Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρωσική απεικόνιση της Πενθέκτης εν Τρούλω Συνόδου, 16ος αιώνας

Πενθέκτη Οικουμενική ονομάζεται η Σύνοδος επισκόπων που συνεκλήθη το 692 στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β', ο οποίος επευφημήθηκε από τη σύνοδο ως «αρχιερέας βασιλιάς»[α]. Είναι γνωστή επίσης ως Εν Τρούλω Σύνοδος, γιατί συνεκλήθη στην ειδική αίθουσα που έφερε θολωτή στέγη καλούμενη «αίθουσα Τρούλου», στο Ιερό Παλάτι.

Καθώς οι δύο προηγούμενες Οικουμενικές Σύνοδοι (Πέμπτη και Έκτη) δεν ασχολήθηκαν με τη σύνταξη κανόνων, αυτή επιχείρησε να συμπληρώσει αυτό το κενό, πράγμα στο οποίο οφείλει το όνομά της. Σε αυτήν μετείχαν 215 (κατ'άλλες πηγές 227) επίσκοποι, προερχόμενοι όλοι από την Ανατολική Αυτοκρατορία. Προήδρευσε ο Πατριάρχης Παύλος Γ΄, ενώ ο επίσκοπος Γορτύνης Βασίλειος, που τότε άνηκε στο Ανατολικό Ιλλυρικό που υπαγόταν στον Πάπα Ρώμης, αυτοχρίστηκε εκπρόσωπός του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται ρητώς από κάποια πηγή.

Κανόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο της Συνόδου ήταν αποκλειστικά νομοκανονικό. Συντάχθηκαν 102 Κανόνες, οι οποίοι ακόμη και σήμερα αποτελούν τη σημαντικότερη κανονική συλλογή της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Πολλοί από τους κανόνες είναι επανάληψη παλαιότερων. Στον Κανόνα 1 εγκρίνονταν οι έξι οικουμενικές σύνοδοι που είχαν ήδη προηγηθεί, ενώ στον Κανόνα 2 αναφέρονται οι Αποστολικοί Κανόνες, η Σύνοδος της Λαοδικείας, η Τρίτη Σύνοδος της Καρχηδόνας και η 39η Πανηγυρική Επιστολή του Αθανασίου.

Απαγόρευση προχριστιανικών πρακτικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σύνοδος απαγόρευσε ορισμένες γιορτές και πρακτικές που θεωρήθηκε ότι είχαν παγανιστική προέλευση. Από αυτούς τους κανόνες, οι ιστορικοί αντλούν κάποιες πληροφορίες σχετικά με τις προχριστιανικές θρησκευτικές πρακτικές[2]. Σύμφωνα με αυτούς, ούτε κληρικός ούτε λαϊκός επιτρεπόταν να παρακολουθεί τις παγανιστικές γιορτές των Βοτών[3], των Καλενδών ή των Βρουμαλίων[4].

Τελετουργική ομογενοποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί από τους κανόνες της Συνόδου στόχευαν στην ομογενοποίηση του τελετουργού τυπικού και στην πειθαρχία του κλήρου σε διάφορα μέρη της Χριστιανικής Εκκλησίας. Καθώς η Σύνοδος συνήλθε υπό την αιγίδα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και με αποκλειστικά ανατολικό κλήρο, οι κανόνες της αυτοί υιοθέτησαν σε συντριπτικό βαθμό ως ορθόδοξη την πρακτική της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης[2].

Αρμενικές πρακτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σύνοδος καταδίκασε ρητά ορισμένα έθιμα των Αρμενίων, μεταξύ αυτών την χρήση κρασιού χωρίς νερό για τη Θεία Ευχαριστία[5], την επιλογή παιδιών κληρικών για διορισμό κληρικών[6] και την κατανάλωση αυγών και τυριών τα Σάββατα και τις Κυριακές της Τεσσαρακοστής[7] και όρισε την καθαίρεση των κληρικών και τον αφορισμό των λαϊκών που παραβίαζαν τους κανόνες που απαγόρευαν αυτές τις πρακτικές[8].

Ρωμαϊκές πρακτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ομοίως απέρριψε με παρόμοιες ποινές, την ρωμαϊκή παράδοση να μην επιτρέπεται σε έγγαμους να χειροτονούνται διάκονοι ή ιερείς εκτός εάν ορκίζονταν αέναη εγκράτεια και ζούσαν χωριστά από τις γυναίκες τους[9], καθώς και αυτή της νηστείας κατά τα Σάββατα της Σαρακοστής[10]. Ωστόσο, προέβλεπε επίσης την εγκράτεια τις περιόδους που αυτοί ιερουργούν[9]. Χωρίς να έρχεται σε αντίθεση με την πρακτική της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, προέβλεπε επίσης ότι κατά τη Σαρακοστή έπρεπε να τελούνται μόνο προηγιασμένες λειτουργίες, εκτός από τα Σάββατα, τις Κυριακές και την εορτή του Ευαγγελισμού[11][8].

