Κατάκτηση της Ρόδου από τους Ιωαννίτες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η κατάκτηση της Ρόδου από τους Ιωαννίτες Ιππότες έγινε το 1306–1310. Οι Ιωαννίτες (ή Ιππότες του Νοσοκομείου, chevaliers Hospitaliers), με επικεφαλής τον μεγάλο Μάγιστρο Φουλκ ντε Βιλαρέ, αποβιβάστηκαν στο νησί το καλοκαίρι του 1306 και κατέκτησαν γρήγορα το μεγαλύτερο μέρος του εκτός από την πόλη της Ρόδου, η οποία παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών. Ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος έστειλε ενισχύσεις, οι οποίες επέτρεψαν στην πόλη να αποκρούσει τις αρχικές επιθέσεις των Ιπποτών και να αντέξει, όμως η πόλη καταλήφθηκε στις 15 Αυγούστου 1310. Οι Ιωαννίτες μετέφεραν τη βάση τους στο νησί, το οποίο έγινε το κέντρο των δραστηριοτήτων τους, έως ότου αυτό κατακτήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1522.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την κατάκτηση της Ρόδου από τους Ιππότες αφηγείται ένας μεγάλος αριθμός πηγών ποικίλης λεπτομέρειας και αξιοπιστίας. Οι πιο αξιόπιστες πηγές περιλαμβάνουν :τον σύγχρονο Βυζαντινό ιστορικό Γεώργιο Παχυμέρη, του οποίου η Ιστορία εκτείνεται μόνο μέχρι το 1307, [1]· και τις διάφορες βιογραφίες του πάπα Κλήμη Ε΄ (1305–1314), οι οποίες προσφέρουν διαφορετικές λεπτομέρειες, αλλά δεν έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, και γενικά είναι έγκυρες πηγές. [1] Αυτές συμπληρώνονται από μία σειρά παπικών διαταγμάτων και αλληλογραφίας στα αρχεία της Αγίας Έδρας και του Στέμματος της Αραγονίας, [1] καθώς και από το Γαλλικό χρονικό του 14ου αι. του Ζεράρ ντε Μονρεάλ (ή Χρονικό των Ναϊτών της Τύρου) και τα Ιταλικά χρονικά του 16ου αι. των Φραντσέσκο Αμάντι και Φλόριο Μπούστρον. Αυτά αφορούν κυρίως τις υποθέσεις της Κύπρου και τις ταραγμένες σχέσεις μεταξύ των Ιπποτών και των Λουζινιάν βασιλέων του νησιού και δεν είναι πολύ αξιόπιστες ως ιστορίες, καθώς περιέχουν πολλές λαϊκές παραδόσεις και ανεκδοτολογικές ή θρυλικές πληροφορίες. [1]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Τάγμα του Αγ. Ιωάννου (Orde de Saint-Jean) ή του Νοσοκομείου, που ιδρύθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1070, έγινε ένα από τα σημαντικότερα στρατιωτικά Τάγματα, με σημαντική παρουσία όχι μόνο στα κράτη των Σταυροφόρων του Λεβάντε, αλλά και διότι ήλεγχε μεγάλες περιουσίες στη Δυτική Ευρώπη. Μετά την άλωση της Άκρας το 1291, το Τάγμα είχε μεταφέρει τη βάση του στη Λεμεσό της Κύπρου. [2] Η θέση των Ιπποτών στην Κύπρο ήταν επισφαλής. Το περιορισμένο εισόδημά τους τούς έκανε να εξαρτώνται από δωρεές από τη Δυτική Ευρώπη και τούς ενέπλεξε σε φιλονικίες με τον βασιλιά Ερρίκο Β΄ της Κύπρου, ενώ η απώλεια της Άκρας και των Αγίων Τόπων οδήγησε σε εκτεταμένες αμφισβητήσεις για τον σκοπό των μοναστικών Ταγμάτων και προτάσεις για κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων. [2] Σύμφωνα με τον Ζεράρ ντε Μονρεάλ, μόλις εξελέγη Μέγας Διδάσκαλος των Ιωαννιτών Ιπποτών το 1305 ο Φουλκ ντε Βιλαρέ σχεδίασε την κατάκτηση της Ρόδου, η οποία θα του εξασφάλιζε μία ελευθερία δράσης, που δεν θα μπορούσε να έχει, όσο το Τάγμα παρέμενε στην Κύπρο και θα παρείχε μία νέα βάση για τον πόλεμο κατά των Τούρκων. [3] [4]

