Ορθοδοξία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ορθοδοξία (από τις λέξεις: «ορθή/δοξασία-πίστη)»)[1][2] είναι η προσήλωση στις ορθές ή αποδεκτές πίστεις, ειδικά στη θρησκεία.[3]

Η Ορθοδοξία εντός του Χριστιανισμού αναφέρεται στην αποδοχή των δογμάτων που ορίζονται από διάφορα δόγματα και Οικουμενικές Συνόδους στην αρχαιότητα, αλλά διαφορετικές Εκκλησίες δέχονται διαφορετικά δόγματα και Συνόδους. Τέτοιες διαφορές απόψεων έχουν αναπτυχθεί για πολλούς λόγους, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών και πολιτισμικών φραγμών. Αποτελεί σημείο αναφοράς, και συμπληρωματική έννοια, της ετεροδοξίας ("άλλη διδασκαλία"), της αίρεσης και του σχίσματος. Όσοι παρεκκλίνουν από την ορθοδοξία ομολογώντας πίστη σε ένα άλλο δόγμα αποκαλούνται «αιρετικοί» και «ετερόδοξοι», ενώ εκείνοι που παρεκκλίνουν από την ορθοδοξία με την απόσχιση από το αντιληπτό σώμα των οπαδών, καλούνται «σχισματικοί». Η διάκριση στην ορολογία γίνεται ως προς το περιεχόμενο εάν κάποιος εξετάζει την οργανική ενότητα, η έμφαση δίνεται στο σχίσμα ενώ αν κάποιος εξετάζει τη δογματική συνοχή, η σημασία μετακινείται στην αίρεση.

Ο Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός (Ορθόδοξη Εκκλησία) και ο Ανατολίτικος Ορθόδοξος Χριστιανισμός (Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες) μερικές φορές αναφέρονται απλώς ως «Ορθοδοξία».

Σε ορισμένες αγγλόφωνες χώρες, οι Εβραίοι που τηρούν όλες τις παραδόσεις και τις εντολές, όπως νομοθετούνται στην Τορά, ονομάζονται συχνά Ορθόδοξοι Εβραίοι.

Το σουνιτικό Ισλάμ μερικές φορές αναφέρεται ως «Ορθόδοξο Ισλάμ».

Η Ορθοδοξία ως Χριστιανική έκφανση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325) με τους Αγίους να κρατάν στα χέρια τους το Σύμβολο της Πίστεως. Η συμμόρφωση των πιστών με αυτό είναι μια κοινή ομολογία της ορθοδοξίας στον Χριστιανισμό.

Οι κύριες εθνοτικές ομάδες Ορθοδόξων είναι οι Έλληνες, οι οποίοι εκφράζουν την Ελληνορθόδοξη βυζαντινή παράδοση του Χριστιανισμού και υφίστανται ως μήτρα των άλλων εκκλησιαστικών παραδόσεων, όπως οι Σλάβοι, των οποίων η λειτουργική παράδοση μετεξελίχθηκε από την Βυζαντινή βάση, επηρεαζόμενη από δυτικές επιρροές, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερης λαμπρότητας τυπικό, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της Αυτοκρατορικής Ρωσίας και επί τη βάσει της θεωρίας της διάδοχης Τρίτης Ρώμης, οι Ρουμάνοι συμπεριλαμβανομένων των Μολδαβών, οι Γεωργιανοί, οι Οσσετοί και άλλοι λαοί του Καυκάσου.

Πηγή πίστεώς της, η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί την Θεία Αποκάλυψη δια της εμπειρίας των Αγίων, όπως αυτή καταγράφεται στην Αγία Γραφή, τα εγκεκριμένα από τις Οικουμενικές Συνόδους Πατερικά κείμενα, τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα Λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας, και την Υμνολογία της Εκκλησίας. Η εμπειρία αυτή των αγίων ονομάζεται Ιερά Παράδοση. Οι Αποστολικοί Πατέρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων θεωρούνται αυθεντίες στην ερμηνευτική της Αγίας Γραφής και την Δογματική, όπως και οι πατέρες όλων των αιώνων.

Ορθόδοξες αποκαλούνται και οι ανατολίτικες Προχαλκηδόνιες εκκλησίες των Αρμενίων, Κοπτών, Σύρων και Αιθιόπων, μεταξύ άλλων, οι οποίες δεν ανήκουν στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Perseus Digital Greek Word Study Tool». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2019. 
  2. «Orthodoxy». Online Etymology Dictionary. Ανακτήθηκε στις 20 Μαρτίου 2024. 
  3. "orthodox." Dictionary.com. The American Heritage Dictionary of the English Language (4th ed.) Houghton-Mifflin Company. 2004. Retrieved March 03, 2008.