Στέμμα της Αραγωνίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στέμμα της Αραγώνας
Corona d'Aragó

 

1164 – 1715
 

 

Σημαία Έμβλημα
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Πρωτεύουσα Σαραγόσα
Βαρκελώνη
Γλώσσες Λατινική
Καταλανική
Αραγωνική
Πολίτευμα Φεουδαρχία
Μονάρχης
 -  1162–1164 Πετρονίλα (πρώτη)
 -  1479–1516 Φερδινάνδος Β΄
 -  1700–1716 Φίλιππος Ε΄ (τελευταίος)
Ιστορία
 -  Ίδρυση 1164
 -  Κατάλυση 1715
Πληθυσμός
 -  1446 εκτ. 4.700.000 
Σήμερα Ισπανία
Γαλλία
Ιταλία

Το Στέμμα της Αραγωνίας ή Στέμμα της Αραγώνας (αραγωνικά: Corona d'Aragón, καταλανικά: Corona d'Aragó, λατινικά: Corona Aragonum, ισπανικά: Corona de Aragón) ήταν μια μόνιμη ένωση πολλών τίτλων και κρατών στα χέρια του Βασιλιά της Αραγωνίας[1] από το 1164 μέχρι το 1715. Η Αραγωνία έφτασε στη μέγιστη ακμή της τον 14ο και 15ο αιώνα όταν έλεγχε όλο το ανατολικό τμήμα της Ισπανίας: Το Βασίλειο της Αραγωνίας, το Βασίλειο της Βαλένθια, το Πριγκιπάτο της Καταλωνίας (περιλαμβάνει τη Βόρεια Καταλωνία) και των Βαλεαρίδων, το Βασίλειο της Νάπολης, στην Ιταλία, τα νησιά Σικελία, Σαρδηνία και Μάλτα καθώς και το Δουκάτο των Αθηνών, που κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα ελεγχόταν από την Καταλανική Εταιρεία. Για σύντομο διάστημα το στέμμα της Αραγωνίας είχε υπό την εξουσία του και το Δουκάτο των Νέων Πατρών στην περιοχή της Ελλάδας. Το στέμμα της Αραγώνας βρέθηκε από το 1517 κι έπειτα να έχει κοινό μονάρχη με το στέμμα της Καστίλης το 1479, θέτοντας έτσι το εδαφικό και πολιτισμικό πλαίσιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε σταδιακά η σημερινή Ισπανία.

Το Στέμμα της Αραγωνίας στη μεγαλύτερη έκταση του τη δεκαετία του 1380.[2]

Η[νεκρός σύνδεσμος] γέννησή του εντοπίζεται στη δυναστική ένωση του κόμη της Βαρκελώνης Ραϋμούνδου Βερεγγάριου Δ΄ με την κόρη του βασιλιά της Αραγώνας Ραμίρο του Μοναχού, Πετρονίλα το 1137, που κληροδότησαν στον γιο τους Αλφόνσο τα εδάφη που τους ανήκαν. Αυτός, από το 1162[3] υπήρξε ο πρώτος κοινός μονάρχης των εδαφών του Στέμματος υπό τους τίτλους του Βασιλέα της Αραγώνας και του Κόμη της Βαρκελώνης. Οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ των εδαφών αυτών ξεπέρασαν την απλή συνύπαρξη κάτω από έναν κοινό μονάρχη και σύντομα εξελίχθηκαν σε μια μεσαιωνική ομοσπονδία μεσαιωνικών κρατών (1319)[4][5] που σεβόταν τις ιδιαιτερότητες κάθε επικράτειας. Όλα τα εδάφη του Στέμματος έφτασαν να διαμορφώσουν μια κοινή εξωτερική πολιτική και διοικητική δομή που αποτελείτο από ένα Κοινοβούλιο, μια Επιτροπή Διακυβέρνησης (Ζενεραλιτάτ) και ένα κοινό σώμα νόμων[4]· στο πρόσωπο των μοναρχών του Οίκου της Αραγώνας,[6] της δυναστείας των κομητών της Βαρκελώνης,[7] λειτουργούσε ως η ενσάρκωση της ενότητας του Στέμματος. Πάντα ωστόσο ο ανώτερος τίτλος των μοναρχών ήταν αυτός του Βασιλιά της Αραγώνας,[8] εξού και πολλάκις ταυτίζεται λανθασμένα το Στέμμα με το Βασίλειο της Αραγώνας. Ο θάνατος του Μαρτίνου του Ανθρώπινου το 1410 αποτέλεσε το τέλος της δυναστείας των κομητών της Βαρκελώνης και ανέδειξε στον θρόνο την καστιλιανική δυναστεία των Τραστάμαρα.

