Βασίλειο των Σουηβών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρωμαϊκή χάλκινη φιγούρα που αναπαριστά έναν Γερμανό άνδρα, που φέρει ένα τυπικό χτένισμα με κότσους σουηβικούς και έναν χαρακτηριστικό μανδύα. β' μισό 1ου αιώνα έως α' μισό 2ου αι. μ.Χ. Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισιού, Γαλλία.

Το βασίλειο των Σουηβών (λατινικά: Regnum Suevorum‎‎), που ονομάζεται επίσης βασίλειο της Γαλισίας (λατινικά: Regnum Galicia‎‎) ή σουαβικό βασίλειο της Γαλισίας ( λατινικά: Galicia suevorum regnum‎‎[1]), ήταν ένα γερμανικό υστερορωμαϊκό βασίλειο, που ήταν ένα από τα πρώτα, που χωρίστηκαν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Βασισμένο στις πρώην ρωμαϊκές επαρχίες της Γαλαισίας και της βόρειας Λουζιτανίας, το de facto βασίλειο ιδρύθηκε από τους Σουηβούς περί το 409, [2] και κατά τη διάρκεια του 6ου αι. έγινε επίσημα ανακηρυγμένο βασίλειο, που ταυτίζεται με τη Γαλαισία. Διατήρησε την ανεξαρτησία του μέχρι το 585, όταν προσαρτήθηκε από τους Βησιγότθους και μετατράπηκε στην 6η επαρχία του Βησιγοτθικού βασιλείου στην Ισπανία.

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγα είναι γνωστά για τους Σουηβούς, που διέσχισαν τον Ρήνο τη νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου 406 μ.Χ. και εισήλθαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εικάζεται ότι αυτοί οι Σοάβοι είναι η ίδια ομάδα με τους Κουάδους, οι οποίοι αναφέρονται στα πρώτα γραπτά ότι ζούσαν βόρεια του μέσου Δούναβη, στη σημερινή Κάτω Αυστρία και τη δυτική Σλοβακία [3] [4], και οι οποίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους Γερμανικούς Πολέμους του 2ου αι., όταν -συμμαχώντας με τους Μαρκομάνους- πολέμησαν σκληρά, εναντίον των Ρωμαίων υπό τον Μάρκο Αυρήλιο. Ο κύριος λόγος πίσω από την ταύτιση των Σουηβών και των Κουάδων ως της ίδιας ομάδας προέρχεται από μία επιστολή, που έγραψε ο Άγιος Ιερώνυμος προς την Aγερούχια, όπου απαριθμούνται οι εισβολείς τού 406 που πέρασαν στη Γαλατία, στην οποία αναφέρονται οι Κουάδοι και όχι οι Σουηβοί. [4] Ωστόσο το επιχείρημα αυτής της θεωρίας βασίζεται αποκλειστικά στην εξαφάνιση των Κουάδων στο κείμενο και στην εμφάνιση των Σουηβών, κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με τη μαρτυρία άλλων σύγχρονων συγγραφέων, όπως ο Oρόσιος, ο οποίος όντως ανέφερε τους Σουηβούς μεταξύ των λαών που διαπέρασαν τον Ρήνο το 406, και δίπλα-δίπλα με τους Κουάδους, Mαρκομάνους, Βανδάλους και Σαρμάτες σε ένα άλλο απόσπασμα. [5] Οι συγγραφείς τού 6ου αι. ταύτισαν τους Σουηβούς της Γαλαισίας με τους Αλαμανούς, [6] ή απλώς με τους Γερμανούς, [7] ενώ ο Κατάλογος της Βερόνας (Laterculus Veronensis) του 4ου αι. αναφέρει κάποιους Σουηβούς δίπλα δίπλα με τους Αλαμανούς, Κουάδους, Μαρκομάνους και άλλους γερμανικούς λαούς.

Λεπτομέρεια της στήλης του Μάρκου Αυρήλιου, που στήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας αυτού τού Αυτοκράτορα με την ευκαιρία τού θριάμβου επί, μεταξύ άλλων λαών, των Σουηβών φυλών Mαρκομάνων και Κουάδων το έτος 176. Πιάτσα Κολόνα (Ρώμη).

Επιπρόσθετα, έχει επισημανθεί ότι η έλλειψη αναφοράς για τους Σουηβούς θα μπορούσε να σημαίνει ότι δεν ήταν αφ' εαυτού μία παλαιότερη ξεχωριστή εθνοτική ομάδα, αλλά το αποτέλεσμα μίας πρόσφατης εθνογένεσης, με πολλές μικρότερες ομάδες -ανάμεσά τους μέρος των Κουάδων και Mαρκομάνων- που ενώθηκαν κατά τη μετανάστευση από την κοιλάδα του Δούναβη στην Ιβηρική Χερσόνησο. [8] [9] Άλλες ομάδες Σουηβών αναφέρονται από τον Ιορδάνη και άλλους ιστορικούς, ότι κατοικούσαν στις περιοχές του Δούναβη κατά τον 5ο και 6ο αι [8]

Αν και δεν υπάρχει ξεκάθαρα τεκμηριωμένος λόγος πίσω από τη μετανάστευση του 405, μία ευρέως αποδεκτή θεωρία είναι, ότι η μετανάστευση των διαφόρων γερμανικών λαών δυτικά του Ρήνου οφειλόταν στη δυτική ώθηση των Ούννων στα τέλη του 4ου αι., η οποία ανάγκασε τους γερμανικούς λαούς να κινηθούν προς τα δυτικά, ως απάντηση στην απειλή. [10] Αυτή η θεωρία έχει δημιουργήσει διαμάχη στην ακαδημαϊκή κοινότητα, λόγω της έλλειψης πειστικών στοιχείων. 

