Στρατηγικόν του Κεκαυμένου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Στρατηγικόν του Κεκαυμένου αποτελεί συμβουλευτικό εγχειρίδιο πάνω σε στρατιωτικά και πολιτικά θέματα, που γράφτηκε από τον Βυζαντινό στρατηγό Κεκαυμένο (περί της ταυτότητάς του οι απόψεις διίστανται) στα τέλη της δεκαετίας του 1070.

Σημασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρ' όλο που δεν είναι ακριβώς ένα πρακτικό εγχειρίδιο απευθυνόμενο σε στρατιωτικούς ή γεμάτο με συμβουλές και θεωρητικές πραγματείες περί του πολέμου, το Στρατηγικόν του Κεκαυμένου είναι ένα κείμενο μοναδικό στο είδος του εξαιτίας του συμβουλευτικού χαρακτήρα του. Η μοναδικότητά του δε σταματά εδώ: παρέχει μια εικόνα για το δημόσιο και ιδιωτικό βυζαντινό βίο ανεπανάληπτη και εκ των έσω. Είναι μια ζωντανή μαρτυρία για την ιστοριογραφία, που προσπαθεί να αντλήσει πληροφορίες για αυτή την τόσο ευαίσθητη περίοδο της βυζαντινής ζωής. Ο 11ος αιώνας είναι ένας αιώνας αναταραχών και σταδιακής απώλειας εδαφών για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η βαθμιαία συρρίκνωση και η ανασφάλεια των ανθρώπων που κατοικούν στα εδάφη της είναι εμφανής.

Η Αυτοκρατορία στα συγκεκριμένα χωροχρονικά πλαίσια παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον, διότι από τη μία παρατηρείται σχετική αναβάθμιση του πνευματικού τομέα και από την άλλη ηθική κρίση και εμφύλιοι σπαραγμοί. Η ηθική κρίση, ο εμφύλιος σπαραγμός και η πνευματική αναβάθμιση, αν και στοιχεία αντιφατικά, επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων σε ένα ομοιογενές κράτος, πόσω μάλλον στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που συγκροτείται από ένα συνονθύλευμα λαών με μόνα στοιχεία ενότητας τη χριστιανική πίστη και την υπηρεσία τους στην Αυτοκρατορία.

Χρονολογική τοποθέτηση και περίληψη του Στρατηγικού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συγγραφέας τού έργου είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ο Βυζαντινός στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος (άγνωστο ποιος από τους δύο που μαρτυρούνται με αυτό το όνομα), αρμενογεωργιανής καταγωγής, ο οποίος μετά την αποστρατεία του ζούσε στα κτήματά του στη Β. Ελλάδα.

Το κείμενο τοποθετείται χρονικά μετά την καταστροφική για την αυτοκρατορία μάχη του Μαντζικέρτ (1071) και περιέχει πλήθος οδηγιών, που αντανακλούν τη μακρά πείρα τού συγγραφέα ως στρατηγού και κυβερνήτη θέματος («επαρχίας»). Επειδή ο τελευταίος αυτοκράτορας που μνημονεύεται στο κείμενο ως ανάσσων βασιλιάς είναι ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας (1071-1078), σημειώνεται δε ότι ο πατριάρχης Ιωάννης Ξιφιλίνος είχε αποβιώσει (1075), τεκμαίρεται ότι το εγχειρίδιο γράφτηκε μεταξύ των ετών 1075 και 1078.

Το Στρατηγικόν εντάσσεται σε σειρά εγχειριδίων που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα εκείνη την εποχή και πραγματεύονταν διάφορες πτυχές τού βίου: Γεωπονικά, Ιατροσοφία, Τακτικά κ.ά. Το Στρατηγικόν, εφόσον γράφτηκε ως κείμενο παρακαταθήκης ενός πατέρα προς τα παιδιά, δεν προοριζόταν για δημοσίευση, οφείλει δε τον τίτλο του σε σημείωση μεταγενέστερου αντιγραφέα στην πρώτη σελίδα τού κειμένου.

