Αεροπορία στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για τη διεξαγωγή των αερομαχιών, δείτε Αεροπορικός οπλισμός του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Παραγωγή αεροσκαφών κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πίνακας ζωγραφικής του Λέσλι Κόουλ, 1942

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αεροπορία εδραιώθηκε ως κρίσιμο στοιχείο των σύγχρονων οπλικών συστημάτων, από τη Μάχη της Αγγλίας στα πρώτα στάδια μέχρι τις μάχες μεταξύ των στόλων των αεροπλανοφόρων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό και την τελική ρίψη των πυρηνικών όπλων. Οι κύριοι αντιμαχόμενοι – Γερμανία και Ιαπωνία από τη μία και Βρετανία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και Σοβιετική Ένωση από την άλλη – δημιούργησαν τεράστιες αεροπορικές δυνάμεις οι οποίες ενεπλάκησαν σε μάχες παράταξης η μία με την άλλη αλλά και με τις αντίπαλες χερσαίες δυνάμεις. Ο βομβαρδισμός έγινε κύρια στρατηγική δύναμη, και επίσης ο πόλεμος αυτός αποτέλεσε τον πρώτο στον οποίον τα αεροπλανοφόρα έπαιξαν σημαντικό ρόλο.

Όπως και με την Αεροπορία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι στρατιωτικές επενδύσεις κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησαν αλματωδώς μπροστά την αεροπορία. Η ισχύς των κινητήρων και οι επιδόσεις των αεροσκαφών βελτιώθηκαν σταδιακά, με τους κινητήρες αεριώθησης και πυραύλων να αρχίζουν σταδιακά να κάνουν την εμφάνιση τους μέχρι το τέλος του πολέμου. Τα ηλεκτρονικά συστήματα έγιναν πιο εξειδικευμένα και η χρήση τους έγινε πιο ευρεία. Σε αυτά περιλαμβάνονταν μηχανισμοί ελέγχου της πτήσης υποβοηθούμενοι από τον κινητήρα, όργανα τυφλής πτήσης, ραδιοεπικοινωνία και καταγραφή μέσω ραντάρ.

Η εξέλιξη της πολιτικής αεροπορίας παρέμεινε στάσιμη μέχρι την αποκατάσταση της ειρήνης, και στις χώρες που συμμετείχαν στον πόλεμο πολλά από τα πολιτικά αεροσκάφη επιστρατεύθηκαν. Ωστόσο οι στρατιωτικές τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα έφερναν την επανάσταση στη μεταπολεμική αεροπορία. Πιο συγκεκριμένα, η ευρεία κατασκευή αεροδρομίων με χρήσιμους διαδρόμους ήταν η βάση της μεταπολεμικής μεταστροφής από τις αερακάτους στα αεροπλάνα για την εξυπηρέτηση των δρομολογίων μεγάλης εμβέλειας.

Αεροσκάφη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άτρακτοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αεροδυναμικό μονοπλάνο με πτέρυγες προβόλου απέδειξε γρήγορα την αξία του σε οποιονδήποτε ρόλο, αν και μερικά παλαιότερα διπλάνα παρέμειναν σε εξειδικευμένος ρόλους σε μεγάλο μέρος του πολέμου. Στα βασικά χαρακτηριστικά σχεδιασμού περιλαμβάνονται:

  • Ημί-μονοκόματη φέρουσα κατασκευή, κατά κανόνα από ελαφρύ κράμα αλουμινιού και μερικές φορές από ξύλινη ή μικτή κατασκευή.
  • Διακριτή, αστήρικτη πτέρυγα προβόλου μονοπλάνου.
  • Συμβατική ουρά ή ουραίο πτέρωμα, με τα βομβαρδιστικά να έχουν συχνά δίδυμα ουραία πτερύγια, τα οποία θεωρούνταν πως βελτίωναν τη σταθερότητα κατά τις βομβαρδιστικές επιθέσεις.
  • ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης συμβατικής διάταξης με τροχούς ή τροχοπέδη.
  • Μηχανισμός προσγείωσης.
  • Έλικες μεταβλητού εύρους στη διάταξη ελκυστήρα.
  • Πλήρως κλειστό πιλοτήριο.

