Σουλιώτες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το «Σουλιώτης» ανακατευθύνει εδώ. Για άλλες χρήσεις, δείτε: Σουλιώτης (αποσαφήνιση).
Σουλιώτες
Σουλιώτες πολεμιστές σε υδατογραφία με τίτλο Αλβανικά παλικάρια καταδιώκουν τον εχθρό (Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκρελ, 1813-1814).[1][2][3]
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Σούλιπερ. 4.500 άτομα (το 1803)[4]
«τετραχώρι»612 οικογένειες / περ. 3.250 άτομα[4]
«επταχώρι»έως 1.250 άτομα [4]
Γλώσσες
Αλβανικά
Ελληνικά (από το 18ο αιώνα)[5]
Θρησκεία
Χριστιανοί Ορθόδοξοι

Οι Σουλιώτες ήταν κοινότητα Ορθόδοξων Χριστιανικών γενών, που κατοικούσε στην ιστορική περιοχή του Σουλίου στην Ήπειρο, κατά την Τουρκοκρατία.

Καθιέρωσαν μία αυτόνομη συνομοσπονδία με μεγάλο αριθμό χωριών, σε ένα ενιαίο σύνολο απομακρυσμένων και δύσβατων περιοχών της Ηπείρου. Στις αρχές του 19ου αιώνα υπολογίζεται ότι ανέρχονταν σε περίπου 4.500 άτομα[4], ενώ είχαν υπό την κυριαρχία τους 60 χωριά, με συνολικό πληθυσμό περίπου 7.000 κατοίκους.[6] Πέρα από τα αλβανικά, γνώριζαν από το 18ο αιώνα να χρησιμοποιούν και τα ελληνικά,[5][7] τα δε γραπτά τους ήταν όλα στα ελληνικά, όπως συνέβαινε με τους αλβανόφωνους της περιοχής.[8] Στην ιστοριογραφία του 19ου και του 20ου αιώνα έχουν περιγραφεί ως αλβανικός,[9] ελληνικός,[10] ή μεικτός ελληνοαλβανικός[11] πληθυσμός.

Είναι ιδιαίτερα γνωστοί για την ένοπλη αντίσταση τους απέναντι στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος μετά από τρεις σκληρούς πολέμους κατάφερε να τους εκδιώξει από το Σούλι το 1803, οπότε και κατέφυγαν κυρίως στα Επτάνησα. Συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, με σπουδαίους ηγέτες όπως ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κίτσος Τζαβέλλας.

Καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τζόζεφ Κάρτραϊτ, Σουλιώτης με μάλλινο καπότο. Έγχρωμη χαλκογραφία (1822)[12]

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, στο πνεύμα του ρομαντισμού διατυπώθηκαν θεωρίες που συσχέτιζαν τους Σουλιώτες με τους αρχαίους Σελλούς, ενώ ο Λάμπρος Κουτσονίκας θεωρεί τους Σουλιώτες γηγενείς απογόνους Ηπειρωτών Ελλήνων που μετανάστευσαν στα βουνά κατά τα αρχαία χρόνια, προκειμένου να διαφύγουν τις ρωμαϊκές δυνάμεις.[13][14] Οι απόψεις αυτές δε γίνονται αποδεκτές από τους περισσότερους μεταγενέστερους μελετητές, αλλά ορισμένοι νεότεροι μελετητές ενώ αναγνωρίζουν την αλβανοφωνία των Σουλιωτών, τους θεωρούν αμιγείς Έλληνες, όπως ο μελετητής και περιηγητής της Ηπείρου, Ε.Γ. Πρωτοψάλτης (1984), που πιστεύει ότι οι Σουλιώτες ανήκαν στην «ελληνικήν φυλήν» επικαλούμενος την ελληνικότητα της συνείδησής τους και τις συνεχείς συγκρούσεις τους με Τούρκους και Τουρκαλβανούς. Από τη μελέτη του ημερολογίου του Φώτου Τζαβέλλα του 1792 που είναι γραμμένο στο νότιο ιδίωμα της ελληνικής, ο Πρωτοψάλτης συνάγει ότι οι πρώτοι Σουλιώτες κατέβηκαν από το Αργυρόκαστρο ή τη Χειμάρα όπου ομιλείται αυτό το ιδίωμα.[15][16] Ο Κώστας Μπίρης αναφέρει «Είτε με την κάθοδο Αρβανιτών στην Ήπειρο κατά τον 12ο αιώνα είτε με εκείνην των χρόνων του Στεφάνου Ντουσάν, είτε μετά την επανάσταση του Σκεντέρμπεη, είχαν έλθει στην περιοχή του Δελβίνου οι πρόγονοι των Σουλιωτών, ένα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιον, ότι ο τόπος προέλευσής των, ήταν στις νοτιανατολικές παρυφές της χώρας των Γκέγκηδων γύρω στην Δίβρη, κάποιο μέρος, όπου επικρατούσε απόλυτα το ελληνικό στοιχείον».[εκκρεμεί παραπομπή] Σύμφωνα με τον Έλληνα Αρβανίτη λαογράφο Πέτρο Φουρίκη, οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου ήταν Αλβανοί οι οποίοι λόγω της επίδρασης της θρησκείας και της συνύπαρξης με ελληνικούς πληθυσμούς εξελληνίστηκαν πλήρως ώστε να διαφέρουν μόνο ως προς τη γλώσσα από τους Έλληνες της Ηπείρου,[17][18] ενώ ο Ιωάννης Λαμπρίδης θεωρεί τους Σουλιώτες αποτέλεσμα ένωσης της αρχικής αλβανικής πατριάς που εγκαταστάθηκε στο Σούλι και από την οποία πήρε το όνομά της η περιοχή, και αλβανόφωνων και ελληνόφωνων χριστιανών κοντινών περιοχών, που κατέφυγαν εκεί το 17ο αιώνα. Η ύπαρξη της ελληνοφωνίας στην περιοχή μαρτυρείται και από διάφορα τοπωνύμια όπως Συκιά, Καστανιά, Νερό Προβατίνας κ.ά. που μαρτυρούνται πριν από τα μέσα του 17ου αιώνα.[19] Περί το 1600 μ.Χ., οι Σουλιώτες φέρονται να μετανάστευσαν από τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας στα βουνά της Μούργκας, όπου μια συνομοσπονδία των γενών συγκρότησε ενιαίο μέτωπο έναντι των Οθωμανών. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι κατάγονταν από τα γύρω χωριά αλλά και από περιοχές της Βορείου Ηπείρου·[20][21] ήταν δε Αρβανίτες στην καταγωγή, κατά κύριο λόγο, ενώ υπήρχαν Παραμυθιώτες και Λελοβίτες.[20] Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν πως οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου εγκαταστάθηκαν εκεί ως ομάδες βοσκών στα μέσα του 16ου αιώνα. Οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν από τη νότιο Αλβανία και τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας.[22] Η Βάσω Ψιμούλη υποστηρίζει ότι το Σούλι επελέγη ως τόπος μόνιμης εγκατάστασης από έναν από τους δύο αλβανικούς μεταναστευτικούς ποιμενικούς πληθυσμούς που έφτασαν στην περιοχή οργανωμένοι σε μεγάλες αιματοσυγγενικές ομάδες (αλβανικά: fis) στο μέσο του 14ου αιώνα, εποχή κενού ισχύος μετά το θάνατο του Στέφανου Δουσάν και δημογραφικής παρακμής του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού εξαιτίας της πανούκλας. Μια αλβανική μεταναστευτική ομάδα, οι Μαζαρακαίοι, μπορούσε να φτάσει στην περιοχή από βορρά μέσω της Βαγενετίας, ενώ η άλλη από νότο μέσω Ρωγών.[23]

Στην ιστοριογραφία του 19ου και 20ου αιώνα κυριαρχούσε η θέση ότι ορεινοί οικισμοί δημιουργούνταν από πληθυσμούς καταπιεζόμενους από τα κυρίαρχα στρώματα της εποχής της Τουρκοκρατίας.[24] Ο Έλληνας ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, και είχε διατυπώσει ένα σχήμα στο οποίο κατά την Τουρκοκρατία οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν εγκατασταθεί σε δύσβατες ορεινές περιοχές,[25] υποστήριξε ότι στο Σούλι είχαν καταφύγει καταδιωκόμενοι Έλληνες και Αλβανοί, από τους οποίους προέκυψαν οι Σουλιώτες.[26] Σύμφωνα με τους ιστορικούς Quentin Russell και Eugenia Russell, το 18ο αιώνα οι τάξεις των Σουλιωτών διογκώθηκαν από Έλληνες πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα επτά νέα χωριά.[7] Το γενικό σχήμα του Βακαλόπουλου έχει πλέον απορριφθεί ελλείψει εμπειρικής επιβεβαίωσης.[25] Ειδικά για τη περιοχή του Σουλίου, η Βάσω Ψιμούλη θεωρεί απίθανη τη σταδιακή εγκατάσταση οικογενειών και γενών διαφορετικής προέλευσης, λόγω της έλλειψης μαρτυριών για εγκατάλειψη χωριών το 17ο αιώνα, της περιορισμένης ικανότητας των βοσκοτόπων του Σουλίου να συντηρήσουν επιπλέον πληθυσμούς, και του κλειστού χαρακτήρα της συγκρότησης σε γένη, που δεν ήταν ανοικτά στην είσοδο ξένων.[27]

Ο τόπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σούλι ιδωμένο από το νότο (1846).
Χάρτης της περιοχής του Σουλίου από τον Γουίλιαμ Μάρτιν Ληκ.

Οι Σουλιώτες πήραν το όνομα τους από το χωριό Σούλι, ορεινό χωριό στη σημερινή Θεσπρωτία της Ελλάδας. Το όνομα του χωριού είναι αβέβαιης προέλευσης[28] και η ετυμολόγησή του αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ήδη από την εποχή του Χριστόφορου Περραιβού, που πρώτος εξέδωσε ιστορία του Σουλίου το 1803.[29] Στο ρομαντικό και κλασικιστικό περιβάλλον των αρχών του 19ου αιώνα, ο Γάλλος περιηγητής και πρόξενος Φρανσουά Πουκεβίλ και άλλοι σύγχρονοί του Ευρωπαίοι εισηγήθηκαν ότι το όνομα Σούλι προέρχεται από το αρχαιοελληνικό Σελλαΐς, προσπαθώντας να συνδέσουν το Σούλι με τους αρχαίους Σελλούς, αλλά η άποψη αυτή απορρίφθηκε ήδη από τον Περραιβό και δεν γνώρισε μεγάλη απήχηση σε κατοπινούς ερευνητές, ελλείψει τεκμηρίωσης.[30][28] Ο Περραιβός, που ήρθε σε επαφή με ηλικιωμένους Σουλιώτες, ισχυρίστηκε ότι το όνομά τους το πήραν από έναν Τούρκο ο οποίος είχε σκοτωθεί εκεί.[28] Κατά την πιο πρόσφατη και επικρατέστερη ετυμολογική εκδοχή, το τοπωνύμιο προήλθε από το αλβανικό Sul, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως «παρατηρητήριο» ή «ορεινή συνάθροιση» και συνδέεται με την αλβανική λέξη shul «πάσσαλος, δοκάρι» και κατ' επέκταση «κορυφή, λόφος».[28][31][32][33] Η Βάσω Ψιμούλη απορρίπτει την άποψη ότι η ονομασία δόθηκε με βάση γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής, λόγω της θέσης των οικισμών του τετραχωρίου, κανένας από τους οποίους δεν βρίσκεται σε κορυφή βουνού ή σημείο που λειτουργεί ως παρατηρητήριο της ευρύτερης περιοχής,[34] και εισηγείται ότι η ονομασία Σούλι ή Σιούλι απηχεί προσωπωνύμιο —το βαφτιστικό ή παρωνύμιο του γενάρχη της αλβανικής μεταναστευτικής ομάδας η οποία εγκαταστάθηκε εκεί—, όπως συνέβη σε άλλους οικισμούς, π.χ. τα Σπάτα ή το γειτονικό Μαζαράκι ή Μαζαρακιά της Θεσπρωτίας.[35]

Οικισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σούλι, σε χαλκογραφία του H.Holland

Κατά την επικρατέστερη άποψη, οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην απρόσιτη ορεινή αυτή περιοχή δημιούργησαν στη σειρά τέσσερα χωριά, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και το Αβαρίκο, σε απόσταση μισής ώρας δρόμο το ένα από το άλλο, και που όλα μαζί καλούνταν, λόγω του αριθμού τους, «τετραχώρι». Σύμφωνα με τον Περραιβό, αργότερα, «καθώς ευρίσκοντο στενοχωρημένοι» στο τετραχώρι, δημιουργήθηκαν άλλα επτά νέα χωριά (Τζικούρι, Περιχάτι, Βίλια, Αλσοχώρι, Κοντάτες, Γκιονάλα και Τζιφλήκι),[36] τα οποία αποτελούσαν το «εφταχώρι».[εκκρεμεί παραπομπή] Οι Σουλιώτες όλων των χωριών αυτών συσπειρώθηκαν και δημιούργησαν, τη λεγόμενη από τους ερευνητές «ομοσπονδία» ή «συμπολιτεία του Σουλίου», την οποία συγκροτούσαν τα 11 σουλιωτοχώρια. Στην ακμή της ισχύος τους, υπολογίζεται ότι η συνομοσπονδία των Σουλιωτών είχε 12.000 πληθυσμό και πάνω από 60 χωριά.[6]