Η ενσωμάτωση της δυναστείας των κόμητων της Βαρκελώνης στον βασιλικό Οίκο της Αραγώνας (1137-1162)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που ο όρος «Στέμμα της Αραγώνας» δεν εμφανίστηκε νωρίτερα από τον 14ο αιώνα, στην ιστοριογραφία χρησιμοποιείται πολλάκις αναχρονιστικά για λόγους ευκολίας. Η γέννηση του Στέμματος έλαβε χώρα το 1164, έτος κατά το οποίο ο Αλφόνσος ξεκίνησε τη βασιλεία του ως βασιλιάς της Αραγώνας και κόμης της Βαρκελώνης. Εντούτοις τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση είχαν γίνει μερικά χρόνια πριν, με τη συμφωνία του γάμου των γονέων του Αλφόνσου, Ραϋμόνδου Βερεγγάριου και της βασίλισσας Πετρονίλας το 1137.

Η μάχη για τον θρόνο της Αραγώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προσέγγιση της Κομητείας της Βαρκελώνης με το Βασίλειο της Αραγώνας οφείλεται εξαρχής στον θάνατο άνευ αρρένων διαδόχων του βασιλιά της Αραγώνας και της Παμπλόνας, Αλφόνσου Α΄ το 1134. Στη διαθήκη του όριζε ως διαδόχους του τα μοναστικά τάγματα που δρούσαν στο βασίλειο, μια επιθυμία που σε καμία περίπτωση δεν έγινε αποδεκτή από τους υποτελείς του και προκάλεσε μια περίπλοκη διαδικασία διαδοχής. Από τη μία πλευρά οι Αραγωνέζοι βαρώνοι ανακήρυξαν διάδοχο τον αδερφό του αποθανόντος, μητροπολίτη Ραμίρο και από την άλλη, οι ναβαρρέζοι ευγενείς ανέδειξαν έναν έτερο συγγενή του βασιλιά, τον Γκαρθία Ραμίρεθ. Ο βασιλιάς της Καστίλης Αλφόνσος Ζ΄ υποστήριξε κι αυτός τα δικαιώματά του στον θρόνο ενώ ούτε τα μοναστικά τάγματα ούτε και ο Πάπας, επικυρίαρχος του βασιλείου, έκαναν κάποια κίνηση για να επιβληθούν στο βασίλειο. Η κατάσταση χειροτέρευσε με την επίθεση των Αλμοραβιδών που σε λίγο χρόνο ανακατέκτησαν μεγάλο μέρος των εδαφών που τους είχε στερήσει ο Αλφόνσος Α΄, γνωστός και ως «ο Μαχητής». Αρχικά ο Ραμίρο επιχείρησε να έρθει σε συμφωνία με τους υπόλοιπους διεκδικητές· η αποτυχία των συνομιλιών επέφερε την οριστική διάσπαση των βασιλείων της Αραγώνας και της Παμπλόνα και τον υποχρέωσε να παντρευτεί με σκοπό να αποκτήσει διάδοχο, παρά την ιερατική του ιδιότητα. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτική για τους Αραγωνέζους γέννηση της μοναδικής του κόρης, Πετρονίλας, το 1136. Αντίθετα με την Καστίλη, στην Αραγώνα δεν ήταν δυνατό να κυβερνήσει μια γυναίκα παρά μονάχα να μεταβιβάσει τα δυναστικά δικαιώματα. Πρώτη επιλογή για γάμο ήταν ο γιος του βασιλιά της Καστίλης αλλά η διαδικασία δεν προχώρησε λόγω του φόβου των Αραγωνέζων ευγενών να υποταχθούν στην ισχυρή Καστίλη.