Το ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης έδωσε στα αεροπλάνα σημαντικό πλεονέκτημα απόδοσης έναντι τον ισάξιων υδροπλάνων, στα οποία δημιουργούνταν επιπλέον αντίσταση όταν επέπλεαν. Κατά άλλες απόψεις, η εξέλιξη των μοντέλων των υδροπλάνων έγινε παράλληλα με την εξέλιξη των αεροπλάνων. Τα υδροπλάνα, κατά βάση ιπτάμενα πλοία, παρέμειναν σε χρήση σε ναυτικές επιχειρήσεις μεγάλης εμβέλειας. Μικρότερα σκάφη, κυρίως αμφίβια αεροσκάφη, παρέμειναν σε άλλες κρίσιμες περιοχές όπως οι ορεινές λίμνες όπου δεν μπορούσαν να κατασκευαστούν διάδρομοι προσγείωσης.[1]

Τα πειράματα με άλλες διατάξεις συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, κυρίως στη Γερμανία.

Μικρός αριθμός αεροσκαφών τύπου δίδυμων δορατίων τέθηκε σε παραγωγή, και κάποιοι πιο αργοί τύποι αεροσκαφών που χρησιμοποιούνταν σε ρόλους όπως η Στρατιωτική παρακολούθηση διατήρησαν τα παλιά συστήματα προσγείωσης.

Προς το τέλος του πολέμου τέθηκαν σε χρήση τα πρώτα αεριωθούμενα αεροσκάφη. Αυτά ήταν το βομβαρδιστικό αναγνώρισης Arado Ar 234, το μαχητικό Messerschmitt Me 262 Schwalbe και το μαχητικό Gloster Meteor. Το αεροσκάφος αναχαίτισης Messerschmitt Me 163 Komet ήταν πυραυλοκίνητο και διάταξης χωρίς ουρά. Και οι δύο τύποι Messerschmitt διέθεταν πτέρυγες σάρωσης ώστε να επιβραδύνουν την εμφάνιση των μικρών ωστικών κυμάτων και της αντίστασης που εμφανιζόταν σε διηχητικές ταχύτητες. Σε άλλα Γερμανικά αεροσκάφη τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από τις μονάδες της γραμμής του μετώπου κατά τις τελευταίες μέρες του πολέμου περιλαμβάνονται το πυραυλοκίνητο αεροσκάφος αναχαίτισης κάθετης απογείωσης Bachem Ba 349 Natter — το πρώτο επανδρωμένο πυραυλοκίνητο αεροσκάφος που απογειωνόταν κάθετα εκ του σχεδίου του — και το αεριωθούμενο ελαφρύ μαχητικό Heinkel He 162 Spatz.[2]

Άλλες παραλλαγές δοκιμάστηκαν σε πτήση αλλά δεν τέθηκαν ποτέ σε παραγωγή, μερικές φορές ανεξάρτητα σε διάφορες χώρες. Σε αυτές περιλαμβανόταν οι διατάξεις ψευδοπτερύγων σε συνδυασμό με τη διάταξη ελκυστήρα, οι ιπτάμενες πτέρυγες, οι πτέρυγες ολίσθησης οι οποίες απογειωνόταν ως διπλάνα και έπειτα απέρριπταν την άνω πτέρυγα, με δίδυμους κεντρικά τοποθετημένους κινητήρες σε διάταξη έλκυσης-ώθησης με εγκατάσταση ελκυστήρα στο μπροστινό μέρος και εγκατάσταση ωθητήρα στο πίσω.[2]

Ελικοφόρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ελικοφόρα τα οποία κατασκευάστηκαν πριν τον πόλεμο κυρίως με τη μορφή των γυροπλάνων αλλά και άλλων, όπως το Avro Rota, πιστοποιημένο μοντέλο του Χουάν ντε λα Κιέρβα, συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Ο μη τροφοδοτούμενος ελικοκίνητος χαρταετός Focke-Achgelis Fa 330 Bachstelze προσδενόταν πίσω από υποβρύχια και χρησιμοποιούνταν ως πλατφόρμα παρατήρησης.