Η Ρόδος ήταν ένας ελκυστικός στόχος: ήταν εύφορο νησί, βρισκόταν σε στρατηγική τοποθεσία στα νοτιοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, σταθμός στους εμπορικούς δρόμους είτε προς την Κωνσταντινούπολη, είτε την Αλεξάνδρεια και το Λεβάντε. Το νησί ήταν Βυζαντινή κτήση, αλλά έχοντας η Αυτοκρατορία καταργήσει το Ναυτικό της, ήταν αδύναμη να προστατεύσει τις νησιωτικές κτήσεις της, όπως φάνηκε από την κατάληψη της Χίου το 1304 από τον Γενοβέζο Μπενεντέτο Ζακαρία -ο οποίος εξασφάλισε την αναγνώριση της κατοχής του από τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (βασ. 1282–1328)- και από τις ανταγωνιστικές δραστηριότητες Γενουατών και Ενετών στην περιοχή των Δωδεκανήσων. Πράγματι, η ίδια η Ρόδος συχνά παραχωρείτο ως φέουδο από τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες στους Γενουατικής καταγωγής ναυάρχους της. Έτσι ο Γενουάτης Βινιόλο ντε' Βινιόλι διεκδίκησε την κατοχή των νησιών Κω και Λέρου και το κτήμα της Λάρδου στη Ρόδο, ως Αυτοκρατορικά φέουδα. [2] Ήδη το 1299 ο πάπας είχε προτείνει στον Φρειδερίκο Β΄ της Σικελίας να καταλάβει το νησί και ο ετεροθαλής αδερφός του Σάντσο, ένας Ιωαννίτης Ιππότης, ηγήθηκε μίας ανεπιτυχούς αποστολής στα Ελληνικά ύδατα το 1305 με στόχο να καταλάβει μερικά Βυζαντινά νησιά. Την ίδια χρονιά, ο μελετητής Ραϋμόν Λουλ προσδιόρισε τη Ρόδο ως κατάλληλη βάση για ναυτικές επιχειρήσεις, ώστε να αποτραπούν οι Χριστιανοί από το εμπόριο με τους Μουσουλμάνους και υποστήριξε την κατοχή της ως μέρος των σχεδίων του Καρόλου κόμη του Βαλουά για μία νέα Σταυροφορία στην Ανατολή. Ταυτόχρονα, οι Ενετοί κατέλαβαν μία σειρά από νησιά της περιοχής, όπως την Κάρπαθο, θέτοντας σε κίνδυνο την επιρροή των Γενουατών. [5]

Τα Κυπριακά χρονικά υποδεικνύουν ότι ο Φουλκ ντε Βιλαρέ συνήψε συμβόλαιο με έναν Γενοβέζο, που ονομάζεται Μπονιφάτσε ντι Γκριμάλντι από τους ιστορικούς Ζεράρ ντε Μονρεάλ και Βινιόλο ντε' Βινιόλι από τα δύο Ιταλικά χρονικά τους. Τα τελευταία είναι πιθανώς σωστά, και σώζεται ένα έγγραφο με ημερομηνία 27 Μαΐου 1306, που συνήφθη μεταξύ του Βιλαρέ και άλλων εκπροσώπων του Τάγματος και του Βινιόλο. [1] [6] Ο τελευταίος παραχωρεί σε αυτό τα δικαιώματά του στην Κω και τη Λέρο στους Ιωαννίτες, με το δικαίωμα να διατηρήσει τη Λάρδο και ένα ακόμη κτήμα της επιλογής του στη Ρόδο. Στα άλλα νησιά κοντά στη Ρόδο που θα κατακτούσαν, το Βινιόλo θα απολάμβανε εκτεταμένα δικαιώματα ως εκπρόσωπος η δικαστής (vicarius seu justiciarius), αν και οι ίδιοι οι Ιππότες και οι υπηρέτες τους θα ήταν υπό την άμεση δικαιοδοσία του μεγάλου Μαγίστρου. Ο Βινιόλo και οι Ιππότες θα όριζαν από κοινού τους φοροεισπράκτορες για τα άλλα νησιά εκτός της Ρόδου, και θα μοίραζαν τα εισοδήματά τους, με τα δύο τρίτα να πηγαίνουν στο Τάγμα και το ένα τρίτο στον Βινιόλo. [7] Ο πάπας Κλήμης Ε΄ κράτησε πιθανότατα μυστικά τα σχέδια των Ιωαννιτών στη Ρόδο, καθώς δεν γίνεται καμία αναφορά γι' αυτά στην αλληλογραφία της εποχής μεταξύ του πάπα και του Βιλαρέ. [6]

Κατάκτηση του νησιού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κάστρο Φέρακλος το 2016.