Διαιρείται σε έξι τμήματα:

  • Μέρος Α΄ (1-8): Η αρχή του δεν έχει σωθεί. Περιέχει συμβουλές για τον τρόπο αποδόσεως υπηρεσίας τού υφισταμένου προς τον άρχοντα.
  • Μέρος Β΄ (9-34): Πρόκειται για το κυρίως Στρατηγικόν. Περιέχει συμβουλές προς στρατηγό (ή επί κεφαλής στρατιωτικού σώματος) και είναι το μεγαλύτερο από τα τμήματα.
  • Μέρος Γ΄ (35-71): Περιέχει συμβουλές ιδιωτικής φύσεως σχετικά με την οικογένεια, την ανατροφή παιδιών, τη διαχείριση του σπιτικού και τη συμπεριφορά προς τους άλλους.
  • Μέρος Δ΄ (72-76): Περιέχει νουθεσίες για την ενδεδειγμένη αντίδραση, όταν συμβεί επανάσταση κατά του αυτοκράτορα. Χρησιμοποιούνται πρόσφατα παραδείγματα, για να καταδείξουν την αξία τής αφοσίωσης στον αυτοκράτορα.
  • Μέρος Ε΄ (77-88): Περιέχει νουθεσίες προς αυτοκράτορα, τις οποίες ο Κεκαυμένος ονομάζει «γραφὴ πρὸς τοὺς μετέπειτα βασιλεῖς» και αποσκοπούν στη διατήρηση της συνοχής τής αυτοκρατορίας.
  • Μέρος Στ΄ (89-91): Περιέχει συμβουλές προς τοπάρχη, στον οποίο είχε παραχωρηθεί κάποιος βαθμός αυτονομίας από την κεντρική εξουσία, προκειμένου να διατηρήσει την ανεξαρτησία του και να μην πέσει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα.

Κεκαυμένος: Μια κριτική ματιά στη ζωή του 11ου αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μελετώντας τις απόψεις του Κεκαυμένου για το σπίτι και τις ιδιωτικές υποθέσεις, είναι δυνατόν να ανάγουμε την οπτική γωνία του συγγραφέα σε γενικότερες αρχές που διέπουν ιστορικά τη βυζαντινή κοινωνική ζωή κατά τον 11ο αιώνα. Στην παρ. 35 περί φροντίδας του νοικοκυριού, ο συγγραφέας ισχυρίζεται πως «δεν υπάρχει καλύτερος πόρος ζωής από το να εργάζεσαι τη γη». Η αγροτική οικονομία κατά τον 11ο αιώνα γενικά ανθεί στο Βυζάντιο και φαίνεται μάλιστα πως οι Βυζαντινοί σε ορισμένους κλάδους της γεωργικής παραγωγής, όπως η μελισσοκομία, ήταν περισσότερο προηγμένοι από τους αγρότες της Δύσης. Ανοδική, επίσης πορεία ακολουθεί η κτηνοτροφία, σε σημείο που παρατηρούνται εξαγωγές κρεάτων από ιταλούς έμπορους προς τη Δύση. Είναι λογικό, λοιπόν, να θεωρείται η αγροτική ενασχόληση πόρος ζωής, αν και απ ό,τι φαίνεται ο Κεκαυμένος ανήκει σε εύπορη οικογένεια, η οποία δεν έχει εμπλακεί στο σκληρό για τους άνεξάρτητους αγρότες -με μικρό κλήρο- σύστημα δανεισμού. Aλλωστε ο συγγραφέας είναι ενάντιος στο δανεισμό και τον θεωρεί πηγή κακών

Στην παρ. 36 αναφέρεται στο ρόλο της πίστης και της ακολουθίας της λειτουργίας στη ζωή του ατόμου, θεωρώντας πως είναι το υπόβαθρο για τη σωτηρία της ψυχής. Αληθεύει το γεγονός πως οι Βυζαντινοί παρουσιάζονται εν γένει πιστοί σε κάθε στιγμή της ζωής τους. Ωστόσο, οι δυτικοί συγγραφείς σε πολλές περιπτώσεις, εντυπωσιασμένοι από τα σκάνδαλα της αυλής και την κοσμική λάμψη του ορθόδοξου τελετουργικού, αμφισβήτησαν την ηθική συνοχή του βυζαντινού Χριστιανισμού. Το θρησκευτικό πεδίο κεντρίζει το ενδιαφέρον του ερευνητή, γιατί παρόλο που η εκκλησία περιφρονούσε την καθομιλουμένη, δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τις σημαντικές κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις αυτής της περιόδου. Αντίθετα έγινε, ενίοτε, το επίκεντρο τέτοιων αλλαγών, όπως φαίνεται στις τάσεις εξατομίκευσης της ζωής μέσω του μοναχισμού, ή στο θέμα της λαϊκής πατρωνείας της ζωής των μοναστηριών.

