Ιστορία των μη επανδρωμένων αεροσκαφών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος (ΜΕΑ) (Unmanned aerial vehicle, UAV) είναι τύπος αεροσκάφους ο οποίος δεν έχει πλήρωμα ή επιβάτες. Στα ΜΕΑ περιλαμβάνονται τα αυτόνομα drone και τα τηλεχειριζόμενα οχήματα (remotely piloted vehicles, RPV). Ένα ΜΕΑ έχει την δυνατότητα να πραγματοποιήσει ελεγχόμενη, σταθερού επιπέδου πτήση, και τροφοδοτείται από κινητήρα αεριώθησης, κινητήρα παλινδρόμησης ή ηλεκτρικό κινητήρα.[1] Τον 21ο αιώνα, η τεχνολογία έφτασε σε τέτοιο σημείο προόδου που τα ΜΕΑ έχουν πλέον εκτεταμένο ρόλο σε πολλούς κλάδους της αεροπορίας.

Ένα ΜΕΑ διαφέρει από έναν κατευθυνόμενο πύραυλο στο γεγονός πως αυτό θα ανακτηθεί μετά την αποστολή του, ενώ ο πύραυλος θα συγκρουστεί με τον στόχο του. Ένα στρατιωτικό ΜΕΑ ενδέχεται να μεταφέρει και να εκπυρσοκροτήσει εκρηκτικά πάνω του, ενώ ένας κατευθυνόμενος πύραυλος είναι εκρηκτική ύλη.

Πρώιμα στάδια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Αυστριακά αερόστατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση μη επανδρωμένου αεροσκάφους χρονολογείται σε μια μάχη που έλαβε χώρα στις 22 Αυγούστου 1849, όταν οι Αυστριακοί επιτέθηκαν στη Βενετία με μη επανδρωμένα αερόστατα τα οποία μετέφεραν εκρηκτικά. Μερικά από τα αερόστατα εκτοξεύτηκαν από το Αυστριακό πλοίο Vulcano. Αν και μερικά από τα αερόστατα λειτούργησαν σωστά και βομβάρδισαν επιτυχώς την Δημοκρατία της Βενετίας, κάποια άλλα επέστρεψαν στις Αυστριακές γραμμές του μετώπου εξαιτίας του ανέμου.[2] Οι Αυστριακοί εργαζόταν στο σύστημα αυτό για μήνες. Η εφημερίδα The Presse, της Βιέννης ανέφερε: «Η Βενετία θα βομβαρδιστεί από αερόστατα, καθώς οι λιμνοθάλασσες αποτρέπουν την προσέγγιση του πυροβολικού. Πέντε αερόστατα, το καθένα διαμέτρου 7 μέτρων (23 πόδια), κατασκευάστηκαν στο Τρεβίζο. Με ευνοϊκό άνεμο τα αερόστατα εκτοξεύονται και κατευθύνονται προς την Βενετία από όσο πιο κοντά γίνεται, και έπειτα όταν έρχονται σε κάθετη θέση πάνω από την πόλη, θα εκπυρσοκροτηθούν από ηλεκτρομαγνητισμό μέσω ενός μακρού απομονωμένου σύρματος χαλκού με μια μεγάλη γαλβανική μπαταρία που βρίσκεται τοποθετημένη πάνω σε ένα κτίριο. Η βόμβα πέφτει κάθετα, και εκρήγνυται καθώς φτάνει στο έδαφος.»[3] Τα αερόστατα δεν θεωρούνται πλέον ΜΕΑ. Από την στιγμή της εφεύρεσης των αεροσκαφών με πτέρυγες, η προσπάθεια πραγματοποίησης μη επανδρωμένων πτήσεων με αυτά για στρατιωτικούς σκοπούς έμεινε πίσω.

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα μη επανδρωμένα αεροσκάφη κατασκευάστηκαν κατά την διάρκεια ή λίγο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρωτοπόρο, χρησιμοποιοώντας τις τεχνικές ραδιοελέγχου του Άρτσιμπαλντ Μοντγκόμερι Λόου, ήταν το Ruston Proctor Aerial Target του 1916.[4] Αν εξελίσσονταν περαιτέρω θα ανταγωνιζόταν τα Ζέπελιν. Σε σύντομο διάστημα έκτοτε, στις 12 Σεπτεμβρίου, το Hewitt-Sperry Automatic Airplane (Αυτόματο Αεροπλάνο Χιούιτ-Σπέρι), γνωστό και ως «ιπτάμενη βόμβα» πραγματοποίησε την πρώτη πτήση του, επιδεικνύοντας την έννοια ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους. Είχαν σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως «εναέριες τορπίλες», μια πρώιμη έκδοση των σημερινών κατευθυνόμενων πυραύλων. Ο έλεγχος επιτεύθηκε με την χρήση γυροσκοπίων που αναπτύχθηκαν από τον Έλμερ Σπέρι της Εταιρείας Γυροσκοπίων Σπέρι (Sperry Gyroscope Company).[5]

Αργότερα, το Νοέμβριο του 1917, το Automatic Airplane πέταξε για λογαριασμό του Στρατού των ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον στρατό να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα κατασκευής μιας «εναέριας τορπίλης», που είχε ως αποτέλεσμα το Kettering Bug που πέταξε για πρώτη φορά το 1918. Ενώ η επαναστατική τεχνολογία του Bug ήταν επιτυχημένη, δεν ήταν έτοιμο κατά την περίοδο του πολέμου, ο οποίος τελείωσε προτού αυτό αναπτυχθεί πλήρως.[6]

Μεσοπόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τρία αεροσκάφη τύπου Standard E-1 μετετράπηκαν σε drone.[7] Το Larynx ήταν ένας πρώιμος κατευθυνόμενος πύραυλος σε σχήμα μικρού μονοπλάνου ο οποίος μπορούσε να εκτοξευθεί από πολεμικό πλοίο και να πετάξει με την χρήση αυτόματου πιλότου. Δοκιμάστηκε την περίοδο μεταξύ 1927 και 1929 από το Βασιλικό Ναυτικό. Οι πρώτες επιτυχίες των μη επανδρωμένων αεροσκαφών οδήγησαν στην εξέλιξη των ραδιοελεγχόμενων αεροσκαφών συγκεκριμένου στόχου στην Βρετανία και τις ΗΠΑ την δεκαετία του 1930. Το 1931, οι Βρετανοί ανέπτυξαν το ραδιοελεγχόμενο αεροσκάφος στόχου Fairey Queen από το υδροπλάνο Fairey IIIF, κατασκευάζοντας ένα μικρό σύνολο τριών αεροσκαφών, και το 1935 το πείραμα αυτό ακολουθήθηκε από την παραγωγή μεγαλύτερου αριθμού ραδιοελεγχόμενων αεροσκαφών στόχου, του "DH.82B Queen Bee", το οποίο ήταν παράγωγο του διπλάνου εκπαίδευσης De Havilland Tiger Moth. Το όνομα "Queen Bee" (Βασίλισσα μέλισσα) λέγεται πως οδήγησε στην χρήση του όρου "drone" (βομβός) για τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ειδικά όταν είναι ραδιοελεγχόμενα. Κατά την περίοδο αυτή, ο Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών, συνέχισε να εργάζεται στο αεροσκάφος του 1917, ενώ ακόμη πειραματιζόταν με τα ραδιοελεγχόμενα αεροσκάφη. Το 1936, ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας χρησιμοποίησε τον όρο "drone" για να περιγράψει τα ραδιοελεγχόμενα αεροσκάφη στόχους.[8]

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μέριλιν Μονρόε ήταν τεχνικός στο εργοστάσιο πυρομαχικών του Radioplane όταν φωτογραφήθηκε εν ώρα εργασίας από το περιοδικό Yank το 1945.