Στις 23 Ιουνίου, ο Βιλαρέ και ο Βινιόλo απέπλευσαν από τη Λεμεσό, με 2 πολεμικές γαλέρες και 4 άλλα σκάφη, που μετέφεραν δύναμη 35 Ιπποτών, 6 Λεβαντίνους ιππείς και 500 πεζούς. Σε αυτά προστέθηκαν μερικά Γενουατικά πλοία. Η αποστολή ξεκίνησε από το Καστελόριζο, από όπου ο Βινιόλo προχώρησε για να εξετάσει την κατάσταση στη Ρόδο. Ωστόσο οι ντόπιοι είχαν προειδοποιηθεί από έναν Έλληνα που υπηρετούσε το Τάγμα, και ο Βινιόλo μόλις που ξέφυγε· επέστρεψε στη συνάντηση με τον Βιλαρέ. Στο μεταξύ, δύο Ιππότες με 50 άνδρες είχαν καταλάβει το κάστρο της Κω, αλλά εκδιώχθηκαν ξανά από τις Βυζαντινές ενισχύσεις. [2] Στη συνέχεια οι σύμμαχοι έπλευσαν στη Ρόδο. Τα χρονικά του Aμάντι και του Μπουστρόν παρέχουν την πιο λεπτομερή περιγραφή των μετέπειτα γεγονότων: μία πρώτη επίθεση στην πόλη της Ρόδου από ξηρά και θάλασσα απέτυχε, αλλά στις 20 Σεπτεμβρίου οι Ιππότες κατέλαβαν το (πιθανώς έρημο) κάστρο του Φεράκλου στην ανατολική ακτή του νησιού. Πέντε ημέρες αργότερα εξαπέλυσαν άλλη μία ανεπιτυχή επίθεση στην πόλη, η οποία αντιστάθηκε μέχρι τον Νοέμβριο. Στις 11 Νοεμβρίου κατέλαβαν την ακρόπολη της Φιλερήμου (αρχαία Ιαλυσός) με προδοσία ενός ντόπιου Έλληνα. Η φρουρά των 300 Τούρκων σφαγιάστηκε. [8] [9]

Αυτή η επιτυχία ενθάρρυνε τους Ιππότες να επαναλάβουν την πολιορκία της πρωτεύουσας, αλλά οι ντόπιοι την υπερασπίστηκαν με επιτυχία και ζήτησαν ενισχύσεις από τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄. Σε μία επιστολή της 30ης Απριλίου 1307, που φυλάσσεται στα βασιλικά αρχεία της Αραγωνίας, δίνονται ορισμένες λεπτομέρειες: ο Αυτοκράτορας έστειλε 8 γαλέρες για να βοηθήσουν την πόλη και οι Ιππότες αναγκάστηκαν να άρουν την πολιορκία, αφού σκότωσαν 80 Έλληνες και έχασαν περίπου 12 δικούς τους και 40 άλογα. [1] [9] Την ίδια περίπου εποχή, τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 1307, σύμφωνα με τον Παχυμέρη, οι Ιωαννίτες έστειλαν απεσταλμένους στον Αυτοκράτορα, απαιτώντας να τους παραδώσει την πόλη της Ρόδου, ώστε να την κάνουν βάση τους στον πόλεμό τους κατά των Τούρκων. Οι Ιππότες υποσχέθηκαν να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του Αυτοκράτορα και να του στείλουν 300 από τους καλύτερους πολεμιστές τους, όποτε τους το ζητούσε, αλλά ο Ανδρόνικος Β΄ απέρριψε την πρότασή τους και άρχισε να προετοιμάζει περαιτέρω ενισχύσεις στη Ρόδο, για να αποκρούσει κάθε προσπάθεια κατάληψής της. [8] [1] Την άνοιξη του 1307 ο πάπας Κλήμης Ε΄ κάλεσε τον Βιλαρέ να επισκεφθεί την παπική αυλή στο Πουατιέ, αλλά ο τελευταίος καθυστέρησε μέχρι τον Αύγουστο, λόγω της συνεχιζόμενης κατάκτησης της