Ο γάμος με τον Κόμη της Βαρκελώνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εν τέλει, στις 11 Αυγούστου του 1137, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Αλφόνσου Α΄ της Αραγώνας και της Παμπλόνα, ο βασιλιάς Ραμίρο ο Μοναχός συμφώνησε το γάμο της κόρης του με τον κόμη της Βαρκελώνης Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Δ΄. Δια μέσω μιας σειράς εγγράφων, ο Ραμίρο μεταβίβασε στον Κόμη την εξουσία (potestas), μετατρέποντάς τον γενικό κυβερνήτη και στρατιωτικό διοικητή,κύριο των ευγενών του βασιλείου. Παράλληλα του μεταβίβασε την κόρη του μαζί με το βασίλειό της και όχι απευθείας το βασίλειο. Ο ίδιος ο Ραϋμόνδος θα γινόταν κύριος του βασιλείου μόνο σε περίπτωση που η Πετρονίλα πέθαινε. Δεδομένου ότι αυτό ποτέ δεν συνέβη, το βασίλειο υπήρξε αποκλειστικά ιδιοκτησία της συζύγου του. Ο Ραμίρο δεν μπόρεσε να μεταβιβάσει στον Ραϋμόνδο ούτε τα βασιλικά εδάφη διότι από νόμο, αυτά μεταβιβάζονταν μονάχα σε μέλη της βασιλικής οικογένειας, μια ιδιότητα που ποτέ δεν απέκτησε ο Κόμης, που ακόμη και μετά τον θάνατο του Αραγωνέζου μονάρχη ποτέ δεν έφερε τον τίτλο του βασιλιά παρά μονάχα αυτόν του πρίγκιπα. Με την ολοκλήρωση των διαδικασιών, ο Ραμίρο αποσύρθηκε εκ νέου στη μοναστική ζωή.

Ο Ραϋμόνδος Βερεγγάριος εφάρμοσε μια πολιτική συμφιλίωσης με όλες τις πλευρές που είχαν εμπλακεί στο ζήτημα της αραγωνικής διαδοχής. Ξεκίνησε συνομιλίες με τον Πάπα περί των δικαιωμάτων των ταγμάτων στην Αραγώνα και συμμετείχε στη σταυροφορία του Αλφόνσου Ζ΄ εναντίον της μουσουλμανικής Αλμερίας το 1147. Το 1151 υπέγραψε με τον καστιλιανό μονάρχη τη συνθήκη του Τουδιγιέν που καθόριζε τα όρια εξάπλωσης των δύο δυνάμεων, του δημιουργούμενου Στέμματος και της Καστίλης εις βάρος της Αλ-Άνταλους. Η σύμπραξη Αραγωνέζων και Καταλανών έδωσε νέο αέρα στην κατάκτηση των συνοριακών με το Στέμμα μουσουλμανικών βασιλείων τάιφα: τα Εμιράτα της Τορτόζα (1148) και της Αλ-Λαρίδα (1149) κατακτήθηκαν οριστικά ενώ επανακτήθηκαν όσα εδάφη είχαν στερήσει οι Αλμοραβίδες από την Αραγώνα μετά τον θάνατο του Αλφόνσου Α΄. Οι κατακτήσεις αυτές συνοδεύτηκαν με ένα ισχυρό πρόγραμμα εποικισμού των νέων εδαφών της Νέας Καταλωνίας, όπου έδρασε και το Τάγμα των Κιστερκιανών με την ανέγερση σημαντικών ναών όπως το Πομπλέτ, το Σάντες Κρέους και την Μπαλβόνα δε λες Μόνζες.

Ο Ραϋμόνδος Βερεγγάριος πέθανε ξαφνικά στο Μπόργκο Σαν Νταλμάτσο στις 7 Αυγούστου 1162· άφησε στον πρωτότοκο γιο του όλα τα εδάφη και τις τιμές που του άρμοζαν στην Καταλωνία και την Αραγώνα, με εξαίρεση την Κομητεία της Σερδάνια που δόθηκε στον δευτερότοκο του γιο πάντα υπό την επικυριαρχία του πρώτου.[9]

Η Κληρονομιά του Αλφόνσου Β΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γιος των δύο ηγεμόνων, Αλφόνσος, έλαβε από τους γονείς του ένα σύνολο αρκετά διαφοροποιημένων εδαφών το 1162. Από τη μία το Βασίλειο της Αραγώνας είχε γεννηθεί ως αναπόσπαστο κομμάτι του Βασιλείου της Παμπλόνα όταν μέλη της βασιλικής του οικογένειας είχαν μεταφερθεί ανατολικά και δηλώνοντας υποταγή στον Πάπα ίδρυσαν το βασίλειό τους στις τέως κομητείες της Αραγώνας, της Ριβαγόρθα και του Σοβράρβε. Από την άλλη, ο κόμης της Βαρκελώνης ήταν επικυρίαρχος διαφόρων κομητειών στη σημερινή Καταλωνία, που όπως και η Αραγώνα, είχαν ψάξει στην προστασία του Πάπα την ελευθερία τους από τα φεουδαρχικά δεσμά τους με το Φραγκικό Βασίλειο.

