Μπαρόκ ζωγραφική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καραβάτζο, Η Κλήση του Αγίου Ματθαίου, περ. 1599-1600, Παρεκκλήσι Κονταρέλλι, Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι, Ρώμη

Η μπαρόκ ζωγραφική συνδέεται με τη μπαρόκ καλλιτεχνική τεχνοτροπία που με αφετηρία την Ιταλία διαδόθηκε στην Ευρώπη μετά την Αναγέννηση, περίπου κατά τον 17ο και 18ο αιώνα και κυριάρχησε σε όλες τις μορφές της τέχνης, στην αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη ζωγραφική, τη μουσική και τη λογοτεχνία.

Οι πιο διάσημοι μπαρόκ ζωγράφοι προέρχονται από την Ιταλία και τις Κάτω Χώρες, όπως ο Καραβάτζο και ο Ρούμπενς, αλλά και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία.[1]

Ο όρος «τέχνη του μπαρόκ» δεν είναι σύγχρονος με τον 17ο αιώνα: εμφανίστηκε αργότερα μεταξύ των κλασικιστών θεωρητικών της τέχνης και προέρχεται από την πορτογαλική λέξη barocco, που σημαίνει το ακανόνιστο και ασύμμετρο μαργαριτάρι και ως επίθετο χαρακτηρίζει το ασυνήθιστο, το παράδοξο ή το ασύμμετρο.[2]

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αποθέωση των Μεδίκων του Λούκα Τζορντάνο (Παλάτσο Μέντιτσι, Φλωρεντία): Η μπαρόκ τέχνη του Τζορντάνο εκφράζει όλη τη δύναμη της επιφανούς οικογένειας, τόσο από πολιτική όσο και από θρησκευτική άποψη.

Η μπαρόκ τέχνη συχνά ταυτίζεται με τον Απολυταρχισμό, την Αντιμεταρρύθμιση και την Καθολική Εκκλησία, αλλά η ύπαρξη σημαντικής μπαρόκ τέχνης και αρχιτεκτονικής σε μη απολυταρχικά και προτεσταντικά κράτη σε όλη τη Δυτική Ευρώπη υπογραμμίζει τη ευρεία δημοτικότητά του.[3]

Η ζωγραφική του μπαρόκ περιλαμβάνει ευρύτητα τεχνοτροπιών, καθώς τα σημαντικότερα έργα της περιόδου που άρχισε γύρω στο 1600 και συνεχίστηκε σε όλο τον 17ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα προσδιορίζονται σήμερα ως ζωγραφική μπαρόκ. Εισηγητές της τεχνοτροπίας ήταν ο Αννίμπαλε Καρράτσι και Καραβάτζο που εργάστηκαν στη Ρώμη και ανέπτυξαν αντίθετες τάσεις. Ο πρώτος δημιούργησε το κλασικιστικό ρεύμα και ο δεύτερος το νατουραλιστικό-ρεαλιστικό ρεύμα.[2]

Στις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της, η ζωγραφική του μπαρόκ χαρακτηρίζεται από την τάση για δραματική εντύπωση, την προτίμηση των διαγώνιων συνθέσεων, τα εφέ της προοπτικής και της οπτικής απάτης, τις διακυμάνσεις της φωτοσκίασης, το πλούσιο και βαθύ χρώμα. Στη μπαρόκ ζωγραφική οι μορφές βρίσκονται σε κίνηση, η έντονη έκφραση των προσώπων τους μεταδίδει τα συναισθήματα και η δράση συντελείται τη στιγμή της απεικόνισης. Οι ζωγράφοι του μπαρόκ προσεγγίζουν γενικά καλλιτεχνικά θέματα που αντλούνται από βιβλικούς ή μυθολογικούς θρύλους και ιστορίες. Ωστόσο, αν και η θρησκευτική ζωγραφική, η ιστορική ζωγραφική, οι αλληγορίες και οι προσωπογραφίες θεωρούνται τα πιο ευγενή θέματα, τα τοπία και οι σκηνές καθημερινής ζωής είναι επίσης ευρέως διαδεδομένα. Η τέχνη του μπαρόκ είχε σκοπό να προκαλέσει συναισθήματα και πάθος σε αντίθεση προς τον ήρεμο ορθολογισμό της αναγεννησιακής τέχνης.[4]

Μεταξύ των σημαντικότερων ζωγράφων της περιόδου του μπαρόκ είναι ο Βελάσκουεθ, ο Καραβάτζο, ο Ρέμπραντ, ο Ρούμπενς, ο Πουσέν και ο Βερμέερ. Ο Καραβάτζο είναι κληρονόμος της ουμανιστικής ζωγραφικής της Αναγέννησης. Η ρεαλιστική του προσέγγιση της ανθρώπινης μορφής, δραματικά φωτισμένη σε σκοτεινό φόντο, συγκλόνισε τους συγχρόνους του και άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της ζωγραφικής. Η μπαρόκ ζωγραφική συχνά δραματοποιεί σκηνές χρησιμοποιώντας εφέ φωτός κιάρο-σκούρο, χαρακτηριστικό των έργων των Ρέμπραντ, Βερμέερ, Λε Ναιν και Λα Τουρ. Ο Φλαμανδός ζωγράφος Άντονι βαν Ντάικ ανέπτυξε ένα χαριτωμένο αλλά επιβλητικό στυλ πορτρέτου, χαρακτηριστικό της Φλαμανδικής ζωγραφικής μπαρόκ.[5]

Η τέχνη του μπαρόκ ως έκφραση εξουσίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάθοδος από τον Σταυρό, Ρούμπενς, περ.1616, Μουσείο Καλών Τεχνών της Λιλ.