Στην παρ.37 εκφράζει την απέχθειά του για τις οικονομικές υπηρεσίες του δημοσίου και τα καθήκοντα του φοροεισπράκτορα, και αντιτίθεται στο ισχύον σύστημα είσπραξης φόρων, θεωρώντας πως βλάπτει οικονομικά τον ανάδοχο και επιπλέον μειώνει τη δημόσια εικόνα του. Είναι κριτικός απέναντι στο σύστημα είσπραξης φόρων και την επιβολή επιπρόσθετων φόρων στις επαρχίες, γιατί η επικρατούσα πρακτική έδωσε μια καλή ευκαιρία στους αυτοκρατορικούς πράκτορες μια καλή ευκαιρία να εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους των επαρχιών. Αντίθετος επίσης παρουσιάζεται και στο θέμα της εξαγοράς αξιωμάτων (παρ.60). Γεγονός είναι ότι η αδιάκριτη παραχώρηση τιμητικών τίτλων μέσω της εξαγοράς διατάραξε το ισχύον σύστημα αξιών και επιβάρυνε σημαντικά το κρατικό θησαυροφυλάκιο. Μόνο στην περίοδο του Νικηφόρου Βοτανειάτη ο αριθμός των αυλικών πλησίαζε τις δέκα χιλιάδες και ο Βοτανειάτης δεν μπορούσε να πληρώσει τις συντάξεις που δικαιούνταν να αποκτήσουν.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάχυτες στο Γ΄ Μέρος του Στρατηγικού οι απόψεις του Κεκαυμένου για τη δομή της οικογένειας, δείχνουν προς την κατεύθυνση της «πυρηνικής οικογένειας», σε αντανάκλαση της δομής της αυτοκρατορικής οικογένειας. Η επιστροφή στην πυρηνική οικογένεια είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής της Αυτοκρατορίας. Απλό συλλογικό κύτταρο η βυζαντινή οικογένεια ζει και δραστηριοποιείται μέσα στο σπίτι της, στο οποίο ο ρόλος της γυναίκας είναι ουσιώδης. Η αρχή και οι κανόνες της τεκνοποίησης είναι συνδεδεμένοι αποκλειστικά με το γάμο, μοναδική φυσική και νόμιμη ένωση στα μάτια του νομοθέτη. Ο Κεκαυμένος παρουσιάζεται αντίθετος προς το δεύτερο γάμο (παρ.57), ο οποίος ουσιαστικά επιτράπηκε νομοθετικά μετά τον 6ο αιώνα, καθώς ζει σε μια περίοδο κατά την οποία τα οικογενειακά ήθη αλλάζουν και η μοιχεία ή οι εξώγαμοι δεσμοί αντιμετωπίζονται με συγκατάβαση. Πρωταρχικό του μέλημα, λοιπόν, είναι να προφυλάξει τη δική του οικογένεια από την νεοεμφανιζόμενη ελευθεριότητα των ηθών. Με βάση αυτό το στοιχείο εκφράζει αρκετά συντηρητικά τις απόψεις του για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, αλλά και την έντονη καχυποψία του στις κοινωνικές σχέσεις.

Αποτέλεσμα της εμμονής στην ιδέα της πυρηνικής οικογένειας είναι το γεγονός πως η ζωή παίρνει έναν αυστηρά ιδιωτικό χαρακτήρα. Το θέατρο, τα κοσμικά κτήρια σε ρυθμό βασιλικής και οι στοές, άλλοτε χώροι εμπορίου, συναλλαγής και συνάθροισης, έχουν εξαφανιστεί. Ο ιππόδρομος επιζεί μόνο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά λειτουργεί λίγες μέρες το χρόνο, ως τόπος αυτοκρατορικών τελετών. Ο κόσμος περνά τη ζωή του μέσα στα σπίτια με τρόπο πολύ διαφορετικό απ ότι στο παρελθόν.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο αφορά στη θέση των γυναικών στο κοινωνικό πλέγμα του βυζαντινού βίου. Στις παραγράφους 39 και 51 του Στρατηγικού διακρίνονται οι απόψεις του συγγραφέα για τη θέση των γυναικών. Η γυναίκα ως κόρη και κατόπιν ως σύζυγος βρίσκεται ουσιαστικά υπό περιορισμό. Απαγορεύεται να τη βλέπουν ξένα μάτια, ακόμη και εκείνα των φίλων της οικογένειας. Είναι υποχρεωμένη να παντρεύεται νέα και να είναι εντελώς υποταγμένη στον άντρα της. Είναι μια μορφή του γυναικωνίτη και όχι της κοινωνικής ζωής. Οι ενασχολήσεις της επικεντρώνονται στην ανάγνωση των Γραφών και τα οικιακά. Οφείλει να απέχει από τις διασκεδάσεις της πόλης και δεν κάνει παρέα με ελαφρές γυναίκες ή άνδρες που δεν αρέσουν στον άνδρα της. Τούτη την εικόνα προβάλλουν οι διανοούμενοι της βυζαντινής κοινωνίας, οι άνθρωποι της θρησκείας και οι λόγιοι. Το ανώτατο όριο της εκλέπτυνσής και του στολίσματός της είναι τα πολύ λεπτά υφάσματα, παρά τις σχετικές επικρίσεις της Εκκλησίας.

