Βασίλειο της Γερμανίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης του Βασιλείου κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα Α΄ το 972 (με σκούρο μπλε) στα πλαίσια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και παραπέρα επέκταση της τελευταίας μέχρι τον Κορράδο Β΄ (με πορτοκαλί).

Το Βασίλειο της Γερμανίας ή Γερμανικό Βασίλειο (λατινικά: Regnum Teutonicum‎‎, "Τευτονικό Βασίλειο") εξελίχθηκε από το ανατολικό μισό της πρώην Αυτοκρατορίας των Καρολιδών. Όπως η Αγγλοσαξονική Αγγλία και η μεσαιωνική Γαλλία, ξεκίνησε ως "ένα συνονθύλευμα, μια συγκέντρωση κάποτε ξεχωριστών και ανεξάρτητων... gentes [λαών] και regna [βασιλείων]"[1]. Η Ανατολική Φραγκία (Ostfrankenreich) σχηματίστηκε με τη Συνθήκη του Βερντέν του 843, και τη δυνάστευε η Δυναστεία των Καρολιδών μέχρι το 911, από το σημείο το οποίο και μετά η βασιλεία έγινε εκλεκτορική. Οι αρχικοί εκλέκτορες ήταν οι ηγεμόνες των Φυλετικών Δουκάτων (Stem Duchies, Stammesherzogtümer), που εκλέγανε συνήθως ένα δικό τους. Μετά το 962, όταν ο Όθων Α΄ στέφθηκε αυτοκράτορας, το βασίλειο αποτέλεσε τον κύριο πυρήνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία επίσης περιελάμβανε το Βασίλειο της Ιταλίας (μετά το 951), τη Βοημία (Κτήσεις του Βοημικού Στέμματος) (μετά το 1004) και τη Βουργουνδία (μετά το 1032).

Η χρήση του όρου rex teutonicorum ("Βασιλιάς των Γερμανών") έγινε για πρώτη φορά κατά τη θητεία του Πάπα Γρηγόριου Ζ΄ κατά την Έριδα της Περιβολής (τέλος 11ου αιώνα), ίσως ως «όπλο» εναντίον του Ερρίκου Δ΄[2]. Κατά τον δωδέκατο αιώνα, για να τονίσουν τον αυτοκρατορικό και τον διεθνικό χαρακτήρα του αξιώματός τους, οι αυτοκράτορες άρχισαν να χρησιμοποιούν τον τίτλο rex Romanorum (Βασιλιάς των Ρωμαίων) μετά την εκλογή τους (από τους πρίγκιπες-εκλέκτορες, επτά γερμανούς επίσκοπους και αριστοκράτες). Οι ξεχωριστοί τίτλοι για τη Γερμανία, Ιταλία, Βουργουνδία, που παραδοσιακά είχαν δικές τους Αυλές, νόμους και καγκελαρίες[3], πέρασαν σταδιακά σε αχρηστία. Μετά την Αυτοκρατορική Μεταρρύθμιση (Reichsreform) και τη Δίαιτα του Άουγκσμπουργκ, το Γερμανικό μέρος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χωρίστηκε σε Διοικητικές Περιφέρειες (Reichskreise), οι οποίες στην ουσία όριζαν τη Γερμανία σε σχέση με τα Ιταλικά εδάφη της Αυτοκρατορίας και το Βοημικό Βασίλειο[4]. Υπάρχουν όμως σχετικά λίγες αναφορές σε Γερμανικό βασίλειο και μια αστάθεια στη χρήση του όρου[5].

Ορολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ανατολικός διαχωρισμός της Συνθήκης του Βερντέν ονομαζόταν regnum Francorum Orientalium ή Francia Orientalis: το Βασίλειο των Ανατολικών Φράγκων ή απλά Ανατολική Φραγκία. Ήταν το ανατολικό μισό του παλιού Μεροβίγγειου regnum Austrasiorum. Οι "ανατολικοί Φράγκοι" (ή Αυστρασιανοί) ήταν οι κάτοικοι της Φραγκονίας, η οποία είχε εποικιστεί από Φράγκους. Οι άλλοι λαοί της Ανατολικής Φραγκίας ήταν Σάξονες, Φρίζιοι, Θουρίγγιοι και άλλοι παρόμοιοι, και αναφέρονταν ως Teutonici (Τευτονικοί, ή Γερμανοί) και κάποιες φορές ως Φράγκοι, καθώς η εθνικές ταυτότητες άλλαζαν κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα.

