Θέατρα της Αθήνας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Θέατρο Σκοντζόπουλου (1836-1837)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1835 ο Αθανάσιος Σκοντζόπουλος, ο πρώτος Έλληνας θεατρώνης, μετασκευάζει ένα ξύλινο παράπηγμα που βρισκόταν στην οδό Αιόλου σε θέατρο, με πλατεία με 12 σειρών, με θεωρεία και με μια τέντα από καραβόπανο για τις βροχερές μέρες. Μια ιδέα για το εσωτερικό του θεάτρου παίρνουμε από την παρακάτω περιγραφή:

...εμβαίνεις, πατείς το κατάχαμον, όπου περιφέρονται άνδρες διάφοροι.

Εις μίαν γωνίαν, πωλούνται ζαχαρικά, πλησίον στέκονται οι κρατούντες τα φανάρια τινών των θεατών.
Δεξιά κι αριστερά του εδάφους καθίσματα αναιβατά (αμφιθεατρικά). Η σκηνή κατέναντι της εισόδου,
κατέναντι της σκηνής το θεωρητήριον του βασιλέως, υψηλόν και μεμονωμένον ως περιστερεών
και εις τας τρεις πλευράς του θεάτρου σειρά θεωρητηρίων δια τους πληρώνοντας μίαν και ημισείαν δραχμήν.
Φώτα αμυδρά, δυσώδη και δυσωδέστερα δια τον άνεμον. Γυναίκες ικαναί (αρκετές) επάνω.
Παντού οι οφθαλμοί δεν απαντώσιν ειμή σανίδας γυμνάς, γην γυμνήν, πενιχρόν κατασκεύασμα της στιγμής,
ως τα ανεγειρόμενα εις τα πανηγύρια προς έκθεσιν πραγματειών.>
περιοδικό Θεατής, στις 25.10.1836

[1]Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 24 Μαΐου 1836 με το έργο «Τα Ολύμπια» του διάσημου για την εποχή Μεταστασίου, σε μετάφραση του Ρήγα Φεραίου, από θίασο ερασιτεχνών με αποκλειστικά άντρες ηθοποιούς.

Θέατρο του Μέλι (Meli)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λειτούργησε το 1837: Το θέατρο αυτό που ανήγειρε ο Ιταλός θεατρώνης Gaetano Meli, βρισκόταν επί της οδού Αιόλου στην τότε πλατεία Ιερού Λόχου. Το θέατρο ήταν και αυτό φτιαγμένο με ξύλινες σανίδες, και περίκλειστο. Είχε όλα τα στοιχεία των ευρωπαϊκών θεάτρων της εποχής (μεγάλη σκηνή, καμαρίνια, ορχήστρα, υποβολείο, θεωρεία με διαδρόμους, βασιλικό θεωρείο και σκηνικά φερμένα από την Ιταλία) αλλά σε πρωτόγονη μορφή και σε μικρότερη κλίμακα. Το θέατρο εγκαινιάστηκε με έναν θίασο σχοινοβατών και παντομίμας, μέχρι τον Αύγουστο περίπου ή το Σεπτέμβρη του 1837 που θα εμφανιστεί στη σκηνή του ο πρώτος ιταλικός θίασος μελοδράματος που θα ξετρελάνει τους Αθηναίους, αφού θα είναι η πρώτη φορά που θα δουν τέτοιο θέαμα. Ο Μέλι ενθουσιασμένος με την εμπορική επιτυχία του θιάσου του, θέλησε να το στεγάσει με τέντα για να παρατείνει την λειτουργία του, αλλά ένας σφοδρός αέρας πήρε και σήκωσε ολόκληρη την κατασκευή. Εκτός από αυτή την ατυχία, τα τόσο δυσεύρετα τότε θηλυκά μέλη του θιάσου, άρχισαν να αποχωρούν, ψάχνοντας για καλύτερη τύχη με τους πολυπληθείς θαυμαστές τους, και έτσι ο Μέλι δεν μπόρεσε να συνεχίσει την λειτουργία του. [2]