Το ελεύθερο διαζύγιο και η χωριστή περιουσία των συζύγων, στοιχεία της ρωμαϊκής κοινωνίας που αναγνωρίζονταν στο Βυζάντιο ως τον 8ο αιώνα από τον Ιουστινιάνειο Κώδικα, έχουν πλέον αντικατασταθεί από την έννοια της οικογενειακής περιουσίας ως αδιαίρετου συνόλου. Τούτο το στοιχείο περιόρισε σημαντικά τις ελευθερίες της και τη δυνατότητά της για αυτοδιάθεση. Η γυναίκα βγαίνει και πάλι από το γυναικωνίτη προς το τέλος του 11ου αιώνα και η αλλαγή ξεκινά από τους αυτοκρατορικούς και αριστοκρατικούς κύκλους, Τότε εμφανίζονται αρκετές δραστήριες, μορφωμένες και πολιτικά οξυδερκείς γυναίκες, όπως η Άννα Δαλασσηνή, επίσημη συγκυβερνήτης με το γιο της αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ ή η Ειρήνη Δούκαινα, σύζυγος του Αλέξιου Α΄, που ακολουθούσε τον αυτοκράτορα ακόμη και στις εκστρατείες του. Γυναίκες όπως η Ειρήνη, η χήρα του Ανδρόνικου, που υπήρξε προστάτιδα και χορηγός πολλών λογίων και συγγραφέων.

Aλλες παράμετροι που αναδεικνύονται μέσα από τη γραφή του Κεκαυμένου είναι οι σχέσεις οικογένειας και παιδιών. Αν και ο Κεκαυμένος δεν υποστηρίζει τη σωματική τιμωρία, εντούτοις η συμβουλή του είναι «να τους μαστιγώνεις, όχι με ραβδί αλλά με τα λόγια, και δεν θα μαστιγωθούν ποτέ από κανέναν άλλον» (παρ.56). Σε άλλο σημείο (παρ. 45), μιλά για σεβασμό απέναντι στους γιους και τις κόρες, ως παραδειγματική συμπεριφορά από την οποία θα αντλήσουν οι νέοι. Η παρατήρησή του ωστόσο είναι ωφελιμιστική, στο βαθμό που επιθυμεί σε αντάλλαγμα την ίδια συμπεριφορά σεβασμού από τα παιδιά του όταν μεγαλώσουν. Στην πραγματικότητα στη βυζαντινή κοινωνία όποιος αγαπά πολύ τιμωρεί πολύ. Οι σωματικές τιμωρίες συνιστώνται, όπως και οι επιπλήξεις. Η ανατροφή των παιδιών επεκτείνεται και στην επίβλεψη των συναναστροφών τους και δεν τους επιτρέπεται να δημιουργήσουν σχέσεις με παιδιά κακής ή υποδεέστερης ανατροφής. Η οικογένεια σημαίνει για τα παιδιά σεβασμό προς τους γονείς, υποταγή και υπακοή και δεν ελπίζουν σε οποιαδήποτε άλλη αμοιβή από την ικανοποίηση ότι έχουν ευχαριστήσει τον πατέρα τους.

