Ουσία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Ουσία (αποσαφήνιση).

Η ουσία ως όρος προκύπτει από τη μετοχή του ρήματος «είναι» και δηλώνει τη φύση που χαρακτηρίζει το ον (αυτό που υπάρχει) σαν να ήταν αυτή πραγματική όσο το ίδιο το ον. Η ουσία του κάθε πράγματος είναι ο συγκερασμός των ιδιοτήτων που το χαρακτηρίζουν, που το κάνουν να είναι αυτό που είναι. Ως όρος χρησιμοποιείται από την αρχαία ελληνική γλώσσα ως και σήμερα. Στις υπόλοιπες γλώσσες μεταφράζεται πιο χαλαρά και ενίοτε ανεπιτυχώς, π.χ. στην αγγλική ως «substance» ή στη λατινική ως «substantia» η οποία αρμόζει μόνο στο αριστοτελικό πλαίσιο θεώρησης.[1]

Η ουσία πραγματεύεται την ύπαρξη στο νοητικό πεδίο, αφαιρετικά από αυτό που καθορίζουν ως ον οι αισθήσεις και η εμπειρία. Κι ενώ είναι εύκολο να δει κανείς πως η «κοκκινότητα» είναι η ουσία του κόκκινου χρώματος, η προσπάθεια διατύπωσης της ουσίας ενός απλού αντικειμένου όπως ένα βιβλίο ή μια καρέκλα δεν είναι τόσο εύκολη. Ένα βιβλίο θα μπορούσε να είναι το χάρτινο κατασκεύασμα που έχει σχήμα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, αποτελείται από πολλές παράλληλες σελίδες, με τις δύο ακριανές πιο σκληρές ως εξώφυλλα, που συρράπτονται όλες μαζί στη μία του πλευρά ώστε να επιτρέπεται το ξεφύλλισμα και το διάβασμα του κειμένου που περιέχεται στις σελίδες του. Ένα άλλο βιβλίο θα μπορούσε να έχει πλαστικές σελίδες, αυτές να έχουν κολληθεί αντί να συρραφτούν και αντί τυπωμένα γράμματα να περιέχει ανάγλυφες κουκίδες που κάνουν δυνατή την ανάγνωση με την αφή. Η ουσία όμως του βιβλίου χαρακτηρίζεται από τις ιδιότητες που έχουν όλα τα βιβλία. Έτσι η ουσία του βιβλίου ενδεχομένως να είναι «το αντικείμενο που αποτυπώνει πληροφορία ή γνώση σε σελίδες που στοιβάζονται η μία παράλληλα στην άλλη, με αρχή και τέλος (πρώτη και τελευταία σελίδα), δεμένες με τρόπο που δίνει τη δυνατότητα να το ξεφυλλίζει ένας άνθρωπος με το χέρι και να μπορεί να ανασύρει από αυτό με σειρά από σελίδα σε σελίδα τις πληροφορίες που περιέχει, χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις του».

Η Ουσία στην αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νεοπλατωνισμός δέχθηκε ότι, το «τι» η ουσία ή η φύση δεν γνωρίζεται, δεν συλλαμβάνεται, δεν καταλαμβάνεται από τον νου. Αλλά αποτελεί βασική αρχή της Ελληνικής Φιλοσοφίας, της Ελληνικής σκέψεως, ότι την ουσία των όντων την γνωρίζουμε και μπορούμε να τη γνωρίσουμε με το νου, ο οποίος συλλαμβάνοντας τις ιδέες, οδηγείται στην ουσία των όντων.

Δηλαδή, για να γνωρίσω ένα αντικείμενο στην ουσία του, στο «τι εστί», κατά την Ελληνική Φιλοσοφία, εάν μεν έχω πλατωνικές προδιαθέσεις, θα αναζητήσω την ιδέα του τραπεζιού, το ίδιο το αντικείμενο, το "ιδεατό" από τον "κόσμο των ιδεών". Το ίδιο το αντικείμενο, όσο βέβαια και αν υπερβαίνει το πραγματικό αντικείμενο, εντούτοις με το νου μου, ο οποίος νους υπερβαίνει τα όντα, τα όντα τα αντικειμενικά τα αποκαλυπτικά όντα, με το νου μου μπορώ να το πιάσω το ιδεατό αντικείμενο. Όσο βέβαια ο νους μου είναι καθαρός, καθαρμένος από τα υλικά τόσο μπορεί να φθάσει και να συλλάβει τα νοερά, τα ιδεατά.

Εάν έχω Αριστοτελικές προδιαθέσεις, θα αναζητήσω τότε την ουσία του αντικειμένου στην υλική του υπόσταση. Πίσω από αυτό το υλικό, το συγκεκριμένο αντικείμενο, υπάρχουν ορισμένοι νόμοι φυσικοί που το κάνουν να είναι αυτό που είναι. Η σύλληψη αυτών των νόμων παύει δια του νου. Αλλά με την επεξεργασία των φυσικών και αντικειμενικών όντων και όχι ιδεατών η σύλληψη της ουσίας είναι δυνατή με έναν άλλο τρόπο.

Η Ουσία στην Ορθόδοξη Θεολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσον αφορά την Ουσία του Θεού:

"Ουσία... είναι... αυτό το ΕΙΝΑΙ τού Θεού". (Βασίλειος Καισσαρείας).

Ο Άγιος Αθανάσιος έγραψε, ότι η ουσία, όταν αναφέρεται στο Θεό, σημαίνει: "Αυτός είναι ο Ων". (Γιαχβέ).