Θέατρο Μπούκουρα (1840-1897)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Θέατρο Μπούκουρα

Την πρωτοβουλία για το χτίσιμο του πρώτου χειμερινού θεάτρου στην Αθήνα την είχε ο Ιταλός J. Camillieri ο οποίος κατόρθωσε να του παραχωρηθεί δωρεάν δημόσιο οικόπεδο, στην σημερινή οδό Μενάνδρου (τότε οδός Ηρώδου) για το χτίσιμο του θεάτρου. Ο Cammilieri δεν κατάφερε όμως να βρεί τα απαιτούμενα χρήματα και κηρύχτηκε έκπτωτος το 1839. Την άδεια για οικοδόμηση θεάτρου πήρε τότε ο επίσης Ιταλός Μπαζίλιο Σανσόνι, ο οποίος κατόρθωσε να ολοκληρώσει το θέατρο. Τα εγκαίνια έγιναν στις 6 Ιανουαρίου του 1840, με την παράσταση της ιταλικής όπερας «Λουτσία ντι Λάμερμουρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέττι.

Το θέατρο του Μπούκουρα. Σκίτσο του Μπάμπη Άννινου

Το 1844 το θέατρο πουλήθηκε στον Ιωάννη Μπούκουρα, (πατέρα της ζωγράφου Ελένης Αλταμούρα) στην ιδιοκτησία του οποίου έμεινε μέχρι το 1898, όταν και κατεδαφίστηκε. Το εξωτερικό του θεάτρου ήταν πολύ απλό χωρίς διακοσμητικά στοιχεία. Στο μπροστινό μέρος που έβλεπε την οδό Μενάνδου ήταν η κύρια είσοδος και μετά ένας ευρύχωρος προθάλαμος. Στο πλάι του κτιρίου βρισκόταν η στεγασμένη βασιλική είσοδος, το γραφείο του διευθυντή, το ταμείο, και η κατοικία του επιστάτη του θεάτρου. Το εσωτερικό του θεάτρου ήταν μάλλον φτωχικά διακοσμημένο. Η πλατεία του είχε σχήμα πετάλου και 7 σειρές καθισμάτων, με συνολικά 113 θέσεις. Είχε 3 σειρές θεωρείων, εκ των οποίων το πολυτελέστερο βέβαια ήταν το βασιλικό. Η σκηνή ήταν μεγάλη, και είχε αρκετές σκηνογραφίες. Ο φωτισμός δινόταν από έναν πολυέλαιο με λάμπες πετρελαίου και από κεριά που ήταν τοποθετημένα στα χωρίσματα των θεωρείων. Μέχρι το 1888 που θα λειτουργήσει το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, το θέατρο του Μπούκουρα ήταν η μόνη χειμερινή θεατρική σκηνή.[3]

Θέατρο Σκορπάρου (1871-1873)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το θέατρο αυτό το έφτιαξε κάποιος Σκορπάρος (δεν γνωρίζουμε άλλα στοιχεία) στην αδιαμόρφωτη ακόμα πλατεία Ομονοίας, στο οικόπεδο που αργότερα χτίστηκε το ξενοδοχείο «Μπάγκειον». Ήταν ένα προχειροφτιαγμένο ξύλινο οικοδόμημα, και λειτουργούσε μόνο το καλοκαίρι. Η σκηνή του ήταν μικρή και είχε 12 σειρές ξύλινων πάγκων για τους θεατές και μια σειρά υπερυψωμένων θεωρείων στο πλάι. Την καλλιτεχνική διεύθυνση αυτού του θέατρου την ανέλαβε ο Μιχάλης Αρνιωτάκης, που έκανε έναρξη με έναν ιταλικό θίασο οπερέτας. Ο Αρνιωτάκης δεν κατάφερε να έχει εμπορική επιτυχία, κυρίως λόγω του ανταγωνισμού των καφωδείων που βρίσκονταν στις όχθες του Ιλισού και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Για τα επόμενα δυο καλοκαίρια, το θέατρο νοικιαζόταν σε ερασιτεχνικούς θιάσους, που έδιναν μερικές παραστάσεις, κυρίως πατριωτικών δραμάτων. Σε έναν από αυτούς του θιάσους μάλιστα, συμμετείχε και ο ποιητής Γεώργιος Σουρής. [4]

