Μικροαρχαιολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο μικροαρχαιολογία εννοείται εκείνος ο κλάδος της αρχαιολογίας που εστιάζεται στις αρχαιολογικές μαρτυρίες που προέρχονται από το μικροσκοπικό αρχείο και ειδικότερα από τα τέχνεργα και οικοδεδομένα που βρίσκονται συνήθως στις περισσότερες αρχαιολογικές θέσεις, όπως είναι η κεραμική, τα οστά, η τέφρα, και οι ιζηματογενείς αποθέσεις[1]. Πρόκειται για διεπιστημονική προσέγγιση του αρχαιολογικού αρχείου και είναι αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης αρχαιολογίας ήδη από τον 19ο αιώνα. Έχει, επίσης, τις ρίζες της στη Δανία, με το έργο του Βόρσε (Jens Jacob Asmussen Worsaae)[2], ο οποίος χρησιμοποίησε όλα τα ποικίλα διαθέσιμα υλικά για την ερμηνεία αρχαιολογικών καταλοίπων οστρέων κοντά στη σημερινή δανική ακτογραμμή.

Μέθοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μικροαρχαιολογία ως διαδικασία αρχίζει στο πεδίο, όπου προσδιορίζονται συγκεκριμένα προς επίλυση ζητήματα, πραγματοποιούνται προκαταρκτικές αναλύσεις συλλέγονται δείγματα για περαιτέρω ανάλυση. Εκτενέστερη ανάλυση πραγματοποιείται σε διαφορετικά συνήθως εργαστήρια και τα αποτελέσματά της χρησιμοποιούνται για την πληρέστερη κατανόηση των τεχνέργων ή των οικοδεδομένων από την άποψη του αρχαιολογικού πλαισίου τους. Η διαφορά ανάμεσα στη μικροαρχαιολογική έρευνα και τις ανεξάρτητες έρευνες που πραγματοποιούνται σε ανάλογης φύσης δεδομένα είναι η απαίτηση να γίνεται κατανοητό το αρχαιολογικό εννοιολογικό πλαίσιο ως σημείο αναφοράς για την αλληλεξάρτηση των πληροφοριών που παράγει η εργαστηριακή έρευνα. Δηλαδή, από τη σκοπιά της μικροαρχαιολογίας έχει σημασία ο καθορισμός της σχέσης των διαφορετικών πρακτικών που εκτελούνται σε μικροσκοπικό πλαίσιο. Έτσι, πραγματοποιούνται διάφορες ανεξάρτητες μελέτες και επιλέγονται κατόπιν οι ομοιότητες και οι διαφορές τους, προκειμένου να επιτευχθεί ένα ευρύτερο πλαίσιο για το υπό έρευνα ζήτημα[3].

Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλές από τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγωγή πληροφοριών από το μικροσκοπικό αρχείο δεν αναπτύχθηκαν από αρχαιολόγους. Αναπτύχθηκαν κυρίως από χημικούς, γεωχημικούς, βοτανολόγους και άλλους για δικούς τους ερευνητικούς σκοπούς. Αργότερα προσαρμόστηκαν και εφαρμόστηκαν σε αρχαιολογικά προβλήματα. Υπάρχουν ακόμη πολλές δυνατότητες για τους αρχαιολόγους, ειδικά εκείνους που έχουν εκπαιδευτεί στις φυσικές επιστήμες, να αναπτύξουν νέες μεθόδους για να διερευνήσουν το μικροσκοπικό αρχείο. Αυτές οι μέθοδοι μπορούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες της αρχαιολογίας[4].

Διεπιστημονικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλές από τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται στην αρχαιολογία αναπτύχθηκαν κυρίως από ειδικούς άλλων επιστημών και προσαρμόστηκαν αργότερα για αρχαιολογικές εφαρμογές, όπως για παράδειγμα η Παλυνολογία). Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται τεχνικές οπτικής και ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, ατομικής φασματοσκοπίας απορρόφησης ή εκπομπής[5], τεχνικές χρήσης ακτίνων Χ, όπως η αναλυτική ηλεκτρονική μικροσκοπία[6], χρωματογραφικές τεχνικές[7] και πλήθος άλλων για τον καθορισμό της σύστασης του πηλού από τον οποίο είναι κατασκευασμένο ένα κεραμεικό τέχνεργο ή η χημεία του ανθρώπινου οστού, από την οποία λαμβάνονται σημαντικές πληροφορίες για την ανθρώπινη διατροφή και κινητικότητα στο παρελθόν, ιδιαίτερα σε σχέση με τα ισότοπα Στροντίου και Οξυγόνου[8].

Παραπομπές και σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Weiner 2010, 1.
  2. Trigger 1989, 82
  3. The Microarchaeological Homepage: Theoretical and methodological basis.
  4. Weiner 2010, 13
  5. Pollard & Heron 2008, 24-25.
  6. Pollard & Heron 2008, 45
  7. Pollard & Heron 2008, 61.
  8. Pollard & Heron 2008, 370.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Pollard, Mark A. & Carl Heron 2008. Archaeological Chemistry, London: Royal Society of Chemistry, . ISBN 0854042628
  • Weiner, Stephen 2010. Microarchaeology, Beyond the Visible Archaeological Record, Cambridge University Press, UK. ISBN 9780521705844
  • Trigger, B.G. 1989. A History of Archaeological Thought. Cambridge: Cambridge University Press, ISBN 978-0-521-60049-1