Τοπωνύμια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια μελέτη του 1922 από τον Έλληνα ακαδημαϊκό Πέτρο Φουρίκη, ο οποίος εξετάζει τα τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια όπως τα Κιάφα, Κούγκε, Βίρα ή Μπίρα, Γκούρα, Δέμπες, Σαμονίβα, Στρέτεζα ή Στρέθεζα, Μούργκα, Βούτζι, Βρέκου - η - Βετετίμεσε κ.ά., βρήκε ότι προέρχονται από την αλβανική γλώσσα.[37][38] Δε συμφωνεί με τον Φουρίκη ο Αλέξ. Μαμμόπουλος, ο οποίος θεωρεί ότι στα τοπωνύμια και τα κυριώνυμα έχουν συμβάλλει όλες οι γλώσσες της περιοχής και ότι πολλά από αυτά είναι ελληνικά.[39] Η Βάσω Ψιμούλη θεωρεί ότι πολλά από τα τοπωνύμια της ευρύτερης περιοχής του Σουλίου είναι σλαβικά ή βλάχικα (Ζαβρούχο, Μούργκα, Σκάπετα, Κορίστιανη, Γλαβίτσα, Σαμονίβα, Αβαρίκο), ενώ αυτά του πυρήνα των τεσσάρων σουλιώτικων οικισμών είναι κατεξοχήν αλβανικά.[40] Σλαβικής προέλευσης θεωρεί το όνομα Αβαρίκο (σερβ. «αβόρ» = πλάτανος) και ο Θεσπρωτός δάσκαλος Σπ. Μουσελίμης που το 1975 και 1976 δημοσίευσε εκατοντάδες τοπωνύμια του Σουλίου. Ο ίδιος θεωρεί γενικά ότι αυτά είναι αρβανίτικης, ελληνικής και σλαβικής προέλευσης και δίνει τις ερμηνείες πολλών από τα μη ελληνικά.[41][Χρειάζεται σελίδα]

Κοινωνική οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πατριές (φάρες)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Σουλιώτες είχαν δική τους μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασιζόταν στην οικογενειοκρατία, τις λεγόμενες φάρες (πατριές), οι οποίες έφθαναν σε αριθμό περίπου τις 47, αντιπροσωπεύοντας 150 οικογένειες. Σπουδαιότερες εξ αυτών ήταν η φάρα του Δημοδράκου, του Ζάρμπα, του Ζέρβα, του Μπότσαρη, του Τζαβέλλα, του Δαγκλή, του Καραμπίνη, του Κουτσονίκα κ.ά.[εκκρεμεί παραπομπή] Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Περραιβός κατέγραψε ως εξής την πληθυσμιακή συγκρότηση και τις φάρες των τεσσάρων οικισμών του Σουλίου:

  • Σούλι: 19 φάρες με 425 οικογένειες, συνολικά 2.000–2.100 άτομα[εκκρεμεί παραπομπή]. Οι φάρες αυτές ήταν: «Τζιαβελλάτες (που αρχικά ονομάζονταν Παπαζαχαίοι ή Παπαζαχάτες, με γενάρχη τον ιερέα Παπαζάχο)[εκκρεμεί παραπομπή], Μποτζαράτες, Μπουζιάτες, Νταγκλιάτες, Σεάτες, Καλογεράτες, Νικάτες, Ζαρμπάτες, Καραμπινάτες, Βελιάτες, Θανασάτες, Παπαράτες, Τοράτες, Μαντζάτες, Παπαγιαννάτες, Βασιάτες, Τοντάτες, Ματάτες, Σαχινάτες».
  • Κιάφα: 5 φάρες (Ζερβάτες, Σουλάτες, Νικάτες, Φωτάτες, Πανταζάτες), με 60 οικογένειες και πληθυσμό 360-450 άτομα[εκκρεμεί παραπομπή].
  • Αβαρίκος: 3 φάρες (Σαλαράτες, Μπουφάτες, Τζιοβίτες), με 55 οικογένειες και πληθυσμό 260-300 άτομα[εκκρεμεί παραπομπή] και
  • Σαμονίβα: 3 φάρες (Μπεκάτες, Νταγκλιανάτες, Ηράτες), με 30 οικογένειες[42] και πληθυσμό 200-250 άτομα[εκκρεμεί παραπομπή].

Διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φώτο Σέχος από το Σούλι (πίνακας του Λουί Ντυπρέ).

Κάθε φάρα είχε τον δικό της αρχηγό του οποίου το αξίωμα ήταν κληρονομικό κατ΄ αρρενογονία. Οι αρχηγοί των φαρών συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας» με κύριο καθήκον να κρίνει επί παντός και να αποφασίζει σχετικά, με αναμφίβολα και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στο έθιμο.

Ανώτατη εξουσία ασκούσε το «Γενικό Συνέδριο» που ονομαζόταν «Πλεκεσία» (< αλβ. pleqësia «δημογεροντία»), στο οποίο λάμβαναν μέρος εκτός από τους αρχηγούς των οικογενειών και κάθε Σουλιώτης που είχε διακριθεί σε ανδραγαθία. Αυτό αποφάσιζε θέματα πολέμου, ειρήνης, συμμαχίας και οτιδήποτε αφορούσε τις εξωτερικές σχέσεις της «συμπολιτείας», της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Σούλι όπου και γίνονταν οι συνελεύσεις των δύο παραπάνω οργάνων.

Για τα ήθη και τα έθιμα των Σουλιωτών χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που άφησε ο Χριστόφορος Περραιβός στην ιστορική συγγραφή του, που άντλησε κατά την επιτόπια έρευνά του όταν στάλθηκε εκεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για να τους μυήσει στην Επανάσταση. Σημειώνει λοιπόν ο Περραιβός: «Κανένας από τους Σουλιώτες καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, παρά όλη τους η γύμνασις από παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν». Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη τα Σουλιωτοχώρια συντηρούσαν περίπου 2.500 ένοπλους λιτοδίαιτους, σκληραγωγημένους και ολιγαρκείς, οι οποίοι και αποτελούσαν εγγύηση της ασφάλειας της περιοχής, έναντι των Τούρκων, ο δε συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται πως έφθανε περί τους 10.000 έως 12.000.[6][43][44]

Έγιναν ονομαστοί για τις πολεμικές τους ικανότητες και τις άλλες αρετές τους. Γενικά οι Σουλιώτες επιδείκνυαν χαρακτηριστική τυφλή υπακοή και πειθαρχία στους αρχηγούς τους στην περίοδο των πολέμων τους. Θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη της ζωής τους. Τα δε ήθη τους ήταν πολύ αυστηρά. Σέβονταν τις γυναίκες τους, τιμούσαν τους διακρινόμενους σε μάχες, περιφρονούσαν τους δειλούς όπως και τις γυναίκες αυτών. Μία απλή υπόνοια για την ηθική μιας γυναίκας αρκούσε για να λιθοβοληθεί με απόφαση του αρχηγού της φάρας. Σε περίπτωση μοιχείας τη μοιχαλίδα την έβαζαν μέσα σε τσουβάλι (σάκκο) και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα. Οι Σουλιώτες διακρίνονταν για τις υποσχέσεις και συμφωνίες τους που θεωρούσαν ιερές, και θανάτωναν όσους παρέμβαιναν τις αρχές τους. Η αντεκδίκηση ή «γκιάκ» (κοινώς βεντέτα) ήταν νόμος απαράβατος. Γενικά όμως ήταν γενναίοι, ριψοκίνδυνοι, ευσταλείς, γρήγοροι, φιλελεύθεροι, αρκετές φορές μεγαλόψυχοι, φιλοπάτριδες, αλλά και αφοσιωμένοι σε επιδρομές και λαφυραγωγήσεις.

Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία ήταν ότι δεν κουρεύονταν, φορούσαν και αυτοί φουστανέλα και στολίζονταν στο στήθος με «τσαπράζια». Τα δε ρούχα των γυναικών ήταν όλα κεντητά. Αγαπημένο μουσικό όργανο των Σουλιωτών ήταν ο ταμπουράς.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ζούσαν με πολύ περιορισμένα προϊόντα λόγω του άγονου του ορεινού εδάφους με συνέπεια αυτή η ίδια η φύση να τους εξαναγκάζει πολλές φορές να προβαίνουν σε επιδρομές στις πεδινές περιοχές να ληστεύουν και να λαφυραγωγούν υποχρεώνοντας τους κατοίκους των περιοχών που υπέτασσαν να τους πληρώνουν φόρους σε χρήμα αλλά και σε είδος. Οι δε κάτοικοι αυτών των 70 περίπου κατακτηθέντων χωριών καλούνταν «Παρασουλιώτες». Η δε σχέση μεταξύ Σουλιωτών και Παρασουλιωτών έφερνε στη μνήμη, όπως σημειώνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, εκείνη μεταξύ των αρχαίων Σπαρτιατών και των Περιοίκων.

Στα μέσα του 16ου αιώνα το Σούλι είναι καταγεγραμμένο σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο ως χωριό κατοικούμενο από 244 υπόχρεους καταβολής φόρου στον εξ ολοκλήρου χριστιανικό ναχιγιέ του Άη-Δονάτου, τμήμα του ομώνυμου καζά στο σαντζάκι του Δέλβινου.[45] Σε φορολογικό κατάστιχο του 1613, ωστόσο, το Σούλι είναι ένας από τους οικισμούς στους οποίους καταγράφονται φορολογούμενοι που καταβάλλουν resm-çift και resm-i bennak, φόρους που πλήρωναν μουσουλμάνοι υπήκοοι, επήλυδες ή προσήλυτοι στο Ισλάμ.[46]

Οι Σουλιώτες πλήρωναν στον Σουλτάνο ετήσιο φόρο, τον λεγόμενο κεφαλικό και τον λεγόμενο «προβατικόν», (που προηγουμένως μάζευαν από τους Παρασουλιώτες).[εκκρεμεί παραπομπή] Οι Σουλιώτες υπάγονταν σε έναν σπαχή, ο οποίος είχε ένα βαθμό δικαιοδοσίας στο Σούλι, τους εκπροσωπούσε, όπως μαρτυρεί ένα έγγραφο του 1794, και στον οποίο κατέβαλλαν ένα μικρής ποσότητας φόρο. Η ένταξη των Σουλιωτών στο τιμαριωτικό σύστημα μέσω της καταβολής φόρου, επικύρωνε τη νομιμότητά τους, τους εξασφάλιζε τη δυνατότητα εκπροσώπησης μέσω του σπαχή και επέτρεπε τη συνέχιση της άσκησης κυριαρχίας και του πλουτισμού τους μέσω δραστηριοτήτων όπως η ληστεία και η παροχή προστασίας σε υπήκοους πληθυσμούς.[47] Ο Περραιβός μαρτυρεί ότι ο «σιπαχης της σολης» Μπεκίρ μπέης ήταν εγκατεστημένος στα Γιάννενα και πήγαινε στο Σούλι μια φορά το χρόνο για να συλλέξει το φόρο. Ακόμη, ότι ο Αλή πασάς, ο οποίος επιδίωκε να συγκεντρώσει στα χέρια του τις προσόδους όλων των μεγάλων γαιοκτημόνων της περιοχής για να αυξήσει τη δική του πολιτική ισχύ, προσπάθησε να εξαγοράσει από αυτόν έναντι υψηλού αντιτίμου το τιμαριωτικό δικαίωμα του Σουλίου και, ερχόμενος αντιμέτωπος με την επίμονη άρνησή του, τον θανάτωσε.[48]

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σελίδα από το ημερολόγιο του Φώτου Τζαβέλα στα ΓΑΚ (1792-1793)

Οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι[49] και μιλούσαν ελληνικά και αρβανίτικα,[20][50] Κατά τον Noel Malcolm, τα τοπωνύμια του Σουλίου συντείνουν ότι οι Σουλιώτες ήταν αρχικά αλβανόφωνοι, αλλά πολλοί είχαν πιθανώς γίνει δίγλωσσοι μιλώντας και τα ελληνικά από τις αρχές του 17ου αιώνα.[51] Σύμφωνα με τη Βάσω Ψιμούλη, μιλούσαν τα αλβανικά ως απόγονοι αλβανικής ποιμενικής ομάδας που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή, ενώ, λόγω της επικοινωνίας και των ανταλλαγών με τους κατά κύριο λόγο ελληνόφωνους πληθυσμούς των γύρω περιοχών, και της σημαντικής οικονομικής και στρατιωτικής τους παρουσίας στην περιοχή το 18ο αιώνα, έμαθαν να χρησιμοποιούν και την ελληνική γλώσσα.[5] Έγραφαν μόνο στα ελληνικά,[52] καθώς στην περιοχή της Ηπείρου και ιδίως της Τσαμουριάς η γραπτή επικοινωνία μεταξύ αλβανόφωνων, που ως επί το πλείστον ήξεραν να μιλούν ελληνικά και χρησιμοποιούσαν Έλληνες γραμματικούς, γινόταν στην ελληνική, όπως συμβαίνει π.χ. στην αλληλογραφία Τσάμηδων μπέηδων με τον Αλή πασά.[8] Ο Τίτος Γιοχάλας, που μελέτησε το ελληνο-αλβανικό λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη, παρατηρεί ότι το αλβανικό ιδίωμα του λεξικού ανήκει στην τοσκική διάλεκτο των αλβανικών, διασώζει πολλά αρχαϊκά γλωσσικά στοιχεία, όμοια με αυτά των ελληνο-αλβανικών κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας, και βρίσκεται πλησιέστερα στα αρβανίτικα που ομιλούνταν τη δεκαετία του 1960 στο χωριό Ανθούσα[53] (πρώην Ράπεζα).[54] Παρατηρώντας φαινόμενα ελληνικής σύνταξης σε αλβανικές φράσεις του λεξικού, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είτε η μητρική γλώσσα του Μπότσαρη και των συνεργατών του ήταν η ελληνική είτε η επίδραση της ελληνικής στην αλβανική που μιλιόταν πιθανώς στην περιοχή του Σουλίου ήταν τόση ώστε να επηρεάσει πέρα από το λεξιλόγιο και τη σύνταξή της.[55] Κατά τον Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτη οι Σουλιώτες είχαν ως μητρική γλώσσα την ελληνική της Βορείου Ηπείρου.[56][57]

