Κομητεία του Λουξεμβούργου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Bock Fiels, Λουξεμβούργο.
Περιοχή Lützelburg (πορτοκαλί) περίπου 1250

Η κομητεία του Λουξεμβούργου (γαλλικά: Luxembourg‎‎, λουξεμβουργιανά: Lëtzenbuerg) ήταν κράτος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Προέκυψε από το μεσαιωνικό Lucilinburhuc ("Μικρό Φρούριο") [1] Κάστρο στη σημερινή πόλη του Λουξεμβούργου, που αγοράστηκε από τον Zήγκφρηντ, κόμη του Αρντέν το 963. Οι απόγονοί του της δυναστείας των Αρντέν-Λουξεμβούργου άρχισαν να αυτοαποκαλούνται κόμητες του Λουξεμβούργου από τον 11ο αι. και μετά. Ο Οίκος του Λουξεμβούργου, ένας πλάγιος κλάδος των των δουκών του Λίμπουργκ, έγινε μια από τις σημαντικότερες πολιτικές δυνάμεις του 14ου αι., παλεύοντας με τον Οίκο των Αψβούργων για την υπεροχή στην Κεντρική Ευρώπη.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορική περιοχή του Λουξεμβούργου κατοικήθηκε από κελτικές φυλές τον 2ο αι. Μετά τις κατακτήσεις του Ιουλίου Καίσαρα κατά τους Γαλατικούς Πολέμους από το 58 έως το 51 π.Χ., ενσωματώθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία Germania Inferior. Μετά την εισβολή των Γερμανών Φράγκων από την Ανατολή κατά την περίοδο της μετανάστευσης τον 5ο αι., η περιοχή του Λουξεμβούργου έγινε μέρος της Φραγκίας και της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας. Το 843, το Λουξεμβούργο έγινε μέρος της Μέσης Φραγκίας (Συνθήκη του Βερντέν), στη συνέχεια της Λοθαριγγίας το 855 (Συνθήκη του Πρυμ) και, τέλος, της Άνω Λωρραίνης το 959. Από το 925, ανήκε στην Ανατολική Φραγκία, προκάτοχο του βασιλείου της Γερμανίας και της Γερμανίας, και μεγάλα τμήματα κατείχε το αβαείο του Έχτερναχ.

Από τον Πρώιμο Μεσαίωνα έως την Αναγέννηση, οι συγγραφείς απέδωσαν διαφορετικά ονόματα στο Λουξεμβούργο, όπως: Lucilinburhuc, Lutzburg, Lützelburg, Luccelemburc, Lichtburg. Το όνομα συνήθως μεταφράζεται από τα λατινικά ως "μικρό κάστρο". Ωστόσο, οι σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν, ότι η ετυμολογία της λέξης Λουξεμβούργο είναι παράγωγο της λέξης Letze, που σημαίνει οχύρωση, που μπορεί να αναφερόταν είτε σε ερείπια ρωμαϊκής σκοπιάς είτε σε πρωτόγονο καταφύγιο του Πρώιμου Μεσαίωνα. Η πρώτη γνωστή αναφορά στην επικράτεια ήταν από τον Ιούλιο Καίσαρα στα Σχόλια περί του Γαλατικού Πολέμου.[2]

Κομητεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ερειπωμένη, υποτιθέμενη ρωμαϊκή, οχύρωση που ονομάζεται Lucilinburhuc αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 963, όταν ο κόμης Ζήγκφρηντ την απέκτησε από τον Βίκερους, ηγούμενο του αβαείου του Αγίου Μαξιμίνου στο Τρηρ. Ο Ζήγκφρηντ εμφανίζεται για πρώτη φορά περίπου το 950. Πιθανώς ήταν γιος του Γιλβέρτου, δούκα της Λωρραίνης, και η μητέρα του Κουνγκούντα ήταν εγγονή του Δυτικού Φράγκου βασιλιά Λουδοβίκου Β΄ του Τραυλού. Τα επόμενα χρόνια, ο Ζήγκφρηντ έκτισε ένα νέο κάστρο στη θέση των ερειπίων, σε έναν βράχο που αργότερα ονομάστηκε «Μπόκφηλς». Το κάστρο δέσποζε σε ένα τμήμα του παλαιού ρωμαϊκού δρόμου, που ένωνε το Ρενς, το Aρλόν και το Tρηρ που παρείχε προοπτικές για εμπόριο και φορολογία. Αν και η ιστορία του Λουξεμβούργου ξεκίνησε με την κατασκευή του κάστρου, φαίνεται ότι ο Ζήγκφρηντ και οι άμεσοι διάδοχοί του δεν έκαναν το κάστρο την κύρια κατοικία τους.