Παριλίσια θέατρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με αυτήν την ονομασία έμειναν γνωστά μια πλειάδα υπαίθριων (θερινών) θεάτρων που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 1870 στις όχθες του ποταμού Ιλισού και κατεδαφίστηκαν την δεκαετία του 1890, όταν έγιναν οι πρώτες ρυμοτομικές αλλαγές στην περιοχή. Αυτά ήταν:

«Άντρο των Νυμφών» (1871-1895)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το συγκεκριμένο θέατρο – πρώτο στο είδος του – λειτούργησε σαν καφωδείο, το καλοκαίρι του 1871, φέρνοντας μάλιστα μια ορχήστρα τσιγγάνων που ξεσήκωσε το αθηναϊκό κοινό.

Τον επόμενο χρόνο, το 1872, ο ιδιοκτήτης του το διαρρυθμίζει πρόχειρα σε θέατρο. Η διαρρύθμιση ήταν απλή: περιτείχιση του χώρου με ξύλινες σανίδες, υπερυψωμένη σκηνή και ξύλινοι κινητοί πάγκοι στη σειρά. Τις ανάγκες των θεατών για ποτό ή φαγητό τις εξυπηρετούσαν πλανόδιοι πωλητές που γύριζαν μέσα στο θέατρο καθώς και ανθοπώλιδες με ματσάκια λουλούδια, που οι αρσενικοί θεατές σκορπούσαν απλόχερα στις Ιταλίδες τραγουδίστριες του θεάτρου. Το θέατρο αυτό, παρέμεινε όλα τα χρόνια, τόπος ψυχαγωγίας για τις λαϊκότερες τάξεις της Αθήνας, προσφέροντας απλοϊκά και φτηνά θεάματα, και δεν μετεξελίχθηκε σε θέατρο ολοκληρωμένων παραστάσεων όπως συνέβη με τα διπλανά του. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, παρουσιάζονταν από τη σκηνή του, παντομίμες και τραγούδια. Από τη σκηνή του, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Αθήνα, τα πυροτεχνήματα.

Το θέατρο σταμάτησε να λειτουργεί το 1895 όταν κατεδαφίστηκαν όλα τα παριλίσια θέατρα, για να γίνουν ρυμοτομικές αλλαγές στην περιοχή. Την ατμόσφαιρα στο θέατρο την περιγράφει καλύτερα απ'ολα η πένα του Γεωργίου Σουρή, στο σατυρικό ποίημά του Δημόσια θεάματα που δημοσιεύτηκε το 1885:

Άντρον Νυμφών. - Ανάστασις και χαλασμός Κυρίου

και φόβος και κατάνυξη του ακροατηρίου.
Η Γενοβέφα μαρτυρεί με τα μαλλιά λυμένα,
κινείται, δαιμονίζεται, αφρίζει ολοένα,
ο Γοδεφρείδος μια γροθιά κατάμουτρα της δίνει,
κι αμέσως πέφτει προύμυτα η δυστυχής εκείνη,
ενώ προσέρχετ' έτερος λυσσομανής εν τάχει
και πέντε της φιλοδωρεί κλωτσιαίς εις το στομάχι.
Εδώ δεν επιτρέπεται καθόλου να μιλήσεις,
ούτε τας κρίσεις σου να πης ή να χειροκροτήσεις,
αλλέως όλον του λαού σηκώνεται το κύμα
και με γιακάδες και γροθιαίς σε διώχνει παραχρήμα.
Εδώ στον πάγκο ήσυχος οφείλεις να καθίσεις
και άφωνος της μάρτυρος να βλέπεις τις κινήσεις,
διότι λέξιν αν ειπής και εδώ και εκεί αν στρέφεις,
του φρικαλέου δράματος το νήμα καταστρέφεις.
Ακούς να τρίζουν κάποτε του δέντρου τα κλωνάρια
και βλέπεις από πάνω σου να κρέμονται ποδάρια,
και σε τρομάρα βρίσκεσαι κάθε στιγμή μεγάλη,
μήπως κανέναν θεατή δεχτείς εις το κεφάλι.
Το θέαμα εις τας οκτώ αρχίζει το εσπέρας,
και περί τα χαράγματα τελειώνει της ημέρας,
πέφτουν και λιανοτούφεκα με μπαρλαμά κομμάτια,
και ο λαός αναχωρεί με φουσκωμένα μάτια.