Μια καταγραφή στο Annales IuvavensesΧρονικά του Σάλτσμπουργκ) για το έτος 919, περίπου σύγχρονο της εποχής αλλά που επιβίωσε μόνο σε ένα αντίγραφο του 12ου αιώνα, καταγράφει ότι Baiuarii sponte se reddiderunt Arnolfo duci et regnare ei fecerunt in regno teutonicorum, δηλαδή ότι "ο Αρνούλφος, Δούκας της Βαυαρίας, εκλέχτηκε για να κυβερνήσει το Βασίλειο των Γερμανών"[6]. Οι ιστορικοί διαφωνούν για το αν αυτό το κείμενο ήταν γραμμένο στο χαμένο αυθεντικό κείμενο. Επίσης διαφωνούν για το αν η ιδέα του Βασιλείου της Γερμανίας, αντί Φραγκικού, χρονολογείται από τον δέκατο ή τον ενδέκατο αιώνα[7], αλλά πάντως η ιδέα του βασιλείου ως "Γερμανικό" έχει εδραιωθεί για τα καλά μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα[8].

Αρχίζοντας από τα τέλη του ενδέκατου αιώνα, κατά την Έριδα Περιβολής η Παπική Κουρία άρχισε να χρησιμοποιεί τον όρο regnum teutonicorum για να αναφερθεί στο βασίλειο του Ερρίκου Δ΄ σε μια προσπάθεια να τον υποβιβάσει στο επίπεδο των άλλων βασιλέων της Ευρώπης, ενώ εκείνος άρχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο rex Romanorum, Βασιλιάς των Ρωμαίων, για να τονίσει το θείο δικαίωμά του στο imperium Romanum. Αυτός ήταν ο τίτλος που χρησιμοποιούσαν πιο συχνά οι ίδιοι οι Γερμανοί βασιλιάδες, αν και καταδέχονταν να κάνουν χρήση "Τευτονικών" τίτλων για διπλωματικούς λόγους, όπως για παράδειγμα στην επιστολή του Φρειδερίκου Α΄ Μπαρμπαρόσσα προς τον Πάπα που αναφέρεται στην ανάληψη του coronam Theutonici regni (στέμμα του Γερμανικού βασιλείου). Ξένοι βασιλιάδες και εκκλησιαστικοί συνέχισαν να αναφέρονται στο regnum Alemanniae και règne ή royaume d'Allemagne. Οι όροι imperium/imperator, αυτοκρατορία/αυτοκράτορας, χρησιμοποιούνταν συχνά για το Γερμανικό βασίλειο και τους ηγεμόνες του, κάτι που υποδηλώνει μια αναγνώριση του αυτοκρατορικού τους στάτους, αλλά σε συνδυασμό με τις "Τευτονικές" και "Αλεμανικές" αναφορές μια άρνηση της θέσης τους ως Ρωμαίους (Romanitas) και της καθολικής ηγεμονίας τους. Ο όρος regnum Germaniae (κυριολεκτικά "Βασίλειο της Γερμανίας") αρχίζει να εμφανίζεται στις Γερμανικές πηγές στις αρχές του 14ου αιώνα[εκκρεμεί παραπομπή].

Συνεπώς, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η σύμβαση ήταν ότι ο (εκλεγμένος) βασιλιάς της Γερμανίας ήταν επίσης και Αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Ο τίτλος του ήταν βασιλικός (βασιλιάς των Γερμανών, ή από το 1237 βασιλιάς των Ρωμαίων) από την εκλογή του ως τη στέψη του στη Ρώμη από τον Πάπα, μετά από την οποία ήταν αυτοκρατορικός. Μετά τον θάνατο του Φρειδερίκου Β΄ τα 1250, η τάση προς μία "πιο καθαρή σύλληψη ενός Γερμανικού βασιλείου" δεν είχε πραγματική παγίωση[5]. Ο τίτλος "βασιλιάς των Ρωμαίων" αποδιδόταν όλο και λιγότερο στον εκλεγμένο αλλά όχι στεμμένο στη Ρώμη αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν γνωστός είτε ως Γερμανός Βασιλιάς ή απλά χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του τον τίτλο "imperator", αυτοκράτορας. Η έναρξη της βασιλείας θεωρούταν ότι άρχιζε είτε την ημέρα της εκλογής (π.Χ. Φίλιππος της Σουαβίας, Ροδόλφος Α΄), ή την ημέρα της στέψης (π.Χ. Όθων Δ΄, Ερρίκος Ζ΄, Λουδοβίκος Δ΄, Κάρολος Δ΄). Η ημέρα της εκλογής έγινε μόνιμα η ημέρα έναρξης της βασιλείας με τον Σιγισμούνδο.