Είτε εκτοπισμένοι από τους Ούννους, είτε όχι, οι Σουηβοί μαζί με τους Βάνδαλους και τους Αλανούς διέσχισαν τον Ρήνο τη νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου 405 [4] [11]. Η είσοδός τους στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έγινε σε μία στιγμή, που η Ρωμαϊκή Δύση βίωνε μία σειρά από εισβολές και εμφύλιους πολέμους: μεταξύ 405 και 406 οι δυτικές περιοχές της Αυτοκρατορίας είδαν την εισβολή στην Ιταλία από τους Γότθους υπό τον Ραδαγάϊσο, καθώς και μία σταθερή ροή σφετεριστών. Αυτό επέτρεψε στους εισβολείς βαρβάρους να εισέλθουν στη Γαλατία με μικρή αντίσταση, επιτρέποντας συνεπώς στους βαρβάρους να προκαλέσουν σημαντική ζημιά στις βόρειες επαρχίες Κάτω Γερμανία (Germania Inferior), Βελγική Ι (Belgica Prima) και Βελγική ΙΙ (Belgica Secunda) ,προτού η Αυτοκρατορία τις δει ως απειλή. Ως απάντηση στην εισβολή των βαρβάρων στη Γαλατία, ο σφετεριστής Φλ. Κωνσταντίνος σταμάτησε τις μάζες των Βανδάλων, των Αλανών και των Σουηβών, περιορίζοντάς τους στη βόρεια Γαλατία. [12] Αλλά την άνοιξη του 409 ο Γερόντιος ηγήθηκε μίας εξέγερσης στην Hispania και έθεσε δικό του Αυτοκράτορα, τον Μάξιμο. Ο Φλ. Κωνσταντίνος -ο οποίος είχε πρόσφατα υψωθεί στον τίτλο τού Αυγούστου- ξεκίνησε για την Hispania, για να αντιμετωπίσει την εξέγερση. Ο Γερόντιος απάντησε ξεσηκώνοντας τους βαρβάρους στη Γαλατία εναντίον του Φλ. Κωνσταντίνου, πείθοντάς τους να κινητοποιηθούν ξανά και, το καλοκαίρι του 409, οι Βάνδαλοι, οι Αλανοί και οι Σουηβοί άρχισαν να ωθούνται νότια προς την Ισπανία. [13] [14] [15]

Εγκατάσταση και ένταξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σουηβικές μεταναστεύσεις σε όλη την Ευρώπη με επικεφαλής τον Ερμέρικ, ιδρυτή και πρώτο ηγεμόνα του βασιλείου των Σουηβών στα βορειοδυτικά της Ιβηρικής Χερσονήσου (μέρος της σύγχρονης Πορτογαλίας και Ισπανίας).

Ο εμφύλιος πόλεμος που ξεκίνησε στην Ιβηρική Χερσόνησο μεταξύ των δυνάμεων του Φλ. Κωνσταντίνου και του Γεροντίου άφησε τα περάσματα από τα Πυρηναία είτε σκόπιμα, είτε ακούσια παραμελημένα, αφήνοντας τη νότια Γαλατία και την Ιβηρική Χερσόνησο ευάλωτες σε βαρβαρικές επιθέσεις. Ο Υδάτιος τεκμηριώνει ότι το πέρασμα στην Ιβηρική Χερσόνησο των Βανδάλων, των Αλανών και των Σουηβών έλαβε χώρα είτε στις 28 Σεπτεμβρίου, είτε στις 12 Οκτωβρίου 409. [16] Ορισμένοι μελετητές θεωρούν τις δύο ημερομηνίες ως την αρχή και το τέλος της διάσχισης των τρομερών Πυρηναίων κατά δεκάδες χιλιάδες, αφού αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί σε μία ημέρα. [17] Ο Υδάτιος γράφει ότι κατά την είσοδό τους στην Ισπανία, οι βάρβαροι λαοί, ακόμη και οι Ρωμαίοι στρατιώτες, πέρασαν το 409-410 σε φρενίτιδα, λεηλατώντας τρόφιμα και αγαθά από τις πόλεις και την ύπαιθρο, που προκάλεσε λιμό, που -σύμφωνα με τον Υδάτιο- ανάγκασε τους ντόπιους να καταφύγουν στον κανιβαλισμό: «[ωθημένα] από την πείνα τα ανθρώπινα όντα καταβρόχθιζαν την ανθρώπινη σάρκα· και οι μητέρες γλεντούσαν με τα σώματα των παιδιών τους, που είχαν σκοτώσει και μαγειρέψει με τα χέρια τους». [18] Το 411 οι διάφορες ομάδες βαρβάρων μεσολάβησαν για μία ειρήνη και μοίρασαν τις επαρχίες της Hispania μεταξύ τους με sorte, δηλ. κλήρωση. Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι τα sortes μπορεί να είναι τα είδη, οι κατανομές, που έλαβαν οι βάρβαροι ομοσπονδιακοί από τη ρωμαϊκή κυβέρνηση, γεγονός που υποδηλώνει, ότι οι Σουηβοί και οι άλλοι εισβολείς είχαν υπογράψει μία συνθήκη με τον Μάξιμο. Ωστόσο δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, για οποιεσδήποτε συνθήκες μεταξύ των Ρωμαίων και των βαρβάρων: ο Υδάτιος δεν αναφέρει ποτέ κάποια συνθήκη, και δηλώνει ότι η ειρήνη το 411 επετεύχθη από τη συμπόνια του Κυρίου, [19] [20] ενώ ο Ορόσιος ισχυρίζεται ότι οι βασιλείς των Βανδάλων, των Αλανών και των Σουηβών επιδίωξαν ενεργά ένα σύμφωνο (παρόμοιο με αυτό των Βησιγότθων) σε μεταγενέστερη ημερομηνία. [21] Η διαίρεση της γης μεταξύ των τεσσάρων βαρβάρων ομάδων έγινε ως εξής: οι Βάνδαλοι Σιλίνγοι εγκαταστάθηκαν στην Βαιτική, στους Αλανούς κατανεμήθηκαν οι επαρχίες Λουζιτανία και Καρθαγένης και οι Βάνδαλοι Ασδίνγοι και οι Σουηβοί μοιράστηκαν τη βορειοδυτική επαρχία Γαλαισία. [20]