Ο Ρέτζιναλντ Ντένι και το Radioplane[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη μεγάλης κλίμακας παραγωγή ενός drone ειδικού σκοπού ήταν αποτέλεσμα της εργασίας του Ρέτζιναλντ Ντένι. Υπηρέτησε στο Βρετανικό Βασιλικό Σώμα Αεροπορίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά τον πόλεμο, το 1919, μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να αναζητήσει την τύχη του στο Χόλιγουντ ως ηθοποιός. Ο Ντένι έγινε γνωχτός ως ηθοποιός, και μεταξύ των δουλειών που έκανε, έστρεψε το ενδιαφέρον του στα ραδιοελεγχόμενα μοντέλα αεροσκάφη κατά την δεκαετία του 1930. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του συνέστησαν την εταιρεία "Reginald Denny Industries" και άνοιξαν κατάστημα πώλησης μοντέλων αεροσκαφών το 1934 στη λεωφόρο του Χόλιγουντ, που είχε το όνομα "Reginald Denny Hobby Shops".[9]

Το κατάστημα εξελίχθηκε στην εταιρεία "Radioplane Company". Ο Ντένι πίστευε πως τα χαμηλού κόστους ραδιοελεγχόμενα αεροσκάφη θα ήταν χρήσιμα για την εκπαίδευση οπλιτών αντιεροπορικών πυρών, και το 1935 παρουσίασε ένα πρωτότυπο drone στόχο, το RP-1, στον Στρατό των ΗΠΑ. Ο Ντένι στη συνέχεια αγόρασε ένα σχέδιο από τον Ουόλτερ Ράιτερ το 1938 και άρχισε να το εμπορεύεται στους χομπίστες ως "Dennymite", και το παρουσίασε στον Στρατό ως το RP-2, καθώς και άλλα τροποποιημένα αεροσκάφη ως RP-3 και RP-4 το 1939. Το 1940, ο Ντένι και οι συνεργάτες του υπέγραψαν συμβόλαιο με τον Στρατό για το ραδιοελεγχόμενο RP-4, το οποίο έγινε το Radioplane OQ-2. Κατασκεύασαν περίπου δεκαπέντε χιλιάδες drone για τον στρατό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[10][11]

Ήταν στο εργοστάσιο του Radioplane στο Βαν Νάις όταν το 1944 ο Στρατιωτικός φωτογράφος Ντέιβιντ Κόνοβερ είδε μια νεαρή γυναίκα με το όνομα Νόρμα Τζιν, και σκέφτηκε πως θα είχε προοπτικές ως μοντέλο. Η «ανακάλυψη» αυτή οδήγησε την Τζιν στη δημοσιότητα, και σύντομα άλλαξε το όνομα της σε Μέριλιν Μονρόε.[12]

Ο πραγματικός εφευρέτης ενός ραδιοελεγχόμενου αεροσκάφους το οποίο μπορούσε να πετάξει πέρα από το οπτικό πεδίο ήταν ο Έντουαρντ Μ. Σόρενσεν όπως πιστοποιείται από τα διπλώματα ευρισιτεχνίας των ΗΠΑ. Η εφεύρεση του ήταν η πρώτη που είχε την δυνατότητα παροχής πληροφοριών μέσω ενός ακροδέκτη, το τι κάνει το αεροπλάνο, όπως η άνοδος του, το υψόμετρο, την διεύθυνση, στροφές ανα λεπτό καθώς και άλλα όργανα. Χωρίς αυτές τις ευρισιτεχνίες τα πρώιμα ραδιοελεγχόμενα αεροσκάφη μπορούσαν να επιχειρήσουν μόνο εντός του οπτικού πεδίου του χερσαίου πιλότου τους.[13]

Εναέριες τορπίλες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ναυτικό των ΗΠΑ άρχισε να πειραματίζεται με τα ραδιοελεγχόμενα αεροσκάφη από την δεκαετία του 1930, και το έργο του είχε αποτέλεσμα το drone Curtiss N2C-2 το 1937. Το N2C-2 ήταν τηλεδιαχειριζόμενο από άλλο αεροσκάφος, το οποίο ονομαζόταν TG-2. Οι αντιαεροπορικοί στόχοι drone N2C-2 τέθηκαν σε υπηρεσία μέχρι το 1938.[14]

Η Πολεμική Αεροπορία του Στρατού των ΗΠΑ (US Army Air Forces, USAAF) άρχισε να χρησιμοποιεί τα N2C-2 το 1939.[14] Παλαιά αεροσκάφη μετατράπηκαν και τέθηκαν σε υπηρεσία ως drone αντι-αεροπορικών στόχων «Σειράς-Α». Μιας και το γράμμα "A" χρησιμοποιούνταν για τα επιθετικά αεροσκάφη (από την λέξη attack), τα μεταγενέστερα πλήρους μεγέθους αεροσκάφη-στόχοι έλαβαν την κωδική ονομασία "PQ". Η USAAF απέκτησε εκατοντάδες drone στόχους τύπου Culver "PQ-8", τα οποία ήταν η ραδιοελεγχόμενη έκδοση του συμβατικού μικρού διθέσιου επιβατικού αεροσκάφους Culver Cadet, και χιλιάδες βελτιωμένες εκδόσεις Culver PQ-14 Cadet ως παράγωγα του PQ-8. Οι ΗΠΑ επίσης χρησιμοποιήσαν ραδιοελεγχόμενα αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιημένων βαρέων βομβαρδιστικών B-17 Flying Fortress και B-24 Liberator σε μικρή κλίμακα σε μάχη κατά την Επιχείρηση Αφροδίτη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως πολύ μεγάλες εναέριες τορπίλες, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία και την απώλεια του πληρώματος μέρος του οποίου ήταν ο Τζόζεφ Κένεντι Τζούνιορ.

Το "TDN-1" ήταν μη επανδρωμένο drone το οποίο αναπτύχθηκε το 1940. Το TDN είχε την δυνατότητα μεταφοράς βομβών 450 κιλών, αλλά δεν τέθηκε ποτέ σε επιχειρησιακά καθήκοντα.[15]

Με το «Πρόγραμμα Fox» για επιθετικά drone του Εργοστασίου Ναυτικών Αεροσκαφών (Naval Aircraft Factory) εγκαταστάθηκε το 1941 τηλεοπτική κάμερα RCA στο drone και μια οθόνη τηλεόρασης στο αεροσκάφος ελέγχου TG-2.[14] Τον Απρίλιο του 1942 το επιθετικό drone πραγματοποίησε επιτυχημένη επίθεση τορπιλών σε αντιτορπιλικό εντός εύρους 32 χιλιομέτρων από το αεροσκάφος ελέγχου TG-2.[14] Ακόμη ένα επιθετικό drone συγκρούστηκε επιτυχώς με στόχο που κινούνταν με ταχύτητα 8 κόμβων (14 χλμ/ώρα).[14] Το Γραφείο Αεροναυτικής του Ναυτικού τότε πρότεινε την υλοποίηση προγράμματος για τηλεχειριζόμεντα drone με τη βοήθεια τηλεοπτικής κάμερας με 162 αεροπλάνα ελέγχου και 1.000 επιθετικά drone.[14] Προέκψυαν διαφωνίες εντός του Ναυτικού αναφορικά με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του προτεινόμενου προγράμματος για την εκτέλεση πλήρους κλίμακας μάχης έναντι μιας μικρής κλίμακας δοκιμής σε μάχη με μικρή έκθεση των αεροσκαφών, η οποία θα μπορούσε να αποκαλύψει την ιδέα στον εχθρό και να του επιτρέψει την ανάπτυξη αντιμέτρων πριν την πλήρη παραγωγή.[14] Τα επιθετικά drone παρέμειναν ένα αναπόδεικτο σχέδιο στο μυαλό των στρατιωτικών σχεδιαστών εν μέσω των σημαντικών επιτυχιών των συμμάχων το 1944.[14] Η χρησιμοποίηση τους περιορίστηκε σε τέσσερις επιθέσεις drone σε εμπορικά Ιαπωνικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στα νησιά Ράσελ στο τέλος του Ιουλίου και ακολουθήθηκαν από τις επιθέσεις 46 drone στα βόρεια Νησιά του Σολομώντα.[14] Δύο χτυπήματα και δύο παρ' ολίγον χτυπήματα επιτεύχθηκαν στο σταθμευμένο πλοίο.[14] Πολλά από τα μεταγενέστερα drone απέτυχαν να πετύχουν τον στόχο τους, αλλά τα περισσότερα ήταν αποτελεσματικά.[14]

Αεριώθηση παλμών (pulsejet)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η McDonnell κατασκεύασε έναν στόχο με κινητήρα αεριώθησης παλμού, το TD2D-1 Katydid, αργότερα το KDD-1 και έπειτα το KDH-1. Επρόκειτο για μια μηχανή σε σχήμα πούρου που εκτοξευόταν με αέρα και διέθετε ευθεία, τοποθετημένη στη μέση πτέρυγα και ουρά σχήματος V η οποία διασκέλιζε τον κινητήρα pulsejet. Το Katydid αναπτύχθηκε την περίοδο του μεσοπολέμου, και μικρός αριθμός από αυτά τέθηκε στην υπηρεσία του Ναυτικού των ΗΠΑ.[16]

Μετά τον πόλεμο, το Ναυτικό απέκτησε μικρό αριθμό άλλων στόχων με κινητήρα αεριώθησης παλμών, τη σειρά Curtiss KD2C Skeet. Επρόκειτο για μια ακόμη μηχανή σε σχήμα πούρου, με τον κινητήρα pulsejet στην άτρακτο και την είσοδο του αέρα να γίνεται από την πλώρη. Διέθετε ευθείες, τοποθετημένες χαμηλά πτέρυγες, με ακραίες δεξαμενές, και ουρά με τριπλό πτερύγιο.[17]