Εξωτερικές περιγραφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Τσάμηδες και οι Βλάχοι αποκαλούσαν τους Σουλιώτες «Γραικούς»[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο Αθανάσιος Ψαλίδας, γραμματέας του Αλή πασά, μαρτυρεί πως το Σούλι (ή Κακοσούλι) είχε «Γραίκους» πολεμιστές που πάλευαν τους Αλβανούς για πολλά χρόνια.[58] Ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας έγραψε πως, «η διαυθέντευσις των Σουλιωτών κατά του της Ηπείρου τυράννου αρκετώς θέλει αποδείξει, ότι η Ελλάς γεννά ακόμη Λεωνίδας και Θεμιστοκλείς».[59] Εκτός από τις σύγχρονες μαρτυρίες, οι Σουλιώτες ήταν γνωστοί ως Έλληνες ακόμη και από τους εχθρούς τους. Ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά, έστειλε επιστολές στον πατέρα του από τον Απρίλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1803, στις οποίες αποκαλεί τους Σουλιώτες «Ρωμαίους», ή «Ρωμιούς» αλλά και «Ρωμέγους». Όλοι αυτοί οι όροι δηλώνουν ότι η σουλιωτική συνομοσπονδία αποτελούταν από Έλληνες. Ο Αχμέτ Μουφίτ, μεγάλος-εγγονός του Αλή πασά, προσπάθησε να μετατρέψει τους Σουλιώτες από «ορθόδοξους Αλβανούς», σε δικούς του, αναφέρει κατά γράμμα. Αναφερόταν οργισμένος στο πώς οι Σουλιώτες προκάλεσαν την επίθεση του Αλή πασά, το 1789, επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους Χριστιανούς Έλληνες, ενώ έγιναν και πολιτικά εργαλεία της Ρωσίας.[60] Μετά από την πρώτη του επαφή με τους Σουλιώτες, ο Byron (Λόρδος Βύρων) περιγράφει τους Σουλιώτες ως «κακότροπους Ρωμιούς που μιλούν λίγα Ιλλυρικά».[61] Ο Γουίλιαμ Μάρτιν Ληκ γράφει ότι «οι Σουλιώτες δεν ήταν Έλληνες αλλά Αλβανοί Χριστιανοί. Χρησιμοποιούσαν πάντοτε την Αλβανική γλώσσα ιδιωτικά, αλλά, κατοικώντας στα όρια, όλοι οι άνδρες και πολλές από τις γυναίκες μπορούσαν να μιλήσουν ελληνικά. Τα περισσότερα μέρη στο Σούλι και στον περίγυρό του είχαν δυο ονομασίες, μία ελληνική και μία αλβανική».[62] Ως αποτέλεσμα της ποιητικής ανάπλασης της Αλβανίας από τον Μπάιρον ως ενός «άγριου» τοπίου στο Προσκύνημα του αρχοντόπουλου Χάρολντ, σε ταξιδιωτικά ημερολόγια των αρχών του 19ου αιώνα καταγράφηκαν μία σειρά αναπαραστάσεων των ήδη γνωστών ως ανίκητων πολεμιστών Σουλιωτών. Μία από τις πιο εντυπωσιακές εικόνες ήταν μία υδατογραφία, δημιούργημα του Βρετανού αρχιτέκτονα Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκρελ, η οποία ενσωματώθηκε το 1820 σε περιηγητικό βιβλίο του Τόμας Χιουζ. Η παράσταση αυτή πάνοπλων Σουλιωτών σε ένα άγριο τοπίο απέδωσε συνοπτικά τα χαρακτηριστικά της επιδεξιότητας και της εγρήγορσης των ορεσίβιων πολεμιστών, με αποτέλεσμα να αναπαραχθεί μαζικά στην Ευρώπη το 19ο αιώνα, εικονοποιώντας τη ρομαντική οριενταλιστική θεώρησή του άγριου και ταυτόχρονα ηρωικού Άλλου.[63]

Πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Οθωμανοί Τούρκοι προσπάθησαν επί πολλά χρόνια να κατακτήσουν τα εδάφη της συνομοσπονδίας των Σουλιωτών, όχι βέβαια για να επιβάλλουν φόρους σε μια τελείως άγονη περιοχή, όσο για να εξουδετερώσουν τους ανυπότακτους Σουλιώτες. Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Σουλιωτών και Οθωμανών (συμπεριλαμβανομένων Αλβανών μουσουλμάνων) άρχισαν, κατά την τοπική παράδοση, περίπου στα 1635, αν όχι νωρίτερα. Οι πρώτες όμως ιστορικές αναφορές για αντι-οθωμανική δράση των Σουλιωτών ανάγονται στην περίοδο του Ενετοτουρκικού πολέμου (1684-1699), όπου οι επιτυχίες των Ενετών δημιούργησαν αναστάτωση και αναβρασμό σ΄ όλες τις νοτιοανατολικές περιοχές, από τη Δαλματία ως την Ήπειρο.

Πιο συγκεκριμένα:

  • To 1721 ο Ζατζή Αχμέτ (ή Χατζή Αχμέτ), Πασάς των Ιωαννίνων, μετά την απόρριψη της πρότασής του για υποταγή των Σουλιωτών, πολιόρκησε το Σούλι με ισχυρή δύναμη (8.000 ανδρών) πλην όμως αναγκάσθηκε να υποχωρήσει μετά από αιφνιδιαστική νυκτερινή αντεπίθεση των Σουλιωτών όπου και είχε πολύ μεγάλες απώλειες.
  • Το 1731, κατ΄ άλλους το 1732, με υποκίνηση των Ενετών ξεσηκώθηκαν οι Σουλιώτες καθώς και οι κάτοικοι του χωριού Μαργαρίτι. Κατά διαταγή τότε του Σουλτάνου ακολούθησαν διάφορες εκστρατείες, τόσο από τον Χατζή Αχμέτ, όσο και από άλλους Μπέηδες και Αγάδες της περιοχής χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα.
  • Το 1754, ο Μουσταφά Πασάς, ο νέος Πασάς των Ιωαννίνων, επιχειρεί και αυτός εκστρατεία που είχε την τύχη των προηγουμένων.
  • Στα επόμενα χρόνια ο Τουρκαλβανός Μουσταφά Κόκκα επιτέθηκε με 4.000 στρατιώτες και ο Μπεκίρ Πασάς με 5.000 στρατιώτες. Και οι δύο, ωστόσο, απέτυχαν να νικήσουν τους Σουλιώτες.
  • Το 1759 ο Ντόστ μπέης, του Γαρδικίου, και της Παραμυθιάς ο οποιος ήταν και διοικητής του Δέλβινου, νικήθηκε από τους Σουλιώτες.
  • To 1762, ο Μαξούντ Αγάς (ή Μαζούντ Αγάς) του Μαργαριτίου, που ήταν Βοεβόδας,(κυβερνήτης) της Αρτας, είχε την ίδια μοίρα, μετά από ήττα που υπέστη στην περιοχή «Λάκκα» των Λελόβων, καταφέρνοντας όμως να αποσπάσει τα γύρω χωριά της Λέλοβας και Λακοπούλας.
  • Το 1772, ο Αγάς του Μαργαριτίου, Σουλεϊμάν Τσαπάρη ή Τζαπάρκα, επιτέθηκε στους Σουλιώτες με στρατό 8.000 - 9.000 ανδρών, που είχαν ξεσηκωθεί, όταν τον προηγούμενο φθινόπωρο (1771), κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών, τους είχε επισκεφθεί κάποιος απεσταλμένος των Ρώσων με γράμματα του Αλέξιου Ορλώφ καθώς και με αρκετά πολεμοφόδια. Η εκστρατεία αυτή όχι μόνο απέτυχε, όπως όλες οι προηγούμενες, αλλά και ο ίδιος ο Αγάς αχμαλωτίσθηκε, ενώ οι απώλειες σε νεκρούς και αιχμαλώτους Τούρκους υπήρξαν πολύ μεγάλες. Τελικά ο Αγάς και κάποιοι εκ των αιχμαλώτων απελευθερώθηκαν με λύτρα που στάλθηκαν από τα Ιωάννινα, και την Κωνσταντινούπολη, ενώ κάποιοι άλλοι ανταλλάχθηκαν με υποσχέσεις ανεξαρτησίας. Σχετικά γεγονότα του 1772 γύρω από το Σούλι υπάρχουν σε αναφορές του διοικητή της ενετοκρατούμενης Πάργας, που υπάρχουν στα Ενετικά αρχεία.[64]
  • Το 1775 ακολούθησε επιχείρηση του Κούρτ Πασά που έφτασε μέχρι την περιοχή της Ρουσάτσας, πλην όμως αναγκάσθηκε να υποχωρήσει[65].

Επί Αλή Πασά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1788 ήδη Πασάς Ιωαννίνων είναι ο Αλή Πασάς. Οι δε πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν έγιναν εντονότερες και σφοδρότερες. Αιτία αυτών στάθηκε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-1792), στην αρχή του οποίου, τον Σεπτέμβριο του 1788, φθάνει στο Σούλι, ο Λουίζης Σωτήρης, απεσταλμένος της Αυτοκράτειρας της Ρωσίας, Μεγάλης Αικατερίνης, προκειμένου να ξεσηκώσει σε επανάσταση τους Σουλιώτες. Έτσι τον Μάρτιο του 1789, ονομαστοί οπλαρχηγοί μεταξύ των οποίων οι Γιώργης Μπότσαρης, Λάμπρος Τζαβέλας, Βέικος Ζάρμπας, Νικολός Ζέρβας, Δήμος Δράκος κ.ά. δηλώνουν εγγράφως προς την Αυτοκράτειρα, μέσω των απεσταλμένων της ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μαθαίνοντας ο Αλή Πασάς τα γεγονότα αυτά, αμέσως οργάνωσε την πρώτη εκστρατεία εναντίον των Σουλιωτών.

Πρώτος πόλεμος Αλή Πασά - Σουλιωτών (1789)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έτσι τον ίδιο χρόνο, την άνοιξη του 1789, ο Αλή Πασάς εκστράτευσε κατά των Σουλιωτών με 10.000 Τουρκαλβανούς. Η εκστρατεία αυτή κράτησε τέσσερις μήνες, οι δε Σουλιώτες επέδειξαν μοναδική δύναμη αντίστασης και εξαιρετική πολεμική ικανότητα με συνέπεια η εκστρατεία αυτή να λήξει άδοξα. Αφ' ετέρου, με νεότερα στοιχεία (έγγραφα της περιόδου εκείνης) που ήλθαν στο φως, φαίνεται ότι ο Αλή Πασάς τον Ιούλιο, μετά την υποχώρησή του, συνομολόγησε συνθήκη με τους Σουλιώτες όπου και ανέλαβε να καταβάλει μισθούς στους οπλαρχηγούς προκειμένου αυτοί ν΄ αναλάβουν την ασφάλεια της περιοχής, παίρνοντας όμως εχέγγυα πέντε παιδιά (ομήρους), από τις οικογένειες των οπλαρχηγών.

Δεύτερος πόλεμος Αλή Πασά - Σουλιωτών (1792)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1792΄, με τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, όπου και συνομολογήθηκε η Συνθήκη του Ιασίου, μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Αλή Πασάς, προκειμένου να παγιώσει μια πλήρη ευνομούμενη κατάσταση στο πασαλίκι του, επιχείρησε δεύτερη εκστρατεία κατά των Σουλιωτών, με δύναμη 10.000 Τουλκαλβανών, που και αυτή υπήρξε ατυχής. Αν και είχε ομήρους (όπως τον Φώτο Τζαβέλλα που ήταν γιος του Λάμπρου Τζαβέλλα), οι Σουλιώτες αγωνίστηκαν θαρραλέα, κάτω από τη διοίκηση του Γεωργίου Μπότσαρη, του Λάμπρου Τζαβέλλα και του Δήμου Δράκου. Ακόμη και οι γυναίκες, υπό τη Μόσχω (σύζυγο του Λάμπρου Τζαβέλλα), συμμετείχαν στη μάχη. Σκοτώθηκαν 2.000 Τουρκαλβανοί και 74 Σουλιώτες.

Έτσι ανεπιτυχής υπήρξε και αυτή η εκστρατεία για την οποία σημείωνε ο Ενετός προνοητής (= αρμοστής) της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας): «στα ορεινά καταφύγια που αποτελούν την άμυνα των Σουλιωτών, κατέρρευσεν η φιλαυτία του υπερηφάνου (Αλή) Πασά». Ο δε Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, στο ποίημά του «Φυγή», περιγράφει ποιητικά ακριβώς αυτή την εκστρατεία μετά την οποία ο Αλή Πασάς αναγκάσθηκε να δεχθεί κάποιες προτάσεις των Σουλιωτών σχετικά με τη διοίκηση (μοίρασμα) της περιοχής.

Οι Σουλιώτες έπαιρναν όλες τις προμήθειές τους από την Πάργα, ενώ έλαβαν υποστήριξη από την Ευρώπη με τη Ρωσία και τη Γαλλία να τους παρέχουν τα απαραίτητα όπλα και πυρομαχικά. Για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι Σουλιώτες ήταν όργανο για να αποδυναμώσουν την οθωμανική αυτοκρατορία. Όταν οι Βρεταννοί πολιτικοί άλλαξαν διαθέσεις απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προκειμένου να ενισχύσουν τις δυνάμεις εναντίον του Ναπολέοντα, οι προμήθειες όπλων και πυρομαχικών διακόπηκαν. Χωρίς υποστήριξη από το εξωτερικό και με τους Σουλιώτες καταπονημένους από τη χρόνια πολιορκία, η ενότητα των γενών τους άρχισε πλέον να διασπάται.