Η διαίρεση της Γαλαισίας μεταξύ των Σουηβών και των Βανδάλων Ασδινγών τοποθέτησε τους Σουηβούς στα δυτικά της επαρχίας, στις ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού, [22] πιθανότατα σε εδάφη που βρίσκονται τώρα μεταξύ των πόλεων Πόρτο της Πορτογαλίας, στο νότο, και Ποντεβέδρα στην Γαλικία, στα βόρεια. Σύντομα η Μπράγκα θα γινόταν η πρωτεύουσά τους και η επικράτειά τους αργότερα επεκτάθηκε στην Αστόργα και στην περιοχή του Λούγο και στην κοιλάδα του ποταμού Μίνο [23], χωρίς κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει ότι οι Σουάβοι κατοικούσαν άλλες πόλεις στην επαρχία πριν από το 438 [24]. Η αρχική σχέση μεταξύ Γαλαισίας και Σουάβων δεν ήταν τόσο καταστροφική, όσο μερικές φορές προτείνεται, [25] καθώς ο Υδάτιος δεν αναφέρει κάποια σύγκρουση μεταξύ των εντοπίων το διάστημαύ 411 και 430. Επιπλέον ο Ορόσιος επιβεβαιώνει, ότι οι νεοφερμένοι «μετέτρεψαν τα ξίφη τους σε άροτρα», μόλις έλαβαν τα νέα εδάφη τους. [26]

Οι Σουάβοι μιλούσαν μία γερμανική γλώσσα και οι κλασικές πηγές αναφέρονται σε μία σουαβική γλώσσα. Ειδικότερα, οι Σουάβοι συνδέονται με την έννοια μίας «Γερμανικής Έλβας», ομάδας πρώιμων διαλέκτων που ομιλούνταν από τους Ιρμινόνες, που εισήλθαν στη Γερμανία από τα ανατολικά και προέρχονται από τη Βαλτική. Στην ύστερη κλασική εποχή, αυτές οι διάλεκτοι, που τώρα βρίσκονται στα νότια του Έλβα, και εκτείνονται κατά μήκος του Δούναβη έως τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γνώρισαν τη μετατόπιση των συμφώνων στα ανώτερα γερμανικά, που ορίζει τις σύγχρονες υψηλές γερμανικές γλώσσες και στην πιο ακραία μορφή της, τα ανώτερα γερμανικά. [27] Με βάση ορισμένα τοπωνυμικά δεδομένα, [28] μία άλλη γερμανική ομάδα συνόδευσε τους Σουάβους και εγκαταστάθηκε στην Πορτογαλία, [29] οι Bούροι στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Cávado και Homem, η περιοχή γνωστή ως Terras de Bouro (Χώρα των Βούρων), που ονομάζεται Burio μέχρι τον Υψηλό Μεσαίωνα.

Το βασίλειο κατά τον 5ο αι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασιλιάς Ερμέρικ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 416 οι Βησιγότθοι εισήλθαν στην Ιβηρική Χερσόνησο, τους οποίους έστειλε ο Αυτοκράτορας της Δύσης για να πολεμήσουν τους βαρβάρους, που είχαν φτάσει το 409. Μέχρι το 418 οι Βησιγότθοι, με επικεφαλής τον βασιλιά τους Βάλλια, είχαν καταστρέψει και τους Βάνδαλους Σιλίνγους και τους Αλανούς, αφήνοντας τους Βανδάλους Ασδίνγους και τους Σουάβους, ανενόχλητους από την εκστρατεία του Βάλλια, ως τις δύο εναπομείνασες δυνάμεις στην Ιβηρική Χερσόνησο. [30] Το 419, μετά την αναχώρηση των Βησιγότθων στα νέα τους εδάφη στην Ακουιτανία, προέκυψε μία σύγκρουση μεταξύ των Βανδάλων υπό τον Γουνδέριχ, και των Σουηβών με επικεφαλής τον βασιλιά Ερμέρικ. Και οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στη μάχη των βουνών Nερβάσιους, αλλά η παρέμβαση των ρωμαϊκών δυνάμεων υπό την διοίκηση του comes Hispaniarum Aστερίου τερμάτισε τη σύγκρουση, που επιτέθηκε στους Βανδάλους και αναγκάζοντάς τους να μετακομίσουν στη Bαιτική, [31] (σύγχρονη Ανδαλουσία), αφήνοντας ουσιαστικά τους Σουηβώς την αποκλειστική κατοχή ολόκληρης της επαρχίας.

Το 429, καθώς οι Βάνδαλοι ετοίμαζαν την αναχώρησή τους για την Αφρική, ένας Σουηβός πολέμαρχος ονόματι Ερεμιγάριος μετακόμισε στη Λουζιτανία για να τη λεηλατήσει, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με τον νέο βασιλιά των Βανδάλων Γιζέριχ. Ο Ερεμιγάριος πνίγηκε στον ποταμό Γουαδιάνα, ενώ υποχωρούσε. Αυτή είναι η πρώτη περίπτωση ένοπλης δράσης Σουηβών έξω από τα επαρχιακά όρια της Γαλαισίας. Στη συνέχεια, αφού οι Βάνδαλοι έφυγαν για την Αφρική, οι Σουηβοί ήταν η μόνη βάρβαρη οντότητα, που απέμεινε στην Hispania.