[5]

«Παράδεισος»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λειτούργησε από το 1873 με αρχική ονομασία Θέατρο των Ιλισίδων Μουσών και βρισκόταν ακριβώς δίπλα από το «Άντρο των Νυμφών». Κάθε απόγευμα και για όλη την θερινή περίοδο το πρόγραμμα άρχιζε με τραγούδια από Γάλλους τραγουδιστές (τραγούδια του γαλλικού μουσικού θεάτρου), μετά παρουσιαζόταν μια μικρή κωμωδία, ακροβάτες, και πάλι τραγούδια. Πρώτος ιδιοκτήτης του θεάτρου ήταν ένας παντοπώλης ονομαζόμενος Κωστής. Οι περιγραφές παρουσιάζουν μιαν απλή ξύλινη μάντρα, με θέση για την ορχήστρα που φωτιζόταν με λάμπες πετρελαίου.

Η σκηνή του θεάτρου «Παράδεισος», το 1874 και η παριλλίσια περιοχή

Το 1881 θα γίνει η πρώτη ανακαίνιση για να ανταποκριθεί καλύτερα στον αυξανόμενο ανταγωνισμό των γύρω θεάτρων. Ο νέος ιδιοκτήτης της μάντρας θα μεγαλώσει το χώρο της σκηνής, θα χτισει δυο σειρές θεωρείων, θα επιμεληθεί την διακόσμηση του χώρου με περιστύλια, γλάστρες με ψεύτικα άνθη και πυρσούς γκαζιού που έδιναν ένα εορταστικό χρώμα στον χώρο.

Ύστερα απο 5 χρόνια, το 1883, με νέο ιδιοκτήτη τον Ιάκωβο Αλβέρτι και νέα ονομασία, «Παράδεισος» θα ανακαινιστεί και πάλι. Η κύρια ανακαίνιση αφορά την σκηνή, θα χτιστεί αυτή την φορά μια σκηνή απομίμηση των ιταλικών χειμερινών θεάτρων, στεγασμένη και διακοσμημένη. [6] Το θέατρο θα λειτουργήσει μέχρι το 1895. Στον «Παράδεισο» παίχτηκαν πολλά θεατρικά έργα, κυρίως ελληνικά. Από τη σκηνή του εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως πρωταγωνίστρια η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου στον θίασο του Δημήτρη Κοτοπούλη «Πρόοδος» η οποία καταγοήτευσε το κοινό που έκανε ουρές στο θέατρο για να την δει.

«Απόλλων» (1872-1886)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρισκόταν απέναντι από το «Άντρο των Νυμφών» στον λεγόμενο «Κήπο του Χατζηδημητρίου». Πράγματι, το θέατρο βρισκόταν μέσα σε έναν πυκνόφυτο, δροσερό κήπο. Άλλα στοιχεία του ήταν η μεγάλη, σκεπασμένη από πάνω στέγη του, διακοσμημένη με αετώματα, η ύπαρξη παρασκηνίων και καμαρινιών, και φυσικά οι συνηθισμένοι ξύλινοι πάγκοι για να κάθονται οι θεατές. Ξεχωριστό στοιχείο του η μεγάλη χωρητικότητα. Πληροφορία του 1882 αναφέρει χωρητικότητα 1000 ατόμων. Από της σκηνής του - τον Αύγουστο του 1882, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός του θεάτρου Νικόλαος Λάσκαρης, έγινε η αρχή, - σε μια ανεπιτυχή παράσταση ακροβατικών - της μετέπειτα δημοφιλούς συνήθειας της εποχής, του «μαξιλαρώματος» [7]. Το θέατρο αυτό, μαζί με τον «Παράδεισο» απευθυνόταν σε ένα πιο εύπορο, μικροαστικό κοινό που ωστόσο αρεσκόταν μόνο σε ελαφρά θεάματα ή ελληνικές κωμωδίες.