Όπως συμπεραίνει ο ιστορικός Σαντιάγο Σοβρεκές, μόνο μετά το 1162 ο γιος του κόμη της Βαρκελώνης και της Πετρονίλας κληρονόμησε τις δύο κρατικές οντότητες με πλήρη δικαιώματα.[1] Αυτό αποδεικνύεται από τα έγγραφα: Ego Ildefonsus, gratia Dei rex Aragonensis et comes Barchinonensis, filius qui fui domini venerabilis Raimundi Berengari, comitis Barchinonensis et principis Aragonensis et uxoris eius, Aragonensis regine· στις 24 Φεβρουαρίου 1163 ανακηρύχθηκε δημόσια Κόμης της Βαρκελώνης. Από την πλευρά του, ο ιστορικός Αντόνιο Ουβιέτο προσθέτει πως τον επόμενο χρόνο, στις 18 Ιουνίου 1164, η μητέρα του παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της στον αραγωνικό θρόνο για χάρη του Αλφόνσου που ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αραγώνας στις 11 Νοεμβρίου 1164 στη Σαραγόσα.[10] Το νεαρό της ηλικίας του ωστόσο δεν του επέτρεψε να αναλάβει την εξουσία της κληρονομιάς του μέχρι το 1174.

Απόδειξη της απουσίας οποιασδήποτε ιδέας περί ενότητας των εδαφών των βασιλέων της Αραγώνας και κομητών της Βαρκελώνης και παράλληλα, θεώρησής τους ως προσωπική περιουσία είναι τα ίδια τα λόγια και οι πράξεις τους. Ο Αλφόνσος αναφέρεται στα εδάφη που του ανήκουν ως «γη μου»· στη συνέχεια ο Ιάκωβος Α΄ με τον διαμοιρασμό των εδαφών του μεταξύ των δύο γιων του αποδεικνύει εκ νέου την παραπάνω θέση.[11] Θα πρέπει να φτάσουμε στη βασιλεία του Ιάκωβου του Δίκαιου (1267-1327) για να βρούμε τον όρο «Στέμμα της Αραγώνας» που με τους «Όρκους Ένωσης» (Juraments d'Unió) ανάγει την αδιαιρετότητα του Στέμματος σε πρωταρχικό δόγμα της μοναρχίας. Τότε και μέχρι το 1715 τα τρία βασικά και αδιαίρετα μέλη του Στέμματος είναι η Καταλωνία, η Αραγώνα και το Βασίλειο της Βαλένθια μαζί με το Βασίλειο της Μαγιόρκας που επανεντάχθηκε οριστικά στο Στέμμα το 1344.

Η επέκταση του Στέμματος και οι σχέσεις με τις καταλανικές κομητείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την έναρξη της βασιλείας του Αλφόνσου Β´ οι δύο κρατικές οντότητες που απάρτιζαν το Στέμμα κυβερνιόνταν για πρώτη φορά από έναν κοινό μονάρχη. Τα δύο εδαφικά σύνολα αποτελούσαν δύο αρκετά διακριτά σώματα, τόσο όσον αφορά την πολιτική, οικονομική και κοινωνική τους δομή όσο και τη νομική τους παράδοση και τη γλωσσική και πολιτισμική τους ταυτότητα. Αυτή η ετερογένεια διέκρινε και το εσωτερικό τους, όντας τα ίδια ένα σύνολο πόλεων, φεουδαρχικών κτήσεων ευγενών και εκκλησιαστικών ιδιοκτησιών. Προτεραιότητα του Αλφόνσου ήταν να μειώσει την εσωτερική τους ετερογένεια και να ισχυροποιήσει τα δεσμά μεταξύ των δύο με βάση τη μοναρχία. Πράγματι, μόνο ο βασιλιάς και οι σύμβουλοί του ήταν κοινοί και για την Αραγώνα και για την Κομητεία· όλοι οι υπόλοιποι υπάλληλοι και θεσμοί ήταν διαφορετικοί για το κάθε μέρος. Αυτή η τάση φαίνεται και στην αλλαγή των τίτλων του μονάρχη: από «βασιλιάς των Αραγωνέζων» και «βαρκελωνέζος κόμης» έγινε «βασιλιάς της Αραγώνας» και «κόμης της Βαρκελώνης».

