Οικονομία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η οικονομία [η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική «οἰκονομία» (= «οἶκος» + «νέμομαι» ), που σημαίνει διαχείριση της οικίας, δηλαδή του νοικοκυριού] μπορεί να οριστεί επίσημα και γενικά ως το σύνολο των συνειδητών και συστηματικών ενεργειών των ανθρώπων, που διαβιούν σε κοινωνία, και περιλαμβάνει την παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή και την κατανάλωση περιορισμένων σε ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών, από διαφορετικούς παράγοντες σε μια δεδομένη γεωγραφική τοποθεσία. Οι οικονομικοί παράγοντες μπορεί να είναι ιδιώτες, επιχειρήσεις, οργανισμοί ή κυβερνήσεις. Οι συναλλαγές συμβαίνουν όταν δυο παράγοντες συμφωνούν σε μια αξία ή τιμή ενός (τουλάχιστον) αγαθού ή υπηρεσίας. Η τιμή αυτή συνήθως εκφράζεται σε ένα συγκεκριμένο νόμισμα.

Στο παρελθόν, η οικονομική δραστηριότητα θεωρήθηκε ότι περιορίζεται από τους φυσικούς πόρους, την εργασία και το κεφάλαιο. Η άποψη αυτή, όμως, αγνοεί την αξία της τεχνολογίας (που σημαίνει συχνά αυτοματισμό, επιτάχυνση των διεργασιών και ελάττωση του κόστους λειτουργίας) και της καινοτομίας (που σημαίνει νέα προϊόντα, υπηρεσίες, διεργασίες και αγορές, αλλά και επέκταση των αγορών, διαφοροποίηση των αγορών, εξειδικευμένες αγορές και αύξηση των εσόδων από τις διάφορες λειτουργίες), ιδιαίτερα αυτών που παράγουν πνευματικές ιδιοκτησίες.

Μια δεδομένη οικονομία είναι το αποτέλεσμα ενός συνόλου διεργασιών που περιλαμβάνει τον πολιτισμό, τις αξίες, την εκπαίδευση, την τεχνολογική εξέλιξη, την ιστορία, την κοινωνική οργάνωση, την πολιτική δομή, τα νομικά συστήματα, καθώς και τη γεωγραφία, τους φυσικούς πόρους και την οικολογία του περιβάλλοντος, ως κύριους παράγοντες. Αυτοί οι παράγοντες δίνουν συμφραζόμενα, περιεχόμενα και ένα σύνολο συνθηκών και παραμέτρων με βάση τις οποίες λειτουργεί μια δεδομένη οικονομία. Οι μεγαλύτερες εθνικές οικονομίες ανά ήπειρο είναι οι ακόλουθες: οι ΗΠΑ στην Αμερική[1], η Γερμανία στην Ευρώπη[2], η Νιγηρία στην Αφρική[3], η Κίνα στην Ασία[4] και η Αυστραλία στην Ωκεανία[5].

Τύποι οργάνωσης της οικονομίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε μια οικονομία της αγοράς τα αγαθά και οι υπηρεσίες παράγονται χωρίς κρατικά εμπόδια ή παρέμβαση και ανταλλάσονται σύμφωνα με την προσφορά και τη ζήτηση ανάμεσα στους οικονομικούς παράγοντες, με μέσο ανταλλαγής μια πιστωτική ή χρεωστική αξία που είναι αποδεκτή μέσα σε ένα δίκτυο, όπως είναι μια νομισματική μονάδα και μια εκαθαριστική τιμή. Τα κεφάλαια και η εργασία μπορεί να κινηθεί ελεύθερα σε οποιαδήποτε περιοχή εμφανίζεται κάποιου είδους έλλειψη που συνοδεύεται από ανάλογη αύξηση της τιμής και έτσι δυναμικά και αυτόματα ανακουφίζει κάθε τέτοια απειλή.

Σε μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία υπάρχει ένας κεντρικός πολιτικός παράγοντας που ελέγχει τι παράγεται και πώς γίνονται οι συναλλαγές.