Το κλειδί για την περαιτέρω κοινωνική καταξίωση των παιδιών είναι η εκπαίδευση, γεγονός στο οποίο δεν αναφέρεται ο Κεκαυμένος. Οι μοναδικές παραινέσεις του αφορούν στην προσεκτική ανάγνωση των βιβλίων και των Γραφών. (παρ.46,63). Ουσιαστικά το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Βυζάντιο, ιδιωτικό στη φύση του, έχει ελάχιστα αλλάξει από την ελληνιστική περίοδο και έχει ως επίκεντρό του τη ρητορική. Στα κλασικά κείμενα έχουν προστεθεί οι χριστιανοί συγγραφείς, αλλά ο στόχος είναι ένας, η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Στην ανώτερη εκπαίδευση περνούν -συγκριτικά με το μέγεθος της Αυτοκρατορίας- λίγοι και το γνωστικό της αντικείμενο περιλαμβάνει τη ρητορική, τη φιλοσοφία, τη γεωμετρία και την αστρονομία, αν κρίνουμε από τις καθηγητικές θέσεις που εξήγγειλε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (945-959). Ο στόχος της ανώτερης εκπαίδευσης φαίνεται πως είναι ως επί το πλείστον η παραγωγή ικανών διοικητικών υπαλλήλων, ενώ από τον 11ο αιώνα εισάγεται η δυναμική κριτική σκέψη και όχι η απλή αποστήθιση ως διανοητική πειθαρχία, μαζί με ορισμένες αλλαγές στους θεσμούς και τις τεχνικές της διδασκαλίας.

Ιατροί - μάντεις - κοινωνικές σχέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα άλλο θέμα στο οποίο χρειάζεται να δοθεί κάποια έμφαση, είναι το γεγονός της έντονης καχυποψίας την οποία εκφράζει ο συγγραφέας, απέναντι σε όσους δε βρίσκονται μέσα στον οικογενειακό ιστό. Στις παραγράφους 39, 40 και 41 συμβουλεύει να «μη φιλοξενούνται φίλοι στο σπίτι», «να μη φανερώνεις σε κανέναν τα μυστικά σου» και «πώς να διαλέγεις τους φίλους σου». Οι παραινέσεις του είναι ενδεικτικές ενός κλίματος καχυποψίας, της κοινωνικής απομόνωσης που διακρίνει την πυρηνική οικογένεια και του ιδιωτικού συμφέροντος, που έχει εισχωρήσει σε όλες σχεδόν τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας πως ο ο Κεκαυμένος έζησε σε ένα δύσκολο αιώνα και οι απόψεις του αντικατοπτρίζουν μια κοινωνία σε κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας, με έντονο συναγωνισμό για να αδράξει κανείς τις ευκαιρίες που πρόσφερε η διάλυση της παλαιάς τάξης πραγμάτων.

Στις παρ. 55 και 61 καταφέρεται εναντίον των ιατρών και των μάντεων. Τους θεωρεί τσαρλατάνους, με μοναδικό τους στόχο να απομυζούν τους ασθενείς οι πρώτοι, τους αδαείς οι δεύτεροι. Ουσιαστικά, η στάση των Βυζαντινών απέναντι στην ιατρική διαφοροποιήθηκε μεταξύ 9ου και 12ου αιώνα. Ενώ τον 9ο αιώνα δε γίνεται σημαντική αναφορά στην ύπαρξή τους, εκτός ελάχιστων περιπτώσεων με ασαφές περιεχόμενο, στα τέλη του 10ου αιώνα οι γιατροί περιγράφονται λεπτομερώς ως φιλοχρήματοι και ανίκανοι να θεραπεύσουν τους ασθενείς τους. Ωστόσο, όπως και στις άλλες επιστήμες η κυριότερη συνεισφορά των βυζαντινών στην Ιατρική ήταν η διατήρηση της κλασικής κληρονομιάς. Κατά τον 12ο αιώνα η ιατρική αντιμετωπίζεται με σκωπτική μάλλον διάθεση, αλλά οι εξελίξεις της στον οργανωτικό τομέα δείχνουν μια πειραματική λειτουργικότητα, όπως φαίνεται στην περίπτωση της επιστημονικής ανατομίας. Για τους μάντεις περιγραφή δίνει ο Θεόδωρος Βαλσάμων, ο οποίος αναφέρει ότι ακόμη και οι πιο συνετοί χρησιμοποιούσαν μαντικές πρακτικές για να εξασφαλίσουν τη γνώση του μέλλοντος, γεγονός που φαντάζει λογικό σε εποχές ανασφάλειας και όχι για το Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνον.