Ο βασιλιάς Ερμέρικ πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια του ενισχύοντας την κυριαρχία των Σουηβών σε ολόκληρη την επαρχία της Γαλαισίας. Το 430 έσπασε την παλαιά ειρήνη που διατηρούνταν με τους εντόπιους, λεηλατώντας την κεντρική Γαλαισία, αν και οι ελάχιστα εκρωμαϊσμένοι Γαλαίσιοι, που ανακατέλαβαν τα παλαιά οχυρά λόφων της Εποχής του Σιδήρου, κατάφεραν να επιβάλουν μία νέα ειρήνη, η οποία επισφραγίστηκε με την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Ωστόσο νέες εχθροπραξίες ξεκίνησαν το 431 και το 433. Το 433 ο βασιλιάς Ερμέρικ έστειλε έναν τοπικό επίσκοπο, τον Συνφόσιο, ως πρεσβευτή, [32] που ήταν η πρώτη απόδειξη για τη συνεργασία μεταξύ των Σουηβών και των εντόπιων. Ωστόσο, μόλις το 438 επιτεύχθηκε στην επαρχία μία διαρκής ειρήνη, η οποία θα διαρκούσε για 20 χρόνια.

Βασιλιάς Ρεχίλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βραχύβιες κατακτήσεις του βασιλιά Ρεχίλα (438-448).

Το 438 ο Ερμ;eriκ αρρώστησε. Έχοντας προσαρτήσει ολόκληρη την πρώην ρωμαϊκή επαρχία της Γαλαισίας, έκανε ειρήνη με τον τοπικό πληθυσμό [25] και αποσύρθηκε, αφήνοντας τον γιο του Ρεχίλα ως βασιλιά των Σουηβών. Ο Ρεχίλα είδε μία ευκαιρία για επέκταση και άρχισε να πιέζει σε άλλες περιοχές της Ιβηρικής Χερσονήσου. Την ίδια χρονιά εκστράτευσε στη Bαιτική, νικώντας σε ανοιχτή μάχη τον Romanae militiae dux Aνδέβοτο στις όχθες του ποταμού Χενίλ, καταλαμβάνοντας μία μεγάλη λεία. [33] Έναν χρόνο αργότερα, το 439, οι Σουηβοί εισέβαλαν στη Λουζιτανία και εισήλθαν στην πρωτεύουσά της, τη Μέριδα, η οποία έγινε για λίγο η νέα πρωτεύουσα του βασιλείου τους. Ο Ρεχίλα συνέχισε με την επέκταση τού βασιλείου, και μέχρι το 440 πολιόρκησε γόνιμα και ανάγκασε την παράδοση ενός Ρωμαίου αξιωματούχου, του κόμη Κενσόριου, στη στρατηγική πόλη Mέρτολα. Το επόμενο έτος, το 441, οι στρατοί τού Ρεχίλα κατέκτησαν τη Σεβίλλη, λίγους μήνες μετά το τέλος τού ηλικιωμένου βασιλιά Ερμέρικ, ο οποίος είχε κυβερνήσει τον λαό του για περισσότερα από 30 χρόνια. Με την κατάκτηση της Σεβίλλης, πρωτεύουσας της Βαιτικής, οι Σουηβοί κατάφεραν να ελέγξουν τη Βαιτική και την επαρχία Καρθαγένης. [34] Ωστόσο έχει ειπωθεί, [35] ότι η κατάκτηση των Σουηβών της Bαιτικής και της επαρχίας Καρθαγένης περιορίστηκε σε επιδρομές, και η παρουσία των Σουηβών, αν υπήρχε, ήταν ελάχιστη.

Το 446 οι Ρωμαίοι έστειλαν στις επαρχίες Bαιτική και Καρθαγένης τον μάγιστρο και των δύο στρατών (magister utriusque militiae) Βίτο, ο οποίος, βοηθούμενος από μεγάλο αριθμό Γότθων, προσπάθησε να υποτάξει τους Σουηβούς και να αποκαταστήσει την αυτοκρατορική διοίκηση στην Hispania. Ο Ρεχίλα βάδισε για να συναντήσει τους Ρωμαίους, και αφού νίκησε τους Γότθους, ο Βίτος έφυγε ντροπιασμένος, έτσι δεν έγιναν άλλες αυτοκρατορικές προσπάθειες για την ανακατάληψη της Hispania. [36] [37] Το 448 ο Ρεχίλα απεβίωσε ως παγανιστής, αφήνοντας το στέμμα στον γιο του, Ρεχίαρ.

