσέγγιση.

Διεπιστημονική διερεύνηση της αρχαιολογικής μαρτυρίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχαιολογία σήμερα είναι διεπιστημονικός κλάδος. Συνδυάζει τη μελέτη των προτύπων της ανθρώπινης συμπεριφοράς (διατροφή, εγκατάσταση κ.ά), τη μελέτη τέχνεργων και άλλων στοιχείων, προκειμένου να αποδώσει μια ολιστική άποψη του παρελθόντος. Τούτη η προσέγγιση αποτελεί πλέον στερεότυπη πρακτική άσχετα από το πρότυπο ερμηνείας που ακολουθείται. Ό,τι αποκαλείται, συνεπώς, υλικός πολιτισμός, άσχετα αν υιοθετήσουμε την μεταδιαδικαστική ερμηνεία και τον θεωρήσουμε ωθητικό παράγοντα της κοινωνικής εξέλιξης, ή τον δούμε ως αντανάκλαση, έναν απλό αντικατοπτρισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, θεμελιώνεται πάνω στην ανθρώπινη δραστηριότητα.

Από όλες τις μορφές αρχαιολογικής μαρτυρίας, εκείνες που συνδέονται ιδιαίτερα με τα ερμηνευτικά πρότυπα των αρχαίων πολιτισμών είναι οι ανθρωπογενείς, όσες δηλαδή σχετίζονται άμεσα με την ανθρώπινη συμπεριφορά και μας επιτρέπουν να διερευνήσουμε τους ψυχοειδείς μηχανισμούς που υπαγορεύουν τη φυσική δράση.

Σε ό,τι αφορά στη μέθοδολογία της ερμηνείας, είτε απαιτείται να αιτιολογούν οι αρχαιολόγοι τη δραστηριότητά τους με την «ορθή» φιλοσοφική θεώρηση είτε όχι, η έσχατη δοκιμασία της εγκυρότητας της αρχαιολογίας είναι αυτό που συμβαίνει στην ίδια την αρχαιολογία και όχι όσα συμβαίνουν στο χώρο της φιλοσοφίας. Τα στερεότυπα της αρχαιολογικής ερμηνευτικής μεθόδου είναι διαφορετικά από εκείνα που εφαρμόζονται γενικώς στην επιστήμη. Τα γενικά περιγραφικά και αναλυτικά κριτήρια της φιλοσοφίας είναι χρήσιμα ως εννοιολογικό πλαίσιο για την ερμηνευτική μεθοδολογία της φιλοσοφίας, αλλά δεν βρίσκουν πλήρη εφαρμογή στην αρχαιολογική επιστήμη, η οποία εν ευθέτω χρόνω με την πρακτική ελαστικότερων και αναδιαρθρούμενων μεθοδολογιών ανακαλύπτει και διαμορφώνει σταδιακά το δικό της στέρεο ερμηνευτικό έδαφος.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bamforth Douglas B. - Spaulding Albert C., (1982), «Human behavior, explanation, archaeology, history, and science», Journal of Anthropological Archaeology, Vol. 1, Issue 2, (June): 179-195
  • Binford, L. R., (1983), Working at Archaeology, New York: Academic Press
  • Chadwick Adrian, (2003), «Post-processualism, professionalization and archaeological methodologies. Towards reflective and radical practice», στο Archaeological Dialogues, Vol. 10, Issue 01: 97-117.
  • Darvill, Timothy, (2002), The Concise Oxford Dictionary of Archaeology, Oxford: Oxford University Press
  • Dobres Marcia Anne - Robb John E., (2005), «'Doing’ Agency': Introductory Remarks on Methodology, Journal of Archaeological Method and Theory, Issue: Vol. 12, Νο 3, (September):159 - 166
  • Κουκουζέλη Α. – Μανακίδου Ε. – Σμπόνιας Κ., (2003), Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, τομ. Α, Πάτρα: ΕΑΠ.
  • Popper Karl R, (1960), The Poverty of Historicism, London: Routledge & Kegan Paul
  • ------------------- (1979), Objective Knowledge. An Evolutionary Approach, Oxford: Oxford University Press.
  • Renfrew C. – Bahn P., (2001), Αρχαιολογία: θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, Αθήνα: Καρδαμίτσας
  • Trigger Bruce G., (2005), Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης, Αθήνα: Αλεξάνδρεια