Στην παρ.58 ο συγγραφέας του Στρατηγικού αναφέρεται στο «πώς να φέρεται ο τοπικός ευγενής στους ανθρώπους της περιοχής του», έτσι ώστε να μην ξεσηκωθούν εναντίον του, γεγονός που μας οδηγεί στο θέμα της διαστρωμάτωσης στις τοπικές κοινωνίες. Σε κάθε τοπική κοινωνία, αγροτική ή αστική υπάρχουν άρχοντες που παίζουν κυρίαρχο ρόλο ως επικεφαλής της τοπικής διοίκησης. Αυτοί οι άρχοντες μέλη αριστοκρατικών οικογενειών της επαρχίας ήρθαν συχνά σε σύγκρουση με την κεντρική εξουσία, ξεσηκώνοντας και τον υπόλοιπο πληθυσμό. Στην πραγματικότητα έπαιζαν το ρόλο του «προστάτη» ή πάτρωνα, ιδιαίτερα στην επαρχία όπου στην πλειοψηφία τους οι αγρότες ήταν εξαρτημένοι από κάποιον μεγαλοϊδιοκτήτη. Την εξουσία του ο γαιοκτήμων την ασκούσε με διάφορους τρόπους. Παράλληλα με τις εκτάσεις γης όπου δούλευαν εξαρτημένοι αγρότες ή πάροικοι ή εκείνες στις οποίες εργάζονταν μισθίοι και δούλοι, οι βυζαντινοί γαιοκτήμονες είχαν και τα λεγόμενα άυλα δικαιώματα, που τους επέτρεπαν να οικειοποιούνται την πρόσθετη εργασία ελεύθερων φορολογούμενων αγροτών.

Με βάση τα επιλεγμένα αποσπάσματα φαίνεται πως η βυζαντινή κοινωνία ήταν εξατομικευμένη με εξέχοντα το ρόλο της πυρηνικής οικογένειας σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού ιστού. Οι εξελίξεις στη θρησκεία και τη φιλοσοφία έφεραν στην επιφάνεια τον άγιο και το φιλόσοφο, το μυστικιστή και τον ουμανιστή. Ωστόσο όλοι, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, υπογράμιζαν τη σημασία της ατομικής εμπειρίας. Με αυτόν τον τρόπο υπήρξε μια αλλαγή προοπτικής, μια αίσθηση αποπροσανατολισμού από τις παραδοσιακές αξίες, η οποία κλυδώνισε τον κοινωνικό ιστό. Η αποκατάσταση της αίσθησης της κατεύθυνσης θα μπορούσε να είναι το βασικό μέλημα οποιουδήποτε αυτοκράτορα. Ωστόσο, το χάος που ακολούθησε την ήττα του Μαντζικέρτ (1071) δεν ευνόησε τέτοιες διευθετήσεις. Αλλωστε στη βυζαντινή κοινωνία της συγκεκριμένης περιόδου δεν υπήρχε κάποιο καθαρό σχήμα με τις κοινωνικές διακρίσεις να γίνονται πιο θολές. Υπήρχαν αρκετές ευκαιρίες για πρόοδο και ακόμη περισσότερες για δωροδοκίες και ραδιουργίες.

Επίσης, παρά τις αρχές της για ισότητα σε όλους, αρχές που επέτρεψαν για ένα διάστημα την άνοδο αντιπροσώπων των μεσαίων στρωμάτων, παρέμεινε αριστοκρατική και ιεραρχημένη. Ήταν πρακτικά μια κοινωνία υπακοής στον Αυτοκράτορα, τον πάτρωνα, τον αφέντη της οικογένειας, τον εκάστοτε ισχυρότερο. Η οικονομικά παρακμή αυτής της κοινωνίας και οι αρχαϊκές δομές της βιοτεχνίας και του εμπορίου της την οδηγούν σε στασιμότητα και την καθιστούν σε ένα βαθμό ανίκανη να παρακολουθήσει τις εξελίξεις του υπόλοιπου μεσογειακού κόσμου. Όταν θα προσπαθήσει να το κάνει και θα αποκαταστήσει τις σχετικές ισορροπίες, οι στρατιωτικές εξελίξεις θα οδηγήσουν στην περαιτέρω συρρίκνωσή της. Στο φως των παραπάνω εξελίξεων η απαισιοδοξία του Κεκαυμένου, η τάση του προς την παλαιά τάξη πραγμάτων, ενσωματωμένη στο αυτοκρατορικό αξίωμα, η περιφρόνησή του προς τους δημόσιους υπάλληλους που κινούσαν τα νήματα της εξουσίας φαίνεται εν μέρει δικαιολογημένη, αλλά δεν ερμηνεύει τα ρεύματα του κοινωνικού αναβρασμού, ο οποίος θεωρήθηκε από αρκετούς ιστορικούς ως ωριμότητα μιας κοινωνίας για αλλαγές.