Κατά το Γρηγόριο το θεολόγο: "Ο Ων και ο Θεός είναι τής Ουσίας ονόματα".

Η λέξη "Ουσία", λέγεται στη θεολογία και: "Φύση" τού Θεού. Όταν λοιπόν μιλάμε για το όνομα: "Γιαχβέ", για το "Είναι", ή για τον "Όντα", ή για την "Ουσία", ή για τη "Φύση" τού Θεού, μιλάμε για το ίδιο πράγμα.

Για τους Έλληνες Πατέρες - γιατί όταν πάμε στους Δυτικούς, έχουμε άλλη κατάσταση - το «τι του Θεού», η ουσία του Θεού δεν μπορεί να συλληφθεί, να καταληφθεί δια του νου. «Άπειρον το Θείον και ακατάληπτον και έν μόνο αυτού καταληπτού η απειρία και η ακαταληψία αυτού» (Ιωάννη του Δαμασκηνού). Δεν μπορούμε να καταλάβουμε δια του νου. Διότι η κατάληψη προϋποθέτει ακριβώς την ενέργεια του νου.

Μια δεύτερη αρχή που εισάγουν οι Καππαδόκες Πατέρες και την τονίζει πρώτος ο Μ. Βασίλειος, είναι ότι δεν υπάρχει ουσία, δεν υπάρχει το τι χωρίς το όπως ή το πώς, την υπόσταση. Ουσία ανυπόστατος δεν υπάρχει, δεν είναι νοητή όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος. Γυμνή ουσία δεν υπάρχει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι στην οντολογία το «όπως εστί» παίρνει πρωταρχική θέση μαζί με το «τι εστί» μαζί με την ουσία.

Η Ελληνική Φιλοσοφία έδινε πάντα προτεραιότητα στο «τι εστί» στην ουσία. Οι Καππαδόκες Πατέρες χρησιμοποιούν αυτήν την –θα έλεγε κανείς αριστοτελική- γιατί πράγματι εκεί ο Αριστοτέλης είναι πιο χρήσιμος στους Πατέρες από τον Πλάτωνα. Χρησιμοποιώντας την Αριστοτελική, την διάκριση μεταξύ πρώτης ουσίας και δευτέρας ουσίας. Με την πρώτη ουσία δηλώνει ο Αριστοτέλης το ειδικό, το συγκεκριμένο και δευτέρα ουσία δηλώνει το γενικό. Π.χ. πρώτη ουσία είναι οι Γιώργος, ο Κώστας, ο Γιάννης, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Η δευτέρα ουσία είναι το γενικό, η ανθρωπότητα, η ανθρώπινη φύση, η ανθρώπινη ουσία, η οποία υπάρχει και στον Κώστα και στο Γιώργο και στο Γιάννη. Η θεία ουσία δεν προηγείται των υποστάσεων, των προσώπων, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει γυμνή ουσία.

Είναι αδύνατον να γίνει λόγος και στην ανθρώπινη ουσία π.χ. στους ανθρώπους, για μια ανθρωπότητα γενική, χωρίς να γίνει λόγος συγχρόνως για τους επιμέρους συγκεκριμένους ανθρώπους. Και στον Θεό τον ίδιο, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ουσία του Θεού, χωρίς να γίνει λόγος συγχρόνως λόγος για τον τρόπο υπάρξεως, για το «όπως» ή για τα πρόσωπα ή για τις υποστάσεις. Έτσι η θεία ουσία δεν προηγείται λογικά των υποστάσεων. Διότι απλούστατα δεν μπορεί να υπάρξει γυμνή, ανυπόστατος.

Και εδώ έχουμε την ΑΛΛΑΓΗ της έννοιας: "υπόσταση", που εισήγαγαν για πρώτη φορά οι Έλληνες Καππαδόκες Πατέρες στον όρο. Από ταυτόσημο της ουσίας, τον διαχώρισαν, και τον μετέτρεψαν σε κάτι ταυτόσημο με αυτό που σήμερα ονομάζουμε: "πρόσωπο".

Έκτοτε, στη Θεολογία, έχουμε ταύτιση ουσίας και φύσεως από τη μία, και αντιθέτως, υποστάσεως και προσώπου από την άλλη.

Ορισμοί της Ουσίας κατά τους Εκκλησιαστικούς Πατέρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι και τον τρίτο αιώνα μ.Χ., η λέξη: "Ουσία", ταυτιζόταν με την έννοια της λέξεως "υπόσταση". Από τους Καππαδόκες Πατέρες και μετά, η ταύτιση αυτή έπαψε να υπάρχει, λόγω αλλαγής της Θεολογικής έννοιας της λέξεως "υπόσταση".

  • "Ουσία είναι πράγμα υπαρκτό". (Λεοντίου Βυζαντίου μν. εργ. PG 1277 D).
  • "Ουσία είναι η παραλλαγή τού ανυποστάτου..." "Ουσία είναι το να υπάρχει κάτι". "Είναι το όντως υπαρκτό". (Γρηγόριος Νύσσης).

Ουσία είναι κάτι «των κάθε αυτών υφεστηκότων» (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Κάτι δηλ. για το οποίο μπορεί να γίνει λόγος ατομικά με αναφορά μόνο σ’ αυτό το αυθυπόστατο.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ετιέν Ζιλσόν, Το Ον και η Ουσία. Το πρόβλημα της ύπαρξης στη δυτική φιλοσοφία από την αρχαιότητα ως τον εικοστό αιώνα, μτφρ.Σαμαρτζής Θάνος, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2009

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge, εκδόσεις Κέδρος, 2011, ISBN 978-960-04-4227-4

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]