Τελικά, ο Μαξιμιλιανός Α΄ άλλαξε τον τίτλο του αυτοκράτορα το 1508, με την παπική έγκριση: μετά τη Γερμανική του στέψη, ο τίτλος του ήταν Dei gratia Romanorum imperator electus semper augustus. Δηλαδή ήταν "εκλεγμένος αυτοκράτορας", όρος που δεν υποδήλωνε ότι ήταν αυτοκράτορας εν αναμονή ή όχι ακόμα πλήρως αυτοκράτορας, αλλά ότι ήταν αυτοκράτορας λόγω της εκλογής του αντί της στέψης από τον Πάπα (κατά παράδοση ο τίτλος rex Romanorum electus ήταν για το διάστημα μεταξύ της εκλογής και της Γερμανικής στέψης). Παράλληλα, συνεχίστηκε το έθιμο της εκλογής του διάδοχου του στέμματος ως βασιλιά των Ρωμαίων ενώ ο αυτοκράτορας ήταν εν ζωή. Γι’ αυτό τον λόγο, ο τίτλος "βασιλιάς των Ρωμαίων" (rex Romanorum, κάποιες φορές "Βασιλιάς των Γερμανών", rex Teutonicorum) κατέληξε να σημαίνει τον διάδοχο του στέμματος, συγκεκριμένα τον εκλεγμένο διάδοχο ενώ ο αυτοκράτορας ήταν ακόμα εν ζωή[9].

Ο Αρχιεπίσκοπος του Μάιντς ήταν ex officio ο αρχί-καγκελάριος της Γερμανίας, και οι συνάδελφοί του Αρχιεπίσκοπος της Κολονίας και Αρχιεπίσκοπος της Τρηρ ήταν αντίστοιχα οι αρχί-καγκελάριοι της Ιταλίας και της Βουργουνδίας. Οι τίτλοι αυτοί ήταν σε χρήση μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας, αλλά στην πραγματικότητα υπήρχε μόνο η Γερμανική καγκελαρία[10].

Εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καρολίγγεια περίοδος 843–911[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ανατολική Φραγκία

Ο τριπλός διαχωρισμός της Αυτοκρατορίας των Καρολιδών με τη Συνθήκη του Βερντέν του 843 μπήκε σε δοκιμασία πολύ νωρίς, με τον θάνατο του Λοθάριου Α΄ το 855. Είχε διαμοιράσει το βασίλειό του της Μέσης Φραγκίας στους τρεις γιους του, και αμέσως το βορειότερο από τα τρία μέρη, η Λοθαριγγία, έγινε αμέσως αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των βασιλιάδων της Ανατολικής και της Δυτικής Φραγκίας. Ο πόλεμος για τη Λοθαριγγία κράτησε ως το 925. Ο Λοθάριος Β΄ απεβίωσε το 869 και η Συνθήκη του Μέρσεν (870) διαμοίρασε το βασίλειό του μεταξύ της Ανατολικής και Δυτικής Φραγκίας, αλλά η ηγεμόνες της τελευταίας παραιτήθηκαν από το μερίδιό τους της Ανατολικής Φραγκίας με τη Συνθήκη του Ριμπεμόν (880). Αυτή η συνθήκη καθόρισε τα σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας μέχρι τον 14ο αιώνα. Η αριστοκρατία της Λοθαριγγίας προσπάθησε να κρατήσει την ανεξαρτησία της από την Ανατολική και Δυτική Φραγκική ηγεμονία με το να αλλάζει συμμαχίες κατά βούληση μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου του Παιδός, αλλά τελικά η Λοθαριγγία παραχωρήθηκε στην Ανατολική Φραγκία από τον Ρούντολφ της Γαλλίας, και κατόπιν μετασχηματίστηκε στο Δουκάτο της Λωρραίνης μέσα στο Ανατολικό Φραγκικό βασίλειο.