Το 1170 κατέλαβε το Κάσπε, εποίκισε το Τερουέλ και το 1177 απελευθέρωσε από τα δεσμά υποτέλειας στους βασιλείς της Καστίλης το πρώην μουσουλμανικό βασίλειο της Σαραγόσας. Με αυτόν τον τρόπο το σύνολο των εδαφών του Βασιλείου της Αραγώνας μπόρεσε να αποκτήσει μια στιβαρή ταυτότητα, ανάλογη των υπόλοιπων μεσαιωνικών βασιλείων.[12]

Από την άλλη, ενσωματώθηκαν στις κτήσεις του Αλφόνσου η κομητεία του Ροσελιό και η κομητεία του Κάτω Παλιάρς το 1172 και το 1192 αντίστοιχα. Ήδη ο Αραγωνέζος μονάρχης κατείχε τις κομητείες της Βαρκελώνης, της Ζιρόνας, της Οζόνα, της Μανρέζα, της Μπεζαλού, της Σερδάνια, της Μπέργα και του Κονφλέν, μαζί με τις μαρκίες της Τορτόζα και της Λιέιδα. Όλα αυτά τα κρατίδια συμπεριλήφθηκαν τότε για πρώτη φορά στον συλλογικό νομικό όρο «Καταλωνία»[12] που ορίστηκε ως «η γη που εκτείνεται από το Σάλσες (σημερινό Salses-le-Château στο Ρουσιγιόν) μέχρι την Τορτόζα» («de Salsis usque Dertusam et Ilerdam cim suis finibus»).[12] Δεν χαρακτηρίστηκε συλλογικά με κανέναν άλλο φεουδαρχικό τίτλο όπως πριγκιπάτο, κομητεία ή δουκάτο, παρά χρησιμοποιείτο πλέον είτε το όνομα Καταλωνία είτε αυτό της σημαντικότερης κομητείας της περιοχής, αυτής της Βαρκελώνης.

Το τέλος της αραγωνικής επιρροής στην Οξιτανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κομητεία της Βαρκελώνης είχε παραδοσιακά διατηρήσει ιδιαίτερους δεσμούς με τα οξιτανικά εδάφη. Ο Ραϋμούνδος Βερεγγάριος Δ΄ συνέχισε τη βαρκελωνική ηγεμονία στην περιοχή παρέχοντας βοήθεια στον ανιψιό του, Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Γ΄ της Προβηγκίας, επανέλαβε την υποταγή του Οίκου των Τρανκαβέλ και απομόνωσε διπλωματικά την Κομητεία της Τουλούζης μέσω μιας ευρείας συμμαχίας με διάφορες οξιτανικές πόλεις. Επί Αλφόνσου Β΄ το Στέμμα έφτασε στο σημείο να ενσωματώσει απόλυτα την Κομητεία της Προβηγκίας το 1166, συμπεριλαμβανομένων και μερικών ακόμη περιφερειακών εδαφών όπως το Μιγιώ και τη Γκαβαλντά. Το 1176, μετά από δεκαετίες αντιδικιών με την Κομητεία της Τουλούζης, υπεγράφη μια συνθήκη ειρήνης βάσει της οποίας ορίζονταν τα σύνορα της Κομητείας με την Προβηγκία και οι Αραγωνέζοι μονάρχες αποποιούνταν από κάθε δικαίωμά τους στο Λανγκντόκ (Καρκασόν, Μπεζιέ, Άγκντ και Νιμ) που εντάχθηκαν στη φεουδαρχική επικράτεια της Τουλούζης.[13]