Το 1942 η πλατφόρμα παρατήρησης Flettner Fl 282 Kolibri έγινε το πρώτο ελικόπτερο με μηχανοκίνητο έλικα που τέθηκε σε παραγωγή. Δύο χρόνια αργότερα στη Γερμανία κατασκευάστηκε το μεταγωγικό ελικόπτερο Focke Achgelis Fa 223 Drache και στην Αμερική το Sikorsky R-4.[3] Το R-4 ήταν το μοντέλο με τη μεγαλύτερη παραγωγή και τέθηκε στην υπηρεσία της RAF ως Hoverfly I, και σταδιακά αντικατέστησε το γυροπλάνο Avro Rota μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών.[4]

Κινητήρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ισχύς των κινητήρων και η απόδοση των αεροσκαφών αυξανόταν σταδιακά κατά τη διάρκεια του πολέμου, με τους υγρόψυκτους εσωτερικούς κινητήρες και τους κινητήρες V να ανταγωνίζονται με τους αερόψυκτους ακτινικούς κινητήρες όπως ανταγωνιζόταν με τους αερόψυκτους τύπους κινητήρων έλικα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για παράδειγμα, στην αρχή του πολέμου ο υγρόψυκτος κινητήρας V-12 Rolls-Royce Merlin III απέδιδε μόνο 1.000 άλογα ενώ στο τέλος του πολέμου ο διάδοχος του Rolls-Royce Griffon 61 απέδιδε 2.035 άλογα.[5]

Στα πρώτα στάδια του πολέμου τα Γερμανικά μαχητικά, ειδικά το Messerschmitt Bf 109, ήταν πολύ γρήγορα και είχαν τη δυνατότητα ελιγμών και έτσι διέθεταν πλεονέκτημα έναντι των Βρετανικών μοντέλων με κινητήρες έγχυσης καυσίμου. Το γεγονός αυτό τους επέτρεψε να πετούν διαδοχικά ψηλά και χαμηλά ή να πραγματοποιούν ελιγμούς αρνητικού G χωρίς τον φόβο της κατάρρευσης των κινητήρων, όπως συνέβαινε με τα Βρετανικά μοντέλα τα οποία διέθεταν καρμπυρατέρ. Από την άλλη πλευρά, τα καρμπυρατέρ σε συνδυασμό με υπερσυμπιεστές είχαν καλύτερη απόδοση σε υψόμετρο.[6] Ωστόσο, στο διάβα του πολέμου, η κρίσιμη ανικανότητα της Γερμανίας να παράγει κινητήρες αεροσκαφών με πιστόνια μέγιστης ισχύος τουλάχιστον 1.500 kW ή παραπάνω η οποία θα της προσέδιδε αξιοπιστία στο μέτωπο, δεν της επέτρεψε να αναπτύξει πιο εξελιγμένα στρατηγικά και τακτικά μαχητικά αεροσκάφη τα οποία απαιτούσαν μεγαλύτερους κινητήρες.

Την ίδια στιγμή, οι κινητήρες αεριώθησης και πυραύλων βρισκόταν σε σταθερή εξέλιξη, με τους πυραύλους κυρίως στη Γερμανία και τα αεριωθούμενα στη Βρετανία. Μέχρι το τέλος του πολέμου άρχισαν να εμφανίζονται ως επιχειρησιακοί τύποι. Οι τεχνολογίες αεριώθησης της Γερμανίας και της Βρετανίας διέφεραν σε σημαντικό βαθμό. Τα αεριωθούμενα αξονικής ροής, στα οποία ο αέρας περνάει συνεχώς προς τα πίσω από τον κινητήρα, αναγνωρίστηκε ως το πιο επιτυχημένο μοντέλο αλλά απαιτούσε αρκετά εξελιγμένες νέες τεχνολογίες τόσο στα υλικά όσο και τη διαδικασία κατασκευής. Ενώ οι Γερμανοί επέλεξαν αυτή την προσέγγιση, οι Βρετανοί διάλεξαν τον πιο απλό και πιο εύρωστο φυγόκεντρο συμπιεστή στον οποίο ο αέρας πρώτα ρέει προς τα έξω, χρησιμοποιεί τη φυγόκεντρο δύναμη ώστε να συμπιεστεί, προτού καεί και επιστρέψει στο επίπεδο του στροβίλου αξονικής ροής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μικρότερο αλλά πλατύτερο κινητήρα για την ίδια ροή αέρα και παραγόμενη ισχύ. Το Ουγγρικό Jendrassik Cs-1, του 1940 το πρώτο αεροσκάφος με αεροκινητήρες στον κόσμο, ήταν μοντέλο αξονικής ροής με παρόμοιας ροής καύση αλλά η παραγωγή του ακυρώθηκε λόγω διαφορετικών προτεραιοτήτων.[7] Ο κινητήρας αεριώθησης παλμών ήταν ακατέργαστος κινητήρας αεριώθησης ο οποίος παρήγαγε εξαιρετικά μεγάλη ποσότητα δόνησης ώστε να χρησιμοποιηθεί ως επανδρωμένο αεροσκάφος αλλά βρήκε χρήση στις ιπτάμενες βόμβες V-1.

Οπλισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχή του πολέμου, τα Βρετανικά μαχητικά αεροσκάφη Hawker Hurricane και Supermarine Spitfire διέθεταν οκτώ πολυβόλα έναντι τεσσάρων που διέθεταν κατά κανόνα τα Messerschmitt Bf 109, δίνοντας τους περισσότερη δύναμη πυρός. Αρχικά τα Spitfire και Hurricane διέθεταν πολυβόλα, τα οποία ήταν διαμετρήματος 7,62 χιλιοστών, με λιγότερη ισχύ χτυπήματος από τα μεγαλύτερου διαμετρήματος όπλα που εκπυρσοκροτούσαν μη εκρηκτικές σφαίρες - το Γερμανικό πολυβόλο MG 131, το Ιαπωνικό πολυβόλο Ho-103, το Σοβιετικό Berezin UB και εν μέρει η «ελαφρά» έκδοση AN/M2 του Αμερικανικού πολυβόλου Browning M2, όλα τους διαμετρήματος 12,7 χιλιοστών, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ευρέως ως κύρια επιθετικά και αμυντικά όπλα στα αεροσκάφη μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το Bf 109 είχε ακόμη τη δυνατότητα μεταφοράς ενός κανονιού, ενώ οι μεταγενέστερες εκδόσεις του μπορούσαν να μεταφέρουν έως τρία. Τα όπλα αυτά διέθεταν εκρηγνυόμενα κελύφη αντί για απλές σφαίρες αλλά ήταν μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα κανονικά πολυβόλα, με τις απόψεις να διίστανται για το ποιος από τους δύο τύπους είναι καλύτερος. Μερικά αεροσκάφη ήταν κατασκευασμένα και με τις δύο παραλλαγές, ενώ άλλα μπορούσαν να τροποποιηθούν ώστε να μεταφέρουν τον ένα ή και τους δύο τύπους. Καθώς εξελισσόταν ο πόλεμος, οι μεγαλύτερες ταχύτητες των αεροσκαφών, η θωράκιση των πιλοτηρίων και οι πιο ισχυρές άτρακτοι οδήγησαν σε σταδιακή προτίμηση προς τα κανόνια.[8][9]

Αργότερα στον πόλεμο οι Βρετανικές και Αμερικανικές δυνάμεις πραγματοποίησαν εκτεταμένη χρήση μη καθοδηγούμενων πυραύλων για τις χερσαίες επιθέσεις τους, ενώ το Γερμανικό αναχαιτιστικό Bachem Natter διέθετε συσσωρευμένους πυραύλους στη μύτη του με σκοπό να εκπυρσοκροτηθούν κατά των επερχόμενων σχηματισμών βομβαρδιστικών αεροσκαφών.[2]

Ηλεκτρονικά συστήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ηλεκτρονικά συστήματα έγιναν εξειδικευμένα και η χρήση τους έγινε ευρεία. Σε αυτά περιλαμβάνονταν μηχανισμοί ελέγχου της πτήσης υποβοηθούμενοι από τον κινητήρα, όργανα τυφλής πτήσης, ραδιοεπικοινωνία και καταγραφή μέσω ραντάρ.

Δραστηριότητες εδάφους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατασκευή αεροσκαφών παρέμεινε υψηλή προτεραιότητα καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου για όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές και είχε σημαντικό μερίδιο στα έξοδα τους. Γυναίκες, και στη Γερμανία δούλοι, εργαζόταν στις γραμμές παραγωγής εξαιτίας της επιστράτευσης των ανδρών.