Ψυχρός Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξέλιξη των drone στόχων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Radioplane με την επιτυχία του drone στόχου OQ-2 ακολουθήθηκε από μια άλλη εξαιρετικά επιτυχημένη σειρά πιστονοκίνητων drone στόχων, που έγιναν γνωστά ως οικογένια Βασικής Εκπαίδευσης Στόχων (Basic Training Target, BTT) (η συντομογραφία BTT δεν χρησιμοποιούνταν μέχρι τη δεκαετία του 1980, αλλά εδώ χρησιμοποιείται για πρακτικούς λόγους για τον διαχωρισμό των συντομογραφιών), στην οποία περιλαμβάνονταν τα OQ-19/KD2R Quail και MQM-33/MQM-36 Shelduck. Τα BTT παρέμειναν σε υπηρεσία για το υπόλοιπο του 20ού αιώνα. Το πρώτο drone στόχος που μετατράπηκε στο πεδίο της μάχης για την αποστολή μη επανδρωμένης φωτογραφικής αναγνώρισης ήταν μια έκδοση της μετατροπής του MQM-33 για τον Στρατό των ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1950, από το οποίο υλοποιήθηκε το RP-71,[18] και αργότερα επανασχεδιάστηκε ως MQM-57 Falconer.[19]

Ο στρατός των ΗΠΑ απέκτησε πληθώρα άλλων drone παρόμοιων κατά πολλούς τρόπους με τα Radioplane. Η εταιρεία Globe κατασκεύασε μια σειρά από στόχους, ξεκινώντας από το πιστονοκίνητο KDG Snipe του 1946, το οποίο εξελίχθηκε διαμέσω των στόχων με κινητήρα αεριώθησης παλμών KD2G και KD5G καθώς και των πιστονοκίνητων στόχων KD3G και KD4G, στη σειρά πιστονοκίνητων στόχων KD6G. Η σειρά KD6G εμφανίζεται να είναι ο μοναδικός στόχος της Globe που κατασκευάστηκε σε σημαντικό αριθμό. Είχε παρόμοιο μέγεθος και διάταξη με την σειρά BTT, αλλά διέθετε δίδυμο πτερύγιο ουράς. Ήταν το επανασχεδιασμένο "MQM-40" στις αρχές τις δεκαετίες του 1960, το οποίο την περίοδο αυτή είχε τεθεί εκτός υπηρεσίας.[20]

Η χρήση των drone ως δόλωμα χρονολογείται τουλάχιστον από την δεκαετία του 1950, με το Northrop Crossbow να δοκιμάζεται στον ρόλο αυτό. Το πρώτο επιχειρησιακό drone δόλωμα ήταν το McDonnell Douglas "ADM-20 Quail", το οποίο μεταφερόταν από βομβαρδιστικά Boeing B-52 Stratofortress ώστε να συνεισφέρουν στην εισχώρηση σε υπερασπισμένους εναέριους χώρους.[21]

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 τα μαχητικά αεροσκάφη είχαν τη δυνατότητα να φτάσουν σε ταχύτητες 2 Μαχ, και έτσι έπρεπε να δημιουργηθούν ταχύτεροι στόχοι ώστε να διατηρηθεί ο ρυθμός. Η Northrop σχεδίασε έναν στόχο με κινητήρα στροβιλοαεριώθησης ταχύτητας 2 Μαχ στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο οποίος αρχικά ονομάστηκε Q-4 αλλά αργότερα πήρε το όνομα AQM-35. Στη μορφή παραγωγής του, ήταν ένα λεπτό βέλος με κοντόχοντρες πτέρυγες σε σχήμα σφήνας, στρεβλωμένη συμβατική διάταξη ουράς, και κινητήρα στροβιολαεριώθησης General Electric J85 όπως αυτός που χρησιμοποιήθηκε στο μαχητικό αεροσκάφος Northrop F-5.[22]

Πυρηνικές δοκιμές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1946, οκτώ B-17 Flying Fortress μετατράπηκαν από τους Αμερικανούς αεροπόρους σε drone για την συλλογή ραδιενεργών δεδομένων. Ελεγχόταν κατά την απογείωση και την προσγείωση από πομπό σε τζιπ, και κατά την διάρκεια της πτήσης από έναν πομπό που βρισκόταν σε κάποιο άλλο B-17. Χρησιμοποιήθηκαν στην Ατόλη Μπικίνι (Επιχείρηση Διασταύρωση, Operation Crossroads) για την συλλογή δειγμάτων μέσα από το ραδιενεργό νέφος. Κατά την διάρκεια των δοκιμών, δύο drone πέταξαν άμεσα πάνω από την έκρηξη. Όταν το ωστικό κύμα έφτασε σε αυτά, και τα δύο απέκτησαν ύψος, ενώ το χαμηλότερο καταστράφηκε.[23] Το Ναυτικό των ΗΠΑ πραγματοποίήσε παρόμοιες δοκιμές με τα drone Grumman F6F Hellcat.[24] Τα drone B-17 χρησιμοποιήθηκαν για παρόμοιο σκοπό στην Επιχείρηση Σάντστοουν το 1947, και στην Επιχείρηση Θερμοκήπιο το 1951. Στην τελική δοκιμή, χρησιμοποιήθηκαν και αρκετά Lockheed P-80 Shooting Star, τροποποιημένα σε drone από την Sperry Corporation. Ωστόσο, το πολύπλοκο σύστημα είχε ως αποτέλεσμα πολύ υψηλό δείκτη ατυχημάτων.[25] Ένα από τα drone B-17, με αριθμό ουράς 44-83525, βρίσκεται πλέον υπό συντήρηση στην Αεροπορική Βάση Ντέιβις-Μόνταν.[26]

Πλατφόρμες αναγνώρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη της δεκαετίας το 1950, μαζί με τα Falconer, ο Στρατός των ΗΠΑ απέκτησε και άλλα drone αναγνώρισης, τα Aerojet-General SD-2 Overseer. Είχαν παρόμοια διάταξη με τα Falconer, αλλά διέθεταν ουρά σε σχήμα V και είχαν το διπλάσιο βάρος.[27]

Η επιτυχία των drone ως στόχους οδήγησε την χρήση τους και σε άλλες αποστολές. Το δοκιμασμένο Ryan Firebee αποτέλεσε καλή πλατφόρμα για τέτοια πειράματα, και δοκιμές για να εκτιμηθεί ως εξαιρετικά επιτυχημένο σε αποστολές αναγνώρισης. Μια σειρά από από drone αναγνώρισης κατασκευάστηκαν από την Firebee, με τη σειρά Ryan Model 147 Lightning Bug, να χρησιμοποιείται από τις ΗΠΑ για κατασκοπεία σε Βόρειο Βιετνάμ, Κομμουνιστική Κίνα, και Βόρεια Κορέα κατά την δεκαετία του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970.[28]

Τα Lightning Bug δεν ήταν τα μοναδικά μεγάλης εμβέλειας αναγνωριστικά drone που αναπτύχθηκαν την δεκαετία του 1960. Οι ΗΠΑ, ανέπτυξαν και άλλα, πιο εξειδικευμένα αναγνωριστικά drone: το Ryan "Model 154", τα Ryan και Boeing "Compass Copes", και το Lockheed D-21, εκ των οποίων όλα ήταν λίγο ή πολύ κρυμμένα σε μυστικότητα.[29]

Μυστικά προγράμματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ΕΣΣΔ ανέπτυξε επίσης πληθώρα drone αναγνώρισης, αν και έκτοτε πολλά προγράμματα των Σοβιετικών ήταν μυστικά, και οι λεπτομέρειες των αεροσκαφών αυτών είναι ασαφείς και αντιφατικές.[30]

Πόλεμος του Βιετνάμ: Drone αναγνώρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι το τέλος του 1959, το μοναδικό κατασκοπευτικό αεροπλάνο των ΗΠΑ ήταν το U-2. Οι κατασκοπευτικοί δορυφόροι άρχισαν να χρησιμοποιούνται περίπου έναμιση χρόνο αργότερα, και το SR-71 Blackbird ήταν ακόμη σε χρήση.[31] Εν μέσω τέτοιου κλίματος, εμφανίστηκαν ανησυχίες για την αρνητική δημοσιότητα από την προβλεπόμενη σύλληψη Αμερικανών αεροπόρων σε κομμουνιστικά εδάφη. Οι φόβοι των πιλότων έγιναν πραγματικότητα τον Μάιο του 1960, όταν ο πιλότος Φράνσις Γκάρι Πάουερς του U-2 κατερρίφθη στην ΕΣΣΔ.[31] Χωρίς καμία έκπληξη, η εργασία για την κατασκευή ενός μη επανδρωμένου drone το οποίο θα εισχωρούσε εις βάθος στην εχθρική επικράτεια, και θα επέστρεφε με χρήσιμες στρατιωτικές πληροφορίες, εντατικοποιήθηκε. Μέσα σε τρεις μήνες από την κατάρριψη του U-2, το εξαιρετικά σημαντικό πρόγραμμα ΜΕΑ (που τότε ονομαζόταν RPV [τηλεχειριζόμενα οχήματα]) ξεκίνησε, υπό την κωδική ονομασία Red Wagon.[31]

Αμέσως μετά το περιστατικό στο οποίο ενεπλάκησαν τα αντιτορπιλικά του Ναυτικού των ΗΠΑ USS Maddox (DD-731) και USS Turner Joy, και πολύ πιο πριν αυτό εξελιχθεί στο «Ψήφισμα του Κόλπου Τόνκιν» (Tonkin Gulf Resolution) και τον πόλεμο με το Βόρειο Βιετνάμ, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ είχε διατάξει άμεσα τις μονάδες ΜΕΑ να παραταχθούν στη Νοτιοανατολική Ασία σε οποιαδήποτε διαθέσιμα C-130 ή C-133.[32] Τα πρώτα drone ήταν τα Ryan 147B (AQM-34) τοποθετημένα πάνω σε C-130, και με την ολοκλήρωση των αποστολών τους θα έπεφταν με αλεξίπτωτα για επανάκτηση κοντά στην Ταϊβάν.