Η ειρήνη στην Οξιτανία διαταράχθηκε με την επέκταση του Καθαρισμού. Παρότι αρχικά οι κόμητες της Τουλούζης εναντιώθηκαν στους αιρετικούς, εν τέλει δεν κατάφεραν να ξεριζώσουν την αίρεση που απέκτησε ισχυρά ερείσματα σε ευγενείς όπως τους Τρανκαβέλ. Οι τελευταίοι ζήτησαν κι έλαβαν τη βοήθεια του Αλφόνσου που αποσκοπούσε στην επέκταση της επιρροής του στο Λανγκντόκ. Εν τούτοις, ο θάνατος του Αραγωνέζου μονάρχη και του αντιπάλου του, Ραϋμόνδου Ε΄ της Τουλούζης έθεσαν τέλος στις εχθροπραξίες. Ο νέος βασιλιάς, Πέτρος ο Καθολικός, σύναψε συμμαχία με την Τουλούζη. Όταν ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα εναντίον των Καθαρών και ζήτησε τη συνδρομή των ευγενών από τη Γαλλία και τη Βουργουνδία, η άρνηση του κόμη της Τουλούζης να συνδράμει στη σταυροφορία και η αναγκαστική βοήθεια που ήταν αναγκασμένος να παράσχει ο Πέτρος στους οξιτανούς υπηκόους του οδήγησε στην αραγωνική ήττα στη μάχη της Μυρέ το 1213 που σήμανε το τέλος των αραγωνικών βλέψεων στην Οξιτανία.

Η εδαφική επέκταση στη Μεσόγειο και την Ιβηρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο 13ος και 14ος αιώνας αποτελούν την περίοδο της εδαφικής επέκτασης του Στέμματος στη Μεσόγειο και την Ιβηρική. Οι τρεις βασιλείς, Ιάκωβος Α΄ ο Κατακτητής, Πέτρος ο Μέγας και Αλφόνσος Γ΄, τα καταλανικά, κατά κύριο λόγο, και αραγωνικά στρατεύματα κατέκτησαν και εποίκισαν τις Βαλεαρίδες, τη Βαλενθιανική Χώρα και μερικώς τη Μούρθια.

Αυτή η περίοδος επέφερε μεγάλα κέρδη που ωστόσο μοιράστηκαν άνισα. Παράλληλα, η αγροτική παραγωγή έφτασε πρωτόγνωρα επίπεδα και το καταλανικό εμπόριο έγινε ο κύριος μοχλός ανάπτυξης του Στέμματος. Σε πολιτικό επίπεδο επετεύχθη μια πρωτοφανής ωρίμανση των θεσμών ενώ η κουλτούρα στα καταλανικά έφερε τους πρώτους της καρπούς.

Κατάκτηση της Μαγιόρκας και της Βαλένθια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατάκτηση της Μαγιόρκας πραγματοποιήθηκε από μια ομάδα Καταλανών ευγενών υπό την ηγεσία του Ιάκωβου Α΄. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1229 ο καταλανικός στόλος απέπλευσε από το Καμπρίλς, το Σαλόου και την Ταραγόνα·[14] μέχρι τον Δεκέμβριο η Μαγιόρκα είχε κατακτηθεί, δίνοντας αφορμή στον εποικισμό της νήσου με Καταλανούς χωρικούς από το Ενπορδά. Από την άλλη, η περιοχή της Βαλενθιανικής Χώρας κατακτήθηκε μεταξύ 1232 και 1238.

Ενσωμάτωση της Σικελίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γάμος του Πέτρου του Μέγα της Αραγώνας με την Κωνστάντια Χοενστάουφεν, πριγκίπισσα της Σικελίας μέλος του ομώνυμου αυτοκρατορικού οίκου που κυβερνούσε τη Σικελία έδωσε αφορμή στον Αραγωνέζο βασιλιά, με τη βοήθεια των βυζαντινών κατασκόπων και χρημάτων του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου να εκμεταλλευθεί την εξέγερση των Σικελών και να ενσωματώσει τη Σικελία.