Η Σύνοδος του Τρέντο (1545-1563), κατά την οποία η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έθεσε τις βάσεις της Αντιμεταρρύθμισης, ενθάρρυνε την καλλιτεχνική δημιουργία ως υποστηρικτικό έργο αλλά και ως εργαλείο «διδασκαλίας». Η Σύνοδος επέβαλε ότι τα έργα πρέπει να απεικονίζουν το δόγμα χωρίς να το προδίδουν, αναγνωρίζοντας τη χρησιμότητα των εικονογραφικών αναπαραστάσεων. Έτσι, η τέχνη της εποχής εστιάζει στους αγίους, στην Παναγία και σε γνωστά επεισόδια από τη Βίβλο, αποτελώντας την έκφραση της θρησκευτικής δύναμης, και στην προκειμένη περίπτωση της ρωμαιοκαθολικής εξουσίας. Σε πλήρη αντίθεση με την προτεσταντική προσέγγιση της θρησκευτικότητας, η Αντιμεταρρύθμιση της Καθολικής Εκκλησίας πρότεινε μια λειτουργία με πανηγυρική θεατρικότητα που έπρεπε να εκφράζεται μέσω όλων των καλλιτεχνικών μορφών και ιδιαίτερα της γλυπτικής, της αρχιτεκτονικής και της ζωγραφικής. Ο ρόλος της ζωγραφικής, ειδικότερα, συνίστατο ως υποστηρικτικός των δύο άλλων καλλιτεχνικών μορφών.

Αυτή η αντίληψη του ρόλου της ιερής τέχνης θεωρείται από πολλούς ιστορικούς τέχνης ως ένα από τα στοιχεία που οδήγησαν στις καινοτομίες του Καραβάτζιο και των αδελφών Αννίμπαλε Καρράτσι και Αγκοστίνο Καρράτσι που εργάστηκαν στη Ρώμη, και συχνά ανταγωνίζονταν για παραγγελίες έργων, γύρω στο 1600. Η Ρώμη άλλωστε την εποχή εκείνη κατακλύζονταν από οικοδομικό και καλλιτεχνικό οργασμό: περισσότερες από τις μισές εκκλησίες της πόλης αναστηλώθηκαν, τροποποιήθηκαν ή διακοσμήθηκαν εκ νέου μεταξύ 1560 και 1660.[6]

Έτσι, η τέχνη του μπαρόκ αρχικά αναπτύχθηκε στη Ρώμη, σύντομα όμως εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, ειδικά στις πόλεις και, καθώς ανταποκρίνονταν στην τάση για πολυτέλεια, υιοθετήθηκε κυρίως από βασιλικές και πριγκιπικές οικογένειες που το έβλεπαν ως ευκαιρία να επιδείξουν όλη τη μεγαλοπρέπεια της τάξης τους. Αυτή η τέχνη λοιπόν αποτελεί μια έκφραση της ιδέας της εξουσίας, τόσο της πολιτικής όσο και της θρησκευτικής.[7]

Εθνικές παραλλαγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρέμπραντ, Η νυχτερινή περίπολος, π. 1642, Άμστερνταμ, Ρέικσμουζεουμ

Με αφετηρία την Ιταλία, η μπαρόκ ζωγραφική διαδόθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ευρώπης, όπου υιοθέτησαν την τεχνοτροπία προσαρμόζοντάς την στα δικά τους πολιτισμικά ερεθίσματα και χαρακτηριστικά.[8]

Η ευημερία της προτεσταντικής Ολλανδικής Δημοκρατίας του 17ου αιώνα οδήγησε σε μια τεράστια παραγωγή έργων από πολλούς ζωγράφους που ήταν ως επί το πλείστον εξαιρετικά εξειδικευμένοι και ζωγράφιζαν κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής, τοπία, θαλασσογραφίες, νεκρές φύσεις, πορτρέτα. Τα τεχνικά πρότυπα ήταν πολύ υψηλά και η Ζωγραφική της ολλανδικής Χρυσής Εποχής του 17ου αιώνα απομακρύνθηκε από τα θρησκευτικά και ιστορικά θέματα, τυπικά της τέχνης του μπαρόκ, και δημιούργησε το νέο ρεπερτόριο θεμάτων που άσκησε μεγάλη επιρροή μέχρι την άφιξη του Μοντερνισμού.[9]Ενώ η μπαρόκ φύση των έργων του Ρέμπραντ είναι ξεκάθαρη, ο όρος χρησιμοποιείται λιγότερο για τον Βερμέερ και πολλούς άλλους Ολλανδούς καλλιτέχνες.