Τα drone (ΜΕΑ) της Διοίκησης Στρατηγικής της USAF παρατάχθηκαν στην Δημοκρατία του Νότιου Βιετνάμ ως το 4025ο Σμήνος Στρατηγικής Αναγνώρισης, της 4080ης Πτέρυγας Στρατηγικής Αναγνώρισης το 1964. Το 1966 η μονάδα επανασυντάχθηκε ως το 350ο Σμήνος Στρατηγικής Αναγνώρισης, της 100ης Πτέρυγας Στρατηγικής Αναγνώρισης.[33]

Στο Σμήνος επιχειρούσαν Ryan Firebee, τα οποία εκτοξευόταν από τροποποιημένα μεταγωγικά αεροσκάφη DC-130A Hercules, κατά κανόνα με δύο drone κάτω από κάθε πτέρυγα, και 4 συνολικά. Τα ΜΕΑ χρησιμοποιούσαν αλεξίπτωτα όταν ολοκλήρωναν την αποστολή τους και συνήθως επανακτώνταν από ελικόπτερα που είχαν τον συγκεκριμένο σκοπό στις αποστολές αυτές.[34]

Η Πολεμική Αεροπορία του Βορείου Βιετνάμ (NVAF) χρησιμοποίησε τις πτήσεις drone των ΗΠΑ για να εξασκήσει τις ικανότητες της στις αερομαχίες, και αν και ισχυρίζεται την πραγματοποίηση αρκετών αναχαιτίσεων, μόνο για 6 έχει γίνει γνωστό πως καταρρίφθηκαν από αεροσκάφη MiG της NVAF.[35][36]

Drone των ΗΠΑ (ΜΕΑ) που καταρρίφθηκαν από αεροσκάφη MiG της NVAF στον Πόλεμο του Βιετνάμ 1966-1971[37][38]
Ημερομηνία Τύπος/Όπλο Αναχαίτισης[39] Μονάδα Αναχαίτισης Τύπος Drone Μονάδα της USAF/Σημειώσεις
4 Μαρτίου 1966 MiG-21/AA-2 Atoll (K-13) Πύραυλος Αέρος-Αέρος 921ο Σύνταγμα Μαχητικών (ΣΜ) Σειρά Ryan Firebee AQM-34[40] 350ο Σμήνος Στρατηγικής Αναγνώρισης (ΣΣΑ, SRS), 100η Πτέρυγα Στρατηγικής Αναγνώρισης (ΠΣΑ, SRW)[40]/Ήταν η πρώτη κατάρριψη drone των ΗΠΑ από την NVAF.
5 Μαρτίου 1966 MiG-21/AA-2 Atoll 921ο ΣΜ AQM-34 350ο ΣΣΑ, 100η ΠΣΑ
21 Σεπτεμβρίου 1968 MiG-21/Άγνωστο 921ο ΣΜ AQM-34 350ο ΣΣΑ, 100η ΠΣΑ
Δεκέμβριος 1969 MiG-21/Άγνωστο 921st ΣΜ AQM-34 350ο ΣΣΑ, 100η ΠΣΑ/αμφότερες οι καταρρίψεις του Δεκεμβρίου έγιναν από τον Νγκουγιέν Βαν Κοκ[41]
Δεκέμβριος 1969 MiG-21/Άγνωστο 921st ΣΜ AQM-34 350ο ΣΣΑ, 100η ΠΣΑ
9 Μαρτίου 1971 MiG-17/κανόνι 23mm & 37mm 923rd ΣΜ AQM-34 350ο ΣΣΑ, 100η ΠΣΑ/Λίγο μετά την καταστροφή του drone, το επιτιθέμενο MiG και ο πιλότος τους χάθηκαν για άγνωστους λόγους.[35]

Από τον Αύγουστο του 1964, μέχρι και την τελευταία αερομαχία στις 30 Απριλίου 1975 (άλωση του Σαϊγκόν), η 100ή Πτέρυγα Στρατηγικής Αναγνώρισης της USAF εκτόξευσε 3.435 drone αναγνώρισης Ryan πάνω από το Βόρειο Βιετνάμ και τις γύρω περιοχές, με απώλειες περίπου 554 ΜΕΑ καθόλη τη διάρκεια του πολέμου, για διάφορους λόγους.[42]

Μεταπολεμικοί προβληματισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρησιμότητα των αεροσκαφών ρομπότ για αναγνώριση παρουσιάστηκε στο Βιετνάμ. Την ίδια περίοδο, έγιναν τα πρώτα βήματα για την χρήση τους σε ενεργή μάχη σε θάλασσα και στεριά, αλλά τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (ΜΕΑ) μάχης δεν χρησιμοποιήθηκαν μέχρι την δεκαετία του 1980.

Κατά τα πρώτα χρόνια, τα drone στόχοι εκτοξευόταν συχνά από αεροσκάφη, ή από ράγες με την χρήση υποβοηθούμενων από πυραύλους ενισχυτών στερεού καυσίμου (RATO), ή υδραυλικούς, ηλεκτρομαγνητικούς ή πνευματικούς καταπέλτες. Τα πολύ μικρά drone στόχοι μπορούν να εκτοξευτούν από ελεγχόμενους ελαστικούς καταπέλτες. Ελάχιστα drone διαθέτουν συστήματα προσγείωσης, και τις περισσότερες φορές προσγειώνονται με αλεξίπτωτα, ή σε ορισμένες περιπτώσεις πραγματοποιούν προσγειώσεις ολίσθησης. Ξεκινώντας από τον Απρίλιο του 1966, και μέχρι το τέλος του πολέμου το 1975, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ πραγματοποίησε περίπου 2.655 περισυλλογές με το Σύστημα Ανάκτησης στον Αέρα (Mid-Air Retrieval System, MARS), από τις 2.745 προσπάθειες, χρησιμοποιώντας κυρίως το μοντέλο drone τύπου Ryan 147J.[43]

Οι περισσότερες πτήσεις μάχης κατά την διάρκεια του πολέμου έγιναν από το Ryan 147SC (στρατιωτική ονομασία AQM-34L) με 1.651 αποστολές. Περίπου 211 AQM-34L χάθηκαν στον πόλεμο. Το πιο επιτυχημένο drone ήταν ένα 147SC, με ονομασία "Tom Cat", το οποίο ολοκλήρωσε 68 αποστολές μάχης στο Βιετνάμ, προτού αποτύχει να επιστρέψει στις 25 Σεπτεμβρίου 1974. Το Tom Cat ακολουθήθηκε από τα Budweiser (με 63 αποστολές), Ryan's Daughter (52 αποστολές), και Baby Duck (46 αποστολές).[44]

Τα μεγαλύτερα ΜΕΑ στο Βιετνάμ ήταν τα 147T, TE, και TF (στρατιωτικές ονομασίες AQM-34P, 34Q, και 34R). Αυτές οι μηχανές είχαν μήκος 9 μέτρα, και άνοιγμα φτερών 9,75 μέτρα, με κινητήρες ώθησης βάρους 1.270 κιλών. Πραγματοποίησαν 28, 268, και 216 αποστολές αντίστοιχα. Από αυτά, 23 drone AQM-34Q χάθηκαν, 23 μηχανές AQM-34R καταστράφηκαν, και 6 μοντέλα AQM-34P δεν επέστρεψαν ποτέ στη βάση τους.[44]

Σύγχρονη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μη επανδρωμένα αεροσκάφη μάχης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η στάση απέναντι στα ΜΕΑ, τα οποία αντιμετωπιζόταν ως μη αξιόπιστα και ακριβά παιχνίδια, άλλαξε ραγδαία με τη νίκη της Ισραηλινής Πολεμικής Αεροπορίας επί της Συριακής το 1982. Η συντονισμένη χρήση των ΜΕΑ από το Ισραήλ μαζί με τα επανδρωμένα αεροσκάφη του επέτρεψε να καταστρέψει τάχιστα δεκάδες Συριακά αεροσκάφη με ελάχιστες απώλειες. Τα Ισραηλινά drone χρησιμοποιήθηκαν ως ηλεκτρονικά δολώματα, ηλεκτρονικοί πομποί καθώς και για αναγνώριση πραγματικού χρόνου με βίντεο.[45]