Βασιλιάς Ρεχίαρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρεχίαρ, ένας ορθόδοξος χριστιανός, διαδέχθηκε τον πατέρα του το 448, όντας ένας από τους πρώτους ορθόδοξους χριστιανούς βασιλείς μεταξύ των γερμανικών λαών, και ο πρώτος που έκοψε νομίσματα στο όνομά του. Ορισμένοι πιστεύουν ότι η κοπή των νομισμάτων ήταν σημάδι αυτονομίας των Σουηβών, λόγω της χρήσης της κοπής στην ύστερη Αυτοκρατορία ως διακήρυξη ανεξαρτησίας. [38] Ελπίζοντας να ακολουθήσει την επιτυχημένη σταδιοδρομία τού πατέρα και τού παππού του, ο Ρεχίαρ έκανε μία σειρά τολμηρών πολιτικών κινήσεων σε όλη τη διάρκεια τής βασιλείας του. Ο πρώτος ήταν ο γάμος του με την κόρη τού Γότθου βασιλιά Θεοδώριχου Α' το 448, βελτιώνοντας έτσι τις σχέσεις των δύο λαών. Οδήγησε επίσης μία σειρά από επιτυχημένες εκστρατείες λεηλασίας στη Βασκωνία, τη Σαραγόσα και τη Λλέιδα, στην Ταρακωνησία (τότε το βορειοανατολικό τεταρτημόριο της χερσονήσου, που εκτεινόταν από τη Μεσόγειο έως τον Βισκαϊκό Κόλπο, η οποία βρισκόταν ακόμη υπό ρωμαϊκή κυριαρχία) ενεργώντας μερικές φορές σε συνασπισμό με εντόπιους βαγαυδούς (τοπικοί ιβηρο-ρωμαίοι αντάρτες). Στη Λλέιδα συνέλαβε επίσης αιχμαλώτους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν ως δουλοπάροικοι πίσω στα εδάφη των Σουηβών στη Γαλαισία και τη Λουζιτανία. [39] Στη συνέχεια, η Ρώμη έστειλε έναν πρεσβευτή στους Σουηβούς, λαμβάνοντας κάποιες παραχωρήσεις, αλλά το 455 οι Σουηβοί λεηλάτησαν εδάφη στην επαρχία Καρθαγένης, που είχαν προηγουμένως επιστρέψει στη Ρώμη. Σε απάντηση, ο νέος Αυτοκράτορας Άβιτος και οι Βησιγότθοι έστειλαν κοινή πρεσβεία, ενθυμούμενοι ότι η ειρήνη που καθιερώθηκε με τη Ρώμη χορηγήθηκε επίσης από τους Γότθους. Αλλά ο Ρεχίαρ ξεκίνησε δύο νέες εκστρατείες στην Ταρακωνησία το 455 και το 456, επιστρέφοντας στη Γαλικία με μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων. [40]

Ο αυτοκράτορας Άβιτος ανταποκρίθηκε τελικά στην περιφρόνηση του Ρεχίαρ το φθινόπωρο του 456, στέλνοντας τον βασιλιά των Βησιγότθων Θεοδώριχο Β΄ στα Πυρηναία και στη Γαλαισία, επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού υπόσπονδων (foederati), που περιλάμβανε επίσης τους Βουργουνδούς βασιλείς Γκουντέριχ και Χιλπέριχ. [41] Οι Σουηβοί κινητοποιήθηκαν, και οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στις 5 Οκτωβρίου, δίπλα στον ποταμό Όρβιγo κοντά στην Αστόργα. Οι Γότθοι του Θεοδώριχου Β', στη δεξιά πτέρυγα, νίκησαν τους Σουηβούς. Ενώ πολλοί Σουηβοί σκοτώθηκαν στη μάχη και πολλοί άλλοι αιχμαλωτίστηκαν, οι περισσότεροι κατάφεραν να τραπούν σε φυγή. [42] Ο βασιλιάς Ρεχίαρ τράπηκε σε φυγή τραυματισμένος προς την κατεύθυνση της ακτής, καταδιωκόμενος από τον γοτθικό στρατό, ο οποίος εισήλθε και λεηλάτησε τη Μπράγκα στις 28 Οκτωβρίου. Ο βασιλιάς Ρεχίαρ συνελήφθη αργότερα στο Πόρτο, ενώ προσπαθούσε να επιβιβαστεί, και εκτελέστηκε τον Δεκέμβριο. Ο Θεοδώριχος Β΄ συνέχισε τον πόλεμό του εναντίον των Σουηβών για τρεις μήνες, αλλά τον Απρίλιο του 459 επέστρεψε στη Γαλατία, θορυβημένος από τις πολιτικές και στρατιωτικές κινήσεις του νέου Αυτοκράτορα, Mαϊοριανού, και του magister militum Ρικίμερ —ένας μισός Σουηβός, ίσως συγγενής τού Ρεχίαρ [43]—ενώ οι σύμμαχοί του και οι υπόλοιποι Γότθοι λεηλάτησαν την Aστόργα, την Παλένσια και άλλα μέρη, στο δρόμο τους πίσω στα Πυρηναία.

Ανταγωνιζόμενοι βασιλείς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν οι Βησιγότθοι απέρριψαν τον Ρεχίαρ, η βασιλική γραμμή αίματος του Ερμέρικ εξέλιπε και ο συμβατικός μηχανισμός για την ηγεσία των Σουηβών έληξε μαζί του. Το 456 ένας Aϊούλφ ανέλαβε την ηγεσία των Σουηβών. Η προέλευση πίσω από την ανάληψη του Aϊούλφ δεν είναι ξεκάθαρη: ο Υδάτιος έγραψε ότι ο Aϊούλφ ήταν Γότθος λιποτάκτης, ενώ ο ιστορικός Ιορδάνης έγραψε ότι ήταν ένας των Βάρνων, που διορίστηκε από τον Θεοδώριχο Β΄ για να κυβερνήσει τη Γαλαισία, [44] και ότι πείστηκε από τους Σουηβούς σε αυτή την περιπέτεια. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, σκοτώθηκε στο Πόρτο τον Ιούνιο του 457, αλλά η εξέγερσή του, μαζί με τις ένοπλες ενέργειες τού Μαϊοριανού κατά των Βησιγότθων, μείωσαν την πίεση στους Σουάβους.