Η ίδια η Ανατολική Φραγκία διαμοιράστηκε σε τρία μέρη με τον θάνατο του Λουδοβίκου της Γερμανίας (875). Παραδοσιακά αναφερόμενα ως "Σαξονία", "Βαυαρία", και "Σουαβία" (ή "Αλεμαννία"), τα τρία αυτά βασίλεια τα ηγεμόνευσαν οι τρεις γιοι του, και ενώθηκαν ξανά από τον Κάρολο τον Παχύ το 882. Υπήρχαν τοπικές διαφορές μεταξύ των λαών των διαφορετικών περιοχών του ενοποιημένου βασιλείου, και κάθε περιοχή θα περιγραφόταν άνετα από τους σύγχρονους ως regnum, βασίλειο, αν και το καθένα ξεχωριστά σίγουρα δεν ήταν τέτοιο από μόνο του. Η κοινή Γερμανική γλώσσα και η παράδοση της κοινής ηγεμονίας από το 843 διατήρησαν τους πολιτικούς δεσμούς των διαφορετικών αυτών «βασιλείων», και απέτρεψαν τη διάσπαση του βασιλείου μετά τον θάνατο του Κάρολου του Παχύ. Το έργο του Λουδοβίκου για να διατηρήσει το βασίλειο και να του δώσει ισχυρή κεντρική βασιλική εξουσία, επίσης διατηρήθηκε επί μακρόν, δημιουργώντας το Ανατολικό Φραγκικό (δηλαδή το Γερμανικό) Βασίλειο.

Φυλετικά δουκάτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Φυλετικό δουκάτο
"Οι απαρχές των αποκαλούμενων φυλετικών δουκάτων είναι ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα στη μεταπολεμική Γερμανική ιστοριογραφία της μεσαιωνικής περιόδου."[11]
Φυλετικά δουκάτα και άλλες περιοχές, που αναγνώριζαν τον βασιλιά, περίπου το έτος 1000.

Μέσα στην Ανατολική Φραγκία υπήρχαν μεγάλα δουκάτα, που κάποιες φορές αποκαλούνταν βασίλεια (regna) από το προηγούμενο στάτους τους, τα οποία είχαν ένα βαθμό εσωτερικής ενότητας. Μεταξύ των πρώτων από αυτά ήταν η Σαξονία και η Βαυαρία, οι οποίες είχαν κατακτηθεί από τον Καρλομάγνο[12]. Στη Γερμανική ιστοριογραφία αναφέρονταν ως jüngere Stammesherzogtümer, "πιο πρόσφατα φυλετικά δουκάτα"[13]. Τα δουκάτα συχνά αποκαλούνται "νεότερα" (μικρότερα, πιο πρόσφατα κ.τ.λ.) για να διακρίνονται από τα παλιότερα δουκάτα, που ήταν υποτελή κράτη των Μεροβίγγειων μοναρχών. Ο ιστορικός Herwig Wolfram αρνείται κάθε διάκριση μεταξύ παλιότερων και νεότερων δουκάτων, και πιο πρόσφατων φυλετικών δουκάτων της Γερμανίας ή άλλες παρόμοιες περιοχές με πριγκιπικό καθεστώς σε άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας των Καρολιδών:

Προσπαθώ να αντικρούσω το όλο κενό δόγμα της διαφοράς μεταξύ των αρχών των Δυτικό-Φραγκικών "Γαλλικών", principautés territoriales (επικράτειες πριγκιπάτων) και τον Ανατολικό-Φραγκικών "German," φυλετικών δουκάτων. Σίγουρα, τα ονόματά τους είχαν ήδη εμφανιστεί κατά την περίοδο των μεγάλων μεταναστεύσεων. Όμως, οι πολιτικές θεσμικές και βιολογικές τους δομές είχαν συχνά αν όχι εντελώς αλλάξει. Παραπέρα, έχω αντικρούσει τη βασική διαφορά μεταξύ των λεγόμενων älteres Stammesfürstentum [παλιότερα φυλετικά πριγκιπάτα] και jüngeres Stammesfürstentum [νεότερα φυλετικά πριγκιπάτα], καθώς θεωρώ ότι τα δουκάτα πριν και μετά τον Καρλομάγνο είχαν την ίδια Φραγκική θεσμική διάρθρωση.[14]