Γλωσσικά χαρακτηριστικά του Στρατηγικού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Στρατηγικόν γράφεται σε μια εποχή, κατά την οποία η λογοτεχνικότητα ενός θύραθεν κειμένου εξαρτάται από την ικανότητα μιμήσεως των κλασικών προτύπων. Για τον λόγο αυτόν, είναι ευτύχημα ότι ο συγγραφέας δεν προόριζε το εγχειρίδιό του για δημοσίευση και, ως εκ τούτου, γράφει με τρόπο ευθύ και αμέσως αντιληπτό, ακόμη και για τον σύγχρονο αναγνώστη. Η γλώσσα του, ωστόσο, δεν είναι η ομιλουμένη λαϊκή, αλλά κυμαίνεται μεταξύ της διοικητικής κοινολέκτου και της ομιλουμένης των ανωτέρων στρατιωτικών. Χαρακτηρίζεται κείμενο «μέσου ύφους» από τους γλωσσολόγους[1].

Ο Κεκαυμένος υποστηρίζει ότι δεν διαθέτει ειδική κατάρτιση και προσπαθεί να δικαιολογηθεί για τη γλώσσα και το ύφος του: (§ 76) Ἐγὼ γὰρ ἄμοιρός εἰμι λόγου· οὐ γὰρ παιδείας ἑλληνικῆς ἐν σχολῇ γέγονα, ἵνα στροφὴν λόγων πορίσωμαι καὶ εὐγλωττίαν διδαχθῶ. H απουσία λογοτεχνικής παιδείας εκείνη την εποχή, και μάλιστα ἑλληνικῆς, σήμαινε ότι ο συγγραφέας δεν είχε εκπαιδευτεί επαρκώς στην κλασική ελληνική ρητορική. Εντούτοις, από το κείμενό του δεν λείπουν αρχαϊσμοί, οι οποίοι οφείλονται είτε σε γλωσσικά απολιθώματα συνήθη στις ανώτερες τάξεις είτε σε συνειδητή προσπάθεια για λογιότερο ύφος. Το είδος των αρχαϊσμών φανερώνει ότι δεν επρόκειτο για στοιχεία τής ομιλουμένης, όπως προκύπτει από την καταγραφή ασυναίρετων τύπων, καθώς και από εμφανή λάθη. Τέτοιοι αρχαϊσμοί είναι λ.χ. οι «ασυναίρετοι» τύποι λοετρόν (29), τειχέων (75), τα γραμματικά λάθη διένειμον (52, αντί διένειμα), ἀπέστειλον (48, αντί ἀπέστειλα), μακραῖς νήαις (102, αντί μακραῖς ναυσί) κ.ά. Ο Γεώργιος Χατζιδάκις υποστήριξε ευλόγως ότι τα εν λόγω αρχαϊστικά στοιχεία, ακόμη και υπό την εσφαλμένη τους μορφή, θα πρέπει να είχαν εισδύσει στον λόγο τού «μέσου ύφους», τουλάχιστον στα γραπτά κείμενα[2].

Ως προς τη μορφολογία τού κειμένου, παρατηρούμε ότι σε γενικές γραμμές έχουν διατηρηθεί καλώς τα κλιτικά παραδείγματα των στοιχείων, το απαρέμφατο είναι ακόμη εν χρήσει, οι μετοχές όμως απαντούν μόνο όταν είναι επιθετικές ή κατηγορηματικές. Ωστόσο, είναι προφανές ότι πρόκειται για ύφος απλού κειμένου, το οποίο χαρακτηρίζεται από παρατακτική σύνδεση και, εν γένει, αποφεύγει τον υποτακτικό λόγο με εξαίρεση τις υποθετικές προτάσεις. Η σύγχυση των εγκλίσεων είναι καταφανής: Οι σύνδεσμοι εἰ, ἐάν συντάσσονται αδιακρίτως με οριστική ή υποτακτική (λ.χ. εἰ ἀπειλοῦσιν, εἰ ἀπαιτῇ, ἐὰν φυλάξεις), καταδεικνύοντας την απουσία τής κλασικής ακολουθίας των χρόνων. Το ανεπιτήδευτο ύφος, που καθιστά το κείμενο τόσο πολύτιμη γλωσσική μαρτυρία, διακρίνεται ευθύς αμέσως από τις ταχείες εναλλαγές ρητορικών ερωτήσεων και απαντήσεων, αλλά και από το ασύνδετο σχήμα που συναντούμε τακτικά στο έργο (λ.χ. 13: πολέμησον ἀλλὰ μὴ ἀσκόπως καὶ ἀπολέσῃς τὸν λαόν σου· 20: εὐκαιρέσας ἡμέρας τινὰς ἔπαιξε τὴν τάβλαν).