«Ορφέας»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χτίζεται το θέατρο "Ορφέας" στο τέλος της οδού 3ης Σεπτεμβρίου, στη σημερινή πλατεία Βικτωρίας, από τον επιχειρηματία και δημοσιογράφο Γ. Βυθηνά. Η σκηνή ζωγραφισμένη, παρίστανε τον πνιγμό της κυρά-Φροσύνης. Το θέατρο θα ζήσει μόνο μία καλοκαιρινή σεζόν ίσως γιατί ήταν σε απόμερο, σκοτεινό, άθλιο δρόμο αλλά και το ίδιο το θέατρο ήταν κακοφτιαγμένο, με πολλές ελλείψεις.

«Ολύμπια»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χτίζεται στη συμβολή των οδών Αμαλίας και Όλγας εκεί που είναι σήμερα το άγαλμα του λόρδου Βύρωνα, από τον ζυθοπώλη Αναστάσιο Τσόχα, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ. Το θέατρο ονομάζεται "Ολύμπια" και ήταν πολυτελέστατο για τα μέτρα της εποχής. Είχε ευρύχωρη πλατεία 1.500 θέσεων, στεγασμένα θεωρεία, ιδιαίτερο βασιλικό θεωρείο με το έμβλημα του βασιλιά, σιντριβάνια, γλυπτά, εστιατόριο, και βελούδινη "κατάχρυση σκηνή". Κατεδαφίζεται μέσα σε 6 χρόνια, το 1887, για να χτιστεί το μέγαρο του Ζαππείου. Την ίδια χρονιά επίσης, ο επιχειρηματίας Ανδρέας Συγγρός εκδηλώνει την πρόθεσή του να χτίσει ένα μεγάλο χειμερινό θέατρο στον κήπο του Κλαυθμώνος, αλλά τότε η πρόθεση μένει μόνο πρόθεση. Η Αθήνα εκείνη την περίοδο, με πληθυσμό 84.000 κατοίκων είχε μόνο δύο χειμερινά θέατρα. Το "γέρικο" του Μπούκουρα και την "Ευτέρπη". Ήδη από το 1872 είχε συσταθεί μία μετοχική εταιρεία από εύπορους Αθηναίους, που μάζευε κεφάλαια, με σκοπό να χτίσει ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό θέατρο. Είχε μαζέψει 550.000 δρχ. και θεμελίωσε 1873 το θέατρο στη σημερινή πλατεία Κοτζιά. Το έργο σταμάτησε όμως, αφού εξαντλήθηκαν τα κεφάλαια. Ο Συγγρός αποφασίζει να αποπερατώσει το έργο με δικά του κεφάλαια, το 1885, σε σχέδια και επίβλεψη του Ερνστ Τσίλλερ.

Το Μέγα Θέατρο ή "Νέον Θέατρο" σε αντιδιαστολή με το "Παλαιό" του Μπούκουρα είναι έτοιμο. Το θέατρο παρά το μεγαλοπρεπή όγκο του ήταν μια φτηνή κατασκευή, με φτηνά υλικά και τυποποιημένο αρχιτεκτονικό διάκοσμο, με πλατεία 450 θέσεων, χωρίς όμως θέρμανση. Στο εξωτερικό του κτιρίου λειτουργούσαν προσοδοφόρα καταστήματα και γραφεία. Τα εγκαίνια του θεάτρου έγιναν στις 27 Οκτωβρίου του 1888 με το μελόδραμα του Α. Thomas "Μινιόν" από γαλλικό θίασο. Το θέατρο αυτό δεν ήταν προσιτό για το εισόδημα του μέσου Αθηναίου εκείνης της εποχής, γιατί τα εισιτήρια ήταν ακριβά αλλά και οι παραστάσεις μελοδράματος που έδινε δεν συγκινούσαν τον πολύ κόσμο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις τιμές τον χειμώνα του 1900: 20 δρχ. τα θεωρεία Α, 15 δρχ.τα θεωρεία Β, 3 δρχ. οι πρώτες σειρές της πλατείας, 2 δρχ. οι υπόλοιπες σειρές, και 1 δρχ. ο εξώστης. Την ίδια χρονιά, το 1887, χτίζεται από την ασφαλιστική εταιρεία Φοίνιξ, σε οικόπεδο ενός στρέμματος στην Ομόνοια, το θέατρο Ομονοίας. Μια φτηνή και άβολη κατασκευή, που θα εξωραΐσει ο Κων/νος Χρηστομάνος με τη "Νέα Σκηνή" του όταν το αναλάβει.