Αν και υπήρχε συχνά η αντίληψη ότι αυτά τα δουκάτα ήταν "φυλετικά" γιατί οι κάτοικοί τους μοιράζονταν κοινή καταγωγή ("ρίζα"), η συνοχή τους εξηγείται καλύτερα από το γεγονός ότι κυβερνιόντουσαν ως μονάδες για μεγάλες χρονικές περιόδους, κάτι που επέτρεπε να αναπτυχθεί η αίσθηση της αλληλεγγύης, κοινών εθίμων και η υπόθεση της κοινής καταγωγής[12]. Μέχτι τον δέκατο και δωδέκατο αιώνα η Σαξονία και η Βαυαρία αντίστοιχα είχαν αναπτύξει μύθους καταγωγής, αν και αυτοί μπορεί να υπήρχαν πολύ νωρίτερα. Τα δουκάτα της Φραγκονίας και Σουαβίας θεωρούνται συνήθως και αυτά νέα φυλετικά δουκάτα, όπως κάποιες φορές και η Θουριγγία. Καθώς άλλαζαν τα σύνορα των δουκάτων, "οι αφοσιώσεις [προς κράτη] και οι μύθοι άλλαζαν ανάλογα"[12].

Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου η ώθηση για τη δημιουργία των φυλετικών δουκάτων υπήρξε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των Γερμανών ειδικών. Ενώ ο Gerd Tellenbach τόνιζε τον ρόλο των βασιλιάδων στη δημιουργία του Γερμανικού βασιλείου, με τους Martin Lintzel και Walter Schlesinger να τονίζουν τον λαό που καθοδηγούσαν οι δούκες, τόνιζε επίσης και τον ρόλο του δούκα στη δημιουργία των φυλετικών δουκάτων, σε μια γλώσσα που παρομοίαζε με αυτή του Τρίτου Ράιχ: "Το δυλατικό δουκάτο δεν ανεδείχθη από τη θέληση του χωρίς ηγεσίας [führerlosen] φύλου, αλλά από την αποφασιστικότητα του δούκα να κυβερνήσει. Ο ίδιος ο δούκας θα ήταν η πολιτική οργάνωση του μέχρι τότε ανοργάνωτου και χωρίς ηγεσίας φύλου."[15].

Προσωποποίηση της Σκλαβενίας ("γη των Σλάβων"), Γερμανία, Γαλατία και Ρώμη (Ιταλία), που φέρνουν προσφορές στον Όθων Γ΄, από ευαγγέλιο του 990.

Μετά τον θάνατο του τελευταίου των Καρολιδών Λουδοβίκου Δ΄ του Παιδός το 911, τα φυλετικά δουκάτα αναγνώρισαν την ενότητα του βασιλείου. Οι δούκες συγκεντρώθηκαν και εξέλεξαν ως βασιλιάς τους τον Κορράδος Α'. Σύμφωνα με τη διατριβή του Tellenbach, οι δούκες δημιούργησαν τα δουκάτα κατά τη βασιλεία του Κορράδου[16]. Κανένας δούκας δεν επεχείρησε να ιδρύσει ανεξάρτητο βασίλειο. Ακόμα και μετά τον θάνατο του Κορράδου το 918, όταν η εκλογή του Ερρίκου Α΄ ήταν υπό αμφισβήτηση, ο αντίπαλός του Αρνούφλος, Δούκας της Βαυαρίας δεν ίδρυσε ξεχωριστό βασίλειο, αλλά διεκδίκησε όλο το βασίλειο[17] πριν να αναγκαστεί από τον Ερρίκο να υποταχθεί στη βασιλική του εξουσία[12]. Ο Ερρίκος ίσως ακόμα και να προώθησε νόμο ο οποίος όριζε ότι από εκεί και πέρα το βασίλειο θα ήταν ενωμένο[12]. Ο Αρνούλφος συνέχισε να ηγεμονεύει τη Βαυαρία σαν βασιλιάς ακόμα και μετά την υποταγή του, αλλά μετά τον θάνατό του το 937 πέρασε γρήγορα υπό τον βασιλικό έλεγχο από τον γιο του Ερρίκου Όθων Α΄[13]. Οι Οθωνίδες προσπάθησαν να διατηρήσουν τα δουκάτα ως αξιώματα που παραχωρούνται από το στέμμα, αλλά μέχρι τη βασιλεία του Ερρίκου Δ΄ οι δούκες τα είχαν λειτουργικά καταστήσει κληρονομικά[18].