Ρόδου, στην οποία ηγείτο αυτοπροσώπως. Το γεγονός ότι ο Βιλαρέ ένιωθε ότι μπορούσε να φύγει από το νησί το καλοκαίρι, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εκείνη την εποχή, το μεγαλύτερο μέρος του -εκτός από την πρωτεύουσα- ήταν στα χέρια των Ιωαννιτών. [10] Στις 5 Σεπτεμβρίου 1307 ο πάπας εξέδωσε πράξη, που επιβεβαίωνε την κατοχή του νησιού της Ρόδου από τους Ιππότες. [11] [12] Ωστόσο, ένα έγγραφο από τα αρχεία της Αραγονίας, με ημερομηνία έως τον Οκτώβριο του 1307 δείχνει, ότι ενώ η Λίνδος ήταν στα χέρια των Ιπποτών, η πόλη της Ρόδου φυλασσόταν από «είκοσι πλοία του Αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως», [8] [1] και μία επιστολή του βασιλιά Ιάκωβου Β΄ της Αραγονίας επιβεβαιώνει, ότι τον Μάρτιο του 1309 οι Ιωαννίτες δεν έλεγχαν ακόμη ολόκληρο το νησί. [13]

Ο Βιλαρέ συνέχισε τις στενές του σχέσεις με τους Γενοβέζους, οι οποίοι δεν ήταν μόνο έμπειροι ναυτικοί και ναυπηγοί, αλλά και εξοικειωμένοι με το Αιγαίο και, όπως και οι Ιππότες, αντίπαλοι των Βενετών. Έτσι το 1308–1309 ο Βιλαρέ υπέγραψε συμβόλαιο για 12 γαλέρες και ένα μεγάλο πλοίο (navis magna) στα ναυπηγεία της Γένουας. [14] Ο Βιλαρέ παρέμεινε στη Δύση για δύο χρόνια, αλλά μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1309 ζητούσε άδεια να επιστρέψει στην Ανατολή, για να επιβλέψει την ολοκλήρωση της κατάκτησης. Έφυγε από τη Γένουα για τη Νάπολη τον Νοέμβριο και έφτασε στο Μπρίντιζι τον Ιανουάριο του 1310. Εκεί, οι Ιωαννίτες αρνήθηκαν να στείλουν οποιοδήποτε άτομο από τον μεγάλο, άτακτο όχλο που αποτελούσε τη Σταυροφορία των Φτωχών, όπου όλοι τους είχαν επιθυμήσει να συμμετάσχουν σε μία μη εξουσιοδοτημένη Σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Ο στόλος του Βιλαρέ φέρεται να αριθμούσε 26 γαλέρες, συμπεριλαμβανομένων Γενουατικών πλοίων, που μετέφεραν δύναμη 200–300 Ιπποτών και 3.000 πεζούς, αλλά η κακοκαιρία καθυστέρησε την αναχώρησή τους μέχρι την άνοιξη. [12] [10] Ο φαινομενικός στόχος αυτής της εκστρατείας ήταν να βοηθήσει την Κύπρο και το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας, αλλά ο Βιλαρέ, πιθανότατα και πάλι εν αγνοία του πάπα, τον χρησιμοποίησε για να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Ρόδου. [14]