1890-1900[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χτίζεται επίσης το "Θέατρο του κήπου Ορφανίδου" από τον επιχειρηματία Ι. Ασλάνη, δίπλα στο Ζάππειο Μέγαρο. Το θέατρο θα μετονομαστεί αργότερα σε Ολυμπίων για να θυμίζει το προηγούμενο θέατρο που ήταν εκεί. Τα εγκαίνια γίνονται στις 23 Ιουνίου 1890 με το εξής πρόγραμμα:

  • Ο Εθνικός Ύμνος από χορωδία ερασιτεχνών
  • "Τρικυμία εντός ποτηρίου" από ιταλικό θίασο
  • η Γ' και η Δ' πράξη του "Ρισελιέ" με τον διάσημο ηθοποιό Νικόλαο Λεκατσά
  • η Δ´ πράξη του "Αμλέτου" με ιταλικό θίασο
  • οι "Καραβοτσακισμένοι", μονόπρακτη κωμωδία με Έλληνες ηθοποιούς

Ο Τύπος της εποχής επαινεί το θέατρο για την ομορφιά του και τις ανέσεις του, θα γίνει δημοφιλέστατο στην εποχή του και θα φιλοξενεί κυρίως θέαμα βαριετέ με ξένους καλλιτέχνες.

Χτίζεται στην οδό Προαστείου, σημερινή οδό Μπενάκη, το Θέατρο των Κωμωδιών-το 1895 μετονομάζεται σε Πολυθέαμα- από τον επιχειρηματία Κ. Μπαλάφα με έξοδα 400.000 φράγκα. Στις 2 Ιανουαρίου του 1892 γίνονται τα εγκαίνια με το εξής πρόγραμμα:

  • Εθνικός Ύμνος, η ορχήστρα
  • Απαγγελίες ποιημάτων από τους πρωταγωνιστές του θιάσου (θίασος Παντόπουλου-Αλεξιάδη)
  • "Γάμος άνευ φόλας" του Δημητρίου Κόκκου
  • "Ζητείται υπηρέτης" και "Ο υδροπότης σύζυγος" του Αγγέλου Βλάχου

Από τις εφημερίδες της εποχής διαβάζουμε: Η αθηναϊκή κοινωνία παρέστη σύσσωμος, τιμήσασα την έναρξιν των παραστάσεων. Αι θέσεις πάσαι είχον καταληφθεί υπό του εκλεκτοτέρου κοινού. Πλατεία, θεωρεία, εξώστης, υπερώον πλήρη. Οι διάδρομοι στενοί και η κυκλοφορία δύσκολος...Θεαταί από του υπερώου είχον κρεμάσει τους πόδας των, ανεκραύγαζον δε κατά την ώρα της απαγγελίας βάναυσα επιφωνήματα και εθορύβουν δι´άναρθρων κραυγών. Αλλαχού εις πρόληψιν πάντων τούτων επεμβαίνει η αστυνομία και εις το μέλλον ελπίζομεν να το κάμη.