Σε μια πράσινη οικονομία η ανάπτυξη στο εισόδημα και στην απασχόληση κατευθύνεται από δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων ρυπαντών, την αύξηση της αποτελεσματικότητας της χρησιμοποιούμενης ενέργειας και φυσικών πόρων, για να εμποδιστεί η μείωση της βιοποικιλότητας και η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων[6].

Έννοιες της λέξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ωστόσο, η λέξη «οικονομία» έχει και πολλές άλλες σημασίες. Στην καθημερινή μας ζωή μπορεί να σημαίνει πολύ απλά από την εξοικονόμηση χρημάτων, μέχρι τη γενικότερη οικονομική κατάσταση ενός κράτους ή και του πλανήτη ολόκληρου. Η επιστημονική της έννοια όμως, αντιστοιχεί στον παραπάνω αναφερόμενο ορισμό. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, η οικονομία στηρίζεται σε οικονομικές θεωρίες και τρόπους διαχείρισης για την εφαρμογή τους. Η χρήση του όρου «οικονομία», μόνο με την έννοια της πολιτικής οικονομίας, ήταν δημοφιλής από τέτοιους νεοκλασικούς οικονομολόγους, όπως ο Άλφρεντ Μάρσαλλ (Alfred Marshall). Η λέξη «οικονομία» έγινε έτσι δηλαδή, συνοπτικά συνώνυμη, με την έννοια της «οικονομικής επιστήμης» και μπορεί να θεωρηθεί ότι μπορεί να υποκαταστήσει τον όρο «πολιτική οικονομία»[7][8]. Αυτό αντιστοιχεί στη σημαντική (πλέον) επιρροή των μαθηματικών μεθόδων που καθιερώθηκαν πλέον να χρησιμοποιούνται ευρύτερα στην επιστήμη[9].

Ο όρος «οικονομία» μπορεί, λοιπόν, να αναφέρεται επίσης στην κατάσταση μιας χώρας ή μιας περιοχής (στενότερης ή ευρύτερης από χώρα), δηλαδή η θέση της (σε σχέση με τους οικονομικούς κύκλους) μπορεί να είναι κυκλική ή δομική. Με την έννοια αυτή, η οικονομία αποτελεί ένα βασικό μετρήσιμο μέγεθος και σύνολο μετρήσιμων μεγεθών για ένα σύστημα ή καθεστώς, που επικρατεί στη χώρα ή την περιοχή στην οποία αναφέρεται. Με την άλλη έννοια, της οικονομίας, δηλαδή της την εξοικονόμησης χρημάτων, ή καλύτερα, της περιστολής δαπανών, η οικονομία μπορεί πράγματι να είναι το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής πιο αποτελεσματικής οργάνωσης, που συχνά ονομάζεται «εσωτερική οικονομία». Η μείωση του μέσου κόστους που οφείλεται στην αύξηση του μεγέθους μιας εταιρείας είναι μια οικονομία κλίμακας, όπως λέγεται. Η οικονομία, όμως, μπορεί να προκύψει από ένα φαινόμενο έξω από τον παράγοντα λήψης αποφάσεων. Αυτό ονομάζεται «εξωτερική οικονομία» και μπορεί να είναι θετική, ουδέτερη ή αρνητική, ως προς το αποτέλεσμα της μεταβολής που επιφέρει.

Η οικονομία, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, άρχισε να αναδύεται από τις απλές εμπορικές πρακτικές και να αναπτύσσεται από τον Άνταμ Σμιθ (Adam Smith) σε σημαντικό αναλυτικό σώμα, που χωρίζεται γενικά σε δύο κύριους κλάδους: τη μικροοικονομία, ή τη μελέτη της ατομικής συμπεριφοράς και μακροοικονομία, όπως αναδύθηκαν στην περίοδο του μεσοπολέμου. Σήμερα, η οικονομία εφαρμόζει αυτήν την ανάλυση (και την εξέλιξή της) για τη διαχείριση πολλών ανθρώπινων οργανώσεων, που περιλαμβάνουν κυβερνήσεις, ιδιωτικές εταιρείες, συνεταιρισμούς, κ.ά.. Μερικές περιοχές εφαρμογής της οικονομικής θεωρίας περιλαμβάνουν και επηρεάζουν, για παράδειγμα, το διεθνή χρηματοοικονομικό τομέα, την εθνική ανάπτυξη, το περιβάλλον, την αγορά εργασίας, τον πολιτισμό, τη γεωργία, κ.τ.λ..