Τρίτος πόλεμος Αλή Πασά - Σουλιωτών (1803)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κούγκι
Κάστρο Κιάφας στο Σούλι
Οι Σουλιώτισσες, Ary Scheffer (1827)

Η 3η εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών ξεκίνησε στην πραγματικότητα το 1800. Στο μεταξύ είχαν διαμορφωθεί οι ακόλουθες συνθήκες: οι Ενετοί είχαν ήδη απομακρυνθεί από την Επτάνησο και τη θέση τους είχαν πάρει οι Γάλλοι, από το 1797. Μετά όμως από την καταστροφή που υπέστησαν στη ναυμαχία του Αμπουκίρ το 1798 (στην Αίγυπτο), ο Αλή Πασάς άρχισε να γίνεται ο κυρίαρχος της περιοχής. Έτσι προκειμένου να προλάβει διείσδυση των Άγγλων στην περιοχή που τον ενδιέφερε, εκστράτευσε στην Ήπειρο αφού προηγουμένως είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου (1798), με διπλάσιο στρατό απ΄ ότι είχε ζητήσει ο Σουλτάνος, γεγονός που του είχε προσδώσει νέο κύρος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Ελληνικό γραμματόσημο του 1979 που τιμά τη θυσία των Σουλιωτισσών

Έτσι ο Αλή Πασάς εκστρατεύοντας το 1800 στη Ήπειρο και καταλαμβάνοντας το Βουθρωτό, την Ηγουμενίτσα, τη Βόνιτσα και την Πρέβεζα, ενίσχυσε τη θέση του στην περιοχή ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισε τον έλεγχο των Σουλιωτών κάνοντας στενότερο τον αποκλεισμό τους. Παρόλα αυτά οι Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και αποφάσισαν ή να νικήσουν ή να πεθάνουν. Ήταν λιγότεροι από 2.000 οπλισμένοι. Οι κύριοι ηγέτες τους ήταν ο Φώτος Τζαβέλλας, ο Δήμος Δράκος, ο Τάσος Ζέρβας, ο Κουτσονίκας, ο Δαγκλής, ο Γιαννάκης Σέχος, ο Φωτομάρας, ο Βέικος Ζάρμπας[66], ο Τζαβάρας, ο Ζυγούρης Διαμάδης και ο Γιώργος Μπούζγος. Τέσσερα χρόνια κράτησε ο αγώνας τους. Οι Σουλιώτες κέρδιζαν όλες τις αποφασιστικές μάχες, όμως ο Αλή Πασάς έχτιζε κάστρα στα γειτονικά χωριά για μακροχρόνια πολιορκία. Οι Σουλιώτες έκαναν τότε εκκλήσεις για βοήθεια στη Γαλλία και τη Ρωσία, που όμως δεν τελεσφόρησαν. Επακολούθησαν και νέες μάχες πολύ πιο σκληρές, με τελευταία στις 7 Δεκεμβρίου γύρω από το Κούγκι και την Κιάφα που είχαν αποσυρθεί. Μένοντας όμως χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά αναγκάστηκαν τελικά να συνθηκολογήσουν.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και ο Αλή Πασάς υποσχέθηκε να τους αφήσει ελεύθερους με όλη την κινητή ιδιοκτησία τους, ακόμη και τα όπλα τους, φτάνει να εγκατέλειπαν μαζί με τις οικογένειές τους, το ταχύτερο, τα πατρώα εδάφη τους. Τέσσερις μέρες μετά, στις 16 Δεκεμβρίου, οι Σουλιώτες χωρίζονται σε τρεις φάλαγγες οι οποίες αναχώρησαν για τις ακτές της Ηπείρου. Έτσι έληξε η 3η εκστρατεία η οποία και κατέστη τελικά νικηφόρα για τον Αλή Πασά μετά από τόσους αγώνες.[εκκρεμεί παραπομπή] Όταν έφυγαν και τα τελευταία σουλιώτικα γένη, ο ιερομόναχος Σαμουήλ παρέμεινε με πέντε Σουλιώτες σε ένα οχυρό μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, σε απόκρημνη βουνοκορφή[εκκρεμεί παραπομπή] στο Κούγκι, για να παραδώσει σε απεσταλμένους του Βελή, γιου του Αλή, τα πολεμοφόδια, αλλά την ώρα της παράδοσης η πυριτιδαποθήκη ανατινάχθηκε στο αέρα. Σύμφωνα με τον Περραιβό, ο Σαμουήλ, οργισμένος από τα λόγια ενός απεσταλμένου του Βελή, αυτοπυρπολήθηκε προτιμώντας το θάνατο από το να παραδοθεί, ενώ σύμφωνα με μία «θύμηση» καταγεγραμμένη σε τοιχογραφία εκκλησίας της Σέλιανης και κατά την Αληπασιάδα η ανατίναξη ήταν ενέργεια του Φώτου Τζαβέλα κατ' εντολήν του Αλή.[67] Σύμφωνα με τον Τζορτζ Φίνλεϊ, ο Σαμουήλ ήταν Αλβανός από την Άνδρο και είχε το πάρει επίθετο:Τελευταία Κρίση[68]

Η πρώτη φάλαγγα υπό τον Φώτο Τζαβέλλα και άλλους επικεφαλής των φαρών Δαγκλή, Βέικο Ζάρμπα, Δήμο Δράκο, Πανομάρα, έφθασε χωρίς καμία απώλεια στην Πάργα, που βρισκόταν υπό ρωσικό έλεγχο, και από εκεί πέρασε στην Κέρκυρα.

Η δεύτερη φάλαγγα υπό τους Κίτσο Μπότσαρη και Κουτσονίκα χτυπήθηκε στο Ζάλογγο, 16 Δεκεμβρίου του 1803, όπου και ακολούθησε απέλπιδα μάχη (στην οποία σκοτώθηκαν πολλοί Σουλιώτες ενώ περίπου 60 Σουλιώτισσες προτίμησαν, αντί την αιχμαλωσία, να γκρεμιστούν με τα παιδιά τους στο Ζάλογγο. Σήμερα έχει στηθεί στους βράχους του Ζαλόγγου μνημείο, ως φόρος τιμής στο ακαταδάμαστο πνεύμα των γυναικών αυτών.

Η τρίτη φάλαγγα υπό τους Μποτσαραίους έφθασε στο Βουργαρέλι που ήταν το άντρο των Μποτσαραίων. Από εκεί αναχώρησαν τον Ιανουάριο, προς τα Άγραφα, φοβούμενοι παρασπονδία του Αλή Πασά, όπου και εγκαταστάθηκαν γύρω από τη Μονή Σέλτσου. Τελικά στις 4 Απριλίου (1804) οι Τούρκοι περικύκλωσαν την περιοχή και ακολούθησε η περίφημη μάχη του Σέλτσου κατά την οποία πολλοί Σουλιώτες σφαγιάστηκαν και περισσότερες από 200 Σουλιώτισσες ακολούθησαν το παράδειγμα εκείνων του Ζαλόγγου.


Στα Επτάνησα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί Σουλιώτες της 1ης κυρίως φάλαγγας εισήλθαν στην υπηρεσία των Ρώσων στην Κέρκυρα, όπου αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι της λεγεώνας των ελαφρών τυφεκιοφόρων. Αυτό ήταν ένα σύνταγμα ατάκτων στρατιωτών, που οργανώθηκε από τους Ρώσους και συστάθηκε από πρόσφυγες των ηπειρωτικών χωρών. Δεν περιέλαβε μόνο Σουλιώτες, αλλά και Χειμαριώτες, Μανιάτες, κλέφτες και αρματωλούς. Οι Σουλιώτες συμμετείχαν στις εκστρατείες στη Νάπολη το 1805, την Τένεδο το 1806, τη Δαλματία το 1806 και κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης της Λευκάδας το 1807.

Με τη Συνθήκη του Τίλσιτ το 1807 και την ύφεση στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας, οι ρωσικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από τα Επτάνησα και τα κατέλαβαν οι Γάλλοι. Οι Σουλιώτες και άλλα τμήματα των ρωσικών μονάδων εισήλθαν στην υπηρεσία των Γάλλων, σε μια μονάδα γνωστή ως «Αλβανικό Σύνταγμα» (Régiment Albanais). Κατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής διένεξης, μεταξύ 1810 και 1814, οι Σουλιώτες, ευρισκόμενοι στη γαλλική υπηρεσία, αντιμετώπισαν άλλους Έλληνες πρόσφυγες, που είχαν οργανωθεί από τους Βρετανούς σε ελαφρύ σύνταγμα πεζικού. Με δεδομένο ότι οι Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν ως φρουρά στην Κέρκυρα, η οποία παρέμεινε υπό γαλλικό έλεγχο μέχρι το 1814, πολύ λίγοι εντάχθηκαν στην υπηρεσία των Βρεταννών.

Επιστροφή στα πάτρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαία που υψώθηκε από τον αρχηγό των Σουλιωτών, Μάρκο Μπότσαρη, στο Σούλι, Οκτώβριος 1820, μετά την εξορία στα Ιόνια νησιά. Η σημαία απεικονίζει τον Άγιο Γεώργιο και γράφει: «Ελευθερία», «Πατρίδα», «Θρησκεία.[69]
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη στο Κεφαλόφρυσο το 1823, σε πίνακα του Ντελακρουά

Όταν υπήρξαν σαφή σημάδια επικείμενης εξέγερσης εναντίον των Τούρκων, ο Αλή Πασάς θεώρησε κατάλληλη τη στιγμή για να καταστήσει την Ήπειρο ανεξάρτητο κράτος. Το 1820, ζήτησε από τους Σουλιώτες βοήθεια και αυτοί επέστρεψαν στην ηπειρωτική χώρα, για να υποστηρίξουν τον προηγούμενο εχθρό τους εναντίον του Σουλτάνου. Εντούτοις, τα σχέδια του Αλή απέτυχαν και αυτός σκοτώθηκε, ενώ οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Ιωάννινα.

Κατ' εντολήν του επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρου Υψηλάντη, έφτασε στην Ήπειρο στις αρχές του 1821 ο γνώριμος και ιστοριογράφος των Σουλιωτών Χριστόφορος Περραιβός με σκοπό να τους πείσει να συμμαχήσουν με τον Αλή πασά εναντίον των Οθωμανών, ώστε να ευνοηθεί η επικείμενη Ελληνική Επανάσταση. Δίχως να έχουν γνώση της Εταιρείας οι Σουλιώτες είχαν ήδη συνάψει συμφωνία με τον Αλή, για να επιστρέψουν στα πατρογονικά τους μέρη. Αμέτοχοι της εθνικής ιδεολογίας και αισθανόμενοι μεγαλύτερη εγγύτητα με τους Αλβανούς Μουσουλμάνους παρά με τους Έλληνες, αποδέχτηκαν τις προτάσεις του Περραιβού, πειθόμενοι λιγότερο από την επιστολή του Υψηλάντη που έφερε μαζί του ο Περραιβός, η οποία τους περιέγραφε ως ηγέτες του ελληνικού στρατού και απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, και περισσότερο από την εμπιστοσύνη που είχαν στο πρόσωπό του.[70] Οι Σουλιώτες στήριξαν τελικά την Ελληνική Επανάσταση, που άρχισε τον Μάρτιο του 1821. Οι ηγέτες των Σουλιωτών, Μάρκος Μπότσαρης και Κίτσος Τζαβέλλας, Λάμπρος Βέικος έγιναν γνωστοί στρατηγοί κατά την Επανάσταση και πολλοί Σουλιώτες έχασαν τις ζωές τους υπερασπιζόμενοι το Μεσολόγγι. Ο Λόρδος Βύρων, ένας από τους πιο γνωστούς Ευρωπαίους εθελοντές φιλέλληνες και διοικητής του ελληνικού στρατού στη Δυτική Ελλάδα, προσπάθησε να οργανώσει τους Σουλιώτες σε τακτικό στρατό. Έγγραφο του Κίτσου Τζαβέλα προς την Γ' Εθνοσυνέλευση, με ημερομηνία 24 Μαρτίου 1827, τονίζει τις θυσίες των Σουλιωτών για την «κοινή πατρίδα».[71]

Σουλιώτες εγκατεστημένοι στην Αθήνα αποτελούσαν την πλειονότητα των αλβανόφωνων Ελλήνων που το 1898 ίδρυσαν ως τμήμα του «Ελληνισμού» τον «Αρβανίτικο Σύνδεσμο», έναν από τους δύο συνδέσμους που αποσκοπούσαν στη δημιουργία ενιαίου ελληνοαλβανικού κράτους ή αλβανικής ηγεμονίας υπό ελληνική επικυριαρχία.[72]