Ως προς τη σύνταξη, το έμμεσο αντικείμενο παραμένει εν χρήσει και δεν έχει ακόμη εμφανιστεί η τάση προς αναπλήρωση της δοτικής από τη γενική ή την αιτιατική πτώση στη θέση αυτή. Ωστόσο, ένα δομικό στοιχείο που παρουσιάζεται έστω και σποραδικά στο κείμενο και θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της γλώσσας είναι η εμφάνιση των κλιτικών σε μεταρρηματική θέση: (3) πρόσεχε καὶ τὴν διαβολήν σου ἀκριβῶς καὶ τὴν πτῶσιν σου πρὸ ὀφθαλμῶν σου καθεκάστην ἔχε. οὐκ οἶδας γὰρ τι ὀπίσω σου τεκταίνουσιν. Ακόμη, μολονότι ο σύνδεσμος ἵνα κυριαρχεί στις συμπληρωματικές προτάσεις, δειλά-δειλά παρουσιάζεται και ο τύπος να, πράγμα που μας κάνει να πιστεύουμε ότι αυτός ήταν ο συνήθης στη λαϊκή ομιλουμένη: (4) καὶ ἴσως νὰ εἴπῃς… Το ίδιο ισχύει και για το προτακτικό ἀς (< ἄφες), το οποίο λειτουργεί ως εισαγωγή προτρεπτικών φράσεων, λ.χ. ἀς τυπώσωσιν, ἀς ἀποκαλύψωμεν. Τέλος, η διάκριση μεταξύ στάσης σε τόπο και κίνησης προς ορισμένη κατεύθυνση, η οποία δηλωνόταν από τις εμπρόθετες φράσεις ἐν + δοτική και εἰς + αιτιατική αντιστοίχως, δεν υπάρχει στο Στρατηγικόν: είχε ήδη κλονιστεί από την ελληνιστική εποχή.

Αρκετές αρχαίες λέξεις έχουν μεταβάλει πλέον σημασία και τις συναντούμε στο Στρατηγικόν με νέα λειτουργία. Επί παραδείγματι, το ρ. ὁμιλῶ δεν σημαίνει «συναναστρέφομαι» αλλά «μιλώ, λέγω», το ρ. 'παραιτῶ δεν σημαίνει «ικετεύω για να απαλλαγώ από υποχρέωση», αλλά (όπως σήμερα) «εγκαταλείπω, παρατώ» (λ.χ. 'τὰ συμπόσια παραιτοῦ, παραίτησαι τὴν τοιαύτην ὑπόθεσιν), το δε επίρρημα μᾶλλον λειτουργεί ως προτασικό και όχι ως συγκριτικό (11: αὐτὸς γὰρ μᾶλλον ἐπέλθῃ).

Το λεξιλόγιο του κειμένου κινείται στο επίπεδο του μέσου ύφους των διοικητικών εγχειριδίων, αλλά ήδη παρατηρούμε ίχνη νεοελληνικών τύπων, που μαρτυρούν ότι ορισμένοι νεότεροι φωνητικοί νόμοι είχαν ήδη αρχίσει να λειτουργούν. Το επίθ. ἄτσαλος δείχνει ότι η τάση για προστριβοποίηση (affrication) έχει ξεκινήσει, η δε αστάθεια της ρηματικής αύξησης είναι εμφανής στους τύπους ἐπρονοοῦντο, ἐσυνεταξίδευσε, ἐδιοίκειν κ.ά. Τα δάνεια από τη Λατινική είναι παρόντα (λ.χ. κάστρον, φοσᾶτον, κατοῦνα «οχυρό», τάβλα), ενώ δεν λείπει η επίδραση της παλαιάς Τουρκικής (λ.χ. κουλᾶς «πύργος»).

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βλ. J. Horrocks 2006: 382-4.
  2. Βλ. Γ. Χατζιδάκι, Βιβλιοκρισία τού Cecaumeni Strategicon et incerti scriptores de officiis regiis libellus, έκδ. υπό B. Wassiliewsky, V. Jernstedt (Αγ. Πετρούπολη) ― Αθηνά 8, 1896.

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, Εισαγωγή-Μετάφραση: Δημ. Τσουγκαράκης, Επιμέλεια: Θεόδ. Μωυσιάδης [Αθήνα 1993], Εκδ. Κανάκη
  • A.P. Kazhdan - Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, [Αθήνα 1997], Εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