Μια οικονομία αποτελείται από το οικονομικό σύστημα μιας χώρας ή άλλης μονάδας της ανθρώπινης κοινωνίας. Περιλαμβάνει το εργατικό δυναμικό, το κεφάλαιο, τους φυσικούς πόρους, την παραγωγή, το εμπόριο, τη διανομή και την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών στην περιοχή που η ανθρώπινη κοινωνία δραστηριοποιείται. Αυτοί οι παράγοντες δίνουν το πλαίσιο, το περιεχόμενο, και καθορίζουν τους όρους και τις παραμέτρους με τις οποίες η οικονομία λειτουργεί.

Ιστορία της Οικονομίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικονομία της αρχαιότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τον καιρό που κάποιος άνθρωπος προμηθευόταν ή έφτιαχνε και διένεμε αγαθά ή υπηρεσίες, υπήρχε κάποιο είδος οικονομίας. Οι οικονομίες μεγάλωσαν σε μέγεθος και πολυπλοκότητα όταν οι κοινωνίες επίσης έγιναν μεγαλύτερες και πιο πολύπλοκες. Αυτό άρχισε να γίνεται κυρίως όταν βασίστηκε στο πλεόνασμα της αγροτικής και της κτηνοτροφικής παραγωγής. Για τους περισσότερους ανθρώπους, η ανταλλαγή των αγαθών (και των υπηρεσιών) γινόταν μέσω κοινωνικών σχέσεων. Υπήρχαν επίσης έμποροι που συναλλάσσονταν σε αγορές. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που πωλούνταν ως δούλοι λόγω αδυναμίας πληρωμής χρεών ή αιχμαλωσίας τους κατά τη διάρκεια πολέμων, αλλά και πειρατικών ενεργειών.

Η οικονομία των πολιτισμών της Μεσοποταμίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τα τέλη της 6ης χιλιετίας π.Χ. οι πόλεις-κράτη της Σουμερίας ανέπτυξαν (σταδιακά) μια μεγάλης (για την εποχή) κλίμακας οικονομία, που βασίστηκε αρχικά στις συναλλαγές βασικών προϊόντων, με επιχειρήσεις και εμπόριο αγαθών. Οι πρώτοι νομικοί κώδικες από τη Σουμερία, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τα πρώτα οικονομικά κείμενα. Πολλές από τις ιδιότητες που καταγράφηκαν εκεί, είναι ακόμη σε χρήση, στις τιμές αποτίμησης του σήμερα, όπως κωδικοποιήθηκε η διαδικασία ανταλλαγής χρημάτων με εμπόρευμα, οι έννοιες όπως χρέος, ποσοστά, τόκοι, πρόστιμα, Κληρονομικό Δίκαιο, τρόποι φορολογίας της ιδιωτικής περιουσίας ή πώς αυτοί (οι φόροι) μπορούν να διαιρεθούν (σε δόσεις), κ.τ.λ..[10]. Τα μεσοποταμιακά «δισκία Κανίς» (tablettes Kanish)[11] που βρέθηκαν και στην Ανατολία, δείχνουν μια έντονη εμπορική δραστηριότητα.

Οι Βαβυλώνιοι και οι γειτονικές πόλεις-κράτη τους ανέπτυξαν αργότερα ένα πρώιμο σύστημα της οικονομίας, περίπου όπως το σκεφτόμαστε σήμερα, από την άποψη των κανόνων και νόμων για τα χρέη, τις νομικές συμβάσεις και τους νομικούς κώδικες σχετικά με τις επιχειρηματικές πρακτικές και η ιδιωτική ιδιοκτησία[12].