Το 456, την ίδια χρονιά με την εκτέλεση του Ρεχίαρ, ο Υδάτιος δήλωσε ότι «οι Σουάβοι έστησαν τον Μάλδρα ως βασιλιά τους». [45] Αυτή η δήλωση υποδηλώνει ότι οι Σουάβοι ως λαός μπορεί να είχαν φωνή στην επιλογή ενός νέου ηγεμόνα. [46] Η εκλογή του Μάλδρα θα οδηγούσε σε σχίσμα μεταξύ των Σουάβων, καθώς κάποιοι ακολούθησαν έναν άλλο βασιλιά, ονόματι Φράμτα, ο οποίος απεβίωσε μόλις έναν χρόνο αργότερα. [47] Και οι δύο παρατάξεις αναζήτησαν τότε ειρήνη με τους τοπικούς Γαλαισίους.

Το 458 οι Γότθοι έστειλαν ξανά στρατό στην Hispania, ο οποίος έφτασε στη Βαιτική τον Ιούλιο, στερώντας έτσι από τους Σουάβους αυτήν την επαρχία. Αυτός ο στρατός πεδίου έμεινε στην Ιβηρία για αρκετά χρόνια.

Το 460 ο Μάλδρας σκοτώθηκε, μετά από μία βασιλεία 4 ετών, κατά τη διάρκεια της οποίας λεηλάτησε τους Σουάβους και τους Ρωμαίους, στη Λουζιτανία και στα νότια της Γαλαισίας, πέρα από την κοιλάδα του ποταμού Δούρου. Εν τω μεταξύ, οι Σουάβοι στο βορρά επέλεξαν έναν άλλο ηγέτη, τον Ρεχίμουνδ, ο οποίος λεηλάτησε τη Γαλαισία το 459 και το 460. Την ίδια χρονιά κατέλαβαν την περιτειχισμένη πόλη Λούγο, η οποία ήταν ακόμη υπό την εξουσία ενός Ρωμαίου αξιωματούχου. Ως απάντηση, οι Γότθοι έστειλαν τον στρατό τους για να τιμωρήσουν τους Σουάβους, που κατοικούσαν στα περίχωρα της πόλης και στις κοντινές περιοχές, αλλά η εκστρατεία τους αποκαλύφθηκε από κάποιους ντόπιους, τους οποίους ο Υδάτιος θεωρούσε προδότες. [48] Από εκείνη τη στιγμή το Λούγο έγινε σημαντικό κέντρο για τους Σουάβους και χρησιμοποιήθηκε ως πρωτεύουσα από τον Ρεχίιμουνδ.

Στο νότο ο Φρούμαρ διαδέχθηκε τον Μάλδρα και τη φατρία του, αλλά το τέλος του το 464 έκλεισε μία περίοδο εσωτερικής διαφωνίας μεταξύ των Σουάβων και μόνιμης σύγκρουσης με τον γηγενή Γαλαισιανό πληθυσμό.

Βασιλιάς Ρεμίσμουνδ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σουαβικό ξίφος. Κονιμβρίγα, Πορτογαλία.

Το 464 ο Ρεμίσμουνδ, ένας πρεσβευτής που είχε ταξιδεύσει μεταξύ της Γαλαισίας και της Γαλατίας σε πολλές περιπτώσεις, έγινε βασιλιάς. Ο Ρεμίσμουνδ μπόρεσε να ενώσει τις φατρίες των Σουάβων υπό την κυριαρχία του και ταυτόχρονα να αποκαταστήσει την ειρήνη. Τον αναγνώρισε, ίσως και τον ενέκρινε, ο Θεοδώριχος Β΄, ο οποίος τού έστειλε δώρα και όπλα μαζί με μία σύζυγο. [49] Κάτω από την ηγεσία του Ρεμισμούνδ, οι Σουάβοι επιτέθηκαν ξανά στις γειτονικές χώρες, λεηλατώντας τα εδάφη της Λουζιτανίας και της Συνέλευσης των Αστουριών (Conventus Asturicense), ενώ εξακολουθούσαν να πολεμούν φυλές Γαλαισίων όπως οι Aυνόνενσοι, οι οποίοι αρνήθηκαν να υποταχθούν στον Ρεμίσμουνδ. Το 468 κατάφεραν να καταστρέψουν μέρος των τειχών της Κονιμβρίγα, στη Λουζιτανία, η οποία λεηλατήθηκε [50] και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε ως επί το πλείστον, αφού οι κάτοικοι τράπηκαν σε φυγή ή μεταφέρθηκαν πίσω στα βόρεια ως σκλάβοι. [51] Τον επόμενο χρόνο κατέλαβαν τη Λισαβόνα, η οποία παραδόθηκε από τον αρχηγό της, Λουζίδιo. Αργότερα έγινε πρεσβευτής των Σουάβων στον Αυτοκράτορα. Το τέλος τού χρονικού τού Υδάτιου το 468 δεν μας αφήνει να μάθουμε την μετέπειτα μοίρα του Ρέμισμουνδ.

Οι Σουάβοι παρέμειναν πιθανώς ως επί το πλείστον παγανιστές, έως ότου ένας Άρειος ιεραπόστολος ονόματι Αίας, που εστάλη από τον βασιλιά των Βησιγότθων Θεοδώριχο Β' κατόπιν αιτήματος του Σουαβού ενοποιητή Ρεμισμούνδ, τους προσηλύτισε το 466 και ίδρυσε μία διαρκή Αρειανή εκκλησία, που κυριάρχησε στον λαό μέχρι την ορθοδοξία τη δεκαετία τού 560.