Τα επόμενα χρόνια, μια μικρή πόλη και μια αγορά αναπτύχθηκε γύρω από το νέο κάστρο. Οι πρώτοι κάτοικοί του ήταν πιθανότατα υπηρέτες του κόμη Ζήγκφρηντ και κληρικοί της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ. Ο οικισμός έλαβε σύντομα πρόσθετη προστασία, με την κατασκευή μερικού τείχους και τάφρου της πόλης. Εκτός από τη μικρή πόλη κοντά στο Μπόκφηλς και τη ρωμαϊκή οδό, ένας περαιτέρω οικισμός ιδρύθηκε στην κοιλάδα Aλζέτ, σήμερα η συνοικία Γκρουντ του Λουξεμβούργου.

Μέχρι το 1060 το φρούριο είχε επεκταθεί από τους απογόνους του Ζήγκφρηντ. Ο Κορράδος Α΄ (απεβ. 1086) ήταν ο πρώτος που αποκάλεσε τον εαυτό του «κόμη του Λουξεμβούργου». Ο γιος του, Ερρίκος Γ΄, ήταν ο πρώτος κόμης, που ήταν γνωστό, ότι ίδρυσε τη μόνιμη κατοικία του εκεί, καθώς σε ένα έγγραφο του 1089 αναφέρεται ως "comes Henricus de Lutzeleburg". Μέχρι το 1083 αυτή η κάτω πόλη περιείχε δύο εκκλησίες και γέφυρες επάνω από τους ποταμούς Aλζέτ και Πέτρους. Οι ασχολίες των κατοίκων του περιελάμβαναν το ψάρεμα, την αρτοποιία και το άλεσμα. Την ίδια χρονιά, το αβαείο των Βενεδικτίνων του Άλτμυνστερ ιδρύθηκε στο λόφο πίσω από το κάστρο, από τον Κορράδο Α΄, κόμη του Λουξεμβούργου.

Το 1136, όταν ο κόμης Κορράδος Β΄ του Λουξεμβούργου απεβίωσε χωρίς κληρονόμους, ο κλάδος Αρντέν-Λουξεμβούργου εξαφανίστηκε και η κομητεία, με εντολή του αυτοκράτορα Λοθάριου Β΄, πέρασε στον εξάδελφο του Κορράδου Β΄ από τη μητέρα του, Ερρίκο Δ΄ τον Τυφλό από τον Οίκο του Ναμύρ. Όταν ο Ερρίκος Δ΄ απεβίωσε το 1196, ο κόμης Όθωνας Α΄ της Βουργουνδίας (γιος του αυτοκράτορα των Χοενστάουφεν Φρειδερίκου Α΄ Μπαρμπαρόσα) ήγειρε αξιώσεις για το θρόνο. Η κόρη του Ερρίκου Δ΄, Ερμεσίνδη, παντρεύτηκε τον Θεοβάλδο Α΄ κόμη του Μπαρ, εξασφαλίζοντας έτσι τη δική της διαδοχή ως κόμισσα του Λουξεμβούργου.