Ευχαριστία, λειτουργία, κατήχηση, βάπτισμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σταφύλια, γάλα και μέλι απαγορεύτηκε να προσφέρονται στο ναό. Όσοι προσέρχονται για Θεία Ευχαριστία, θα πρέπει να να το κάνουν με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος σε μορφή σταυρού. Απαγορεύτηκε να δίνεται Θεία Ευχαριστία σε νεκρούς. Κατά τη λειτουργία οι ψαλμοί ορίστηκε να ψάλλονται με σεμνούς και γλυκούς τόνους και δόθηκαν οδηγίες στους ιερείς σχετικά με το πώς να αντιμετωπίζουν τους αβάπτιστους και πώς να κατηχούν τους αιρετικούς που προσέρχονται στην πίστη[8].

Ηθικές οδηγίες για κληρικούς και λαϊκούς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τα παραπάνω, η Σύνοδος καταδίκασε τους κληρικούς που είχαν ανάρμοστες ή παράνομες σχέσεις με γυναίκες, καταδίκασε τη σιμωνία και την επιβολή τελών για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Απαγόρευσε σε όσους ανήκουν σε ιερά τάγματα να επιδίδονται σε τοκογλυφικές πρακτικές, να παρακολουθούν ιπποδρομίες, να φορούν ανάρμοστα ρούχα ή να τελούν τη λειτουργία σε ιδιωτικά σπίτια (ευκτήριους οίκους) χωρίς τη συγκατάθεση των επισκόπων τους. Απαγορεύτηκε σε κληρικούς και λαϊκούς να παίζουν με ζάρια, να παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις ή να συμβουλεύονται μάντες. Απαγορεύτηκε σε όλους να έχουν οίκο πορνείας, να κάνουν άμβλωση, να στρώνουν τα μαλλιά τους με περίτεχνες κοτσίδες ή να προωθούν την πορνογραφία. Διέταξε επίσης τους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης να σταματήσουν να φορούν «ενδύματα αντίθετα με το γενικό έθιμο», το οποίο ορισμένοι ερμήνευσαν ως αναφορά στην παρενδυσία[12][8].

Αποδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Κανόνες της Πενθέκτης Συνόδου περιελήφθησαν στους βυζαντινούς κώδικες Κανονικού Δικαίου και εφαρμόζονταν ακόμη και στην περίοδο της εικονομαχίας (παρά την έγκριση που δίνεται στις απεικονίσεις του Χριστού στον Κανόνα 82). Δεν τους δόθηκε, ωστόσο, εντελώς ισότιμη θέση με τους κανόνες προηγούμενων συνόδων μέχρι τους μεγάλους νομοδιδάσκαλους του 12ου αιώνα, όπως ο Βαλσαμών. Η άμεση αντίδραση της Ρώμης ήταν εξαιρετικά εχθρική, εν μέρει επειδή δύο κανόνες (οι 13 και 55) αποδοκίμαζαν ρητά ρωμαϊκές πρακτικές, αλλά κυρίως λόγω ενόχλησης του Πάπα Σέργιου Α΄ στο γεγονός ότι αναμενόταν από αυτόν να εγκρίνει αναδρομικά ολόκληρη σειρά νέων κανόνων. Το 711, ωστόσο, ο Πάπας Κωνσταντίνος φαίνεται ότι αποδέχτηκε έναν συμβιβασμό, σύμφωνα με τον οποίο η Ρώμη αποδέχτηκε την εγκυρότητα των κανόνων στην Ανατολή, ενώ της επιτρεπόταν να συνεχίσει τις υφιστάμενες δυτικές πρακτικές όπου αυτές διέφεραν. Αργότερα, μια επιστολή του Πάπα Αδριανού Α', η οποία χρονολογείται στο 785, αναφέρει την έγκριση των κανόνων από τους Βυζαντινούς, αλλά παρερμηνεύτηκε στη Δύση ως δήλωση έγκρισής τους από τον ίδιο τον Αδριανό. Εν μέρει ως συνέπεια αυτού του λάθους, αλλά και λόγω της ποιότητάς τους, ο Γρατιανός (δωδέκατος αιώνας) ανέφερε πολλούς από τους Κανόνες της Πενθέκτης στην μεγάλη του συλλογή Κανονικού Δικαίου, το Decretum. Ωστόσο, όπου αυτοί συγκρούονταν με δυτικούς κανόνες ή πρακτική, τους παραμέριζε ως βυζαντινούς και στερούμενους καθολικής αποδοχής. Το έργο του Γρατιανού παρέμεινε σε ισχύ στη Δύση μέχρι την εισαγωγή του Κώδικα Καθολικού Κανονικού Δικαίου, που εκδόθηκε το 1917[13].

Υποσημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Πολλά τα έτη τω αρχιερεί βασιλεί[1]».

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Δρακόπουλος, Παναγιώτης (2002). Μεσαίωνας - Ελληνικός και Δυτικός (Φιλοσοφία και προφητεία). Αθήνα: Παρουσία. 
  2. 2,0 2,1 Ostrogorsky, George· Hussey, Joan (trans.) (1957). History of the Byzantine stateΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. New Brunswick, NJ: Rutgers University Press. σελίδες 122–23. ISBN 0-8135-0599-2. 
  3. Trombley, Frank R. (2005). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford University Press. ISBN 9780195187922. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2021. 
  4. Κανών 62
  5. Κανών 32
  6. Κανών 33
  7. Κανών 56
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Andrew Ekonomou. Byzantine Rome and the Greek Popes. Lexington Books, 2007
  9. 9,0 9,1 Κανών 13
  10. Κανών 55
  11. Κανών 52
  12. Κανών 71
  13. Richard Price, The Canons of the Quinisext Council, Liverpool 2020, 34-54.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]