Δαβίδ της Γεωργίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δαβίδ της Γεωργίας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
დავით XII ბატონიშვილი (Γεωργιανά)
Γέννηση1  Ιουλίου 1767
Τιφλίδα
Θάνατος13  Μαΐου 1819
Αγία Πετρούπολη
Τόπος ταφήςμοναστήρι του Αλεξάνδρου Νιέφσκι
Χώρα πολιτογράφησηςΓεωργία
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Γεωργιανή Ορθόδοξη Εκκλησία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιστορικός
Οικογένεια
ΓονείςΓεώργιος ΙΒ΄ της Γεωργίας και Ketevan Andronikashvili
ΑδέλφιαΝινό, Πριγκίπισσα της Μιγνκρελίας
Ηλίας της Γεωργίας
Γαβριήλ της Γεωργίας
Μιχαήλ της Γεωργίας
Τεϊμουράζ της Γεωργίας
Ιωάννης της Γεωργίας
Βαγράτ πρίγκιπας της Γεωργίας
Οκροπίρ της Γεωργίας
ΟικογένειαΔυναστεία των Μπαγκρατιόνι
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΙππότης του Τάγματος του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι
τάγμα του Αγίου Ανδρέα
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Δαβίδ Μπαγκρατιόνι, γεωργιανά: დავით ბაგრატიონი, γνωστός και ως Δαβίδ ο αντιβασιλιάς ( γεωργιανά: დავით გამგებელი Νταβίτ Γκαμγκεμπέλι, (1 Ιουλίου 1767 στην Τιφλίδα, Γεωργία – 13 Μαΐου 1819 στην Αγία Πετρούπολη, Ρωσία), ήταν βασιλικός πρίγκιπας (batonishvili) της Γεωργίας, συγγραφέας και λόγιος, και αντιβασιλιάς τού βασιλείου τού Kάρτλι-Καχέτι (κεντρική και ανατολική Γεωργία) από τις 28 Δεκεμβρίου 1800 έως τις 18 Ιανουαρίου 1801.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως ο πρωτότοκος γιος τού τελευταίου βασιλιά Γεωργίου ΙΒ΄ τού Κάρτλι-Καχέτι από την πρώτη του σύζυγο Kετεβάν Αντρονικασβίλι, σπούδασε στη Ρωσία (1787–1789) και υπηρέτησε εκεί ως συνταγματάρχης τού ρωσικού στρατού από το 1797 έως το 1798. Ανακηρύχτηκε ως κληρονομικός διάδοχος από τον πατέρα του στις 22 Φεβρουαρίου 1799 και επιβεβαιώθηκε από τον Ρώσο Τσάρο Παύλο, επίσημο προστάτη της Γεωργίας, στις 18 Απριλίου 1799. Το 1800 προσπάθησε να εκσυγχρονίσει τη νομοθεσία και τη διοίκηση. Την ίδια χρονιά έγινε αντιστράτηγος.

Μετά το τέλος τού πατέρα του, τον Δεκέμβριο του 1800, ο Δαβίδ έγινε επικεφαλής τού βασιλικού Οίκου των Μπαγκρατιόνι, αλλά δεν τού επετράπη να ανέλθει στον θρόνο τού Κάρτλι-Καχέτι. Ο Δαβίδ κυβέρνησε για λίγο μεταξύ τού τέλους τού πατέρα του (28 Δεκεμβρίου 1800) και της άφιξης τού στρατηγού Kνόρινγκ (24 Μαΐου 1801). Τον Νοέμβριο τού 1800 ο Ρώσος Τσάρος τού είχε απαγορεύσει να το κάνει αυτό χωρίς τη ρωσική συναίνεση. Στις 18 Ιανουαρίου 1801 έμεινε έκπληκτος από ένα διάταγμα του Παύλου, που κήρυξε την προσάρτηση τού βασιλείου στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Προσπάθησε να παραμείνει στην εξουσία ως de facto αρχηγός τού κράτους. Τον Μάιο τού 1801 ο Ρώσος στρατηγός Καρλ-Χάινριχ Κνόρινγκ τον απομάκρυνε από την εξουσία και ίδρυσε μία προσωρινή κυβέρνηση με επικεφαλής τον στρατηγό Iβάν Πετρόβιτς Λαζάρεφ. Ο πρίγκιπας Δαβίδ μεταφέρθηκε στην Αγία Πετρούπολη υπό στρατιωτική συνοδεία στις 18 Φεβρουαρίου 1803. Από το 1812 έως το 1819, κατείχε έδρα στη Γερουσία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε το 1800 την πριγκίπισσα Eλένη Αμπαμελίκ (1770-1836) και απεβίωσε άτεκνος το 1819. Κηδεύτηκε στη Μονή Αλεξάνδρου Νιέβσκι.

Επηρεασμένος από τις ιδέες τού Γαλλικού Διαφωτισμού ήταν ο πρώτος Γεωργιανός μεταφραστής τού Βολταίρου. Ήταν επίσης συγγραφέας μίας έρευνας για την ιστορία της Γεωργίας ( στα γεωργιανά, 1814), της Επιθεώρησης τού Γεωργιανού Νόμου (στα ρωσικά, 1811-1816), τού Συνοπτικού Εγχειριδίου Φυσικής (στα γεωργιανά, 1818) και πολλών ποιημάτων.