Το στρατός των ΗΠΑ εισήλθε σε μια νέα εποχή κατά την οποία τα ΜΕΑ είναι κρίσιμης σημασίας για πληροφορίες σημάτων (SIGINT), ή τα συστήματα ηλεκτρονικών αντιμέτρων τα οποία θα έχουν ευρεία χρήση κατά τον 21ο αιώνα, με τα ΜΕΑ να ελέγχονται και να διαμοιράζουν τα δεδομένα σε συνδέσεις δεδομένων μεγάλου εύρους σε πραγματικό χρόνο, συνδεδεμένα με πλατφόρμες εδάφους, αέρος, θάλασσας και διαστήματος. Η τάση αναφάνηκε πριν από τον Πόλεμο στο Αφγανιστάν που ξεκίνησε το 2001, αλλά επιταχύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από την χρήση ΜΕΑ σε αυτή τη σύρραξη. Το ΜΕΑ Predator RQ-1L (General Atomics) ήταν το πρώτο ΜΕΑ που παρατάχθηκε στα Βαλκάνια το 1995 και το Ιράκ το 1996 και αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό στην Επιχείρηση Απελευθέρωσης του Ιράκ καθώς και το Αφγανιστάν.[46]

Μικρά και μικροσκοπικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα άλλο πεδίο ανάπτυξης στα ΜΕΑ είναι τα μικροσκοπικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, που εκτείνονται από τα «μικρά εναέρια οχήματα» (micro aerial vehicle, MAV) και τα μικροσκοπικά ΜΕΑ τα οποία μπορούν να μεταφερθούν από έναν στρατιώτη, έως τα ΜΕΑ που μπορούν να εκτοξευτούν όπως μια βολή πυροβόλου σε ένα φορητό σύστημα αεράμυνας.[47]

Μη επανδρωμένα αεροσκάφη αντοχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιδεά σχεδιασμού μη επανδρωμένου αεροσκάφους το οποίο θα μπορούσε να παραμείνει στον αέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχούσε για περίπου μια δεκαετία, αλλά έγινε επιχειρησιακή πραγματικότητα κατά τον 21ο αιώνα. Τα ΜΕΑ αντοχής για επιχειρήσεις σε χαμηλό και υψηλό υψόμετρο, που μερικές φορές αποκαλούνται ως ΜΕΑ «υψηλού υψομέτρου μεγάλης αντοχής» (high-altitude long-endurance, HALE), είναι πλέον σε πλήρη χρήση.[48]

Στις 21 Αυγούστου 1998, ένα αεροσκάφος AAI Aerosonde με το όνομα Laima έγινε το πρώτο ΜΕΑ που διέσχισε τον Ατλαντικό Ωκεανό, ολοκληρώνοντας την πτήση σε 26 ώρες.[49]

Πειράματα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη κινούμενα από ενέργεια ακτινών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιδέα χρήσης των ΜΕΑ ως φτηνή εναλλακτική των δορυφόρων για την πραγματοποίηση ερευνών στην ατμόσφαιρα, την γη και τις καιρικές συνθήκες και εν μέρει τις επικοινωνίες χρονολογείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, με τις εννοιολογικές μελέτες να εστιάζουν στα ΜΕΑ με συμβατική προώθηση, ή νέες μορφές προώθησης που χρησιμοποιούν μικροκυματικές ακτίνες ή φωτοβολταϊκά ηλιακά κύτταρα.

Η Raytheon εισηγήθηκε αυτό που πλέον περιγράφεται ως ΜΕΑ που χρησιμοποιεί ισχύ ακτίνων, το οποίο πέταξε σε υψόμετρο 15 χιλιομέτρων, από το 1959, και πραγματοποίησε επίδειξη πιστοποίησης το 1964, με μια κεραία πομπού να τροφοδοτεί ένα ελικόπτερο σε σχοινί 20 μέτρων. Το ελικόπτερο μετέφερε μια παράταξη ανορθωτικών κεραιών ή "rectenna" που περιελάμβανε χιλιάδες διόδους που μετέτρεπαν τη μικροκυματική δέσμη σε χρήσιμη ηλεκτρική ενέργεια.[50]

Η επίδειξη του 1964 έλαβε αρκετή δημοσιότητα, αλλά το θέμα δεν προχώρησε, μιας και ο ενθουσιασμός για τους δορυφόρους ήταν πολύ μεγάλος και το σύστημα ανορθωτικών κεραιών ήταν βαρύ και μη αποτελεσματικό. Ωστόσο, την δεκαετία του 1970, η NASA άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον στην ισχύ των ακτίνων για διαστημικές εφαρμογές, και το 1982, δημοσίευσε ένα σχέδιο για πολύ ελαφρύτερο και φθηνότερο σύστημα ανορθωτικών κεραιών.[51]

Η ανορθωτική κεραία της NASA ήταν κατασκευασμένη από λεπτή πλαστική ταινία, με τις δίπολες κεραίες και τα κυκλώματα λήψης να είναι τοποθετημένα στην επιφάνεια της.[52] Το 1987, το Καναδικό Ερευνητικό Κέντρο Επικοινωνιών χρησιμοποίησε μια βελτιωμένη ανορθωτική κεραία για να τροφοδοτήσει ένα ΜΕΑ με άνοιγμα φτερών 5 μέτρων και βάρους 4,5 κιλών, ως μέρος του προγράμματος SHARP (Stationary High Altitude Relay Platform, Στατική Πλατφόρμα Αναμετάδοσης Υψηλού Υψομέτρου). Το ΜΕΑ του SHARP πραγματοποίησε κυκλική πτήση 150 μέτρων πάνω από την κεραία του πομπού. Το ΜΕΑ χρειαζόταν 150 βατ, και είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει αυτό το επίπεδο ισχύος από δέσμες μικροκυματικών ακτινών 6 έως 12 κιλοβάτ.[53]

Ηλιακή ενέργεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Vulture της DARPA, ένα αεροσκάφος εξαιρετικά μεγάλων αντοχών

Την δεκαετία του 1980, η προσοχή εστιάστηκε στα αεροσκάφη που κινούνται με ηλιακή ενέργεια. Τα ηλιακά φωτοβολταϊκά (ΦΒ) κύτταρα, δεν είναι πολύ αποτελεσματικά, και η ποσότητα ενέργειας που παρέχεται από τον Ήλιο πάνω από την περιοχή μιας μονάδας είναι σχετικά μικρή. Ένα αεροσκάφος που κινείται με ηλιακή ενέργεια πρέπει να είναι κατασκευασμένο ελαφρύ για να επιτρέψει στους χαμηλής ισχύος ηλεκτρικούς κινητήρες να το απογειώσουν από το έδαφος. Τέτοια αεροσκάφη κατασκευάστηκαν στον διαγωνισμό του Βραβείου Κρέμερ για την ανθρωποκίνητη πτήση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Δρ. Πωλ Μπ. Μακκρίντι και η εταιρεία του AeroVironment παρουσίασαν μια νέα οπτική στην πρόκληση, και κατέληξαν σε ένα ανορθόδοξο αεροσκάφος, το "Gossamer Condor", για να κερδίσουν το Βραβείο Κρέμερ στις 23 Αυγούστου 1977.[54]

Το 1980, η Dupont Corporation υποστήριξε την AeroVironment στην προσπάθεια να κατασκευάσει ένα επανδρωμένο αεροσκάφος που κινείται με ηλιακή ενέργεια το οποίο θα μπορούσε να πετάξει από το Παρίσι στην Αγγλία. Το πρώτο πρωτότυπο, το "Gossamer Penguin", ήταν εύθραυστο και όχι πολύ αξιόπιστο στη πτήση, αλλά οδήγησε σε ένα πολύ καλύτερο αεροσκάφος, το "Solar Challenger". Αυτή η επιτυχία οδήγησε με την σειρά της στα σχέδια της AeroVironment για ΜΕΑ που κινούνται με ηλιακή ενέργεια. Ένα ΜΕΑ που κινείται με ηλιακή ενέργεια μπορεί θεωρητικά να μείνει στον αέρα για πάντα, όσο διαθέτει αποθέματα ενέργειας για να το διατηρήσουν σε πτήση κατά την διάρκεια της νύχτας. Η αεροδυναμική ενός τέτοιου αεροσκάφους αποτέλεσε πρόκληση, μιας και για να φτάσει σε υψηλό υψόμετρο έπρεπε να ήταν πολύ ελαφρύτερο ανά περιοχή μονάδας της επιφάνειας της πτέρυγας από το Solar Challenger, και η εύρεση ενός συστήματος αποθήκευσης ενέργειας, με την απαιτούμενη υψηλή χωρητικότητα και το ελαφρύ βάρος ήταν επίσης ένα πρόβλημα.[55]