Σάξονες και Σάλιοι, 911–1125[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάθε διάκριση μεταξύ των βασιλείων της Ανατολικής Φραγκίας και Γερμανίας είναι ως ένα σημείο προϊόν μετέπειτα προοπτικής. Είναι αδύνατο να βασίσουμε αυτή τη διάκριση σε σύγχρονες της εποχής πηγές, καθώς η Ανατολική Φραγκία παραμένει σε χρήση σαν όρος για πολύ μετά από όταν αρχίζει να χρησιμοποιείται ο όρος Βασίλειο της Γερμανίας[19]. Ο αυτοκρατορικός ιστορικός του 12ου αιώνα Otto von Freising αναφέρει ότι η εκλογή του Ερρίκου Α΄ θεωρείτο ότι σηματοδοτούσε την έναρξη του βασιλείου, αν και ο ίδιο ο Otto διαφωνούσε με αυτό. Έτσι,

Από αυτό το σημείο μερικοί θεωρούν ότι το Βασίλειο των Γερμανών αντικατάστησε αυτό των Φράγκων. Συνεπώς, λένε ότι ο Πάπας Λέοντας στο διάταγμα των Πάπων, ονομάζει τον γιο του Ερρίκου Όθωνα ως τον πρώτο βασιλιά των Γερμανών. Ο Ερρίκος αυτός για τον οποίον μιλάμε, λέγεται ότι αρνήθηκε την προσφερόμενη από τον ποντίφικα τιμή. Αλλά εμένα μου φαίνεται ότι το βασίλειο των Γερμανών — το οποίο σήμερα όπως βλέπουμε έχει στην κατοχή του τη Ρώμη— είναι μέρος του βασιλείου των Φράγκων. Γιατί, καθώς είναι απολύτως ξεκάθαρο για το τι προηγείται, την εποχή του Καρόλου τα σύνορα του βασιλείου των Φράγκων περιελάμβανε όλη τη Γαλατία και όλη τη Γερμανία, από τον Ρήνο ως την επαρχία της Ιλλυρίας. Όταν το βασίλειο διαμοιράστηκε μεταξύ τους γιους του γιου του, ένα μέρος αποκαλέστηκε ανατολικό, το άλλο δυτικό, αλλά και τα δύο ονομάστηκαν Βασίλειο των Φράγκων. Έτσι, μετά στο ανατολικό μέρος, το οποίο ονομάζεται Βασίλειο των Γερμανών, ο Ερρίκος ήταν ο πρώτος από τη φυλή των Σαξόνων που διαδέχτηκε τον θρόνο όταν η γραμμή διαδοχής του Καρόλου τελείωσε... [συζήτηση για τους Δυτικούς Φράγκους] ... Ο γιος του Ερρίκου Όθωνας, επειδή αποκατάστησε για τους Γερμανούς Ανατολικούς Φράγκους την αυτοκρατορία που είχαν σφετεριστεί οι Λομβαρδοί, ονομάστηκε πρώτος βασιλιάς των Γερμανών — και όχι πιθανόν επειδή ήταν ο πρώτος βασιλιάς που βασίλεψε μεταξύ των Γερμανών[20]

Είναι εδώ και σε άλλα σημεία που ο Otto διαχωρίζει τον πρώτο Γερμανό βασιλιά (Ερρίκο Α΄) και τον πρώτο Γερμανό βασιλιά που είχε αυτοκρατορική εξουσία (Όθων Α΄[21].

