Αυτονομία (Ορθόδοξη Εκκλησία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, η αυτονομία υποδηλώνει έναν τύπο περιορισμένης αυτοδιοίκησης μίας εκκλησίας (τοπικής) προς την αυτοκέφαλη μητέρα της εκκλησία. Μία αυτόνομη Εκκλησία είναι αυτοδιοικούμενη σε ορισμένες πτυχές, η οποία τη διαφοροποιεί από μια μη αυτόνομη Εκκλησία. Οι πτυχές στις οποίες η αυτόνομη εκκλησία είναι αυτοδιοικούμενη εξαρτώνται από την απόφαση της μητέρας Εκκλησίας. Μια εκκλησία που είναι αυτόνομη έχει ως ανώτερο επίσκοπό της, έναν Αρχιεπίσκοπο ή Μητροπολίτη, που εγκρίνεται (ή χειροτονείται) από τον προκαθήμενο της μητέρας εκκλησίας.[1][2][3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «A Dictionary of Orthodox Terminology - Part 1 (A–H) – Introduction to Orthodoxy Articles» (στα Αγγλικά). Greek Orthodox Archdiocese of America. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιανουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2021. 
  2. «Autocephalous / Autonomous - Questions & Answers». Orthodox Church in America. Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2021. 
  3. Ware, Timothy (1997). «Introduction». The Orthodox Church. Penguin Books. ISBN 978-0-14-192500-4. There are in addition several Churches which, while self-governing in most respects, do not possess full independence. These are termed 'autonomous' but not 'autocephalous'