Η εφεύρεση της σφηνοειδούς γραφής, και η χρήση της πέρα από αποδείξεις πληρωμών ή χρεών και η (επακόλουθη) εφεύρεση της λίστας εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά γύρω στο 2600 π.Χ., με γραφή και παράδοση αλληλογραφίας και καταγραφή ιστορίας, θρύλων, μαθηματικών, αρχείων αστρονομίας και κειμένων για άλλους σκοπούς[12].

Το σέκελ (Shekel) αναφέρθηκε ως μια αρχαία μονάδα βάρους αλλά και νομισματικής αξίας. Η πρώτη χρήση του όρου έγινε στη Μεσοποταμία γύρω στο 3000 π.Χ. και αναφερόταν σε μια συγκεκριμένη μάζα κριθαριού, που συσχετίστηκε μετρήσιμα με άλλες αξίες αγαθών, όπως ο άργυρος, ο ορείχαλκος, ο χαλκός, κ.ά.. Το «σέκελ» ήταν αρχικά μονάδα μέτρησης βάρους κριθαριού και αργότερα προέκυψε και ως νομισματική μονάδα αξίας ίσης με τη συγκεκριμένη μάζα, όπως ακριβώς αργότερα στη Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποιούνταν ο όρος «pound» (λίβρα) αρχικά μονάδα βάρους και αργότερα καθιερώθηκε και ως νομισματική μονάδα (στερλίνα), που αντιστοιχούσε ακριβώς στην αξία της μάζας μιας λίβρας αργύρου[13]. .

Η οικονομία του αρχαίου ελληνικού κόσμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνική δραχμή της Αίγινας. Πρόσοψη: Χερσαία χελώνα. Αντίστροφη: Επιγραφή ΑΙΓ(ΙΝΑ) και δελφίνι. Το αρχαιότερο νόμισμα-χελώνα που έχει βρεθεί χρονολογήθηκε στο 700 π.Χ..

Η οικονομία είναι μια ελληνική λέξη που εμφανίζεται σε δύο (2) τουλάχιστον (γνωστές) αναφορές. Η μία είναι του Ξενοφώντα και η άλλη είναι του Αριστοτέλη. Σύμφωνα με τις αναφορές αυτές, σκοπός της οικονομίας είναι η γνώση και η διατύπωση των νόμων για τη βελτιστοποίηση της διαχείρισης ενός νοικοκυριού, που θεωρείται ως μονάδα για τη συλλογική παραγωγή μιας ευρύτερης οικογένειας ή φυλής. Για την εκτίμηση της έννοιας του πλούτου παίρνεται υπόψη τόσο η αφθονία των διαθέσιμων αγαθών, όσο και η χρησιμότητά τους, αλλά όχι η συσσώρευση του χρήματος μέσω της τοκογλυφίας. Η τελευταία και άλλες διαδικασίες διαπραγμάτευσης αποτελούν το αντικείμενο μιας άλλης μελέτης, που ο Αριστοτέλης αποκάλεσε «χρηματιστική» και την ενασχόληση με αυτή τη θεωρούσε στείρα ή και επαίσχυντη[14] Η οικονομία, επίσης, σαφώς διακρίνεται από την πολιτική, η οποία αποτελεί το αντικείμενο μιας άλλης πραγματείας του Αριστοτέλη, (σύμφωνα με την πραγματεία αυτή) και επιδιώκει να δημιουργήσει την αρμονία και τη δικαιοσύνη μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών των ατόμων και των οικογενειών που απαρτίζουν την «πολιτεία».