Το 1028, μετά τη στέψη του ως Αυτοκράτορα το 1027, ο Κορράδος Β΄ διόρισε για να εκλεγεί Βασιλιάς της Γερμανίας από τους πρίγκιπες-εκλέκτορες τον γιο του Ερρίκο Γ΄. Όταν το 1035 ο Κορράδος επιχείρησε να εκθρονίσει τον Αδαλβέρτο, Δούκα της Καρινθίας, ο Ερρίκος, ακολουθώντας τη συμβουλή του δάσκαλού του Εγκιλβέρτου, Επίσκοπου του Φράιζινγκ, αρνήθηκε να το επιτρέψει. Οι Γερμανοί αριστοκράτες έχοντας νομίμως εκλέξει τον Ερρίκο, δεν αναγνώριζαν την εκθρόνιση παρά μόνο αν την αναγνώριζε ο βασιλιάς τους (ο Ερρίκος). Μετά από έντονες διαμαρτυρίες, τελικά ο Κορράδος υποχώρησε στον γιο του, και εκλιπάρησε για την επιθυμητή συγκατάθεση του τελευταίου, την οποία και έλαβε.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Gillingham (1991), p. 124, who also calls it "a single, indivisible political unit throughout the middle ages." He uses "medieval Germany" to mean the tenth to fifteenth centuries for the purposes of his paper. Robinson, "Pope Gregory", p. 729.
  2. Robinson, "Pope Gregory", p. 729.
  3. Cristopher Cope, Phoenix Frustrated: the lost kingdom of Burgundy, p. 287
  4. Bryce, p. 243
  5. 5,0 5,1 Len Scales (26 Απριλίου 2012). The Shaping of German Identity: Authority and Crisis, 1245-1414. Cambridge University Press. σελ. 179. ISBN 978-0-521-57333-7. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2013. 
  6. See Gillingham, Kingdom of Germany, p. 8 & Reindal, "Herzog Arnulf".
  7. Reynolds, Kingdoms and Communities, pp. 290-2; Beumann, "Die Bedeutung des Kaisertums", pp. 343-7.
  8. Avercorn, "Process of Nationbuilding", p. 186; Gillingham, Kingdom of Germany, p, 8; Reynolds, Kingdoms and Communities, p. 291.
  9. Titles and Styles
  10. Whaley, Germany and the Holy Roman Empire, pp. 20–22. The titles in Latin were sacri imperii per Italiam archicancellarius, sacri imperii per Germaniam archicancellarius and sacri imperii per Galliam et regnum Arelatense archicancellarius.
  11. John B. Freed, "Reflections on the Medieval German Nobility", The American Historical Review, 91, 3 (1986), pp. 554–56. Freed also wrote the article "Germany, Stem Duchies", The Dictionary of the Middle Ages, vol. 5 (New York: 1985), pp. 505–11.
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 Reynolds, Kingdoms and Communities, pp. 290–91.
  13. 13,0 13,1 Patrick J. Geary, Phantoms of Remembrance: Memory and Oblivion at the End of the First Millennium (Princeont, NJ: Princeton University Press, 1994), p. 44.
  14. Herwig Wolfram, "The Shaping of the Early Medieval Principality as a Type of Non-royal Rulership", Viator, 2 (1971), p. 41.
  15. Gerd Tellenbach, Königtum und Stämme in der Werdezeit des Deutschen Reiches, Quellen und Studien zur Verfassungsgeschichte des Deutschen Reiches in Mittelalter und Neuzeit, vol. 7, pt. 4 (Weimar, 1939), p. 92, quoted and translated in Freed, "Reflections on the Medieval German Nobility", p. 555.
  16. This thesis was popularised for English scholars by Geoffrey Barraclough, The Origins of Modern Germany, 2nd ed. (New York: 1947).
  17. That he claimed the whole, and not just Bavaria, has been doubted by Geary, Phantoms of Remembrance, p. 44.
  18. James Westfall Thompson, "German Feudalism", The American Historical Review, 28, 3 (1923), p. 454.
  19. Reynolds, Kingdoms and Communities, pp. 289–98.
  20. Mierow, The Two Cities, pp. 376–7.
  21. See Otto's list of emperors, Mierow, The Two Cities, p. 451.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα Αγγλικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα Γερμανικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Beumann, H., "Die Bedeutung des Kaisertums für die Entstehung der deutschen Nation im Spiegel der Bezeichnungen von Reich und Herrscher", in Nationes, 1 (1978), pp 317–366
  • Müller-Mertens, Eckhard (1970). Regnum Teutonicum: Aufkommen und Verbreitung der deutschen Reichs- und Königsauffassung im früheren Mittelalter. Hermann Böhlaus. 
  • Reindal, R., "Herzog Arnulf und das Regnum Bavariae", in Zeitschrift für bayerische Landesgeschichte, 17 (1954), pp 187–252