Μπαίνει ο θεμέλιος λίθος του Βασιλικού Θεάτρου (μετέπειτα Εθνικού). Ήδη εδώ και κάποια χρόνια, ακούγονταν φωνές από παντού για την ανάγκη δημιουργίας ενός χειμερινού θεάτρου που θα υπηρετούσε τις ανάγκες του Έθνους. Θα έπαιζε δηλαδή, έργα Ελλήνων συγγραφέων, με Έλληνες επαγγελματίες, μορφωμένους ηθοποιούς, για τον πολύ κόσμο, που θα συνέβαλλε στην πνευματική καλλιέργεια των Ελλήνων. Και ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας αποφασίζει να το δημιουργήσει. Ο χώρος που θα χτιζόταν το θέατρο ήταν το πρώτο πρόβλημα. Η κυβέρνηση Τρικούπη δεν παραχωρούσε δωρεάν κάποιο οικόπεδο του κράτους. Έτσι, με τις χορηγίες πλούσιων ομογενών όπως, ο Συγγρός, ο Αβέρωφ, ο Ευγενίδης, ο Ζαρίφης, ο Κοργιαλένιος, ο Μαρασλής και οι Γάλλοι φιλέλληνες, αδερφοί Φαβιέρου, αλλά και με χρήματα του βασιλιά από το προσωπικό του ταμείο, αγοράζεται το γνωστό οικόπεδο στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου, από τον Νικόλαο Θων, έναντι 150.000 γαλλικών φράγκων. Τα σχέδια του θεάτρου και η επίβλεψη ήταν και εδώ του Τσίλερ. Ο Θεμέλιος λίθος μπαίνει στις 20 Ιουλίου 1892 και έχει την εξής επιγραφή:Την πατριωτική προσφορά διαφόρων ομογενών και την πρωτοβουλία της Α.Μ. του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του πρώτου κατετέθη ο θεμέλιος λίθος του Ελληνικού Θεάτρου. Διευθυντής του αναλαμβάνει ο Άγγελος Βλάχος και σκηνοθέτης ο Θωμάς Οικονόμου. Ταυτόχρονα ιδρύεται και η πρώτη δραματική σχολή από την οποία θα ξεπηδήσουν οι πρώτοι πρωταγωνιστές του αιώνα που έρχεται όπως η Κυβέλη Αδριανού, ο Αιμίλιος Βεάκης και ο Δημήτρης Μουρούτης (Μυράτ). Θα χρειαστεί όμως να περάσουν ακόμα 9 χρόνια μέχρι να λειτουργήσει το θέατρο γιατί η έλλειψη χρημάτων αλλά και οι πολιτικές αναταραχές εμποδίζουν τη γρήγορη αποπεράτωση του έργου.

Θέατρο Τσόχα, στη σημερινή οδό Σταδίου. Θερινό, λειτουργούσε από Μαΐου μέχρι τέλος Οκτωβρίου, με τέντα για τις βροχερές νύχτες. Στο θέατρο νοικιάζονταν και μαξιλάρια έναντι μιας δεκάρας για να κάθονται οι θεατές πιο αναπαυτικά. Τα μαξιλάρια χρησιμοποιήθηκαν έκτοτε για να εκφράζουν οι θεατές την αποδοκιμασία τους για το θέαμα, πετώντας τα στη σκηνή, το γνωστό «μαξιλάρωμα».

Θέατρο Ποικιλιών, στη σημερινή γωνία Σταδίου και Αριστείδου. Το θέατρο χτίστηκε με βάση τα απλουστευτικά τα σχέδια του Τσίλερ για το θέατρο των Ολυμπίων. Στα πλαϊνά της σκηνής υπήρχαν καμαρίνια για τους ηθοποιούς, είχε ευρύχωρο προσκήνιο και χώρο για την ορχήστρα. Το θέατρο αυτό υπήρξε η πρώτη έδρα, το 1911, του θιάσου της Κυβέλης. Αυτή τη χρονιά χτίζεται επίσης το Θέατρο Αθήναιον, στη γωνία Πατησίων και Μάρνη και είναι το μόνο Θέατρο που σώζεται μέχρι τις μέρες μας. Το θέατρο είχε θέσεις για 750 περίπου θεατές, ήταν το πιο μοντέρνο της εποχής, αφού χρησιμοποιούσε εξελιγμένη τεχνολογία στη σκηνή αλλά και πρωτοπόρες διαφημιστικές μεθόδους.