Εδάφη του Στέμματος της Αραγώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποτελείς οξιτανικές κομητείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κομητεία της Τουλούζης
  • Κομητεία του Βεναΐσίν
  • Κομητεία της Νίκαιας
  • Κομητεία του Κάρσι
  • Κομητεία του Ντιουά
  • Κομητεία του Γκαπ
  • Κομητεία του Φορκαλκιέ
  • Κομητεία του Εμπρούν
  • Κομητεία της Αουρένζα
  • Κομητεία της Καρκασόν
  • Κομητεία του Ραζέ
  • Κομητεία του Φουά
  • Κομητεία του Αλμπί
  • Κομητεία της Λοδέβα
  • Κομητεία της Μπιγόρα
  • Κομητεία του Ροντέ
  • Κομητεία του Κομάνζ
  • Κομητεία του Βαλεντινουά
  • Κομητεία του Βιβαρέ
  • Κομητεία του Αζάν
  • Υποκομητεία του Μπεζιέ
  • Υποκομητεία του Μπεάρν
  • Υποκομητεία του Γκαμπαρέ
  • Υποκομητεία του Μπρουλιές
  • Υποκομητεία του Κοζεράν
  • Υποκομητεία του Μαρσάν
  • Υποκομητεία της Ναρμπόν
  • Υποκομητεία της Μασσαλίας
  • Μαρκία της Μπούσκα (Πεδεμόντιο)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Història de Catalunya, Ferran Soldevila i Zubiburu., Editorial Alpha, 1963, σελ.. 160-165.
  2. Original Aragonese Empire extension map on "A History of Aragon and Catalonia" by H. J. Chaytor
  3. Sobrequés 2009: 56.
  4. 4,0 4,1 Sesma 2000: 14.
  5. Sobrequés 2009: 321.
  6. Ferran Soldevila: Història de Catalunya, Volum 1, cap. VII, σελ. 161.
  7. Llibre dels feyts de Jaume I Αρχειοθετήθηκε 2015-09-24 στο Wayback Machine.: «Car uostre linyatge el Comte de Barçalona per nom, ha feyt aquest nostre linyatge»
  8. «Ordinacions fetes per lo Senyor en Pere terç rey dArago». Colección de documentos inéditos del Archivo de la Corona de Aragón, Vol. 5; pàg 271; Pròsper de Bofarull i Mascaró
  9. Cingolani, Stefano Maria. Les Gesta Comitum Barchinonensium (versió primitiva), la Brevis Historia i altres textos de Ripoll. Universitat de València, 2012, p.110. ISBN 8437070864.
  10. Cingolani, Stefano Maria. Les Gesta Comitum Barchinonensium (versió primitiva), la Brevis Historia i altres textos de Ripoll. Universitat de València, 2012, p. 118. ISBN 8437070864.
  11. Montaner Frutos, Alberto; El Señal del rey de Aragón; pàg. 54
  12. 12,0 12,1 12,2 Sesma 2000: 60.
  13. R. d'Abadal: "La dominació de la casa comtal de Barcelona sobre el Migdia de França". A: R. d'Abadal. Dels visigots als catalans (vol. II, pàg. 281-310). Barcelona: Edicions 62, 1970.
  14. Francesch Rodón i Oller, Fets de la Marina de guerra catalana

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Hinojosa Montalvo, José. «Jaime II y las instituciones». A: Jaime II y el esplendor de la Corona de Aragón. Editorial NEREA, 2006. ISBN 8489569991.
  • Lalinde i Abadia, Jesús. «Las Cortes y Parlamentos en los reinos y tierras del rey de Aragón». A: Aragón: historia y cortes de un reino. Zaragoza: Zaragoza : Cortes de Aragón : Ayuntamiento, 1991. ISBN 84-86807-64-6.
  • Sesma Muñoz, José Angel. La Corona de Aragón. Una introducción crítica. Zaragoza: Caja de la Inmaculada, 2000 (Colección Mariano de Pano y Ruata - Dir. Guillermo Fatás Cabeza). ISBN 84-95306-80-8.
  • Sobrequés i Callicó, Jaume. «Corona d'Aragó, Reial Corona d'Aragó, Corona Reial d'Aragó i Casa d'Aragó, en el llenguatge polític del segle XV». A: Estudis d'Història de Catalunya (Edat Mitjana · Edat Moderna · El Pactisme). Editorial Base, 2009. ISBN 978-84-92437-19-1.
  • Ubieto Arteta, Antonio. Creación y desarrollo de la Corona de Aragón, 1987. ISBN 84-7013-227-X. (castellà)
  • Udina Martorell, Frederic. Documents cabdals de la història de Catalunya. Vol. I. Enciclopèdia Catalana, 1985. ISBN 84-85194-58-6.