Έως το 1909, οι Τούρκοι διατήρησαν στρατιωτική βάση στο φρούριο της Κιάφας. Τελικά, το 1913, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε ολόκληρη τη νότια Ήπειρο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «drawing _ British Museum». Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2021. Description: Albanian Palikars in pursuit of an enemy 
  2. «Σουλιώτες πολεμιστές καταδιώκουν τον εχθρό. - HUGHES, Thomas Smart - ME TO BΛΕΜΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ - Τόποι - Μνημεία - Άνθρωποι - Νοτιοανατολική Ευρώπη - Ανατολική Μεσόγειος - Ελλάδα - Μικρά Ασία - Νότιος Ιταλία, 15ος - 20ός αιώνας». Ανακτήθηκε στις 7 Ιουλίου 2021. Πρωτότυπος τίτλος: View of Albanian palikars in pursuit of an enemy 
  3. Murawska-Muthesius, Katarzyna (2021). Imaging and Mapping Eastern Europe: Sarmatia Europea to Post-Communist Bloc. Νέα Υόρκη / Λονδίνο: Routledge. σελίδες 77–79. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Ψιμούλη 2006, σελ. 201
  5. 5,0 5,1 5,2 Ψιμούλη 2006, σελ. 214
  6. 6,0 6,1 6,2 Μπίρης(1960: 285ff.) βλ. επίσης Κ. Παπαρρηγόπουλος (1925), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Ε-146.
  7. 7,0 7,1 Russell, Quentin· Russell, Eugenia (2017). Ali Pasha, Lion of Ioannina: The Remarkable Life of the Balkan Napoleon. Pen and Sword Books. ISBN 978-1-47387-722-1. In Thesprotia in western Epirus two tribes of Albanian origin stubbornly held on to their semi-autonomous way of life, the Muslim Tsamides or Chams, a south Albanian sub-group, and particularly the inhabitants of the mountainous area of Suli. The historic core of Suli consisted of four villages and their linked families, the heads of which formed a council. Renowned for their fighting prowess, the Suliotes ranks were swelled during the eighteenth century by disaffected Greeks drawn to the remoteness of their wild refuge, and a further seven villages were added lower down the mountain, forming a frontier zone from which the inhabitants would retreat in times of trouble. The code of these independently minded and warlike people was summed up by George Finlay as: 'Depredation they honoured with the name of war, and war they considered to be the only honourable occupation for a true Suliot.' Classified by the Turks as Greeks, they spoke both Albanian and Greek. The mountain regions enjoyed their degree of autonomy at a price. It was a harsh environment, and the communities, who relied heavily on sheep husbandry for their survival, were obliged to protect themselves and their flocks from raids and the arbitrary acts of the Ottoman provincial governors by going well-armed. With the addition of marginalized Greeks, the constant surplus of able-bodied men meant it that was a small step to the formation of a warrior society. 
  8. 8,0 8,1 Ψιμούλη 2006, σελ. 215-6
    • Mazower, Mark The Greek Revolution: 1821 and the Making of Modern Europe, p. xxx: "On the Greek side, there were the Christian Albanian Souliot bands, hardened mountain fighters based around clan leaders who gradually became integrated into the national war effort.", p. 44: "Since then Perraivos had formed a close bond with the Souliots, the exiled Christian Albanian tribes who had suffered greatly at the hands of Ali Pasha."
    • Balázs Trencsényi, Michal Kopecek: Discourses of Collective Identity in Central and Southeast Europe (1770–1945): The Formation of National Movements. Central European University Press, 2006, (ISBN 963-7326-60-X), S. 173. “The Souliotes were Albanian by origin and Orthodox by faith”.
    • Giannēs Koliopoulos, John S. Koliopoulos, Thanos Veremēs: Greece: The Modern Sequel : from 1831 to the Present. 2. Edition. C. Hurst & Co., 2004, (ISBN 1-85065-462-X), p. 184: "Orthodox and partly hellenised Albanian tribes, like the Suliots of Epirus, constituted a confederacy [...]" p. 233: "Albanian -speaking Suliots and Hydriots, Vlach speaking Thessalians and Epirots, and Slav-speaking Macedonians had fought in insurgent Greece along with the other Greeks, and no one at the time had thought any of these non-Greek speakers less Greek than the Greek-speakers.... of himself as less of a Greek for speaking little or nothing of the language, notwithstanding the ongoing debate on Greekness and Greek identity."
    • Eric Hobsbawm: Nations and Nationalism Since 1780: Programme, Myth, Reality. 2. Edition. Cambridge University Press, 1992, (ISBN 0-521-43961-2), S. 65
    • NGL Hammond: Epirus: the Geography, the Ancient Remains, the History and Topography of Epirus and Adjacent Areas. Clarendon P., 1967, S. 31
    • Richard Clogg: Minorities in Greece: Aspects of a Plural Society. Hurst, Oxford 2002, S. 178. [Footnote] “The Souliotes were a warlike Albanian Christian community, which resisted Ali Pasha in Epirus in the years immediately preceding the outbreak the Greek War of Independence in 1821.”
    • Miranda Vickers: The Albanians: A Modern History. I.B. Tauris, 1999, (ISBN 1-86064-541-0), S. 20. “The Suliots, then numbering around 12,000, were Christian Albanians inhabiting a small independent community somewhat akin to that of the Catholic Mirdite trive to the north”.
    • Nicholas Pappas: Greeks in Russian Military Service in the Late 18th and Early 19th Centuries, σ. 38-41. Institute for Balkan Studies. Monograph Series, No. 219, Thessaloniki 1991, ISSN 0073-862X.
    • André Gerolymatos: The Balkan Wars: Conquest, Revolution, and Retribution from the Ottoman Era to the Twentieth Century and Beyond. Basic Books, 2002, (ISBN 0-465-02732-6), S. 141. “The Suliot dance of death is an integral image of the Greek revolution and it has been seared into the consciousness of Greek schoolchildren for generations. Many youngsters pay homage to the memory of these Orthodox Albanians each year by recreating the event in their elementary school pageants.”
    • Henry Clifford Darby: Greece. Great Britain Naval Intelligence Division. University Press, 1944. “... who belong to the Cham branch of south Albanian Tosks (see volume I, pp. 363-5). In the mid-eighteenth century these people (the Souliotes) were a semi-autonomous community ...”
    • Arthur Foss (1978). Epirus. Faber. pp. 160-161. “The Souliots were a tribe or clan of Christian Albanians who settled among these spectacular but inhospitable mountains during the fourteenth or fifteenth century ... The Souliots, like other Albanians, were great dandies. They wore red skull caps, fleecy capotes thrown carelessly over their shoulders, embroidered jackets, scarlet buskins, slippers with pointed toes and white kilts.”
    • Nina Athanassoglou-Kallmyer (1983), "Of Suliots, Arnauts, Albanians and Eugène Delacroix". The Burlington Magazine. p. 487. "The Suliots were a Christian Albanian tribe, which in the eighteenth century settled in a mountainous area close to the town of Jannina. They struggled to remain independent and fiercely resisted Ali Pasha, the tyrannic ruler of Epirus. They were defeated in 1822 and, banished from their homeland, took refuge in the Ionian Islands. It was there that Lord Byron recruited a number of them to form his private guard, prior to his arrival in Missolonghi in 1824.".
    • Αθανάσιος Ψαλίδας (1815-1822). Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου. Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, 1964. σελ. 62: "Τὸ Σούλι – Εἰς τὴν Τζαμουριὰν εἶναι καὶ τὸ περίφημον Σούλι ἢ Κακοσούλι, καὶ συνίσταται ἀπὸ ἕνα χωρίον μέγα, Κακοσούλι ὀνομαζόμενον, καὶ ἀπὸ ἄλλα μικρότερα ὁλόγυρα, ὁποὺ ἦτον ἡ Κιάφα, ὁ Ναβαρίκος, ἡ Σαμονίβα, τὸ Τζαγκάρι, οἱ Κουκουλοί, τὸ Παλιοχώρι, τὸ Ἀλουποχώρι, οἱ Ρωμανᾶτες καὶ καθεξῆς. Αὐτὴ ἡ περιοχή τῶν χωρίων τούτων ἐκατοικεῖτο ἀπὸ Γραικοὺς πολεμικούς, οἵτινες ἐβάσταξαν τὸν πόλεμον χρόνους 18 ἐναντίον ὅλης τῆς Ἀλβανίας, ὁδηγουμένης ἀπὸ τὸν ἀκαταπόνητον ἡγεμόνα (Σατράπην) Ἀλήπασιαν τὸν Τεπελενλῆ · καὶ τέλος μὲ συνθήκην διεσπάρησαν εἰς Κέρκυραν καὶ ἄλλα μέρη · καὶ τώρα εἶναι ἔρημον."
    • Χριστόφορος Περραιβός (1803). Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας. Τύποις Φ. Καραμπίνη και Κ. Βάφα, 1857. σελ. 2-3: "Ὀθωμανὸς δέ τις σημαντικὸς ἐκ τῶν γειτονικῶν χωρίων, τοὔνομα, «Σούλλης» φθονήσας τὴν ἐλευθερίαν αὐτῶν ἀπεφάσισε τὴν καταστροφὴν των πρὸς παράδειγμα συστολῆς, καὶ φόβου τῶν ἄλλων ὑπηκόων · ἐκινήθη λοιπὸν κατ' αὐτῶν μετὰ διακοσίων ὁμοθρήσκων ὁπαδῶν, ἀλλὰ μετ' ὀλίγας ὥρας ᾐσθάνθη ὅτι, τὰ ὑπὲρ ἐλευθερίας ὅπλα, καίτοι ὀλίγα, εἶναι ὅμως ἰσχυρότερα παρὰ τὰ τυρρανικὰ, διότι ὁ τύραννος καταγίνεται πάντοτε νὰ στερεώσῃ τὸ σύστημά του μὲ ἀπειλάς, καὶ διαιρέσεις, σπανίως δὲ ἐκθέτει εἰς κίνδυνον τὴν ὕπαρξίν του, ὁ δὲ φιλελεύθερος τὴν θυσιάζει εὐχαρίστως ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας · ἐντοσούτῳ, μάχης συγκροτηθείσης, φονεύεται ὁ Σούλλης μετ' ἄλλων τινῶν συντρόφων παρὰ τῶν ὁλίγων φιλελευθέρων Ἑλλήνων, οἵτινες διὰ μνήμην τῆς ἀνδραγαθίας, καὶ τρόμον τῶν ἐχθρῶν ὠνόμασαν τὸ χωρίον των Σοῦλλι, θέσαντες τὸ ὄνομα τοῦ φονευθέντος Σούλλη ἐνῷ προλαβόντως ἦτο ἀκόμη ἀσχημάτιστον, καὶ ἀνώνυμον, διότι κατώκουν διεσπαρμένοι εἰς ἀποτόμους κρημνούς, καὶ δάση δύσβατα."
    • Τζον Χόμπχαουζ (1813). A Journey through Albania, and other provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople (στα αγγλικά). James Cawthorne. σελ. 172: "The Sulliotes are all Greek Christians, and speak Greek, but wear the mountain habit, and have a much greater resemblance to the Albanian warrior than the Greek merchant."
    • Φρανσουά Πουκεβίλ (1820). Travels in Greece and Turkey: Comprehending a Particular Account of the Morea, Albania, Etc. ; a Comparison Between the Ancient and Present State of Greece, and an Historical and Geographical Description of the Ancient Epirus (στα αγγλικά). Henry Colburn. σελ. 390: "The mountains of Souli to the south of the Elysian Fields have long served as the retreat of a Greek tribe, already frequently mentioned under the name of Souliotes, ..."
    • Aaron Arrowsmith (1831). A Compendium of Ancient and Modern Geography: For the Use of Eton School (στα αγγλικά). σελ. 343: "About 30 miles to the S. W. of Janina, and about 10 from the Ionian Sea, lies the district of Souli, the country of the brave Souliotes, who defended themselves for nearly 20 years against the invasions of Ali Pacha. They were a tribe of Greeks, about 10,000 in number, who maintained themselves for some time in the form of an independent republic : their country contained about 18 villages, and was almost surrounded by inaccessible mountains."
    • Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός (1834). Histoire de l'Insurrection Grecque, precédée d'un précis d'Histoire moderne de la Grèce (στα γαλλικά). A. Cherbuliez. σελ. 155-156: "On va dans cinq heures de Souli au port de Phanari, appelé anciennement Thyamis, et dans sept heures à la ville maritime de Parga. Il y a environ deux cents ans que trente familles de l'Epire se retirèrent sur la montagne de Souli pour se soutraire à la tyrannie des mahométans. L'origine du nom de Souli remonte, selon quelquesuns, à l'ancien Sollion, dont parle Thucydide; mais selon la tradition des habitans, il dérive d'un certain Albanais mahométan, appelé Soulis, qui, ayant voulu détruire cette colonie naissante, fut tué dans un combat, sur le lieu que les Grecs nommèrent Souli pour perpétuer le souvenir de leur victoire. Cette petite colonie s'étendit en–suite progressivement, et à tel point, que du temps d'Aly–Pacha, le nombre des familles qui la composaient, montait à cinq cent soixante. Sa prospérité s'était accrue par ses victoires, et cette colonie avait bâti quatre villages sur des rochers escarpés; de plus, elle tenait sous sa domination soixante–deux villages arrachés par les armes aux Albanais. La grande famille des Souliotes se divisait en plusieurs tribus nommées Farés, dont chacune se choisissait pour chef le plus brave, le plus sage et le plus zélé pour l'intérêt commun; ce qui formait une espèce de gouvernement représentatif ou aristo-démocratique. Il n'existait chez eux ni distinction de richesses, ni inégalité dans les droits; l'estime et le respect étaient les seuls priviléges de la bravoure et du patriotisme. Leur science consistait dans l'expérience des vieillards. Leur éducation comprenait le maniement des armes, le chant de leurs exploits guerriers, et le désir qu'on leur inspirait de mourir en combattant. Leur langue maternelle est l'idiome grec; mais ils parlent aussi l'albanais, langue familière à tous les Épirotes et à la plupart des Acarnaniens."
    • Απόστολος Δασκαλάκης (1927). Τα αίτια και οι παράγοντες της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Αγών. σελ. 68: "Επὶ σειρᾶς ἀποκρήμνων βράχων τῆς Νοτίου Ηπείρου, παρὰ τὸν Αχέροντα, ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰῶνος συναντῶμεν ἰδιόρρυθμον πολεμικὴν κοινωνίαν, καθαρῶς Ελληνικὴν. Αἱ καταπιέσεις τῶν ἀγάδων καὶ ἡ φυσικὴ κλίσις πρὸς τὴν ἀνεξάρτητον ζωὴν ὑπῆρξαν ἀφορμὴ νὰ συγκεντρωθοῦν ἐκεῖ οἱ ἡρωϊκώτεροι καὶ οἱ πλέον ἀρειμάνιοι Έλληνες τῆς περιφερείας καθὼς καί τινες οἰκογένειαι ἐξ ἄλλων Ελληνικῶν τόπων. Βαθμηδὸν καὶ κατ' ὀλίγον ἐκτίσθησαν εἰς τὰς φυσικῶς ἀπορθήτους ἐκείνας κορυφὰς τέσσαρα χωρία καὶ φρούρια, Σοῦλι πρωτεῦον, τὰ δὲ ἄλλα ἡ Κιάφα, ὁ Αβαρίκος καὶ ἡ Σαμωνίβα. Οἱ κάτοικοι, συσπειρωθέντες, χάριν τῆς ἀπαραιτήτου πολεμικῆς τάξεως καὶ πειθαρχίας εἰς φυλὰς, ἐκάστη τῶν ὁποίων εἶχεν ἴδιον ἀρχηγὸν, ἀπετέλεσαν τὴν ἐλευθέραν πολιτείαν τῶν Σουλιωτῶν."
    • Κρις Μόνταγκιου Γουντχάους (1968). A Short History of Modern Greece (στα αγγλικά). Frederick A. Praeger. σελ. 122: "His particular ambitions were first to crush the independent Greek community of Souli, against which he waged a series of wars in the closing years of the 18th century, and then to acquire control of the Ionian Islands and their mainland dependencies, including Parga, Butrinto and Preveza."
    • Δημήτρης Κ. Νικολής (1975). Ιστορική Πορεία Του Ελληνικού Έθνους - η Επανάσταση του 1821. Α'-Β'. Σιάγκρης Θάνος Ι.. σελ. 91: "Οἱ Σουλιῶτες. – Οἱ πολυθρύλητοι Σουλιῶτες μὲ τὴν ἐπανάστασή τους κατὰ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ τὸ 1770 καὶ 1790, ὡς καὶ στὸ 1800 - 1803, δὲν εἶναι μόνον ἕνα δεῖγμα παλληκαριᾶς καὶ μεγάλου ἔρωτα στὴν ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ μιὰ διαμαρτυρία κατὰ τῆς κατάλυσης τῆς κυριαρχίας τῶν λαῶν στὸν τόπο τους. Ἡ δολιότητα καὶ ἡ θηριωδία τοῦ Ἀλῆ πασᾶ μπορεῖ νὰ κοσμοῦσαν τὸ μικρὸ ἀνάστημα τοῦ σπιθαμιαίου αὐτοῦ σατράπη ὅμως στὸ πρόσωπό του μιὰ χούφτα Ἕλληνες καταξευτέλισαν ὅλα τὰ σεφέρια τῶν Τούρκων. Ἡ σπάθα τοῦ καταχτητῆ στάθηκε ἀνίκανη νὰ ὑποτάξει καὶ νὰ κάμψει τὴν ἀντίσταση τῶν Ἑλλήνων."
    • Φανή-Μαρία Τσιγκάκου (1987). Lord Byron in Greece (στα αγγλικά). Υπουργείο Πολιτισμού (Ελλάδα). σελ. 64: "The Souliotes were a Greek tribe of warriors who inhabited an almost impregnable mountain fastness in western Epirus."
    • Constantine G. Hatzidimitriou (2002). Founded on Freedom and Virtue: Documents Illustrating the Impact in the United States of the Greek War of Independence, 1821-1829 (στα αγγλικά). Aristide D. Caratzas. (ISBN 978-0-89241-581-6). σελ. 106: "The Souliotes are a courageous tribe of Greek Christians, about ten thousand in number, who inhabit the district of Suli..."
    • Panos Karagiorgos (2015). Anglo-Hellenic Cultural Relations (στα αγγλικά). Cambridge Scholars Publishing, (ISBN 978-1-4438-8132-6). σελ. 92: "Souli is a mountainous area on the Ionian Sea coast, near the small town of Paramythia, which was inhabited by a Greek tribe, the Souliotes, Christian mountaineers who maintained their independence for many years in the face of a protracted siege by the Turks, until their defeat in 1803."
    • Christopher C. King (2018). Lament from Epirus: An Odyssey into Europe's Oldest Surviving Folk Music (στα αγγλικά). W. W. Norton & Company, (ISBN 978-0-3932-4900-2). "Almost whimsically, Ali Pasha annihilated garrisons of foreign troops, annexed several of Epirus's largest towns and ports, and almost wiped out the Souliotes—an independent Greek confederacy in the mountains of Thesprotia."
    • Κλοντ Φοριέλ (1824). «Chants populaires de la Grèce moderne» (στα γαλλικά). Chants historiques. 1. Firmin Didot. σελ. 227: "Il y a environ un siècle et demi que des pâtres du voisinage de Gardiki, en Albanie, maltraités par les Turks, se retirèrent, avec leurs troupeaux, sur une des montagnes les plus rudes de ce canton de l'Épire qui, sous le nom de Khamourie, s'étend vis-à-vis l'île et le canal de Corfou. Bientôt d'autres persécutés, d'autres mécontens de différens pays, les y suivirent; et au bout de quelques années, ces réfugiés, mélange de Grecs et d'Albanais chrétiens, formèrent une communauté d'environ cent individus, réunis dans un village qui porta dès lors le nom de Souli. En 1792, ce village était devenu le chef-lieu d'une petite république, non seulement reconnue, mais redoutée de toutes les puissances turkes de l'Épire."
    • Αμπέλ-Φρανσουά Βιλεμάν (1825). Lascaris, ou les Grecs du quinzième siècle, suivi d'un Essai historique sur l'état des Grecs, depuis la conquête musulmane jusqu'a nos jours (στα γαλλικά). Pierre-François Ladvocat. σελ. 342: "Ce fut cependant près d'Ali pacha que se conserva long-temps la plus libre des peuplades chrétiennes de la Grèce. A quatorze lieues de Janina, dans les montagnes de Chamouri, s'élevaient sur d'âpres rochers les villages de Souli, la vraie Lacédémone de la Grèce barbare. Depuis plus d'un siècle, un amas de Grecs et d'Albanais, fuyant l'esclavage de la plaine, avait fondé cette colonie. Formée d'abord de quatre villages, elle s'était accrue de sept autres, et avait fini par s'étendre dans les campagnes voisines, où elle dominait sur quelques milliers de paysans chrétiens."
    • Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1853). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους – από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεωτέρων. 5. Τυπογραφείον Ν. Γ. Πάσσαρη, 1874. σελ. 698: "Ἦσαν δὲ οἱ Σουλιῶται κρᾶμα Ἑλλήνων καὶ ἐξελληνισθέντων Ἀλβανῶν καὶ εἷς τῶν ἐπιφανεστέρων γόνων τοῦ συνοικεσίου τῶν δύο φυλῶν τοῦ ἀπὸ τῆς 14 ἑκατονταετηρίδος ἀρξαμένου καὶ τελουμένου μέχρι τῆς σήμερον. Ἡ ἀλβανικὴ ἐκράτυνε τὸ μάχιμον τῆς ἑλληνικῆς πνεῦμα, ἡ δὲ ἑλληνικὴ ἐνεφύσησεν εἰς τὴν ἀλβανικὴν τὰ εὐγενέστατα αἰσθήματα τῆς φιλοπατρίας, τῆς φιλομαθείας καὶ τῆς εὐνομίας. Τὰ δύο κάλλιστα προϊόντα τοῦ συνδυασμοῦ τούτου ὑπῆρξαν οἱ Σουλιῶται ἐπί τῆς Στερεᾶς, οἱ Ὑδραῖοι καὶ οἱ Σπετσιῶται κατὰ θάλασσαν."
    • Παναγιώτης Α. Σαλαμπάντας (1860). Το Σούλι – ήτοι τα ηρωικά θαύματα των Σουλιωτών και Σουλιωτιδών. Τύποις Γ. Καρυοφύλλη. σελ. 11: "Οἱ πρῶτοι κάτοικοι τοῦ Σουλίου ἦσαν Ἀλβανικῆς φυλῆς, καὶ ἐλάλουν τὴν Ἀλβανικὴν γλῶσσαν, μετ' οὐ πολὺ ὅμως συνεμίγησαν μετ' αὐτῶν και Ἕλληνες ἐκ τῶν πλησιοχώρων, καὶ διὰ τῆς ἐπιμιξίας ταύτης κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη ἐλάλουν μᾶλλον τὴν Ἑλληνικὴν ἢ τὴν Ἀλβανικὴν γλῶσσαν."
    • Ιωάννης Λαμπρίδης (1887). Ηπειρωτικά Μελετήματα. Β'. 10. Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, 1971. σελ. 20-21: "Πρός τούς κατοίκους τοῦ Σούλη, πολλαχοῦ τῆς περιοχῆς αὐτοῦ κατά πατριάς εἰς 84 οἰκογ. σκηνοῦντας, ἐχθρούς δέ τῶν ἐξισλαμισθέντων περιοίκων ἀπό τοῦ 1635 ἐπισήμως κεκηρυγμένους καί ἐκ φύσεως καλῶς ὀχυρουμένους, προσέτρεχον πρός ἀποφυγήν βιαιοπραγιῶν ἤ καί ματαίωσιν ἀντιποίνων συγγενικῶν τιμωριῶν (γκιάκ) ἐν τῇ πατρίδι των οὐ μόνον Χριστιανοί Τσιάμηδες, Ἀλβανοί δηλ. κατά τό πλεῖστον, ἀλλά καί Ἕλληνες ἀλλαχόθεν. Μεταξύ δέ τῶν διαφόρων πατριῶν, αἵτινες ἐκεῖ μετηνάστευσαν ἀπό τῆς Δης ἰδίως δεκαετηρίδος τοῦ ΙΖ' αἰῶνος μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ ΙΗ' μνημονεύονται «ἡ τοῦ Ζέρβα» ἐξ ὁμωνύμου τῆς Λάκκας Λελόβου χωρίου Ζερβό · ἡ τοῦ Δράκου ἐκ τοῦ παρά τήν Καμαρίναν χωρίου Μαρτινιῶν, ἔνθα μόνη ἀνέκαθεν ἡ Ἑλληνική γλῶσσα ὁμιλεῖται · ἡ τοῦ Τζαβέλα ἐκ Δραγάνης · ἡ τοῦ Μπούσμπου ἐκ Κορίστιανης · ἡ τῶν Πασσάτων ἐκ Βασταβέτζ · ἡ τοῦ Δαγκλῆ ἐκ Φαναρίου κ.τ.λ.. Ἐκ τοῦ κράματος δέ τούτου προέκυψαν οἱ Ἀλβανοελληνόφωνοι Τσιάμηδες τοῦ Σούλη, πρῶτοι τοῦ ὑπέρ ἀνεξαρτησίας ἀγῶνος καθαρξάμενοι καί τά κράτιστα τῶν κατορθωμάτων διαπραξάμενοι. Τό κρᾶμα τοῦτο ἀποδεικνύεται οὐ μόνον ἐκ τῆς μεταναστεύσεως καί Ἑλλήνων εἰς τήν περιοχήν τοῦ Σούλη καί ἐκ τῶν κατοίκων τῶν Σκαπάτων, Ἑλλήνων ὄντων, μεθ' ὧν οἱ Σουλιῶται πρό ἀμνημονεύτων χρόνων ἐπιγαμίας συνῆπτον καί συνεχρωτίζοντο, ἀλλά καί ἐκ τῆς ἀνέκαθεν καί πάντοτε διαμονῆς καί εἰς αὐτήν τήν περιοχήν τοῦ Σούλη Ἑλλήνων, ὅπερ μαρτυρεῖται καί ἐξ Ἑλληνικῶν ὀνομάτων διαφόρων αὐτόθι θέσεων, οἷον Λακκιᾶς τοῦ Παπαζαφείρη, Λακκιᾶς τοῦ Γκαίλη, Συκιᾶς, Νεροῦ Προβατίνας, Καστανιᾶς, Κουλουριῶν, μνημονευομένων πρό τοῦ τέλους τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ ΙΖ' αἰῶνος τοὐλάχιστον. Ἄλλως δ' ὁ ἐπιφανής ὡς εἰπεῖν οὗτος γάμος βεβαιοῦται καί ἐκ τῆς γλώσσης τῶν Σουλιωτῶν καί ἑλληνιστί λαλούντων καί ᾀδόντων ἀπό τοῦ τέλους τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ ΙΖ' αἰῶνος τοὐλάχιστον μέχρι τῆς ἐξοντώσεώς των, καθώς καί ἐκ τοῦ φρονήματος αὐτῶν. Ἐν ὑπομνήματι αὐτῶν (1790) πρός τήν Τσαρίναν ἀποκαλοῦσι τόν ἔγγονον ἐκείνης βασιλέα τῆς πατρίδος αὐτῶν Ἑλλάδος. Εἰς ἐπιστολήν δέ, ἧς μνημονεύει καί ὁ Eton καί ἥν ὁ Τζαβέλας (1792) ἔγραψε πρός τόν Ἀλῆν, ἀποκαλεῖ τόν υἱόν αὑτοῦ ἄξιον τῆς ἑαυτοῦ πατρίδος Ἑλλάδος υἱόν."