Το 1983, η AeroVironment ερεύνησε το θέμα, το οποίο είχε πάρει την ονομασία «Ηλιακό Υψηλού Υψομέτρου» (High Altitude Solar, HALSOL). Το πρωτότυπο HALSOL πέταξε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1983. Το HALSOL ήταν μια απλή ιπτάμενη πτέρυγα, με άνοιγμα 30 μέτρων και πλάτος 2,44 μέτρων. Ο κύριος δοκός της πτέρυγας ήταν κατασκευασμένος από σωληνώσεις συνθετικού άνθρακα, με τις ραβδώσεις να είναι κατασκευασμένες από φελιζόλ και συνδεδεμένες με ξύλο ελάτης και Κέβλαρ, και καλυμμένες με πλαστική ταινία Μύλαρ. Η πτέρυγα ήταν ελαφριά αλλά αξιοσημείωτα ισχυρή.[56]

Η πτέρυγα ήταν κατασκευασμένη σε πέντε τμήματα ίσου μεγέθους. Δύο λέμβοι κρεμόταν από το κεντρικό τμήμα, το οποίο μετέφερε το φορτίο, τον ραδιοέλεγχο και τα ηλεκτρονικά της τηλεμετρίας, καθώς και άλλους μηχανισμούς. Οι λέμβοι επίσης αποτελούσαν το σύστημα προσγείωσης. Κάθε λέμβος διέθετε μικρούς διπλούς τροχούς στο μπροστινό μέρος και τροχό ποδηλάτου πίσω ως σύστημα προσγείωσης. Το HALSOL τροφοδοτούνταν από οκτώ μικρούς ηλεκτρικούς κινητήρες που κινούσαν έλικες μεταβλητού βήματος. Υπήρχαν δύο κινητήρες στο κέντρικό τμήμα της πτέρυγας, δύο κινητήρες σε κάθε εσωτερικό τμήμα της πτέρυγας, και ένας κινητήρας σε κάθε εξωτερικό τμήμα της πτέρυγας. Το συνολικό βάρος του αεροσκάφους ήταν περίπου 185 κιλά, με περίπου το ένα δέκατο αυτού να είναι το φορτίο.[57]

Το HALSOL πραγματοποίησε εννέα πτήσεις το καλοκαίρι του 1983 στην απομονωμένη και μυστική βάση Groom Lake στη Νεβάδα. Οι πτήσεις πραγματοποιούνταν με την χρήση ραδιοελέγχου και μπαταριών, μιας και το αεροσκάφος δεν διέθετε ηλιακά φωτοβολταϊκά κύτταρα. Η αεροδυναμική του HALSOL πιστοποιήθηκε, αλλά η έρευνα οδήγησε στο συμπέρασμα πως κανένα φωτοβολταϊκό κύτταρο ή τεχνολογία αποθήκευσης ενέργειας είχε ωριμάσει αρκετά ώστε να κάνει την ιδέα πρακτική την εποχή εκείνη. Έτσι, το HALSOL διέκοψε τις πτήσεις του, και όπως αποδείχθηκε, θα αναστηνόταν για μεγαλύτερες δόξες αργότερα. Τη στιγμή αυτή, όμως, παρέμενε εξ ολοκλήρου ένα μυστικό.[58]

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, σε μικρό διάστημα από την διακοπή του HALSOL, η NASA υπέγραψε συμβόλαιο με την Lockheed για την μελέτη ενός ΜΕΑ που κινούνταν με ηλιακή ενέργεια με το όνομα "Solar High Altitude Powered Platform (Solar HAPP)" (Ηλιακή Πλατφόρμα Ισχύος Υψηλού Υψομέτρου) για αποστολές όπως η παρακολούθηση των καλλιεργειών, η στρατιωτική αναγνώριση, και η αναμετάδοση στις επικοινωνίες. Η έρευνα για το Solar HAPP δεν κατέληξε σε πρωτότυπο αεροσκάφος. Τα κινούμενα με ηλιακή ενέργεια ΜΕΑ ήταν ένα θέμα λίγο πιο μπροστά από την εποχή τους, και η πρώιμη εργασία σε ΜΕΑ αντοχής εστίασε σε πιο συμβατικές θεματικές.[59]

Amber[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1984, ή DARPA υπέγραψε συμβόλαιο 40 εκατομμυρίων δολλαρίων ΗΠΑ με την Leading Systems Incorporated (LSI) στο Έρβιν της Καλιφόρνια, για την κατασκευή ενός ΜΕΑ αντοχής με το όνομα "Amber". Το Amber θα χρησιμοποιούνταν για φωτογραφική αναγνώριση, αποστολές συλλογής ηλεκτρονικών πληροφοριών (ELINT), ή ως κατευθυνόμενος πύραυλος. Με τον Στρατό, το Ναυτικό και τους Πεζοναύτες των ΗΠΑ να δείχνουν ενδιαφέρον, η DARPA πέρασε τελικά αυπό τον έλεγχο του Ναυτικού.[60]

Το Amber σχεδιάστηκε από μια ομάδα υπό τον Άμπραχαμ Κάρεμ της Leading Systems. Το Amber είχε μήκος 4,6 μέτρων (15 πόδια), με άνοιγμα φτερών 8,54 μέτρων (28 πόδια) και βάρος 335 κιλών (740 λίβρες), ενώ τροφοδοτούνταν από τετρακύλινδρο υγρόψυκτο κινητήρα πιστονιών ισχύος 65 αλόγων (49 kW), o οποίος κινούσε έναν έλικα προωθητικής διάταξης στην ουρά. Η πτέρυγα ήταν τοποθετημένη πάνω σε έναν μικρό πυλώνα πάνω από την άτρακτο. Η έκδοση κατευθυνόμενου πυραύλου του Amber θα απέρριπτε την πτέρυγα κατά την τελική βουτιά στον στόχο.[61]

Το Amber διέθετε μια αντεστραμμένη ουρά V, η οποία αποδείχθηκε δημοφιλής διάταξη για ΜΕΑ προωθητικής διάταξης, μιας και προστάτευε τον έλικα κατά την απογείωση και την προσγείωση. Η άτρακτος ήταν κατασκευασμένη από πλαστικά και συνθετικά υλικά, κυρίως Κέβλαρ, και το ΜΕΑ διέθετε ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης με τρεις τροχούς ώστε να διασφαλιστεί το διάκενο του έλικα. Το Amber είχε δυνατότητα πτήσης 38 ωρών ή παραπάνω.[62]

Το αρχικό συμβόλαιο προέβλεπε την κατασκευή τριών πρωτότυπων κατευθυνόμενων πυραύλων "Basic Amber" A-45 και τριών πρωτότυπων αναγνωριστικών B-45. Οι πρώτες πτήσεις έγιναν το Νοέμβριο του 1986, και οι πτήσεις μεγάλης αντοχής την επόμενη χρονιά. Μέχρι την περίοδο αυτή, το Amber, αποτελούσε μυστικό, αλλά το 1987 ανακοινώθηκαν οι λεπτομέρειες σχετικά με το πρόγραμμα.

Το Amber ήταν μόνο ένα από τα διαφορετικά προγράμματα ΜΕΑ των ΗΠΑ που σχεδιάστηκαν την εποχή αυτή, και το Κονγκρέσο ήταν ανυπόμονο με αυτό που θεωρήθηκε σύγχυση και αλληλεπικάλυψη των προσπαθειών. Το Κονγκρέσο διέταξε την ενοποίηση των προγραμμάτων ΜΕΑ το 1987, παγώνοντας την χρηματοδότηση μέχρι τον Ιούνιο το 1988, όταν και ιδρύθηκε το Κοινό Γραφείο Προγραμματισμού για την ανάπτυξη των ΜΕΑ. Το Amber επιβίωσε των προσπαθειών συγχώνευσης των προγραμμάτων των ΜΕΑ στο Κοινό Γραφείο Προγραμματισμού, και είχε ως αποτέλεσμα το πρώτο ΜΕΑ αναγνώρισης το "Amber I" που πέταξε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1989. Κατασκευάστηκαν επτά Amber I, και εξελίχθηκαν μαζί με τα Basic Amber κατά το 1990. Ωστόσο, η χρηματοδότηση για τα αεροσκάφη αναγνώρισης περικόπηκε, και το 1990 το πρόγραμμα Amber διακόπηκε. Η LSI χρεωκόπησε, και αγοράστηκε από την General Atomics το 1991, η οποία αργότερα ανέπτυξε το Amber σε λειτουργική πλατφόρμα, το MQ-1 Predator.[63]