Η πόλη του Λουξεμβούργου έγινε το κέντρο ενός κράτους στρατηγικής αξίας στις Κάτω Χώρες. Οι οχυρώσεις της διευρυνόταν και ενισχυόταν σταθερά με τα χρόνια από διαδοχικούς ιδιοκτήτες, γεγονός που το έκανε ένα από τα ισχυρότερα φρούρια της Ευρώπης. Μέσα από τις τρομερές του άμυνες έγινε γνωστό ως «Γιβραλτάρ του Βορρά». Οι κόμητες του Λουξεμβούργου έχασαν την κληρονομιά του Λίμπουργκ, όταν ηττήθηκαν από τους δούκες της Βραβάντης στη μάχη του Βόρινγκεν το 1288. Ωστόσο, ο κόμης Ερρίκος Ζ΄, του οποίου ο πατέρας Ερρίκος ΣΤ΄ είχε σκοτωθεί στη μάχη, τακτοποίησε τη διαμάχη παντρεύοντας τη Μαργαρίτα της Βραβάντης το 1292. Το 1308, εξελέγη διάδοχος ("βασιλιάς των Ρωμαίων") και στέφθηκε αυτοκράτορας της Γερμανίας το 1312, ο πρώτος από τους τρεις αυτοκράτορες που παρείχε ο Οίκος του Λουξεμβούργου. Ο γιος του, Ιωάννης ο Τυφλός, έγινε βασιλιάς της Βοημίας το 1310, οπότε η δυναστεία μετέφερε την εξουσία της στο κάστρο της Πράγας.

Αναβίβαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το δουκάτο του Λουξεμβούργου σχηματίστηκε όταν ενώθηκαν οι κομητείες Λουξεμβούργο, Ντυρμπυί, Λαρός και Βιάντεν (υποτελής κομητεία από τις 31 Ιουλίου 1264), το μαρκιζάτο of Aρλόν και οι περιφέρειες Tιονβίλ, Μπίτμπουργκ και Mαρβίλ. Το Λουξεμβούργο ήταν ανεξάρτητο φέουδο της Γερμανίας μέχρι το 1353, όταν ο Κάρολος Δ΄ του Οίκου του Λουξεμβούργου, αυτοκράτορας της Γερμανίας το ανέδειξε σε δουκάτο για τον ετεροθαλή αδελφό του, Βεντσέσλαο Α΄, δούκα του Λουξεμβούργου.

Μετά την εξαφάνιση της δυναστείας του Λουξεμβούργου, το δουκάτο πέρασε στον Οίκο των Βαλουά-Βουργουνδίας το 1443 και στη συνέχεια στο σρχιδουκάτο της Αυστρίας το 1482. Ενσωματώθηκε στον Βουργουνδικό Κύκλο της Γερμανίας, από τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε΄ με την Πραγματική Κύρωση του 1549. Κατά τη διάρκεια των Πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης, το Λουξεμβούργο προσαρτήθηκε στο διαμέρισμα Φορέτ. Μετά από συμφωνία στο Συνέδριο της Βιέννης του 1815, ορισμένα από τα εδάφη του πρώην δουκάτου έγιναν το μεγάλο δουκάτο του Λουξεμβούργου υπό την κυριαρχία, αλλά όχι μέρος, του βασιλείου των Κάτω Χωρών, μετά την οποία προσχώρησε στη Γερμανική Συνομοσπονδία.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Luxembourg | national capital, Luxembourg». Encyclopædia Britannica. https://www.britannica.com/place/Luxembourg-capital. Ανακτήθηκε στις 2016-10-27. 
  2. «Luxembourg». Catholic Encyclopaedia. 1913. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2006. 

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ermesinde et l'affranchissement de la ville de Luxembourg; Etudes sur la femme, le pouvoir et la ville au XIIIe siècle, sous la direction de Michel Margue, Publications du Musée d'Histoire de la Ville de Luxembourg, Publications du CLUDEM tome 7, Λουξεμβούργο 1994
  • Tatsachen aus der Geschichte des Luxemburger Landes, Dr. PJ Müller, Λουξεμβούργο 1963, Verlag "de Frendeskres", Imprimerie Bourg-Bourger
  • Vivre au Moyen Age: Luxembourg, Metz et Trèves ; Etudes sur l'histoire et l'archéologie urbaines, sous la direction du Musée d'Histoire de la Ville de Luxembourg, Publications Scientifiques du Musée d'Histoire de la Ville de Luxembourg, tome 2, Luxembourg 1998