    • Γεώργιος Π. Κρέμος (1890). «Βιβλ. τεσσαρακοστόν έβδομον – Έλληνες – Κεφάλαιον ΣΜΖ' [247] – Μεγάλη επανάστασις και παλιγγενεσία Ελλήνων». Νεωτάτη Γενική Ιστορία – ως τέταρτος τόμος συμπληρωματικός της Γενικής Ιστορίας του Α. Πολυζωϊδου. Παρά τω εκδότη Σ. Κ. Βλαστώ. σελ. 769-770: "Τούτου δ' ἕνεκα οἱ ἀληθεῖς πρόδρομοι τῆς ἐπαναστάσεως ζητητέοι παρ' αὐτοῖς τοῖς Ἕλλησι καὶ τοῖς χριστιανοῖς Ἀλβανοῖς, ἐν οἷς πρῶτοι οἱ Σουλιῶται. Οὗτοι λαὸς ἐλληνικῆς καὶ ἀλβανικῆς καταγωγῆς ἐπὶ τῶν Κασσωπαίων ὀρέων ἀπὸ τοῦ δεκάτου ἕκτου αἰῶνος μεσοῦντος ὀλίγον κατ' ὀλίγον ἵδρυσαν κράτος σμικρὸν μὲν καὶ ἀδύνατον τὴν ἔκτασιν, ἀλλ' ἀκμαιότατον ἕνεκα τῶν ἀνδρείων κατοίκων αὐτοῦ."
    • Σπυρίδων Π. Αραβαντινός (1895). Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή – Συγγραφείσα επί τη βάσει ανεκδότου έργου του Παναγιώτου Αραβαντινού. Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Σπυρίδωνος Κουσουλίνου. σελ. 67-68: "Κατὰ ταῦτα ἡ παράδοσις, καθ' ἣν οἱ πρῶτοι τοῦ Σουλίου οἰκισταὶ ἦσαν Χριστιανοὶ Ἀλβανοί, φεύγοντες τὰς καταδυναστεύσεις τῶν ἐξισλαμισθέντων ὁμοφύλων καὶ ζηλωταὶ συγχρόνως τοῦ πατρῴου θρησκεύματος, οὐ μόνον πιθανὴ εἶναι, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ στερεοῦ ἱστορικοῦ ἐδάφους ἑδράζεται. ... Οἱ ἀρχικοὶ δὲ οὗτοι οἰκισταὶ ἵδρυσαν κατ' ἀρχὰς βαθμηδὸν καὶ κατ' ὀλίγον τὰς τέσσαρας πρώτας τῆς ὁμοσπονδίας κώμας, ἤτοι τὸ Σοῦλι, τὴν Κιάφαν, τὴν Σαμωνίβαν καὶ τὸ Ἀβαρῖκον · τούτων δὲ ὀνόματά τινα, ὡς καὶ πλείστων ἐν τῇ περιοχῇ τοῦ τετραχωρίου θέσεων, Ἀλβανικῆς εἰσι καταγωγῆς. Ὁ πληθυσμὸς δὲ αὐτῶν μικρὸς ἐν ἀρχῆ ηὐξύνθη σὺν τῷ χρόνῳ διὰ τῆς πρὸς τοὺς περιοίκους ἐπιμιξίας, οἱ δὲ ἐπιμιχθέντες αὐτοῖς περίοικοι οὗτοι ἦσαν πάντες πληθυσμὸς ἰθαγενὴς ἑλληνικός, ὡς δείκνυται ἐκ τῶν ὀνομάτων πολλῶν χωρίων καὶ θέσεων ἐν τῇ Σουλιωτικῇ περιοχῇ κειμένων. Ἐκ τῆς ἐπιμιξίας δὲ ταύτης δὲν ἀπέβαλον μὲν οἱ ἐπήλυδες τῆς ἀρχικῆς φυλῆς τὰ γνωρίσματα οὔτε συνεχωνεύθησαν ἐν τῷ ἰθαγενεῖ ἑλληνικῷ στοιχείῳ, ὡς ἀλλαχοῦ τῆς ἑλληνικῆς χώρας συνέβη ἐπὶ Σλάβων καὶ Βουλγάρων ἐπιδρομέων, ἀλλ' ἀπετελέσθη οὐχ ἧττον κρᾶμά τι ἐθνολογικόν, ἐν ᾧ ὑπερέβαλλε μὲν τὸ Ἀλβανικὸν στοιχεῖον, ἀλλ' ἕνεκα τοῦ κοινοῦ θρησκεύματος καὶ τῶν κοινῶν παθημάτων καὶ πόθων ὁ αὐξηνθεὶς καὶ κραταιωθεὶς ἐν τῇ χώρᾳ πληθυσμὸς οὗτος ἐθεώρει ἑαυτὸν ἑλληνικὸν καυχώμενος μάλιστα ἐπὶ τῇ ἑλληνικῇ καταγωγῇ του."
    • William Miller (2016) [1923]. The Ottoman Empire and Its Successors, 1801-1927 (στα αγγλικά). Routledge. (ISBN 978-1-138-97780-8). σελ. 23: "In Epirus, the Orthodox Souliotes, an admirable blend of Greeks and Hellenised Albanians, who won the admiration of Byron, formed a sort of military commonwealth, ..."
    • Γιάννης Βλαχογιάννης (1931). «Σουλιώτης—Αρβανίτης». Η Πρωΐα. 7/12/1931: "Κατὰ τοὺς Ἀρβανῖτες καὶ τοὺς φίλους των ἀπὸ τὴν Ἰταλία οἱ Σουλιῶτες ἦταν Ἀρβανῖτες καθαροί, μὰ ἐδῶ εἶναι ποὺ σκοντάφτουν πάλι στὴν ἀλήθεια. Ἡ σύσταση τοῦ πληθυσμοῦ Ὕδρας, Σπέτσας καὶ Σουλιοῦ εἶναι μιχτή, ἑλληνοαρβανίτικη. ... Ἡ πρώτη ζύμη, ἡ μαγιά, ἦταν ἀρβανίτικη. Ὕστερα μεγάλωσε ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τὰ ἑλληνικά, τὰ συναγμένα ἀπὸ παντοῦ στὰ καταφύγια ἐκεῖνα, ποὺ χαρίζανε πρῶτο ἀγαθὸ τῆς ζωῆς τὴν προστασία ἀπὸ τοῦ Τούρκου τὴν καταδρομή. Καὶ τότε δύο ἐνάντια φαινόμενα γεννηθήκαμε, μὰ καὶ τὰ δύο τέκνα τοῦ ἴδιου ψυχολογικοῦ νόμου. Ὁ ἑλληνόφωνος πρόσφυγας μάθαινε ἀρβανίτικα, ἐνῷ ἡ ψυχή του ἡ ἑλληνικὴ ἔκανε σιγὰ—σιγὰ τὴν ἀρβανίτικη ν' ἀλλάξη."
    • Francis King (1956). Introducing Greece (στα αγγλικά). Methuen Publishing. σελ. 213: "... inhabited towards the end of the eighteenth century by a tough, warlike Greek-Albanian tribe. The Souliotes, both men and women, ..."
    • Άγγελος Ν. Παπακώστας (1961). «Η καταγωγή των Σουλιωτών». Ο Νέος Κουβαράς – ετήσιος Ηπειρωτικός χρονογράφος. Τυπογραφείον Αφών Γ. Ρόδη. σελ. 65: "Δὲν ἦταν λοιπὸν οἱ Σουλιῶτες καθαροὶ Ἀλβανοί, ἀλλὰ κρᾶμα τῶν δύο συγγενικῶν φυλῶν, ἑλληνόφωνοι καὶ ἀλβανόφωνοι πρόσφυγες Χριστιανοὶ (ὀρθόδοξοι), ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ ἑλληνόφωνοι μάθαιναν ἀρβανίτικα κι' ἔδιναν ἔτσι τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ ἐπικρατέστερο στοιχεῖο ἦταν οἱ ἀλβανόφωνοι, ἐνῷ ἦταν οἱ ἑλληνόφωνοι πρόσφυγες, ποὺ ἔκαναν σιγὰ—σιγὰ τὴν ἀρβανίτικη ψυχὴ ν' ἀλλάξη καὶ νὰ γίνη περισσότερο ἑλληνική, ὅπως ἦταν καὶ ἡ ψυχὴ τῶν μακρινῶν προγόνων των."
    • Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτης (1983). Σούλι – Σουλιώται. Ηπειρωτική Εταιρεία. σελ. 7: "Πιστεύω ἀκραδάντως ὅτι οἱ Σουλιῶται ἀνῆκον ἐξ ἀρχῆς εἰς τὴν ἑλληνικὴν φυλήν. Καὶ ἂν ποτὲ ὑπῆρχον μεταξύ των Ἀλβανοί, οἱ τελευταῖοι αὐτοὶ ἦσαν ἀσφαλῶς ἐξ ἐκείνων, ποὺ ἔζησαν ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνας ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ συζυμωθέντες μετὰ τῶν Ἑλλήνων ἀφωμοιώθησαν ὑπ' αὐτῶν."· σελ. 15: "Δὲν εἶναι ἄνευ σημασίας διὰ τὸ θέμα μας ἡ πληροφορία, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Τσάμηδες καὶ οἱ Βλάχοι τῆς Ἠπείρου ἐκάλουν τοὺς κατοίκους τῆς Σουλιορείας «Γραίκους»."· σελ. 22: "Σημειωτέον ἀκόμη ὅτι οἱ Σουλιῶται ἀνήκουν εἰς τὸ νότιον ἑλληνικὸν ἰδίωμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς πέριξ αὐτῶν ἑλληνικοὺς πληθυσμούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὸ βόρειον ἰδίωμα. Τοῦτο προφανῶς σημαίνει ὅτι οἱ πρῶτοι Σουλιῶται κατῆλθον ἐκ βορειοτέρας περιοχῆς (πιθανῶς τῆς Χιμάρας ἢ τοῦ Ἀργυροκάστρου ἢ ἄλλης), εἰς τὴν ὁποίαν ὡμιλεῖτο τὸ νότιον ἰδίωμα τῆς κοινῆς Ἑλληνικῆς."
    • Benita Eisler (2000) [1999]. Byron: Child of Passion, Fool of Fame (στα αγγλικά). Vintage Books, (ISBN 978-0679740858). σελ. 227: "Byron was deeply moved by the pride, generosity, and goodwill shown them by the fierce Suliotes, Greek Albanians who might have been expected to make quick work of the shipwrecked Turks and their foreign passengers."
    • Victor Roudometof (2001). Nationalism, Globalization, and Orthodoxy: The Social Origins of Ethnic Conflict in the Balkans (στα αγγλικά). Greenwood Publishing Group, (ISBN 0-313-31949-9). σελ. 40: "The Greco-Albanian clans of the Souliotes in Epirus had the military strength of 2,500 men and received tribute from the neighboring villages."
    • Kalliopi Nikolopoulou (2012). Tragically Speaking: On the Use and Abuse of Theory for Life (στα αγγλικά). University of Nebraska Press, (ISBN 978-0803244870). σελ. 238: "Despite Souli's community being ethnically hybridized, consisting chiefly of Greeks and Arvanites, ..."
    • Quentin Russell & Eugenia Russell (2017). Ali Pasha, Lion of Ioannina: The Remarkable Life of the Balkan Napoleon (στα αγγλικά). Pen and Sword Books, (ISBN 978-1-47387-722-1). "In Thesprotia in western Epirus two tribes of Albanian origin stubbornly held on to their semi-autonomous way of life, the Muslim Tsamides or Chams, a south Albanian sub-group, and particularly the inhabitants of the mountainous area of Suli. The historic core of Suli consisted of four villages and their linked families, the heads of which formed a council. Renowned for their fighting prowess, the Suliotes ranks were swelled during the eighteenth century by disaffected Greeks drawn to the remoteness of their wild refuge, and a further seven villages were added lower down the mountain, forming a frontier zone from which the inhabitants would retreat in times of trouble. The code of these independently minded and warlike people was summed up by George Finlay as: 'Depredation they honoured with the name of war, and war they considered to be the only honourable occupation for a true Suliot.' Classified by the Turks as Greeks, they spoke both Albanian and Greek. The mountain regions enjoyed their degree of autonomy at a price. It was a harsh environment, and the communities, who relied heavily on sheep husbandry for their survival, were obliged to protect themselves and their flocks from raids and the arbitrary acts of the Ottoman provincial governors by going well-armed. With the addition of marginalized Greeks, the constant surplus of able-bodied men meant it that was a small step to the formation of a warrior society."
  9. .«Joseph Cartwright (1789-1829): Portrait of a Souliot fighter. Copper engraving-aquatint, from the artist's folio Selections of the Costumes of Albania and Greece, London 1822. 0.42x0.28 m. (ΓΕ 24668)». Μουσείο Μπενάκη. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2021. 
  10. Ανάργυρος Φαγκρίδας (σελ. 23).
  11. Ψιμούλη 2006, σελ. 136-137
  12. Ψιμούλη 2006, σελ. 137
  13. Καραμπελιάς Γ. (2011) Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, Οι Σουλιώτες, ο Αλή πασάς, και η αποδόμηση της ιστορίας, Αθήνα, "Εναλλακτικές Εκδόσεις", σ. 28.
  14. Φουρίκης, Πέτρος (1922). «Πόθεν το όνομα Σούλι». Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος: 404-405, 416-417. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-01-22. https://web.archive.org/web/20200122165111/http://xantho.lis.upatras.gr/newdani/index.php/hmer_meg_ellados/article/view/520/295. Ανακτήθηκε στις 2018-07-13. 
  15. Για το Φουρίκη, βλ. Πέτρος Ι. Φιλίιππου-Αγγέλου, επιμ. (2017). Ο Σαλαμίνιος αρχαιολόγος, ιστορικός, λαογράφος, γλωσσολόγος Πέτρος Αν. Φουρίκης (1878-1936) : ανάλεκτα : η συμβολή του στην μελέτη της ιστορίας και της γλώσσας των Αρβανιτών στην Ελλάδα : αρβανίτικα παραμύθια και τραγούδια. Καλύβια Αττικής: ΑΩ Εκδόσεις. 
  16. Καραμπελιάς Γ. (2011) Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, Οι Σουλιώτες, ο Αλή πασάς, και η αποδόμηση της ιστορίας, Αθήνα, "Εναλλακτικές Εκδόσεις", σ. 28.
  17. 20,0 20,1 20,2 Σούλι. 54. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, σελ. 414–415.
  18. Καργάκος, Σαράντος (2000). Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες (Β' έκδοση). Ι. Σιδέρης.
  19. Λέανδρος Βρανούσης, Βασίλης Σφυρόερας (1997). «Επαναστατικά κινήματα και εξεγέρσεις». Στο: Μ. Β. Σακελλαρίου. Ηπειρος : 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελ. 248. 
  20. Ψιμούλη 2006, σελίδες 123-124, 142-3.
  21. Ψιμούλη 2006, σελ. 132-3
  22. 25,0 25,1 «Κοτζαγιώργης, Παπασταματίου, 163-164» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 20 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2022. 