Η οικονομία της αρχαίας Ινδίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τις σκέψεις του Ινδού φιλοσόφου Χανάκυα (340-293 π.Χ.) και μετά του Ιμπν Χαλντούν, περίπου μια χιλιετία αργότερα, βρίσκουμε και πάλι πτυχές της σύγχρονης οικονομίας[15]. Ο συγγραφέας L. Κ. Jha ήταν σύμβουλος του θρόνου της Αυτοκρατορίας των Μαουρύα της αρχαίας Ινδίας, αλλά επίσης και ένας παραγωγικός συγγραφέας, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της πολιτικής οικονομίας. Το απόγειό του συγγραφικού του έργου ήταν το κείμενο Arthashastra (δηλαδή: «Η επιστήμη του πλούτου και της ευημερίας», επομένως πιο σύντομα: «Η οικονομία»)[16].

Η οικονομία του Μεσαίωνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι οικονομικοί στοχαστές του Μεσαίωνα είναι πρώτα απ 'όλα θεολόγοι. Ανάμεσα στους αξιοσημείωτους συγγραφείς του Μεσαίωνα, μπορούμε να αναφέρουμε το Θωμά Ακινάτη (Thomas Aquinas) και τον Ιμπν Χαλντούν (Ibn Khaldun). Στο σύγγραμμά του Summa Theologica, ο Ακινάτης εξετάζει πολλά οικονομικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της αιτιολόγησης της ατομικής ιδιοκτησίας, του εμπορίου και του κέρδους. Ο Γιόζεφ Σουμπέτερ Joseph Schumpeter, θεώρησε αρχικά τους Σχολαστικούς, από τα τέλη του 14ου αιώνα ως τον 17ο αιώνα, ως τους πλησιέστερους ώστε να θεωρηθούν «ιδρυτές» της οικονομικής επιστήμης. Με μια συλλογιστική στο πλαίσιο του «φυσικού νόμου» προδιέγραψαν τη σύγχρονη οικονομία στον τομέα της νομισματικής πολιτικής, στα επιτόκια και στη θεωρία της αξίας, στο πλαίσιο του «φυσικού νόμου»[17]. Αφού ανακάλυψε το σύγγραμμα Μουκαντίναχ (Muqaddimah), του Ιμπν Χαλντούν, ο Σουμπέτερ τον θεώρησε τον πιο κοντινό «προπάτορα» της σύγχρονης οικονομίας[18], αν και οι περισσότερες από τις οικονομικές θεωρίες του έγιναν γνωστές στην Ευρώπη σχετικά πρόσφατα[19].

Η ίδια η οικονομία, κατά το Μεσαίωνα, βρίσκονταν κοντά στο επίπεδο διαβίωσης. Οι περισσότερες συναλλαγές γινόταν μέσα σε κοινωνικές ομάδες. Στην κορυφή αυτών βρισκόταν κάποιοι κατακτητές που συγκέντρωσαν κεφάλαια με επιχειρηματικό ρίσκο, για να χρηματοδοτήσουν τις εκστρατείες τους. Τα κεφάλαια αυτά μπορούσαν να προέρχονται από αγαθά που έρχονταν και μέσω εξερευνήσεων. Γνωστοί έγιναν έμποροι της εποχής όπως ο Τζέικομπ Φάγκαρ (Jakob Fugger, 1459-1525) και ο Τζιοβάνι ντι Μπίκκι των Μεδίκων (Giovanni di Bicci de' Medici, 1360-1428). Οι ανακαλύψεις του Μάρκο Πόλο (Marco Polo, 1254-1324), του Χριστόφορου Κολόμβου (Christopher Columbus, 1451-1506) και του Βάσκο ντα Γκάμα (Vasco da Gama, 1469-1524), ουσιαστικά οδήγησαν για πρώτη φορά σε μια παγκόσμια οικονομία. Οι πρώτες επιχειρήσεις ήταν εμπορικοί οίκοι. Το 1513 ιδρύθηκε το πρώτο χρηματιστήριο, στην Αμβέρσα. Η «οικονομία» της εποχής είχε πρωτίστως την έννοια του εμπορίου.

