Εμμανουήλ Πρωτόπαπας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εμμανουήλ Πρωτόπαπας
Ο Εμμανουήλ Πρωτόπαπας.
Υπηρεσιακός Δήμαρχος Ιεράπετρας
Περίοδος
26 Αυγούστου 1950 – 1η Ιουνίου 1951
ΠροκάτοχοςΑντώνιος Καρανδεινός
ΔιάδοχοςΔημήτριος Μαρκόπουλος
Νομάρχης Ρεθύμνου
Περίοδος
1949 – 1950
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση14 Οκτωβρίου 1914, Βαφές Αποκορώνου Χανίων
Θάνατος13 Δεκεμβρίου 1988 (74 ετών)
Αθήνα
Εθνότηταελληνική
ΥπηκοότηταΕλλάδα
Επάγγελμαδικαστικός

Ο Εμμανουήλ Ι. Πρωτόπαπας (αναφέρεται στις πηγές και ως "Πρωτόπαππας", Βαφές Αποκορώνου Χανίων, 14 Οκτωβρίου 1914 - Αθήνα, 13 Δεκεμβρίου 1988) ήταν Έλληνας νομικός, υπηρεσιακός Δήμαρχος Ιεράπετρας για μικρό χρονικό διάστημα, στις αρχές της δεκαετίας του '50. Επί δημαρχίας του Εμμανουήλ Πρωτόπαπα συνέβη ο μεγάλος σεισμός του 1950 στην Ιεράπετρα και συντελέστηκε η στέγαση πολλών οικογενειών στο συνοικισμό Βενιζέλου. Ο ίδιος ανέπτυξε πλούσια κοινωνική δράση.

Καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο χωριό Βαφές, της επαρχίας Αποκορώνου, στο νομό Χανίων, το 1914. Ήταν γιος δικηγόρου και βουλευτή της Κρητικής Πολιτείας, ο οποίος είχε συμμετοχή στην επανάσταση του Θερίσου.

Σπουδές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών στο Γυμνάσιο του Βάμου (1932), σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και αποφοίτησε το 1937. Διορίστηκε εν συνεχεία στο Πρωτοδικείο Χανίων (1938) και στο ειρηνοδικείο Βάμου. Αργότερα, στη διάρκεια της θητείας του ως Πρωτοδίκη, έκανε μετεκπαίδευση στο Δημόσιο και Φορολογικό Δίκαιο στη Γερμανία.

Πολεμική και κοινωνική δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πρωτόπαπας κατατάχθηκε και πολέμησε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, ενώ μετά την οπισθοχώρηση επανήλθε στα Χανιά, όπου έγινε μάρτυρας της Μάχης της Κρήτης. Οι Ναζί κατέστρεψαν το Ειρηνοδικείο στο Βάμο όπου υπηρετούσε και ο ίδιος εγκατέλειψε την περιοχή και διορίστηκε στο Ειρηνοδικείο Κολυμβαρίου, όπου υπηρέτησε καθ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Έπειτα από την απελευθέρωση τοποθετήθηκε μυστικά στο Γενικό Στρατηγείο με βαθμό Υπολοχαγού Στρατιωτικής Δικαιοσύνης με έδρα την Επισκοπή Ρεθύμνης. Ως μέλος του Ερυθρού Σταυρού, ανέπτυξε έντονη κοινωνική δράση και ήταν πρόεδρος της επιτροπής του παιδικού χωριού Ελλάδας, σύμβουλος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, εισηγητής της οικονομικής επιτροπής του Αρσακείου Σχολείου, πρόεδρος του Ασύλου Ανιάτων Πειραιώς, Πρόεδρος του Συνεταιρισμού Δικαστών και Εισαγγελέων, πρόεδρος της Κρητικής Εστίας και μέλος της ΕΛΠΑ. Επίσης, ήταν οικονομικός σύμβουλος σε διάφορες εταιρείες και διευθυντής του περιοδικού "Διοικητική Δικαιοσύνη".

Μεταπολεμική νομική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1946 προήχθη σε Πάρεδρο Πρωτοδίκη και έπειτα σε Πρωτοδίκη. Με την τελευταία ιδιότητα υπηρέτησε στη Μυτιλήνη, την Έδεσσα, τη Νεάπολη Λασιθίου, το Λασίθι, το Ρέθυμνο και επί 10 χρόνια στην Αθήνα. Από το 1949 ως το 1950 ήταν Νομάρχης Ρεθύμνου. Στην Αθήνα ήταν ανακριτής στο Πλημμελειοδικείο Αθηνών επί 5 χρόνια. Το 1962 εξελέγη πρόεδρος του φορολογικού Πρωτοδικείου Αθηνών όταν ιδρύθηκε το Φορολογικό Δικαστήριο. Το 1966 προήχθη σε Εφέτη και υπηρέτησε στα Εφετεία της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας. Από το 1974 ως το 1975 ήταν προϊστάμενος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια Αντεπίτροπος, με καθήκοντα Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, επί των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Σε αυτόν οφείλεται η ίδρυση Διοικητικού Δικαστηρίου.