  23. Βακαλόπουλος (2003)· σελ. 67-68
  24. Ψιμούλη 2006, σελ. 133-4
  25. 28,0 28,1 28,2 28,3 Pappas, 1982, p. 24: "Souli gave its name to the confederation, a name whose origins are also unclear. François Pouqeville, the French traveller and consul in Ioannina, and other have theorized that the area was the ancient Greek Selaida and its ihnabitants, the Selloi. Christophoros Perraivos, who knew the Souliotes at firsthand, said that the name came from a Turk who was killed there. Yet another opinion, based on etymology, claims that Souli comes from the Albanian term sul...
  26. Ψιμούλη 2006, σελίδες 136, 12
  27. Ψιμούλη 2006, σελίδες 136-137
  28. Babiniotis, G. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Athens, 1998.
  29. Χ. Συμεωνίδης, 2010: Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων. Λευκωσία & Θεσσαλονίκη, σ. 1295.
  30. Ψιμούλη 2006, σελ. 140-1.
  31. Ψιμούλη 2006, σελ. 141-2.
  32. Ψιμούλη 2006, σελ. 142-147. Η Ψιμούλη γράφει ότι το S(h)ul-i («δοκός, πάσσαλος») ενδέχεται να χρησιμοποιούνταν ως παρωνύμιο για ψηλό άνθρωπο, «ντερέκι».
  33. Περραιβός, Χριστόφορος (1803). Ιστορία σύντομος του Σουλίου και Πάργας : Περιέχουσα την Αρχαιότητα αυτών, και Ηρωϊκούς μετά των Τούρκων Πολέμους, και μάλιστα τους, του Σουλίου μετά του Αλή Πασιά κατόικου[sic] των Ιωαννίνων, και ηγεμόνος της Γραικίας, και Μακεδονίας. Παρίσι: [χ.ε.] σελ. 25. 
  34. Raça 2012, σελ. 202. "Për më tepër, shumë nga suljotët sot vazhdojnë të përkujtojnë rrënjët e forta në viset shkëmbore të Sulit dhe nëpërmjet toponimisë nuk e kontestojnë origjinën shqiptare të tyre. Në këtë kontekst, siç bën të ditur albanologu grek me prejardhje shqiptare, Petro Furiqi (Πέτρο Φουρίκης), toponimet si: Qafa, Vira ose Bira, Breku i vetetimesë (Bregu i vetëtimës), Gura, Dhembes (Dhëmbës), Kungje, Murga e Fereza, nuk kanë si të shpjegohen ndryshe, përveçse nëpërmjet gjuhës shqipe." [Moreover, for many Souliotes today continue to commemorate the strong roots in the mountainous areas of Souli and through toponymy it does not dispute their Albanian origins. In this context, as knew the Greek albanologist of Albanian descent, Petro Furiqi (Πέτρο Φουρίκης), those toponyms are: Qafa, Vira or Bira, Breku i vetetimesë (Bregu i vetëtimës), Gura, Dhembes (Dhëmbës), Kungje, Murga and Fereza, have no other way of being explained, except through the Albanian language.]
  35. Πέτρος Φουρίκης (1922). Πόθεν το όνομά σου Σούλι Αρχειοθετήθηκε 2020-01-22 στο Wayback Machine., Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος. pp. 405-406. “Αί κυριώτεραι κορυφαί, έφ' ών έγκατεστάθησαν οί μέχρις αύτών άναρριχηθέντες ολίγοι φυγάδες τής τουρκικής τυραννίδος, οί μετέπειτα ήρωες οί τρομοκρατήσαντες τούς πρό μικρού κυρίους αύτών, είναι γνωσταί ύπό τά άλβανικά ονόματα Άβαρίκο, Κιάφα (λαιμός, ζυγός, κλεισώρεια), Σαμονίβα (κρανιά ίσως) καί Σούλη aί δέ συνεχείς ταύταις κορυφαί είναι μέχρις ήμών γνωσταί ύπό τά ονόματα Βίρα ή Μπίρα (τρύπα), Βούτζι (άβρότονον, φυτόν), Βρέκου - η - Βετετίμεσε (βράχος τής αστραπής), Γκούρα (βράχος ή πηγή έκ τού βράχου ανάβλυζουσα), Δέμπες (δόντια ή οδοντωτός βράχος), Κούγγε (πασσάλοι ή βράχος έχων όψιν πασσάλων), Μούργκα, Στρέτεζα ή Στρέθεζα (μικρών οροπέδιον) καί Φέριζα (μικρά βάτος). Έκ τής μέχρι τούδε έρεύνης τών τοπωνυμίων τού βραχώδους έκείνου συμπλέγματος έπείσθην, ότι ούδέν έλληνικών όνομα εδόθη είς θέσιν τινά τούτου, διότι καί τά υπό τινων άναγραφόμενα τοπωνύμια: Αγία Παρασκευή, Αστραπή καί Τρύπα ούδέν άλλο είναι εί μή μετάφρασις τών άλβανικών Σεν - η - Πρέμπτε, Βετετίμε καί Βίρα. Περί τών έξω τού ορεινών τούτου χώρων καί πρός τά μεσημβρινά κράσπεδα αύτών άναφερόμενων θέσεων Βίλγα (Βίγλα) καί Λάκκα (κοιλάς) δύναταί τις νά είπη, ότι αί λέξεις κοιναί ούσαι τοίς τε Έλληση καί τοίς Άλβανοίς δέν δύνανται νά μαρτυρήσωσιν άναμφισβητήτως περί τής ύφ' Έλλήνων ονομασίας τών θέσεων τούτων.”
  36. Αλέξανδρος, "Πόθεν" η λέξη "Κούγκι" κι άλλα. Ηπειρωτική Εταιρεία, τχ 74-75 (1982), σ. 3
  37. Ψιμούλη 2006, σελίδες 147, 148.
  38. Ηπειρωτική Εστία (Ιωάννινα) : τεύχος 283-284 (1975) σ. 810 – 825, τχ. 285-286 (1976) σ. 47-62, τχ. 287-288 (1976), σ. 196- 207, τχ 289-290 (1976). σ. 403-410.
  39. Περραιβός, Χριστόφορος (1803). Ιστορία σύντομος του Σουλίου και Πάργας : Περιέχουσα την Αρχαιότητα αυτών, και Ηρωϊκούς μετά των Τούρκων Πολέμους, και μάλιστα τους, του Σουλίου μετά του Αλή Πασιά κατόικου[sic] των Ιωαννίνων, και ηγεμόνος της Γραικίας, και Μακεδονίας. Παρίσι: [χ.ε.] σελ. 20-21. 
  40. Vickers, Miranda (1999). The Albanians: A Modern History. I.B. Tauris. ISBN 1-86064-541-0. The Suliots, then numbering around 12,000, ... 
  41. Hatzidimitriou, Constantine G. (2002). Founded on Freedom and Virtue: Documents Illustrating the Impact in the United States of the Greek War of Independence, 1821-1829. Aristide D. Caratzas. σελ. 106. ISBN 978-0-89241-581-6. The Souliotes are a courageous tribe of Greek Christians, about ten thousand in number, who inhabit the district of Suli... 
  42. Balta, Oğuz & Filiz 2011, σελίδες 349, 352
  43. Balta, Oğuz & Filiz 2011, σελ. 356
  44. Ασδραχάς 1964, σελ. 175-177.
  45. Ασδραχάς 1964, σελ. 178.
  46. Αραβαντινός Παναγιώτης, Χρονογραφία της Ηπείρου, τόμος Β΄, τυπ. Σ.Κ. Βλαστού, εν Αθήναις 1857, σελ. 155 Περί Σουλιωτών, αν εξετάσωμεν, τους αναντίρρητους Έλληνας αυτούς
  47. Μαρία Ευθυμίου, «Σουφισμός, Εβραίοι, Βλάχοι και Αρβανίτες στον Ελλαδικό χώρο», διάλεξη του 2011. Αναρτημένη στο YouTube.
  48. Malcolm, Noel (2020). Rebels, Believers, Survivors: Studies in the History of the Albanians. Οξφόρδη: OXford University Press. σελ. 99. The last Albanian to appear in the Sicilian records [of the Inquisition] did so in 1611 [...] Historic local place-names suggest that the Souliots were originally Albanian-speaking; in this period many were probably bilingual in Albanian and Greek. 
  49. Ανάργυρος Φανγκρίδας (σ. 28)
  50. Γιοχάλας 1980, σελ. 72, 48-49
  51. «Πανδέκτης_ Rapeza -- Anthousa». Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2021. 
  52. Γιοχάλας 1980, σελ. 53
  53. Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, Το ημερολόγιο της αιχμαλωσίας του Φώτου Τζαβέλλα (1792–1793), “Μνήμη Σουλίου”, 1973, τ. 2, σ. 213-225.
  54. Πρωτοψάλτης Εμμανουήλ, Σούλι, Σουλιώτες, Βιβλιοθήκη Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών (Β.H.E.A.), No 53 (1984), σ. 7.
  55. Αθανάσιος Ψαλλίδας (σελ. 62), Εις την Τζαμουριάν είναι και το περίφημον Σούλι ή Κακοσούλι... Αυτή η περιοχή των χωρίων τούτων εκατοικείτο από Γραικούς πολεμικούς οίτινες εβάσταξαν τον πόλεμον χρόνους 18 εναντίον όλης της Αλβανίας...
  56. Ελληνικής Νομαρχίας (σελ. 34).
  57. Ανάργυρος Φαγκρίδας (σελ. 25).
  58. Byron, επιστολή προς τον John Hobhouse, 2 Νοεμ. 1811, σελ. 55.: “… The Suliotes are villainous Romans & speak little Illyric.”
  59. Researches in Greece, σελ. 414: "The Suliotes were not Greeks but Albanian Christians. They always used the Albanian language at home; but being borderers, all the men and many of the women could speak Greek. Most of the places at Suli and in the neighbourhood had two names, one Greek and the other Albanian."
  60. Murawska-Muthesius, Katarzyna (2021). Imaging and Mapping Eastern Europe: Sarmatia Europea to Post-Communist Bloc. Νέα Υόρκη / Λονδίνο: Routledge. σελίδες 77–79. 
  61. Μέρτζιος Κ.Δ., Το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον, Ηπειρωτικά Χρονικά, 1940, σ. 12-18.
  62. Εκτός των παραπάνω που είναι οι σημαντικότεροι, οι διάφοροι συγγραφείς αναφέρουν κι άλλους μικρότερης έκτασης από διάφορους Αγάδες που δεν σταμάτησαν να συμβαίνουν σ΄ όλη αυτή την περίοδο, αναγκάζοντας έτσι τους Σουλιώτες «με τα όπλα να τρώνε, μ΄ αυτά να κοιμούνται και μ΄ αυτά να ξυπνούν», κατά τον Χριστόφορο Περραιβό
  63. πρόκειται για τον πατέρα του στρατηγού Λάμπρου Βέικου Ζάρμπα, βλ. Σταλήμερος, Εμμ. Σεραφείμ, Σούλι και Σουλιώτες. Το γένος των Βέικο-Σταλήμερων, σ. 65-81).
  64. Ψιμούλη 2006, σελ. 430-436.
  65. Τζορτζ Φίνλεϊ: Ιστορία της ελληνικής επανάστασης,εκδ. Κόσμος, τόμος Α, ΣΕΛ.74-75
  66. Χατζηλύρας, Αλέξανδρος-Μιχαήλ. «Η Ελληνική Σημαία. Η ιστορία και οι παραλλαγές της κατά την Επανάσταση – Η σημασία και η καθιέρωσή της» (PDF). Hellenic Army General Stuff. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 27 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2012. 
  67. Mark Mazower 2021, p. 44: "In fact, nationalism was an entirely alien concept to these Christian Albanians and they certainly did not see themselves as leading ‘Greek armies’: the following year they would even tell the Russian Tsar –in a confidential message begging for assistance – that ‘we don’t have anything in common with the other Greeks’. They felt generally closer to their fellow Albanian Muslims than they did to the Greeks, and Ypsilantis’s rhetoric surely counted for less than the trust the Souliots placed in Perraivos himself."
  68. Nikolopoulou Kalliopi, Tragically Speaking: On the Use and Abuse of Theory for Life. Symploke Studies in Contemporary Theory, Univ. of Nebraska Press, 2013, σ. 301, σημ. 47
  69. Ελευθερία Νικολαΐδου (1997). «Εσωτερικές εξελίξεις (1830-1913)». Στο: Μ. Β. Σακελλαρίου. Ηπειρος : 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελ. 310. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βάσω Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες: οικονομικά,κοινωνικά και δημογραφικά δεδομένα, Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Ιστορίας, Αθήνα, 1995[2]
  • Ψιμούλη, Βάσω (Ιούνιος-Δεκέμβριος 1996). «Σουλιώτες: βοσκοί και άρπαγες». Τα Ιστορικά 13 (24-25): 13-36. 
  • Ψιμούλη, Βάσω (Ιούνιος 2003). «Οι Σουλιώτες στα Επτάνησα». Τα Ιστορικά (38): 27-48. 
  • Καραμπελιάς Γεώργιος (2011). Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, Οι Σουλιώτες, ο Αλή πασάς, και η αποδόμηση της ιστορίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα Συνοπτική παρουσίαση περιεχομένου
  • Σταλήμερος, Εμμ. Σεραφείμ, 2012. Σούλι και Σουλιώτες. Το γένος των Βέικο-Σταλήμερων, Ανδρομέδα, Αθήνα
  • Ελευθέριος Πρεβελάκης, Η Φιλική Εταιρεία, ο Αλή Πασάς και οι Σουλιώτες : (δύο εκθέσεις του William Meyer), στο: Μελετήματα στη μνήμη Βασιλείου Λαούρδα, Essays in memory of Basil Laourdas, Θεσσαλονίκη, εκδ.Σφακιανάκης, 1975,σ. [449]-470
  • Ulqini, Kahreman (1987). «Phénomènes de l'ancienne organisation sociale à Himara et à Suli». Ethnographie Albanaise 15: 197-222. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]