Τα «θεμέλια» της σύγχρονης οικονομίας (1450-1750)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Εμποροκρατία

Οι ιστορικοί περικλείουν την «εμποροκρατία» στη χρονική περίοδο 1450 - 1750[20]. Στην περίοδο αυτή, αναδύεται η έννοια του κράτους που πρέπει να επιβληθεί σε δύο μέτωπα: α) Την εξωτερική όψη της παπικής εξουσίας και β) Την ενοποίηση της εσωτερικής περιοχής[20]. Οι στοχαστές του μερκαντιλισμού υποστηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη μέσω του πλούτου των εθνών και τελικά μέσω του εμπορίου που επιτρέπει σε ένα πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου, μέσω επενδύσεων σε οικονομικές δραστηριότητες, αυξανόμενες αποδόσεις, όπως είχε επισημάνει ο Ιταλός οικονομολόγος Αντόνιο Σάρρα (Antonio Serra) το 1613.

Η οικονομία της Νεώτερης Εποχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ευρωπαϊκές κατακτήσεις σε άλλες ηπείρους, που ονομάστηκαν αποικίες, έγιναν βραχίονες των αντίστοιχων ευρωπαϊκών κρατών. Σε άνθηση βρισκόταν τα εθνικά κράτη Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ολλανδία, που προσπάθησαν να ελέγξουν το εμπόριο με τελωνειακούς δασμούς και φόρους, με σκοπό να προστατεύσουν τις εθνικές οικονομίες τους. Η εμποροκρατία ήταν η πρώτη προσέγγιση και το ενδιάμεσο μεταξύ του ιδιωτικού πλούτου και του δημόσιου συμφέροντος. Η λαϊκοποίηση στην Ευρώπη επέτρεψε στα κράτη να χρησιμοποιήσουν την τεράστια περιουσία της εκκλησίας για την ανάπτυξη των πόλεων. Η επιρροή των ευγενών (σταδιακά) μειώθηκε. Οι πρώτοι υπουργοί οικονομικών άρχισαν την εργασία τους. Τραπεζίτες όπως ο Ἀμσελ Μάγιερ Ρόθστσαϊλντ (Amschel Mayer Rothschild, 1773-1855) άρχισαν να χρηματοδοτούν εθνικά προγράμματα όπως πόλεμοι και υποδομές. Η «οικονομία» τότε είχε το νόημα της εθνικής οικονομίας, ως ένα θέμα που αφορούσε τις συνολικές οικονομικές δραστηριότητες των πολιτών του.

Η οικονομία της Βιομηχανικής Επανάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος οικονομολόγος του κόσμου, με την πραγματική έννοια του όρου, ήταν ο Σκοτσέζος Άνταμ Σμιθ (Adam Smith) (1723-1790). Αυτός όρισε τις βάσεις της «εθνικής οικονομίας»: τα προϊόντα προσφέρονται σε μια φυσική τιμή που παράγεται από τον ανταγωνισμό, το συδυασμό προσφοράς και ζήτησης και τον καταμερισμό της εργασίας. Αυτός υποστήριξε ότι το βασικό κίνητρο για το ελεύθερο εμπόριο είναι το προσωπικό κέρδος. Η αποκαλούμενη «υπόθεση του προσωπικού κέρδους» έγινε μια ανθρωπολογική βάση για την οικονομία. Ο Τόμας Ρόμπερτ Μάθιους (Thomas Robert Malthus) (1766-1834) μετέφερε την ιδέα της προσφοράς και ζήτησης στο πρόβλημα του υπερπληθυσμού. Οι ΗΠΑ έγιναν ένα μέρος που εκατομμύρια ομογενείς από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες έψαχναν ελεύθερη οικονομική εξέλιξη.