Λόγω της απειλής των βομβαρδισμών, ειδικά στην Ευρώπη, τα εργοστάσια σταδιακά διασκορπίστηκαν. Όταν πραγματικά ξεκίνησαν οι επιδρομές βομβαρδισμού των Βρετανών και των Αμερικανών, η Γερμανία μετέφερε μεγάλο μέρος της παραγωγής της σε υπόγεια εργοστάσια.

Υλικά στρατηγικής σημασίας όπως το αλουμίνιο για τις ατράκτους και το πετρέλαιο ως καύσιμο ήταν περιορισμένα και σύντομα έγιναν δυσεύρετα. Πολλοί παρασκευαστές, ειδικά στη Σοβιετική Ένωση, και αργότερα, στη Γερμανία στράφηκαν σε έτοιμες πρώτες ύλες όπως η ξυλεία και ο άνθρακας. Το Βρετανικής κατασκευής μαχητικό-βομβαρδιστικό de Havilland Mosquito αποτέλεσε ένα σπάνιο παράδειγμα ξύλινου αεροπλάνου.

Αεροδρόμια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο ξέσπασμα του πολέμου υπήρχαν σχετικά λίγα αεροδρόμια που είχαν τη δυνατότητα υποστήριξης επιχειρήσεων στρατιωτικών αεροσκαφών. Τα αεροσκάφη με βάση στη στεριά τα οποία διέθεταν ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης διέθεταν εξαιρετική απόδοση σε σχέση με τα ισάξια υδροπλάνα τους, και έτσι οδήγησαν στην ευρεία κατασκευή αεροδρομίων σε όλα τα μέτωπα των εκστρατειών. Μετά τον πόλεμο πολλά από αυτά έγιναν πολιτικά αεροδρόμια, και έγιναν ο λόγος που οι πτήσεις μεγάλης εμβέλειας πραγματοποιούνταν πλέον με αεροπλάνα και όχι ιπτάμενα πλοία.[10]

Η μεγαλύτερη εξειδίκευση των πολεμικών αεροπλάνων σήμαινε πως οι επίγειες υποδομές θα έπρεπε να γίνουν και αυτές εξειδικευμένες. Οι κινητήρες μεγάλης ισχύος που χρησιμοποιούνταν δεν τίθενταν σε λειτουργία με την περιστροφή του έλικα με το χέρι, αλλά απαιτούνταν ειδικά συστήματα, είτε μηχανικά όπως ο εκκινητής Hucks ή ηλεκτρικά όπως η τροχοφόρος μπαταρία ή ο φορητός συσσωρευτής που χρησιμοποιούνταν σε αεροσκάφη όπως το Spitfire, τα οποία διέθεταν εσωτερική ηλεκτρική μίζα.[6]

Στρατιωτική αεροπορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μάχη του Λονδίνου.
Πίνακας ζωγραφικής του Λέσλι Κόουλ, 1944

Η αεροπορία αυτή την περίοδο κυριαρχούνταν από τη διεξαγωγή του πολέμου, και ο πόλεμος με τη σειρά του από τις εναέριες δυνάμεις. Η αεροπορία ενεπλάκη σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη των στρατιωτικών τεχνολογιών, στρατηγικών, τακτικών και συμβάντων κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Στο ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη το 1939, η Γερμανική Luftwaffe συγκέντρωσε μια επιθετική δύναμη σύγχρονων πλήρως μεταλλικών μονοπλάνων με προβόλους που είχαν σχεδιαστεί για την υποστήριξη του οπλισμού του Κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg) σε σχετικά μικρή εμβέλεια και κατασκευάστηκαν από μεγάλες και οργανωμένες βιομηχανίες. Οι πιλότοι ήταν καλά εκπαιδευμένοι, τόσο σε αερολέσχες και σε μερικές περιπτώσεις στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Άλλες Ευρωπαϊκές αεροπορίες, ειδικά η Βρετανική RAF αντιμετώπιζαν δυσκολίες στον εξοπλισμό με σύγχρονα αεροσκάφη και την εκπαίδευση πληρωμάτων. Οι πρώτες Γερμανικές επιτυχίες, με την αξιοσημείωτη βοήθεια του βομβαρδιστικού κάθετης εφόρμησης Junkers Ju 87 Stuka, κατέκλυσαν την Ευρώπη και άφησαν τη Βρετανία ανοικτή σε επιθέσεις.

