Αμβλυοψίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αμβλυοψίδες
Το είδος Amblyopsis hoosieri
Το είδος Amblyopsis hoosieri
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Υπερομοταξία: Οστεϊχθύες (Osteichthyes)
Ομοταξία: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Υφομοταξία: Νεοπτερύγιοι (Neopterygii)
Τάξη: Περκοψίμορφα (Percopsiformes)
Οικογένεια: Αμβλυοψίδες
(Amblyopsidae)

Bonaparte, 1846

Οι αμβλυοψίδες (λατινικά: Amblyopsidae‎‎) είναι οικογένεια μικρών ψαριών των γλυκών νερών, που ζουν στο σκοτεινό περιβάλλον σπηλαίων (σε υπόγειες λίμνες, υπόγειους ποταμούς και ρυάκια), πηγών και βάλτων στις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Καθώς συμβαίνει και με άλλα σπηλαιόβια ζώα, οι περισσότερες αμβλυοψίδες έχουν προσαρμογές σε αυτά τα σκοτεινά περιβάλλοντα, όπως την απουσία οφθαλμών και έντονων χρωμάτων. Γενικώς σήμερα αναγνωρίζονται τα εξής 5 γένη στην οικογένεια αμβλυοψίδες, τα 4 εκ των οποίων είναι μονοτυπικά:

Από τα 200 και πλέον είδη ψαριών που έχουν ανακαλυφθεί να ζουν σε σπήλαια[1][2], μόνο τα 6 ανήκουν στην οικογένεια αυτή.[3][4]. Υπάρχει και ένα είδος της, το ψάρι Chologaster cornuta, που δεν ζει σε σπήλαια, αλλά μόνο σε βάλτους.[5]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Forbesichthys agassizii ζει κάποιο μέρος του χρόνου του σε φωτεινά επιφανειακά νερά και οι προσαρμογές του στην υπόγεια διαβίωση δεν είναι τόσο απόλυτες όσο στις περισσότερες αμβλυοψίδες.

Οι αμβλυοψίδες είναι γενικώς μικρά ψάρια, με το μεγαλύτερο είδος, το Amblyopsis spelaea, να φθάνει μέχρι 11 εκατοστά μήκος[6], και μάλλον έχουν μεγάλη προϊστορία.

Οι προσαρμογές τους, κοινές σε πολλά ψάρια των σπηλαίων, περιλαμβάνουν μειωμένη αντίληψη του φωτός, απώλεια έντονων χρωματισμών, μείωση στην κάλυψη με λέπια[7] και ανάπτυξη χημικών υποδοχέων ως αισθητήριων οργάνων στην επιφάνεια του σώματος και την πλευρική γραμμή. Τρία από τα είδη εμφανίζουν υψηλότερο μεταβολισμό κατά την κολύλβηση σε σχέση με ψάρια που δεν ζουν σε σπήλαια, ενώ περισσότερα είδη έχουν μακρόστενα σώματα, προσαρμοσμένα σε κολύμβηση σε νερά με ταχύ ρεύμα.[7]

Τα σπηλαιόβια είδη παρουσιάζουν κάποιο βαθμό ημιδιαφάνειας στα σώματά τους.[3] Η κεφαλή είναι γυμνή και το σώμα επιμηκυμένο, καλυμμένο με μικρά, κυκλοειδή και ακανόνιστα λέπια. Τα λεκανιαία πτερύγια είναι πολύ μικρά ή απουσιάζουν τελείως, ενώ ο πρωκτός βρίσκεται πολύ εμπρόσθια στο σώμα, σχεδόν στην περιοχή του στήθους.

Η άνω προσιαγόνα φέρει διατομές, ενώ η πλευρική γραμμή δεν διατρέχει όλο το μήκος του σώματος, αλλά είναι πολύ ανεπτυγμένη σε ορισμένα είδη. Η σπονδυλική στήλη έχει από 27 έως 35 σπονδύλους, ανάλογα με το είδος.

Εξωτερικώς οι αμβλυοψίδες μοιάζουν από πολλές απόψεις με ψάρια της τάξεως των κυπρινοδοντόμορφων, αλλά η εσωτερική ανατομία τους προσομοιάζει περισσότερο σε εκείνη του γένους πέρκοψις, στη μικρή τάξη του οποίου («περκοψίμορφα») κατατάσσονται σήμερα.[5]

Οφθαλμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία της οικογένειας προήλθε από τα μάτια των ψαριών της (πρβλ. τη λέξη αμβλυωπία). Τα περισσότερα είδη της οικογένειας είναι είτε τελείως τυφλά, είτε μπορούν να αντιληφθούν μόνο τη διαφορά ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Εκείνα που ζουν μόνο μέσα σε σπήλαια φέρουν μόνο ίχνη οφθαλμών, όπως και πολλά άλλα ζώα που ζουν στο σκοτάδι.[3] Τα γένη αμβλύοψις και τυφλιχθύς δεν φέρουν καθόλου οφθαλμούς.

Γεωγραφική κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μέλη της οικογένειας συναντώνται μόνο σε γλυκά νερά των ανατολικών και των νότιων περιοχών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Ορισμένα ζουν βαθιά μέσα σε βάλτους, όπου επικρατεί ημίφως ή σκοτάδι, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ορυζώνες της Νότιας Καρολίνας. Άλλα συναντώνται στους βυθούς λιμνών και κυρίως μέσα σε σπήλαια, από τα οποία αξίζει να αναφερθούν τα Σπήλαια Μαμούθ του Κεντάκυ, ένα από τα μεγαλύτερα συστήματα σπηλαίων του πλανήτη. Βέβαια μπορούν να βρεθούν μόνο σε σπήλαια που διαρρέονται από υπόγεια ποτάμια ή έχουν λιμνούλες στο εσωτερικό τους.

Οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά το ότι στα σπήλαια υπάρχει μικρή μόνο ποσότητα τροφής (ολιγοτροφικά οικοσυστήματα), τα πλεονεκτήματα του ενδιαιτήματος είναι οι εξαιρετικά σταθερές συνθήκες, η σχεδόν πλήρης απουσία θηρευτών και ο μειωμένος ανταγωνισμός.[7]

Στο σκοτάδι των σπηλαίων δεν υπάρχει φυτική ζωή, που βασίζεται στη φωτοσύνθεση, και η τροφή εισέρχεται κυρίως από τον έξω κόσμο, προερχόμενη από άλλους οργανισμούς. Η περιορισμένη ποσότητα τροφής εξισορροπείται από τις μικρές πυκνότητες πληθυσμού, που για τις αμβλυοψίδες έχει εκτιμηθεί σε περίπου 5 έως 150 ψάρια ανά στρέμμα.[7]

Παρά τη σταθερότητα του περιβάλλοντος, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος ρυπάνσεως από τον έξω κόσμο, μέσα από τα υπόγεια ύδατα, αλλά και από την εισβολή εξωτερικών οργανισμών.[7] Το είδος Speoplatyrhinus poulsoni, που ζει μόνο στο (κλειστό για το κοινό) Σπήλαιο Κι (Key Cave) της Αλαμπάμα, βρίσκεται στον κατάλογο των «κρισίμως κινδυνευόντων» ειδών της IUCN.[8]

Τρόπος ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα είδη της οικογένειας αναπαράγονται μόνο μία φορά το έτος.[7] Το γένος αμβλύοψις είναι το μοναδικό από όλα τα ψάρια που επωάζει τα αβγά του στους θαλάμους στα βράγχιά του. Παλαιότερα υπήρχε η άποψη ότι αυτό συνέβαινε και σε άλλα γένη της οικογένειας, καθώς και στο είδος «πέρκα-πειρατής» (Aphredoderus sayanus).[9][10] Τα ψάρια των σπηλαίων προστατεύουν τα αβγά τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από οποιαδήποτε άλλα ψάρια.[7]

Ακόμα ένα σπάνιο χαρακτηριστικό αυτής της οικογένειας είναι η θέση του γεννητικού ανοίγματος κάτω από τον λαιμό, πολύ πιο πρόσθια από τα λεκανιαία πτερύγια.[5] Αυτή η θέση επιτρέπει στα θηλυκά ψάρια να τοποθετούν τα αβγά τους με μεγαλύτερη ακρίβεια στα βράγχιά τους και υπάρχει και σε άλλη οικογένεια της τάξεως περκοψίμορφα (στην προαναφερθείσα πέρκα-πειρατή). Οι αμβλυοψίδες είναι σαρκοφάγες: τρέφονται με μικρές γαρίδες, Gammarus (γένος από περακάριδα) και αραχνίδια που πέφτουν στο νερό, αναζητώντας τη λεία τους με ανίχνευση των μικροδονήσεων που αυτή προκαλεί.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Proudlove, G.R. (2015). «Checklist of troglobitic subterranean fishes of the world to February 2015». cave-registry.org.uk. Ανακτήθηκε στις 14 Μαΐου 2017. 
  2. Riesch, R., Tobler, M. και Plath, M.: Extremophile Fishes: Ecology, Evolution, and Physiology of Teleosts in Extreme Environments,2015, ISBN 978-3319133614
  3. 3,0 3,1 3,2 Romero, A. (επιμ.): The Biology of Hypogean Fishes στη σειρά Developments in Environmental Biology of Fishes, 2001, ISBN 978-1402000768
  4. Chakrabarty, P.; Prejean, J.A.; Niemiller, M.L. (2014). «The Hoosier cavefish, a new and endangered species (Amblyopsidae, Amblyopsis) from the caves of southern Indiana». ZooKeys (412): 41-57. doi:10.3897/zookeys.412.7245. PMID 24899861. PMC 4042695. https://archive.org/details/pubmed-PMC4042695. 
  5. 5,0 5,1 5,2 Cohen, Daniel M. (1998). Paxton, J.R.· Eschmeyer, W.N., επιμ. Encyclopedia of Fishes. San Diego: Academic Press. σελίδες 129. ISBN 0-12-547665-5. 
  6. Το γένος Amblyopsis στη FishBase, Μάιος 2017, επιμέλεια Rainer Froese και Daniel Pauly
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 Helfman, G.· Collette· Facey, D.· Bowen, B.W. (2009). The Diversity of Fishes: Biology, Evolution, and Ecology. Wiley-Blackwell. ISBN 978-1-4051-2494-2. 
  8. Speoplatyrhinus poulsoni, τόμος του 2013, e.T20467A19033986, doi: 10.2305/IUCN.UK.2013-1.RLTS.T20467A19033986.en
  9. Armbruster, J.W.; M.L. Niemiller; P.B. Hart (2016). «Morphological Evolution of the Cave-, Spring-, and Swampfishes of the Amblyopsidae (Percopsiformes)». Copeia 104 (3): 763-777. doi:10.1643/ci-15-339. 
  10. Fletcher, D.E.; Dakin, E.E.; Porter, B.A.; Avise, J.C. (2004). «Spawning behavior and genetic parentage in the pirate perch (Aphredoderus sayanus), a fish with an enigmatic reproductive morphology». Copeia 2004 (1): 1-10. doi:10.1643/ce-03-160r. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το λήμμα «αμβλυοψίδαι» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 4, σελ. 682

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]