Η «Βιομηχανική Επανάσταση» ήταν μια (χρονική) περίοδος από το 18ο αιώνα ως το αιώνα, με μεγάλες αλλαγές στη γεωργία, στη μεταποίηση, στην εξόρυξη και τις μεταφορές. Αυτό το σύνολο των αλλαγών είχε πρωτοφανούς μεγέθους επιπτώσεις στις κοινωνικοοικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες (αρχικά) στο Ηνωμένο Βασίλειο και συνεπώς μετά επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και τελικά (πρακτικά) σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η μετάβαση στη Βιομηχανική Επανάσταση σηματοδότησε ένα μεγάλο σημείο καμπής στην ανθρώπινη ιστορία. Σχεδόν κάθε τομέας της καθημερινής ζωής τελικά επηρεάστηκαν με κάποιον τρόπο. Στην Ευρώπη άρχισε να επεκτείνεται ο καπιταλισμός, αντικαθιστώντας το (παλαιότερο) καθεστώς της εμποροκρατίας (που σήμερα ονομάζεται προστατευτισμός) και οδήγησε σε οικονομική ανάπτυξη. Η περίοδος ονομάστηκε (μεταγενέστερα) «Βιομηχανική Επανάσταση», γιατί το σύστημα παραγωγής και του καταμερισμού της εργασίας επέτρεψε τη μαζική παραγωγή των αγαθών (και πολλών υπηρεσιών).

Επιστημονικό πεδίο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σαν επιστημονικό πεδίο η οικονομία ασχολείται με την βέλτιστη κατανομή περιορισμένων πόρων. Τα σύγχρονα οικονομικά χωρίζονται βασικά σε Μικροοικονομικά, Μακροοικονομικά και Οικονομετρία. Πιο πρόσφατος κλάδος είναι τα Πειραματικά Οικονομικά/Οικονομικά της Συμπεριφοράς που ξεκίνησαν από τα Μικροοικονομικά αλλά χρησιμοποιούν ευρέως μεθόδους της Οικονομετρίας και πρόσφατα χρησιμοποιούνται και στα Μακροοικονομικά.

Τα οικονομικά και οι παράπλευροι κλάδοι που τα ακολουθούν (π.χ. Χρηματοοικονομικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Οικονομικά της Υγείας, Πολιτική Οικονομία, Οικονομικά της Δημόσιας Επιλογής και ακόμα Μαθηματικά οικονομικά) ασχολούνται γενικά μπορούμε να πούμε με τις οικονομικές επιλογές κρατών, επιχειρήσεων και ανθρώπων.

Μια βασική αρχή που διδάσκεται σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες και αποτελεί επιτομή για την οικονομία είναι ότι καθορίζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη ζωή μας. Αυτό αποτελεί καθημερινή διαπίστωση και κοινή λογική καθώς από τα οικονομικά που διδάσκονται στα πανεπιστήμια μέχρι τα οικονομικά μιας απλής νοικοκυράς υπάρχει μια αλληλένδετη σχέση.

Οικονομία του κράτους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλές φορές η οικονομία αναφέρεται στην οικονομία του κράτους. Με άλλα λόγια την οικονομική κατάσταση που βρίσκεται το κράτος. Ασχολούνται όλοι με αυτό το θέμα γιατί πολύ απλά όλοι συνεισφέρουν στην οικονομία του κράτους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αυτό καθιστά όλους τους ανθρώπους μέρος του οικονομικού συστήματος που λειτουργεί αέναα και με έναν κυκλικό και επαναλαμβανόμενο τρόπο. Τα αγαθά μετατρέπονται σε χρήματα και με τα χρήματα αγοράζουμε αγαθά. Το ίδιο και με την παροχή υπηρεσιών. Το οικονομικό σύστημα ωστόσο περιλαμβάνει πλήθος περίπλοκων μηχανισμών όσον αφορά την λειτουργία του που το καθιστά πολύ ευαίσθητο στην οποιαδήποτε μεταβολή.