Θέατρο Νεαπόλεως, στην οδό Ιπποκράτους. Το θέατρο είχε κομψά σκηνικά και ήταν το πρώτο που φωτιζόταν πλήρως με ηλεκτρικό ρεύμα. Τα εγκαίνιά του έγιναν στις 8 Μαΐου του 1899 και το πρόγραμμα περιελάμβανε ομιλία του Μπάμπη Άννινου, απαγγελία στίχων από τον Ιωάννη Πολέμη και τραγούδια από την ερασιτεχνική χορωδία του Χρήστου Στρουμπούλη.

Επίλογος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έτσι, λοιπόν, κλείνει αυτός ο πρώτος αιώνας της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοελληνικού κράτους. Η πρωτεύουσα έχει να επιδείξει πια ένα πλήθος θεαμάτων: λαϊκά θεάματα για τον πολύ κόσμο, φασουλήδες, καραγκιόζης, παντομίμα, «έκθεσις θηρίων», κωμωδίες, βαριετέ, καφέ-σαντάν, αλλά και "σοβαρότερα" όπως όπερα, οπερέττα και δράματα που όμως μάζευαν πολύ λίγο κόσμο. Ο χρονογράφος της εφημερίδας Άστυ γράφει στις 19 Ιουλίου 1896:

<Τα θεάματα αυτά (τα λαϊκά, εννοεί) προξενούν εις τον λαόν μεγαλυτέραν ηδονήν από ότι εις τους λογίους τα δράματα του κ.Βερναρδάκη ή αι κωμωδίαι του κ. Κορομηλά. Είναι ευχάριστον ή δυσάρεστον αυτό; Δε γνωρίζω. Οπωσδήποτε και αυτή η φοίτησις του κόσμου εις εν θέατρον οιονδήποτε είναι επιθυμητή και χρησιμεύει ως μία προπόνησις δια θεάματα ανθρωπινότερα.>

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γ. Σιδέρη: Η ιστορία του νέου ελληνικού θεάτρου 1794-1944, εκδ. Καστανιώτη, 1990
  • Φεσσά-Εμμανουήλ Ελένη: Η αρχιτεκτονική του νεοελληνικού θεάτρου 1720-1940, εκδ.Χριστάκης, 1994
  • Εγκυκλοπαίδεια Ηλίου, λήμμα Θέατρο, έκδοση 1950

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πλωρίτης Μάριος, της σκηνής και της τέχνης, 1990,
  2. Νέα Εστία, Ν. Λάσκαρη: “Τα υπαίθρια θέατρα των Αθηνών, τεύχος 277, σελ. 873 http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=64092&code=6547 Αρχειοθετήθηκε 2011-07-28 στο Wayback Machine.
  3. ΦΕΣΣΑ-ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, ΕΛΕΝΗ (1990, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ)), Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ: 1720-1940 σελ. 506
  4. Νέα Εστία, Ν. Λάσκαρη: “Τα υπαίθρια θέατρα των Αθηνών, τεύχος 277, σελ. 874 http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=64092&code=6547 Αρχειοθετήθηκε 2011-07-28 στο Wayback Machine.
  5. Περ. Νέα Εστία: Στάθης Σπηλιωτόπουλος “Τα εκατονεικοσιπέντε χρόνια της θεατρικής Αθήνας, 1835 – 1959”, τεύχος 1379, σελ. 157
  6. Φέσσα, σελ.478
  7. Τα μαξιλάρια που βρίσκονταν στους ξύλινους πάγκους, πέταγαν προς τη σκηνή οι θεατές όταν ήθελαν να αποδοκιμάσουν κάποιο έργο. Ο τρόπος αυτός της αποδοκιμασίας σταμάτησε, όταν δεν υπήρχαν πλέον μαξιλάρια στα θερινά θέατρα. Τελευταίο θύμα, «Ο Κοντορεβυθούλης» του Κων. Χρηστομάνου.