Κατά την επακόλουθη Μάχη της Αγγλίας, οι μοίρες των Βρετανικών μαχητικών έπρεπε να μάθουν ξανά τις παλιές τακτικές από τον πρώτο πόλεμο. Αρχικά τα μαχητικά της RAF πετούσαν σε στενούς σχηματισμούς βέλους τριών αεροσκαφών, και σύντομα άλλαξαν σε χαλαρούς σχηματισμούς τεσσάρων τους οποίους οι Γερμανοί ονομάζαν «τετραδάκτυλους» (finger-four). Σε σύντομο διάστημα έμαθαν ξανά την αξία του να πετούν πάνω από τον αντίπαλο προτού επιτεθούν. Την ίδια εποχή, η εξέλιξη των πρώτων συστημάτων προειδοποίησης ραντάρ από τους Βρετανούς τους παρείχε έναν νέο τρόπο να παρακολουθούν τους επιθετικούς σχηματισμούς των Γερμανών καθώς αυτοί συγκεντρωνόταν στις Ευρωπαϊκές ακτές και πετούσαν πάνω από τη Μάγχη. Οι ραδιοεπικοινωνίες, που παρεχόταν σε κάθε πιλότο, απαιτούσαν επίσης νέα πρωτόκολλα όπως ησυχία πριν την εμπλοκή με τον εχθρό.[8][9]

Αργότερα, όταν οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί ανέπτυξαν μεγάλα βαρέα βομβαρδιστικά μεγάλης εμβέλειας, προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στη Γερμανική πολεμική προσπάθεια μαζί με τις περεταίρω απώλειες. Ενώ οι Βρετανοί προτιμούσαν τους ασυνόδευτους νυχτερινούς βομβαρδισμούς, οι Αμερικανοί προτιμούσαν να πραγματοποιούν επιδρομές κατά τη διάρκεια της ημέρας, με τη συνοδεία μαχητικών μεγάλης εμβέλειας.

Στον πόλεμο του Ειρηνικού, και οι δύο πλευρές πραγματοποίησαν εκτεταμένη χρήση αεροπλανοφόρων, και οι συμπλοκές μεταξύ των αεροπλανοφόρων έγιναν κομβικά σημεία καμπής σε πολλές εκστρατείες.

Πολιτική αεροπορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πολιτική αεροπορία συνεχίστηκε στις χώρες που δεν συμμετείχαν στον πόλεμο.

Στις χώρες που ενεπλάκησαν στον πόλεμο, πολλά πολιτικά αεροσκάφη επιστρατεύτηκαν. Μερικά πολιτικά δρομολόγια παρέμειναν, όπως για παράδειγμα η BOAC που συνέχισε να πραγματοποιεί υπερωκεάνιες πτήσεις, συχνά καμουφλάρωντας τα αεροσκάφη της.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Munson, Kenneth (1971). Flying boats and seaplanes. USA: Blandford. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Green (1970)
  3. Wood and Gunston (1977)
  4. Munson, Kenneth (1973). Helicopters and other rotorcraft since 1907. USA: Blandford. 
  5. Gingell (1976), σελ. 47.
  6. 6,0 6,1 Gingell (1976)
  7. Green, W.; Swanborough, G. (1971). «Plane Facts». Air Enthusiast 1 (1): 53. 
  8. 8,0 8,1 Galland (1973).
  9. 9,0 9,1 Bader (1975).
  10. Munson, K.; "Flying boats and seaplanes," Blandford (1971), σελ. 12.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bader, D.; "Fight for the Sky", Sidgwick & Jackson, 1973, Fontana edition, 1975.
  • Galland, A.; "Die Ersten und die Letzten" (The First and the Last), English trans. and abridged by Mervin Saville, (Pub. Metheun 1955) Fontana Edition 1973.
  • Gingell, G. (Ed.); "Supermarine Spitfire – 40 years on," Royal Aeronautical Society, 1976.
  • Green, W.; "Warplanes of the Third Reich," Macdonald and Jane's (1970).
  • Munson, K.; "Fighters, attack and training aircraft 1939-45," Blandford, 1969.
  • Munson, K.; "Bombers, patrol and transport aircraft 1939-45," Blandford, 1969.
  • Munson, K.; "Aircraft of World War II," Ian Allan, second edition, 1972.
  • Wood, A. and Gunston, W.; "Hitler's Luftwaffe," Salamander, second impression,1978.