Δήμαρχος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ διεξήχθησαν εκλογές για την ανάδειξη δημοτικών συμβούλων, τον Αύγουστο του 1950, διορίστηκε προσωρινά με απόφαση του υπουργείου Εσωτερικών ως Δήμαρχος Ιεράπετρας μέχρι τη διεξαγωγή δημοτικών εκλογών. Την ίδια περίοδο γνώρισε τη σύζυγό του, Έρση. Αν και η θητεία του ήταν βραχύβια (26 Αυγούστου 1950- 1η Ιουνίου 1951), επέδειξε θαυμαστό ζήλο και πρόλαβε να κτίσει δημαρχείο, εκεί όπου στεγάστηκε αργότερα η Μορφωτική Στέγη. Έργο του είναι επίσης η οικοδόμηση του Μουσείου, όπου στεγάστηκε η Αρχαιολογική Συλλογή[1].

Σεισμός το 1950[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επί δημαρχίας του Εμμανουήλ Πρωτόπαππα συνέβη (Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 1950) σεισμός μεγάλου μεγέθους, που άφησε τραυματίες και υλικές ζημίες. Στη Γρα-Λυγιά καταστράφηκαν 10 σπίτια, ενώ τα υπόλοιπα υπέστησαν ζημία κατά 50%. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Νομαρχίας Λασιθίου, οι άνθρωποι που είχαν ανάγκη περίθαλψης ανέρχονταν σε 1.500 άτομα. Όπως σε κάθε φυσική καταστροφή, η κατάσταση ήταν τραγική.

Ωστόσο, πολλοί αποκάλεσαν το σεισμό εκείνο “σωσμό”. Αυτό συνέβη γιατί αν δεν γινόταν ο σεισμός δεν γινόταν να παραχωρηθούν χώροι για ανοικοδόμηση. Έτσι, βρήκαν στέγη 100 και πλέον οικογένειες και ιδρύθηκε ένας ολόκληρος συνοικισμός, που ονομάστηκε συνοικισμός Βενιζέλου. Η αντίδραση της Πολιτείας ήταν άμεση: μόλις έγιναν γνωστές οι συνέπειες του σεισμού του 1950, ο υπουργός Κοινωνικής Προνοίας και Ανοικοδομήσεως, Φωκίων Ζαΐμης διαβίβασε αμέσως πίστωση ύψους 50 εκατ. δραχμών για την ανακούφιση των σεισμοπαθών. Λίγες ημέρες αργότερα, και με τους σεισμούς να επαναλαμβάνονται στην Ιεράπετρα, η Γενική Διοίκηση της Κρήτης ζήτησε πιστώσεις 100 εκατ. δραχμών και ο ίδιος ο Γενικός Διοικητής Κρήτης, Νικόλαος Κρασαδάκης με το γενικό γραμματέα της Διοικήσεως Βούρο έσπευσαν να μεταβούν στις πληγείσες περιοχές[2]. Τις επόμενες ημέρες έγιναν πιο ελαφρές δονήσεις στην περιοχή της Ιεράπετρας, από τις οποίες υλικές ζημιές αναφέρθηκαν σε 400 σπίτια.

Μετέπειτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Εμμανουήλ Πρωτόπαπας μετατέθηκε στην Αθήνα μετά το πέρας της υπηρεσιακής θητείας του ως δημάρχου Ιεράπετρας. Συνταξιοδοτήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ' 80. Στις δημοτικές εκλογές του 1986 ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με το συνδυασμό του Δημήτρη Μπέη.[3] Απεβίωσε σε ηλικία 74 ετών στις 13 Δεκεμβρίου 1988. Επί δημαρχίας Γεωργίου Κανουπάκη το όνομα του Εμμανουήλ Πρωτόπαπα δόθηκε σε οδό της Ιεράπετρας, η οποία όμως αργότερα μετονομάστηκε σε οδός Κορνάρου.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γεώργιος Μαρκόπουλος, "Γεράπετρος και Γεραπετρίτες", Μορφωτική Στέγη Ιεράπετρας, 2002, σελ. 165.
  2. Το Βήμα, “Επανελήφθησαν αι σεισμικαί δονήσεις εις Κρήτην”, φύλλο 26/9/1950, σελ. 2
  3. Τα Νέα, 10 Οκτωβρίου 1986, σελ. 39.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κρήτη, Το αφιέρωμα, τ. 10, Βιογραφίες, εκδ. οίκος Αρσινόη, 1985, σελ. 158-59.