Η Αρειανή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγα είναι γνωστά για την περίοδο μεταξύ 470 και 550, πέρα από τη μαρτυρία τού Ισίδωρου της Σεβίλλης, ο οποίος τον 7ο αι. έγραψε ότι πολλοί βασιλείς βασίλευσαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όλοι τους Αρειανοί. Ένα μεσαιωνικό έγγραφο με το όνομα Divisio Wambae αναφέρει έναν βασιλιά ονόματι Θεοδεμούνδο, κατά τα άλλα άγνωστο. [52] Άλλα λιγότερο αξιόπιστα και πολύ μεταγενέστερα χρονικά αναφέρουν τη βασιλεία αρκετών βασιλέων με τα ονόματα Ερμέρικ Β', Ρεχίλα Β' και Ρεχίαρ Β'. [53]

Πιο αξιόπιστη είναι μία λίθινη επιγραφή, που βρέθηκε στο Βαϊράνο της Πορτογαλίας, που καταγράφει την ίδρυση μίας εκκλησίας από μία Βενεδικτίνα μοναχή, το 535, υπό την εξουσία ενός Βερεμούνδ, που αναφέρεται ως ο πιο γαλήνιος βασιλιάς Βερεμούνδ, [54] αν και αυτή η επιγραφή έχει επίσης αποδοθεί στον βασιλιά Βερμούδο Β' του Λεόν. Επίσης, χάρη σε μία επιστολή που έστειλε ο πάπας Βιγίλιος στον επίσκοπο Προφουτούρο της Μπράγκα γύρω στο 540, είναι γνωστό ότι ορισμένος αριθμός Ορθοδόξων είχε προσηλυτιστεί στον Αρειανισμό και ότι ορισμένες ορθόδοξες εκκλησίες είχαν κατεδαφιστεί στο παρελθόν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. [55]

Μεταστροφή στην Ορθοδοξία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικόνα του Αγίου Μαρτίνου της Μπράγκα, (π. 510 - 580). Κώδιξ Vigilanus ή Albeldensis, Escurial βιβλιοθήκη.

Η μεταστροφή των Σουάβων στην Ορθοδοξία παρουσιάζεται πολύ διαφορετικά στις πρωτογενείς πηγές. Ένα αρχείο της εποχής, τα πρακτικά της Α' Συνόδου της Μπράγκα —η οποία συνήλθε την 1η Μαΐου 561— αναφέρει ρητά, ότι η Σύνοδος διεξήχθη κατόπιν εντολής ενός βασιλιά ονόματι Aριάμιρ. Αν και η Ορθοδοξία του δεν αμφισβητείται, ότι ήταν ο πρώτος Ορθόδοξος μονάρχης των Σουάβων, από τότε που ο Ρεχίαρ αμφισβητήθηκε, με το σκεπτικό ότι δεν αναφέρεται ρητά ότι ήταν ορθόδοξος. [56] Ήταν, όμως, ο πρώτος που πραγματοποίησε ορθόδοξη Σύνοδο. Από την άλλη πλευρά, το Historia Suevorum τού Ισίδωρου της Σεβίλλης αναφέρει ότι ήταν ο Θεοδέμαρ, που επέφερε τη μεταστροφή τού λαού του από τον Αρειανισμό με τη βοήθεια του ιεραπόστολου Mάρτιν της Μπράγκα. [57] Και τέλος, σύμφωνα με τον Φράγκο ιστορικό Γρηγόριο του Τουρ, ένας -κατά τα άλλα άγνωστος- ηγεμόνας ονόματι Χαράρικ, έχοντας ακούσει για τον Άγιο Mαρτίνο τού Τουρ, υποσχέθηκε να αποδεχτεί τις πεποιθήσεις τού αγίου, αν μόνο ο γιος του θεραπευόταν από τη λέπρα. Με τα λείψανα και τη μεσιτεία του Αγίου Μαρτίνου ο γιος θεραπεύτηκε. Ο Χαράρικ και ολόκληρος ο βασιλικός οίκος μεταστράφηκαν στην πίστη της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. [58] Καθώς ο ερχομός των λειψάνων του Αγίου Μαρτίνου του Τουρ και η μεταστροφή του Χαράρικ συμπίπτουν στην αφήγηση με την άφιξη του Μαρτίν της Μπράγκα, περί το 550, αυτός ο μύθος έχει ερμηνευτεί ως αλληγορία τού ποιμαντικού έργου τού Αγίου Μάρτιν της Μπράγκα, και της αφοσίωσής του στον Άγιο Μαρτίνο του Τουρ. [59]

Οι περισσότεροι μελετητές προσπάθησαν να συγχωνεύσουν αυτές τις ιστορίες. Έχει υποστηριχθεί ότι ο Χαράρικ και ο Θεοδέμαρ πρέπει να ήταν διάδοχοι του Aριάμιρ, δεδομένου ότι ο Aριάμιρ ήταν ο πρώτος Σουάβος μονάρχης, που ήρε την απαγόρευση των Ορθοδόξων Συνόδων. Ο Ισίδωρος λοιπόν κάνει λάθος τη χρονολογία. [60] [61] Ο ιστορικός Ράινχαρτ πρότεινε ότι ο Χαράρικ μεταστράφηκε πρώτα μέσω των λειψάνων του Αγίου Μαρτίνου και ότι ο Θεοδέμαρ μεταστράφηκε αργότερα μέσω του κηρύγματος του Μάρτιν της Μπράγκα. [56]

Ο βασιλιάς Aριάμιρ με τους επισκόπους Λουκρέσιo, Aνδρέα και Mάρτιν, κατά την Α΄ Σύνοδο της Μπράγκα. Κώδιξ Vigilanus ή Albeldensis, Escurial βιβλιοθήκη.

