Μάχη στο Δίστομο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη στο Δίστομο
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Χρονολογία17 Ιανουαρίου 1827
ΤόποςΔίστομο
Έκβασηνίκη των Ελλήνων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Ομέρ Πασάς από την Κάρυστο, Μουστάμπεης Καροφίλμπεης
Δυνάμεις
2.000 πεζικό και 500 ιππείς
Απώλειες
2 νεκροί, 8 τραυματίες
80 νεκροί, 80 τραυματίες

Η Μάχη στο Δίστομο ήταν πολεμική εμπλοκή της επανάστασης του 21 με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες οι οποίοι νίκησαν πολυπληθέστερο εχθρό, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου, ήρωας των Οθωμανών ο οποίος θεωρείτο ανίκητος.

Πριν τα γεγονότα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η φήμη των νικών των υπό τον Καραϊσκάκη Ελλήνων οδήγησε τον αρχηγό του οθωμανικού στρατού στην Αθήνα, Κιουταχή, στη σκέψη να επιτεθεί εκστρατεύσει ο ίδιος εναντίον του Καραϊσκάκη. Μή θέλοντας όμως να διαλύσει την πολιορκία της Ακρόπολης, απέστειλε τελικά τον Ομέρ Πασά από την Κάρυστο, μαζί με τον αδερφό του Μουστάμπεη Καροφίλμπεη, επικεφαλής δύο χιλιάδων πεζικού και 500 ιππέων.

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Τούρκοι εμφανίστηκαν στις 17 Ιανουαρίου 1827 το πρωί έξω από το Δίστομο, το οποίο κρατούσαν 300 Σουλιώτες με αρχηγό τον Ν. Μπότσαρη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Κουτσονίκα, Χρήστο Κουτσονίκα, Ιωάννη Μπαϊρακτάρη, Ν. Κάσκαρη και Ιωάννη Μπιλπίλη. Οι Έλληνες βγήκαν και ακροβολίστηκαν, αλλά όταν είδαν το σμήνος των εχθρών κλείστηκαν στα οχυρώματα και έστειλαν μήνυμα στα Σάλωνα για βοήθεια. Την επόμενη μέρα επιτέθηκαν ορμητικά οι Τούρκοι και διεξήχθη σφοδρή μάχη, με τους Έλληνες να κυκλώνονται από όλες τις πλευρές εκτός των μετόπισθεν, Στις 18 του μηνός , οι Τούρκοι, επιτιθέμενοι από αριστερά και από το κέντρο, μπήκαν στο χωριό και κατέστρεψαν τα περιφράγματα των οχυρωμάτων. Επιτέθηκαν και στο ισχυρό οχύρωμα του προφήτη Ηλία, αλλά οι Έλληνες έδειξαν αντίστοιχη τόλμη και ανδρεία ρίχνοντας σφαίρες μανιωδώς και με επιτυχία κατά των εχθρών, οι οποίοι επιχειρούσαν κυκλωτική κίνηση από τα νώτα, για να τους εγκλωβίσουν. Κατά τη διάρκεια της μάχης κατέφθασε και ο Γεώργιος Δράκος με διακόσιους Έλληνες (Σουλιώτες κυρίως και λίγους Λειβαδίτες) και επιτέθηκε στους εχθρούς. Μετά από συμπλοκή σώμα με σώμα, τους έκανε να φύγουν στους λόφους. Οι υπόλοιποι βλέποντας την κατάσταση έφυγαν και αυτοί τρέχοντας από το χωριό, ενώ οι Έλληνες τους σκότωναν κατά την καταδίωξη. Τη νύχτα της 20 Ιανουαρίου 1827, κατέφθασε και ο ίδιος ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, μέσω του Σχιστού, και με έναν ευφυή σχεδιασμό διέσπασε τις εχθρικές γραμμές και πέτυχε να ενωθεί με τους υπερασπιστές του Διστόμου. Για λίγες ημέρες ακολούθησαν εκατέρωθεν οχυρωματικά έργα, έως ότου στις 31 Ιανουαρίου εμφανίσθηκαν τουρκικές ενισχύσεις που παρέλαυναν συντεταγμένα, ερχόμενοι απευθείας από την Κωνσταντινούπολη. Στις 3 Φεβρουαρίου, οι Τούρκοι επανέλαβαν την επίθεση, ωστόσο οι Έλληνες αντιστάθηκαν σθεναρά και τη νύκτα της 5 Φεβρουαρίου οι επιτιθέμενοι άρχισαν να υποχωρούν. Οι άνδρες του Καραϊσκάκη τους καταδίωξαν. Το επόμενο πρωΐ, πανικόβλητοι, οι Τούρκοι αποσύρθηκαν οριστικά από την περιοχή και εγκατέλειψαν στη διάθεση των Ελλήνων πλήθος από λάφυρα (σκηνές, πολεμοφόδια, τροφές, ακόμη κι ένα κανόνι που είχαν φέρει μαζί τους). Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν ογδόντα, και άλλοι τόσοι πληγώθηκαν, ενώ από τους Έλληνες σκοτώθηκαν δύο και οκτώ πληγώθηκαν, μεταξύ των οποίων και ο Μπότσαρης ελαφρά.

Σημασία της ελληνικής νίκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω του γενικού τρόμου που προκαλούσε στους Οθωμανούς το όνομα του Καραϊσκάκη, αλλά και εξαιτίας του δριμύτατου χειμώνα που είχε ενσκύψει, εγκατέλειψαν τότε τις θέσεις τους οι τουρκικές φρουρές που στάθμευαν στο φρούριο των Σαλώνων (το οποίο εν συνεχεία κατέλαβε ο Πανουργιάς), στη Δαύλεια, στη Μονή της Ιερουσαλήμ, ενώ έφυγαν και τμήματα των τούρκων της Ναυπάκτου. Έτσι, στα χέρια των Τούρκων παρέμεναν πλέον, μόνο οι οχυρωμένες πόλεις της Βόνιτσας, του Μεσολογγίου και της Ναυπάκτου. Ο Ομέρ Πασάς, μαζί με τα υπολείμματα του στρατού του, γύρισε κατισχυμένος στην Εύβοια και σχεδόν όλη η κεντρική Ρούμελη περιήλθε στον ελληνικό έλεγχο. Το στρατηγικό σχέδιο του Καραϊσκάκη, να αποκόψει όλους τους δρόμους επικοινωνίας του Κιουταχή από τα βασικά κέντρα ανεφοδιασμού του στρατού του στο Ζητούνι και τη Θεσσαλία άρχισε να αποδίδει καρπούς[1].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Διονύσιος Κόκκινος, "Η Ελληνική Επανάστασις", έκδοση "Μέλισσα", Αθήνα, 1974, τόμος 5ος, σελ. 554 - 556

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]