Με παραπλήσια χαρακτηριστικά αναπτύχθηκε και η Φλαμανδική ζωγραφική μπαρόκ αν και οι Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, Άντονι βαν Ντάικ και Γιάκομπ Γιόρντενς βρίσκονται πιο κοντά στην εξιδανίκευση και την αγάπη για το μεγαλείο που χαρακτηρίζει τα έργα μπαρόκ.

Στη Γαλλία, όπου ο τελευταίος 17ος αιώνας θεωρείται ως χρυσή εποχή για τη ζωγραφική, ο Σιμόν Βουέ επηρεασμένος από το μπαρόκ κατά τη μαθητεία του στην Ιταλία, κατά την επιστροφή του, εισήγαγε την τεχνοτροπία και την προσάρμοσε στις γαλλικές προτιμήσεις αναπτύσσοντας έναν συνδυασμό μεταξύ των υπερβολών του μπαρόκ και του κλασικισμού. Δύο από τους σημαντικότερους Γάλλους μπαρόκ ζωγράφους, ο Νικολά Πουσέν και ο Κλωντ Λορραίν, εργάστηκαν στη Ρώμη, όπου εκπαίδευσαν πολλούς συμπατριώτες τους.[10]

Αξιόλογοι ζωγράφοι του μπαρόκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οράτσιο Τζεντιλέσκι, Ο Ιωσήφ και η σύζυγος του Ποτιφάρ, μεταξύ 1626 και 1630

Ολλανδοί: Ρέμπραντ (1606-1669), Φρανς Χαλς (1582-1666), Γιάκομπ φαν Ράουσντελ (1629 -1682), Γιοχάνες Βερμέερ (1632-1675), Γιαν Στέιν (1626-1679), Χέραρντ τερ Μπορχ (1617-1681), Άντριεν Μπράουβερ (1605-1638), Χέντρικ τερ Μπρούγκεν (1588-1629), Χέρριτ φαν Χόντχορστ (1592–1656)

Ισπανοί: Φρανσίσκο Ριμπάλτα (1565-1628), Χοσέ ντε Ριμπέρα (1591-1652), Φρανθίσκο ντε Θουρμπαράν (1598-1664), Ντιέγο Βελάθκεθ (1599-1660), Αλόνσο Κάνο (1601-1666), Μπαρτολομέ Εστέμπαν Μουρίγιο (1617-1682), Χουάν Ντε Βαλντές Λεάλ (1622-1690)

Ντιέγο Βελάθκεθ, Λας Μενίνας, 1656-1657, Μαδρίτη, Πράδο

Φλαμανδοί: Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς (1577-1640), Άντονι βαν Ντάικ (1599-1641), Γιάκομπ Γιόρντενς (1593-1678), Γιαν Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος (1568 - 1625),Φρανς Σνάιντερς (1579-1657), Ντάβιντ Τένιερς ο νεότερος (1610-1690)

Γάλλοι: Βαλεντέν ντε Μπουλόνι (1591–1632), Τροφίμ Μπιγκό (1579-1650), Αβραάμ Μπος (1604-1676), Φιλίπ ντε Σαμπέν (1602–1674), Λωράν ντε Λα Ιρ (1606–1656), Ζωρζ ντε Λα Τουρ (1590-1652), Σαρλ Λε Μπρεν (1619–1690), οι αδελφοί Λε Ναιν, Εστάς Λε Συέρ (1617–1655), Κλωντ Λορραίν (1600-1682), Πιέρ Μινιάρ (1612–1695), Υασίντ Ριγκώ (1659-1743), Νικολά Πουσέν (1594–1665), Σιμόν Βουέ (1590–1649)

Ιταλοί: Πιέτρο ντα Κορτόνα (1596-1669), Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι (1598-1680), Σιμόνε Κανταρίνι (1612-1648), Καραβάτζο (1571-1610), Γκουερτσίνο (1591-1666), Αννίμπαλε Καρράτσι (1560-1609) και τα αδέρφια του Αγκοστίνο Καρράτσι και Λουντοβίκο Καρράτσι, Οράτσιο Τζεντιλέσκι (1563-1639), Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι (1592-1652 / 53), Ντομενικίνο (1581-1641), Σαλβατόρ Ρόζα (1615-1673), Ελιζαμπέτα Σιράνι (1638-1665), Τζοβάννι Λανφράνκο (1582-1647), Λούκα Τζορντάνο (1634-1705)

Γερμανοί: Γιόχαν Λις, (περ. 1590 ή 1597 - περ. 1630)

Τσέχοι: Βάτσλαβ Χόλλαρ (1607–1677), Κάρελ Σκρέτα (1610–1674), Πετρ Μπραντλ (Petr Brandl,1668–1735)

Ούγγροι: Άνταμ Μανιόκι (1673-1757)

Πορτογάλοι: Ζοζέφα ντε Όβιδος (1630-1684)

Επιλογή έργων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]