Η πόλη της Ρόδου καταλήφθηκε τελικά στις 15 Αυγούστου 1310, σύμφωνα με τις βιογραφίες του Κλήμη Ε΄ και τις αναφορές του Χριστοφόρου της Κύπρου. Ο τελευταίος αναφέρει ότι οι Ιωαννίτες είχαν συγκεντρώσει 35 γαλέρες για την επέμβαση. [1] Ωστόσο σύμφωνα με τα τρία Κυπριακά χρονικά η πόλη δεν καταλήφθηκε με τη βία, αλλά από τύχη: ένα Γενουατικό πλοίο, που είχε στείλει ο Αυτοκράτορας με τρόφιμα για την πολιορκημένη φρουρά, παρασύρθηκε εκτός πορείας στην Αμμόχωστο της Κύπρου. Ο καπετάνιος συνελήφθη από έναν Κύπριο ιππότη, τον Πέτρο τον νεότερο (Pierre le Jaune, Piero il Giovene), ο οποίος τον έφερε στη Ρόδο ενώπιον του μεγάλου Μαγίστρου. Για να γλιτώσει την εκτέλεση, ο καπετάνιος του πλοίου έπεισε τη φρουρά να παραδοθεί, με την προϋπόθεση ότι θα τους σωθεί η ζωή και η περιουσία. [8] [1]

Διαμάχη για ραντεβού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατάκτηση ήταν για πολύ καιρό αποδεκτό, ότι έγινε σε δύο στάδια, με την πρώτη απόβαση και την κατάκτηση του νησιού το 1306 και την τελική κατάληψη της πόλης της Ρόδου το 1310. [15] Ωστόσο ο Γάλλος λόγιος Ζοζέφ Ντελαβίλ Λε Ρουλ, στο έργο Γενικό Καταστατικό του Τάγματος του Νοσοκομείου του Αγ. Ιωάννη της Ιερουσαήμ (Cartulaire général de l'Ordre des Hospitaliers de Saint-Jean de Jérusalem, 1100-1310), βασιζόμενος στην αφήγηση του Παχυμέρη (την οποία τοποθετεί τον Απρίλιο του 1308) και τις αναφορές μίας διετούς πολιορκίας στο Κυπριακά χρονικά, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η ημερομηνία κατάληψης της πόλης της Ρόδου ήταν η 15η Αυγούστου 1308, ημερομηνία που χρησιμοποιήθηκε τότε από την πλειοψηφία των μελετητών, που ασχολούνταν με τις Σταυροφορίες και τους Ιππότες. [1] Η σύγχυση των διαφόρων ημερομηνιών που έδιναν οι χρονικογράφοι, οδήγησε σε πολλές προτάσεις σχετικά με το πότε παραδόθηκε η πρωτεύουσα της Ρόδου: αν και η ημερομηνία της 15ης Αυγούστου, ως μεγάλης θρησκευτικής γιορτής, φαίνεται ασφαλής, η χρονιά που έλαβε χώρα ήταν διαφορετική, με κάθε χρόνο από το 1306 έως το 1310 να έχει υποδειχθεί από σύγχρονους μελετητές. [16]

Συνέπεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης, οι Ιππότες μετέφεραν το Μοναστήρι και το Νοσοκομείο τους από την Κύπρο στη Ρόδο. Καταβλήθηκαν προσπάθειες, για να προσελκύσουν Λατίνους αποίκους, τόσο για την αναπλήρωση του τοπικού πληθυσμού που είχε μειωθεί σε περίπου 10.000, όσο και για την παροχή ανδρών για στρατιωτική θητεία. [17] Το Τάγμα δεν έχασε χρόνο, για να ξεκινήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή: επιβάλλοντας μία παπική απαγόρευση στο εμπόριο με την Αίγυπτο των Μαμελούκων, οι Ιππότες δεν δίστασαν να καταλάβουν ακόμη και Γενουατικά πλοία που εμπορεύονταν με την Αίγυπτο, αν και οι Γενουάτες είχαν βοηθήσει στην κατάκτηση. Σε αντίποινα ακολούθησε μία σύντομη συμμαχία των Γενουατών με το εμιράτο του Mεντεσέ, αλλά οι Ιωαννίτες σημείωσαν σημαντική νίκη επί του τελευταίου το 1312. Οι εντάσεις αυξήθηκαν με τη