Διεθνής οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την στιγμή που υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ των κρατών, ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών ισχύει και η έννοια της διεθνούς οικονομίας. Οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς των ελεύθερα διακινούμενων προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και οι εξαγωγικές σχέσεις που επικρατούν ανά την υφήλιο καθιστούν την οικονομία διεθνή παράγοντα στις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Επιπλέον η άμεση επίδραση στις οικονομίες των κρατών επέρχεται από το γεγονός της ύπαρξης των διαφόρων νομισμάτων των χωρών ανά τον κόσμο. Το γεγονός και μόνο ότι εμπορεύονται νομίσματα και επηρεάζονται οι αξίες των εξαγόμενων αγαθών επιδρά άμεσα στις οικονομίες των κρατών. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα στην κατανόηση αυτού του μηχανισμού μπορούμε να συγκρίνουμε την εξαγωγική ικανότητα των Η.Π.Α. όταν το δολάριο είναι ασθενές έναντι του Ευρώ και όταν είναι ισχυρό. Ένα ασθενές δολάριο κάνει τα εξαγόμενα προϊόντα περισσότερο ελκυστικά ενώ ένα ισχυρό δολάριο αποθαρρύνει τις εξαγωγές και συνεπώς αυξάνει τις εισαγωγές.

Οικονομία και περιβάλλον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λεγόμενη οικονομία της αειφορίας ή αλλιώς πράσινη οικονομία λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι οι φυσικοί πόροι δεν είναι ανεξάντλητο αγαθό. Η χρήση φυσικών πόρων οφείλει να εξισορροπείται και ολόκληρος ο κύκλος ζωής (κατασκευή - χρήση - και τελικά απόρριψη ή ανακύκλωση) των προϊόντων να λαμβάνεται υπόψη. Το φυσικό περιβάλλον δεν μπορεί να είναι αποδέκτης των υπολειμμάτων της παραγωγής αλλά εντάσσεται στον αειφόρο κύκλο της πράσινης οικονομικής δραστηριότητας.

Παγκοσμιοποίηση και οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέσα από την νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης η οικονομία έχει αλλάξει πρόσωπο και έχει περιέλθει σε ένα πιο διευρυμένο πεδίο δράσης. Οι εξαγωγές και οι εισαγωγές, τα χρηματιστήρια, οι αλληλεπιδράσεις των νομισμάτων και πολλά άλλα πεδία της οικονομίας επηρεάζονται πλέον όχι μόνο από τις τοπικές αγορές αλλά από τις παγκόσμιες. Αυτό έχει σαν συνέπεια να δημιουργούνται πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε πολλά κράτη συγχρόνως.

Οι απόψεις για το κατά πόσο ωφελήθηκε η παγκόσμια οικονομία από τις τελευταίες αλλαγές διίστανται. Πολλοί εκφέρουν την γνώμη ότι πλέον οι αγορές έχουν γίνει αλληλεξαρτημένες και μια πιθανή κατάρρευση μιας εκ των μεγάλων οικονομιών μπορεί να συμπαρασύρει και τις υπόλοιπες και έτσι να έχουμε αλυσιδωτές αντιδράσεις και ραγδαία κατάρρευση όλων των οικονομιών του πλανήτη.

Παραπομπές και παρατηρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Economic Power in a Changing International System - Page 25, Ewan W. Anderson, Ivars Gutmanis, Liam D. Anderson - 2000
  2. OECD Reviews of Regulatory Reform, 2004, p 92
  3. «The economist». 
  4. China and the World Economy, Yih-chyi Chuang, Simona Thomas - 2010
  5. Field listing - GDP (PPP exchange rate), CIA World Factbook
  6. «unep.org/greeneconomy» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 11 Νοεμβρίου 2013. 
  7. Marshall 1879, p. 2
  8. Jevons 1879, p. xiv
  9. Clark 1998.
  10. Horne 1915.
  11. Πρόκειται για μεταλλικούς δίσκους με τρύπα στο κέντρο, που χρησιμοποιούνταν στις εμπορικές συναλλαγές σα νομίσματα.
  12. 12,0 12,1 Sheila C. Dow (2005), "Axioms and Babylonian thought: a reply", Journal of Post Keynesian Economics 27 (3), p. 385-391.
  13. Kramer 1988, p. 52–55.
  14. Ηθικά Νικομάχεια.
  15. Jha 1998, p. 267–282.
  16. Sihag 2005, p. 723-755
  17. Schumpeter 1954, p. 97–115
  18. Oweiss 1988
  19. Boulakia 1971
  20. 20,0 20,1 Villey 1985, p. 37

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]