Πολιτική χρήση στις ΗΠΑ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γραφείο Τελωνείων και Συνοριοφυλακής των ΗΠΑ πειραματίστηκε με αρκετά μοντέλα ΜΕΑ, και αγόρασε στόλο μη οπλισμένων MQ-9 Reaper για να παρακολουθεί τη μεθόριο των ΗΠΑ με το Μεξικό. Σύμφωνα με δηλώσεις αξιωματούχων αυτά τα ΜΕΑ βοήθησαν σε σχεδόν 3.900 συλλήψεις και την κατάσχεση 4 τόνων μαριχουάνα σε έξι μήνες.[64]

Στις 18 Μαΐου 2006, η Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αεροπορίας των ΗΠΑ (Federal Aviation Administration, FAA) εξέδωσε πιστοποιητικό εξουσιοδότησης με το οποίο επιτρέπει αεροσκάφη τύπου M/RQ-1 και M/RQ-9 να χρησιμοποιούνται εντός του πολιτικού εναερίου χώρου των ΗΠΑ για να ερευνούν για επιζώντες σε θεομηνίες. Τα αιτήματα για την χρήση αυτών των αεροσκαφών έγιναν το 2005 ώστε να χρησιμοποιηθούν στις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης μετά τον Τυφώνα Κατρίνα, αλλά μιας και δεν υπήρχε πιστοποίηση από την FAA, τα αεροσκάφη αυτά δεν χρησιμοποιήθηκαν. Η υπέρυθρη κάμερα του Predator με ψηφιακά ενισχυμένο ζουμ έχει την δυνατότητα ταυτοποίησης της θερμότητας ενός ανθρώπινου σώματος από υψόμετρο 10.000 ποδιών (3.000 μέτρα), κάνοντας το αεροσκάφος ιδανικό εργαλείο έρευνας και διάσωσης.[65]

Σύμφωνα με αναφορά της Wall Street Journal του 2006, «Μετά την διαπρεπή υπηρεσία σε εμπόλεμες ζώνες τα τελευταία χρόνια, τα μη επανδρωμένα αεροπλάνα προκαλούν αναταράξεις μιας και πραγματοποιούν αγώνα για να αντιμετωπίσουν τα πολιτικά αεροπλάνα και τους ερασιτέχνες πιλότους στους Αμερικανικούς πολιτικούς αιθέρες. Τα drone αντιμετωπίζουν εμπόδια κανονισμών, ασφάλειας και τεχνολογίας – αν και η ζήτηση για αυτά είναι εκρηκτική. Οι κυβερνητικές αρχές τα θέλουν ως ενισχυτικά μέσα για θεομηνίες, συνοριοφύλαξη και δασοπυρόσβεση, ενώ οι ιδιωτικές εταιρείες ευελπιστούν πως μια μέρα θα χρησιμοποιήσουν τα drone για μεγαλύτερη πληθώρα εργασιών, όπως η επιθεώρηση αγωγών και το ψέκασμα καλλιεργειών».[64]

Τα drone αναψυχής έχουν γίνει δημοφιλή στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία χρόνια, καθώς αναμενόταν πως θα πωληθούν περίπου ένα εκατομμύριο σε ένα χρόνο.[66]

Καναδάς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κυβέρνηση του Καναδά επεξεργαζόταν το ενδεχόμενο αγοράς ΜΕΑ για την επιθεώρηση των αρκτικών περιοχών. Η Καναδική κυβέρνηση ήθελε να αγοράσει τουλάχιστον τρια μη επανδρωμένα αεροσκάφη μεγάλου υψομέτρου τα οποία θα ήταν μια προσπάθεια να περισωθούν οι προσδοκίες της για τις εκτάσεις στην Αρκτική. Η Καναδική κυβέρνηση θέλει να τροποποιήσει το υπάρχον drone Global Hawk, το οποίο μπορεί να επιχειρήσει σε υψόμετρο 20.000 μέτρων, ώστε να πληροί τις απαιτήσεις για να πετάξει στον Καναδικό Βορρά.[67]

Χρήση από μικρούς παίκτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά το παρελθόν το κόστος της μικροτεχνολογίας περιόριζε την χρήση των ΜΕΑ σε μεγαλύτερες και καλύτερα χρηματοδοτούμενες ομάδες όπως ο στρατός των ΗΠΑ, αλλά εξαιτίας του μειωμένου κόστους της τεχνολογίας ΜΕΑ, στο οποίο περιλαμβάνονται τα οχήματα και ο εξοπλισμός ελέγχου τους σε πιο απλές μορφές, αποκτήθηκε η δυνατότητα από ομάδες που προηγουμένως δεν είχαν επαρκή χρηματοδότηση να τα χρησιμοποιήσουν. Ξεκινώντας από το 2004, η Λιβανέζικη Σιιτική στρατιωτική οργάνωση Χεζμπολάχ άρχισε να χρησιμοποιεί το ΜΕΑ Mirsad-1, με δηλωμένο στόχο την χρήση του για επιθέσεις στη μεθόριο με το Ισραήλ.[68]

Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο ΜΕΑ στην Ελλάδα κατασκευάστηκε το 2016. Πρόκειται για το πολιτικό HCUAV RX-1 το οποίο κατασκευάστηκε με την συνεργασία εταιρίας από τα Τρίκαλα με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Το αερόχημα αυτό, έχει μήκος 4 μέτρων, ταχύτητα απογείωσης 2,8 μέτρα/δευτερόλεπτο και μέγιστη ταχύτητα πτήσης 190 χλμ/ώρα. Η εμβέλεια του ανέρχεται στα 150 χιλιόμετρα, με αυτονομία χρήσης 11 ωρών, πετώντας σε υψόμετρο 2 χιλιομέτρων. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την υποστήριξη υπηρεσιών και έργων πολιτικής προστασίας και δημόσιας ασφάλειας, όπως η συνοριοφύλαξη, η δασοπροστασία, καταγραφή της ατμόσφαιρας, αεροφωτογράφηση και άλλα. Η πρώτη του πτήση έγινε στις 4 Αυγούστου 2016 και είχε διάρκεια 15 λεπτών.[69]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Kristen Boon· Douglas Lovelace (2014). The Domestic Use of Unmanned Aerial Vehicles. Oxford: Oxford University Press. σελ. 111. ISBN 9780199351053. 
  2. «Remote Piloted Aerial Vehicles». monash.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2017. 
  3. Scientific American, Μάρτιος 1849
  4. Taylor, John William Ransom· Munson, Kenneth (1977). Jane's pocket book of remotely piloted vehicles: robot aircraft today. USA: Collier Books. σελ. 13. 
  5. Pearson, Lee. «Developing the Flying Bomb» (PDF). www.history.navy.mil. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2017. CS1 maint: Unfit url (link)
  6. «Kettering Bug». daviddarling.info. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2017. 
  7. David, Donald (1997). «Standard aircraft». Encyclopedia of World Aircraft. Etobicoke, Ontario: Prospero Books. σελ. 854. 
  8. «Howeth: Chapter XL (1963)». earlyradiohistory.us. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2017. 
  9. «Reginald Denny (1891-1967) - Aviation Pioneer». monash.edu.au. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2017. 
  10. Whittle, Richard (2014). Predator: The Secret Origins of the Drone Revolution. New York: Henry Holt and Company. σελ. 20. ISBN 9780805099652. 
  11. Custers, Bart (2016). The Future of Drone Use: Opportunities and Threats from Ethical and Legal Perspectives. Berlin: Springer. σελ. 9. ISBN 9789462651326. 
  12. Miller, Jennifer Jean (2014). Marilyn Monroe & Joe DiMaggio - Love In Japan, Korea & Beyond. New Jersey: J.J. Avenue Productions. σελ. 34. ISBN 9780991429165. 
  13. US Patent 2.490.844 τον Mάιο του 1940; Patent 2.408.819 στις 16 Μαΐου 1940 και patent 2.482.804 στις 16 Μαΐου 1940
  14. 14,00 14,01 14,02 14,03 14,04 14,05 14,06 14,07 14,08 14,09 14,10 Fahrney, Delmar S. (December 1980). «The Birth of Guided Missiles». United States Naval Institute Proceedings: 54–60. 
  15. Zaloga, Steven J. (2011). Unmanned Aerial Vehicles: Robotic Air Warfare 1917-2007. UK: Bloomsbury Publishing. σελ. 8. ISBN 9781846037863. 
  16. Yenne, Bill Yenne, William (2005). Secret Gear, Gadgets, and Gizmos. St. Paul, Minnesota: Zenith Imprint. σελ. 25. ISBN 9781610607445. 
  17. Graff, Cory· Museum, Puget Sound Navy (2010). The Navy in Puget Sound. Charleston: Arcadia Publishing. σελ. 115. ISBN 9781439640234. 
  18. «Pilotless Photo Drone Takes Aerial Pictures». Popular Mechanics: 144. June 1956. https://books.google.gr/books?id=QuEDAAAAMBAJ&pg=PA144. 
  19. Jane, Frederick Thomas (1987). Jane's All the World's Aircraft. USA: McGraw-Hill. σελ. 855. 
  20. Aviation Week and Space Technolog. 57. USA: McGraw-Hill. 1952. σελ. 7. 
  21. Yenne, Bill (2012). B-52 Stratofortress: The Complete History of the World's Longest Serving and Best Known Bomber. Minneapolis: MBI Publishing Company. σελ. 66. ISBN 9780760343029. 
  22. Cooke, Nancy J.· Rowe, Leah J. (2016). Remotely Piloted Aircraft Systems: A Human Systems Integration Perspective. USA: John Wiley & Sons. σελ. 65. ISBN 9781118965894. 
  23. Graf, Mantelli-Brown- Kittel- (2017). Boeing B-17 Flying Fortress. eBook: Edizioni R.E.I. σελ. 116. ISBN 9782372973229. 
  24. Stoff, Joshua (2001). The Historic Aircraft and Spacecraft in the Cradle of Aviation Museum. Mineola, New York: Courier Corporation. σελ. 65. ISBN 9780486420417. 
  25. Polmar, Norman· Allen, Thomas B. (2012). World War II: the Encyclopedia of the War Years, 1941-1945. New York: Courier Corporation. σελ. 612. ISBN 9780486479620. 
  26. «Davis-Monthan AFB, Tucson, AZ, largest aircraft boneyard in the world, at the 309th AMARG facility, tours, location, maps, history, photographs and access». www.airplaneboneyards.com. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2017. 
  27. «Aerojet General MQM-58 Overseer». www.designation-systems.net. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2017. 
  28. Singh, Jasjit (1988). Air Power in Modern Warfare. New Delhi: Lancer Publishers. σελ. 198. ISBN 9788170620471. 
  29. Greg Goebel. «(6.0) The Road To Endurance UAVs». Unmanned Aerial Vehicles: USA. Vectors. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Φεβρουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2017. CS1 maint: Unfit url (link)
  30. Springer, Paul J. (2013). Military Robots and Drones: A Reference Handbook: A Reference Handbook. Santa Barbara, California: ABC-CLIO. σελ. 1970-1971. ISBN 9781598847338. 
  31. 31,0 31,1 31,2 Wagner σελ. xi
  32. Wagner σελ. 53
  33. Ravenstein, Charles (1984). Air Force combat wings : lineage and honors histories 1947-1977. Washington D.C.: DIANE Publishing. σελ. 143. ISBN 9781428993563. 
  34. Nalty, Bernard C. (2013). Tactics and Techniques of Electronic Warfare. USA: Lulu.com. σελ. 74. ISBN 9781939335180. 
  35. 35,0 35,1 Toperczer (25) σελ. 53
  36. Toperczer (29) σσ. 7, 8
  37. Toperczer (25) σελ. 90
  38. Toperczer (29) σσ. 85, 86
  39. Michel III σσ. 81, 130
  40. 40,0 40,1 Hobson σελ. 257
  41. Toperczer (29) σελ. 86
  42. Wagner p. 200 & 213
  43. Wagner σελ. 109
  44. 44,0 44,1 Wagner σελ. 213
  45. «A Short History of Unmanned Aerial Vehicles (UAVs)». draganfly.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2017. 
  46. Auen, Erica Jaye (2007). Unmanned aerial systems conceptual design. San Diego, California: University of California, San Diego. σελ. 23-24. 
  47. Cai, Guowei· Chen, Ben M. (2011). Unmanned Rotorcraft Systems. London: Springer Science & Business Media. σελ. 1. ISBN 9780857296351. 
  48. «Unmanned Aerial Vehicles». www.vectorsite.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαρτίου 2010. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2017. CS1 maint: Unfit url (link)
  49. «Model airplane makes nonstop Atlantic crossing». Flying Magazine 125 (11): 46. November 1998. https://books.google.gr/books?id=tURRT6QU1jIC&pg=PA46. 
  50. Earls, Alan R.· Edwards, Robert E. (2005). Raytheon Company: The First Sixty Years. Charleston: Arcadia Publishing. σελ. 74. ISBN 9780738537474. 
  51. Denny, Mark (2013). Lights On!: The Science of Power Generation. Baltimore: JHU Press. σελ. 82. ISBN 9781421409962. 
  52. «Microwave power transmission: a brief history». Popular Science (Bonnier Corporation) 232 (1): 65. January 1988. ISSN 0161-7370. https://books.google.gr/books?id=dQEAAAAAMBAJ&pg=PA65. 
  53. Li, Zhilin· Chen, Jun (2008). Advances in Photogrammetry, Remote Sensing and Spatial Information Sciences: 2008 ISPRS Congress Book. Boca Raton: CRC Press. σελ. 122. ISBN 9780203888445. 
  54. Wahl, Paul (January 1978). «Kremer Prize: The Winner». Popular Science (Bonnier Corporation) 212 (1): 56-58, 114. ISSN 0161-7370. https://books.google.gr/books?id=lwAAAAAAMBAJ&pg=PA56. 
  55. Anderson, Dale· Graham, Ian (2015). Flight and Motion: The History and Science of Flying. New York: Routledge. σελ. 291. ISBN 9781317470427. 
  56. Brown, Stuart F. (April 1994). «The eternal airplane». Popular Science (Bonnier Corporation) 244 (4): 75. ISSN 0161-7370. https://books.google.gr/books?id=QriV7IuTZygC. 
  57. NASA's Contributions to Aeronautics: Flight environment, operations, flight testing, and research. USA: National Aeronautics and Space Administration. 2010. σελ. 542. ISBN 9780160846366. 
  58. «HALSOL project». Energy and Technology Review (Lawrence Livermore Laboratory) 994: 227. 1994. https://books.google.gr/books?id=1vo6AQAAMAAJ. 
  59. Schefter, Jim (October 1985). «NASA's solar plane to fly for a year without landing». Popular Science (Bonnier Corporation) 227 (4): 83. ISSN 0161-7370. https://books.google.gr/books?id=oQAAAAAAMBAJ&pg=PA83. 
  60. Bonvillian, William· Bonvillian, William B. (2015). Technological Innovation in Legacy Sectors. Oxford: Oxford University Press. σελ. 141. ISBN 9780199374519. 
  61. «Leading Systems Amber». Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2017. 
  62. «The dronefather». The Economist. 1 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2017. 
  63. «General Atomics Predator». spyflight.co.uk. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2017. 
  64. 64,0 64,1 Jonathan Karp and Andy Pasztor (7 Αυγούστου 2006). «Drones in Domestic Skies? They're in Demand for Rescue And Surveillance Missions, But Critics Question Safety». Wall Street Journal. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2017. 
  65. «FAA authorizes Predators to seek survivors». www.af.mil. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2017. CS1 maint: Unfit url (link)
  66. Luna, Taryn (9 Δεκεμβρίου 2015). «New technology making drones easier, more affordable - The Boston Globe». BostonGlobe.com. http://www.bostonglobe.com/business/2015/12/08/very-drone-christmas/bjoMHPmiidy0WHQXy6LjSN/story.html?p1=Article_Recommended_ArticleText#comments. Ανακτήθηκε στις 2017-03-18. 
  67. Brewster, Murray (30 Ιουλίου 2012). «Drones Over Canada: Ottawa Considering Purchase Of Aircraft For Arctic Surveillance». The Huffington Post. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2017. 
  68. «Terrorists Develop Unmanned Aerial Vehicles». www.armscontrol.ru. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2017. 
  69. «Το πρώτο ελληνικό μη επανδρωμένο drone προσγειώνεται στη ΔΕΘ». www.iefimerida.gr. 7 Σεπτεμβρίου 2016. http://www.iefimerida.gr/news/287216/proto-elliniko-mi-epandromeno-drone-prosgeionetai-sti-deth-eikona. Ανακτήθηκε στις 19-03-2017. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Fahrney, Delmer S. (RAdm ret): History of Radio-Controlled Aircraft and Guided Missiles
  • Hobson, Chris. Vietnam Air Losses, United States Air Force, Navy and Marine Corps Fixed-Wing Aircraft Losses in Southeast Asia 1961-1973. 2001, Midland Publishing, UK. ISBN 1-85780-115-6.
  • McDaid, Hugh & Oliver, David.: Robot Warriors. The Top Secret History of the Pilotless Plane. Orion Media, 1997.
  • Michel III, Marshall L. Clashes, Air Combat Over North Vietnam 1965-1972. 1997, Naval Institute Press. ISBN 978-1-59114-519-6.
  • Toperczer, Istvan. MiG-17 and MiG-19 Units of the Vietnam War. 2001/2η έκδοση 2008, Osprey Combat Aircraft 25. ISBN 978-1-84176-162-6.
  • Toperczer, Istvan. MiG-21 Units of the Vietnam War. 2001/4η έκδοση 2008, Osprey Combat Aircraft 29. ISBN 978-1-84176-263-0.
  • Wagner, William: Lightning Bugs, and other Reconnaissance Drones. 1982, σε έκδοση από το Armed Forces Journal International σε συνεργασία με την Aero Publishers, Inc.