Βενετία ταυτόχρονα, καθώς οι Ιππότες κατέλαβαν την Κάρπαθο και άλλα νησιά, που ελέγχονταν από τη Βενετία. Τελικά οι Ιωαννίτες κατέληξαν σε συμφωνία και με τις δύο Ιταλικές ναυτικές δυνάμεις, και τα καταληφθέντα νησιά επιστράφηκαν στη Βενετία το 1316. [2] [18] Ο μεγάλος διδάσκαλος Aλβέρτος του Σβάρτσμπουργκ οδήγησε το ναυτικό των Ιπποτών σε νίκες κατά των Τούρκων το 1318, και στη Μάχη της Χίου το 1319, μετά την οποία ανακατέλαβε το νησί της Λέρου, του οποίου ο ελληνικός πληθυσμός είχε επαναστατήσει και είχε αποκαταστήσει τη Βυζαντινή κυριαρχία. Τον επόμενο χρόνο νίκησε έναν Τουρκικό στόλο 80 πλοίων, αποτρέποντας εισβολή στη Ρόδο. Με αυτή την επιτυχία, εξασφαλίστηκε ο έλεγχος του νησιού από τους Ιωαννίτες για τον επόμενο αιώνα. [2]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 Failler 1992.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Luttrell 1975.
  3. Failler 1992, σελ. 122.
  4. Luttrell 1975, σελ. 281.
  5. Luttrell 1975, σελ. 282.
  6. 6,0 6,1 Carr 2015, σελ. 66.
  7. Luttrell 1975, σελ. 283.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Luttrell 1975, σελ. 284.
  9. 9,0 9,1 Failler 1992, σελ. 123.
  10. 10,0 10,1 Failler 1992, σελ. 119.
  11. Failler 1992, σελ. 127.
  12. 12,0 12,1 Luttrell 1975, σελ. 285.
  13. Failler 1992, σελ. 126.
  14. 14,0 14,1 Carr 2015, σελ. 67.
  15. Failler 1992, σελ. 128.
  16. Failler 1992, σελ. 130.
  17. Luttrell 1975, σελ. 286.
  18. Carr 2015.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Carr, Mike (2015). Merchant Crusaders in the Aegean, 1291–1352. Boydell & Brewer. ISBN 978-1-843839903. 
  • Failler, Albert (1992). «L'occupation de Rhodes par les Hospitaliers» (στα γαλλικά). Revue des études byzantines 50: 113–135. doi:10.3406/rebyz.1992.1854. http://www.persee.fr/doc/rebyz_0766-5598_1992_num_50_1_1854. 
  • Luttrell, Anthony (1975). "The Hospitallers at Rhodes, 1306–1421". In Setton, Kenneth M.; Hazard, Harry W. (eds.). A History of the Crusades, Volume III: The Fourteenth and Fifteenth Centuries. Madison and London: University of Wisconsin Press. pp. 278–313. ISBN 0-299-06670-3.
  • Luttrell, Anthony (1988). «The Hospitallers of Rhodes Confront the Turks, 1306–1421». Στο: Gallagher, P. F. Christians, Jews, and Other Worlds: Patterns of Conflict and Accommodation. New York and London: University Press of America. σελίδες 80–116. 
  • Luttrell, Anthony (1997). «The Genoese at Rhodes: 1306–1312». Στο: Balletto, L. Oriente e Occidente tra Medioevo ed età moderna: Studi in onore di Geo Pistarino. Genoa: Acqui Terme. σελίδες 737–761.