Μαυροκέφαλος γλάρος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαυροκέφαλος γλάρος
Σπάνιος επισκέπτης του είδους στη Σουηδία
Σπάνιος επισκέπτης του είδους στη Σουηδία
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Λαρίδες (Laridae)
Γένος: Ιχθυαετός (Ichthyaetus)
Είδος: Ιχθυαετός ο μελανοκέφαλος
Ichthyaetus melanocephalus


Η γεωγραφική κατανομή του μαυροκέφαλου γλάρου: σκούρο πράσινο = αναπαραγωγή, ανοικτό πράσινο = όλο το έτος, μπλε = χωρίς αναπαραγωγή
Συνώνυμα
  • Larus melanocephalus
Μεσογειακοί γλάροι στο χωριό Den Hoorn της βορειοδυτικής Ολλανδίας (2011)

Ο μαυροκέφαλος ή μεσογειακός γλάρος (επιστημονική-λατινική ονομασία Ichthyaetus melanocephalus, ιχθυαετός ο μελανοκέφαλος) είναι είδος μικρού σχετικώς γλάρου. Η επιστημονική ονομασία του προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ιχθύς = ψάρι, αετός, μέλας = μαύρος και κεφαλή = κεφάλι.[1]

Ο γλάρος αυτός αναπαράγεται σχεδόν αποκλειστικά στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αφρική και (ιδίως) στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στην κεντρική Τουρκία. Υπάρχουν αποικίες του και αλλού στη νότια Ευρώπη, ενώ η γεωγραφική κατανομή του επεκτάθηκε εντυπωσιακά κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Όπως και πολλοί άλλοι γλάροι, ταξινομείτο παλαιότερα στο γένος Larus, προτού μετακινηθεί στο γένος Ichthyaetus.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαυροκέφαλος γλάρος είναι ελαφρώς μεγαλύτερος από τον πολύ παρόμοιο Chroicocephalus ridibundus, έχοντας ογκωδέστερο ράμφος και μακρύτερα, πιο σκουρόχρωμα πόδια. Το πτέρωμα της αναπαραγωγικής εποχής στους ενήλικες μεσογειακούς γλάρους είναι ολόλευκο με πολύ ανοικτό γκρίζο επάνω μέρος και πτέρυγες με λευκά κύρια φτερά χωρίς μαύρα άκρα. Το κεφάλι είναι χαρακτηριστικά μαύρο, χρώμα που επεκτείνεται λίγο στον λαιμό, ενώ επάνω και κάτω από τα μάτια υπάρχουν κτυπητά ημικύκλια λευκού πτερώματος.[2] Το ράμφος έχει αμβλύ άκρο, παράλληλες πλευρές και κοκκινο ή πολύ σκούρο πορτοκαλί χρώμα, ενώ μια ζώνη του κοντά στο άκρο είναι μαύρη. Εκτός της εποχής της αναπαραγωγής, οι ενήλικες «αντικαθιστούν» το μαύρο χρώμα στο κεφάλι με λευκό ή υπόλευκο, εκτός από μια περιοχή γύρω από τα μάτια. Οι μαυροκέφαλοι γλάροι φθάνουν στην ενηλικίωση σε ηλικία δύο ετών. Τα νεαρά άτομα του πρώτου έτους ηλικίας έχουν μια μαύρη ζώνη στο άκρο της ουράς και περισσότερες σκούρες έως μαύρες περιοχές στην επάνω επιφάνεια των πτερύγων, ενώ η κάτω πλευρά παραμένει ανοικτόχρωμη.

Γεωγραφική κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παραδοσιακή γεωγραφική κατανομή του μαυροκέφαλου γλάρου περιοριζόταν στη Μαύρη Θάλασσα και την ανατολική Μεσόγειο Θάλασσα, από όπου και η κοινή ονομασία του. Ωστόσο σήμερα έχει επεκταθεί στο μεγαλύτερο μήκος των ευρωπαϊκών ακτών, μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία και την Ιρλανδία, με 37 τοποθεσίες και 543 έως 592 καταμετρημένα ζεύγη το 2008 στο Ηνωμένο Βασίλειο.[3] Στην Ιρλανδία έχει καταγραφεί από μία τουλάχιστον τοποθεσία αναπαραγωγής σε 4 κομητείες. Αναπαραγωγή (δηλαδή φωλιές) έχει επίσης παρατηρηθεί στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Δανία, τη Σουηδία, την Εσθονία, σε χώρες χωρίς θάλασσα όπως στην Ελβετία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, καθώς και στα Βαλκάνια.

Τον χειμώνα πάντως το είδος εξακολουθεί να αποδημεί στις ακτές της Μεσογείου και σε πιο νότιες ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού.

Οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αβγά μαυροκέφαλου γλάρου στη συλλογή του Μουσείου του Βιζμπάντεν

Ο μαυροκέφαλος γλάρος αναπαράγεται σε αποικίες που βρίσκονται σε μεγάλους καλαμιώνες ή βαλτότοπους, καθώς και πάνω σε νησίδες λιμνών. Σε μέρη όπου ο πληθυσμός του είναι μικρός, φωλιάζει σε αποικίες του γλάρου Chroicocephalus ridibundus. Καθώς συμβαίνει με τα περισσότερα είδη γλάρου, ο μαυροκέφαλος ζεί πολύ ομαδικά τους χειμώνες, τόσο όταν αναζητεί την τροφή του όσο και όταν κουρνιάζει το βράδυ. Δεν είναι είδος της ανοικτής θάλασσας (πελαγικό) και σπανίως παρατηρείται στη θάλασσα μακριά από ακτές.

Ως προς τις διατροφικές συνήθειές του, ο μαυροκέφαλος γλάρος είναι, ανάλογα με το τι τροφή διατίθεται, παμφάγος: τρώει ψάρια, σκουλήκια, έντομα, εντόσθια από σφαγεία και ψοφίμια.

Είναι θορυβώδες πτηνό, ιδίως στις αποικίες του, με τη φωνή του να μοιάζει με ένα ένρινο «ιέα».


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Jobling, James A. (2010). The Helm Dictionary of Scientific Bird Names. Λονδίνο: Christopher Helm. σελίδες 224, 246. ISBN 978-1-4081-2501-4. 
  2. Peterson, R.· Mountfort, G.· Hollom, P.A.S. (1967). A Field Guide to the Birds of Britain and Europe. Collins. 
  3. Holling, Mark (Σεπτέμβριος 2010). «Rare breeding birds in the United Kingdom in 2008». British Birds (Rare Breeding Birds Panel) 103: 482-538. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-02-19. https://web.archive.org/web/20120219015953/http://www.rbbp.org.uk/downloads/rbbp-report-2008.pdf. Ανακτήθηκε στις 2022-12-05. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]