Ο Dahn ταύτισε τον Χαράρικ με τον Θεοδέμαρ, λέγοντας μάλιστα ότι το τελευταίο ήταν το όνομα που πήρε κατά τη βάπτιση. [56] Έχει επίσης προταθεί ότι ο Θεοδέμαρ και ο Aριάμιρ ήταν το ίδιο πρόσωπο και ο γιος του Χαράρικ. [56] Κατά τη γνώμη ορισμένων ιστορικών, ο Χαράρικ δεν είναι τίποτε άλλο από ένα λάθος από την πλευρά του Γρηγορίου τού Τουρ και δεν υπήρξε ποτέ. [62] Εάν, όπως αφηγείται ο Γρηγόριος, ο Μάρτιν της Μπράγκας απεβίωσε περί το έτος 580 και ήταν επίσκοπος για περίπου 30 χρόνια, τότε η μεταστροφή του Χαράρικ πρέπει να έγινε γύρω στο 550 το αργότερο. [58] Τέλος, ο Φερέιρo πιστεύει ότι η μεταστροφή των Σουάβων ήταν προοδευτική και σταδιακή και ότι η δημόσια μεταστροφή του Χαράρικ ακολούθησε μόνο την άρση της απαγόρευσης των Ορθοδόξων συνόδων κατά τη βασιλεία τού διαδόχου του, που θα ήταν ο Aριάμιρ, ενώ ο Θεοδέμαρ θα ήταν υπεύθυνος για την έναρξη μίας δίωξης των Αρειανών στο βασίλειό του, για να ξεριζώσει την αίρεση τους. [63]

Τέλος, η μεταστροπή των Σουάβων δεν αποδίδεται σε έναν Σουάβο, αλλά σε έναν Βησιγότθο, από τον χρονικογράφο Ιωάννη του Bικλάρουμ. Έβαλε τη μεταστροφή τους παράλληλα με αυτή των Γότθων, που συνέβη υπό τον Ρεκαρέδ Α΄ το 587–589, αλλά, ως εκ τούτου, αυτό αντιστοιχεί σε μία μεταγενέστερη εποχή, όταν το βασίλειο βρισκόταν υπό την ενσωμάτωσή του με το βασίλειο των Βησιγότθων.

6ος αι. και προσάρτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρετανοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Map of Briton settlements in the 6th-century.
Χάρτης βρετανικών οικισμών τον 6ο αιώνα.

Κάπου στα τέλη του 5ου αι. ή στις αρχές του 6ου αι., μία ομάδα Ρωμαιο-Βρετανών που ξέφευγαν από τους Αγγλοσάξονες εγκαταστάθηκαν στα βόρεια του βασιλείου των Σουάβων της Γαλαισίας [64], σε εδάφη που στη συνέχεια απέκτησαν το όνομα Βριτόνια [65] Τα περισσότερα από όσα είναι γνωστά για τον οικισμό προέρχονται από εκκλησιαστικές πηγές: τα αρχεία από τη Β΄ Σύνοδο της Μπράγκα το 572 αναφέρονται σε μία επισκοπή, που ονομάζεται Britonensis ecclesia ("Βριτονική εκκλησία") και σε μία επισκοπική έδρα που ονομάζεται sedes Britonarum ("έδρα των Βριτόνων"), ενώ το διοικητικό και εκκλησιαστικό έγγραφο είναι συνήθως γνωστό ως Divisio Theodemiri (Διαίρεση Θεοδέμιρου) ή Parochiale suevorum (Σουαβικές ενορίες), τους αποδίδουν τις δικές τους εκκλησίες και το μοναστήρι Maximi, πιθανότατα το μοναστήρι της Σάντα Μαρία δε Βρετόνια. [65] Ο επίσκοπος που εκπροσωπούσε αυτή την επισκοπή στη Β' Σύνοδο της Μπράγκα έφερε το Βρυθωνικό όνομα Mάιλοκ. [65] Η έδρα συνέχισε να εκπροσωπείται σε πολλές συνόδους μέχρι τον 7ο αι.

Ο βασιλιάς Aριάμιρ και ο βασιλιάς Θεοδέμαρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την 1η Μαΐου 561, ο βασιλιάς Aριάμιρ, ο οποίος βρισκόταν στο 3ο έτος τής βασιλείας του, κάλεσε την Α΄ Σύνοδο της Μπράγκα, αποκαλούμενος ο πιο ένδοξος βασιλιάς Aριάμιρ στις πράξεις. Η πρώτη Ορθόδοξη Σύνοδος που έγινε στο βασίλειο, ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην καταδίκη του πρισκιλιανισμού, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στον Αρειανισμό, και μόνο μία φορά επέπληξε τους κληρικούς, επειδή στόλιζαν τα ρούχα τους και φορούσαν granos, μία γερμανική λέξη που υπονοεί κοτσιδάκια, μακριά γενειάδα, μουστάκι ή σουαβικό κότσο, ένα έθιμο που δηλώνεται παγανιστικό. [66] Από τους οκτώ βοηθούς επισκόπους, μόνο ένας έφερε γερμανικό όνομα, ο επίσκοπος Iλδέρικ.

Αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 569, ο διάδοχος του Aριάμιρ, Θεοδέμαρ, πραγματοποίησε ένα συμβούλιο στο Λούγο, [67] που ασχολήθηκε με τη διοικητική και εκκλησιαστική οργάνωση του βασιλείου. Κατόπιν αιτήματός του, το βασίλειο της Γαλαισίας χωρίστηκε σε 2 επαρχίες ή συνόδους, υπό την υπακοή των μητροπολιτών των Μπράγκα και Λούγο, και 13 επισκοπικές έδρες, μερικές από αυτές νέες (για τις οποίες διατάχθηκαν νέοι επίσκοποι), άλλες παλαιές: Iρία Φλαβία, Βριτονία, Aστόργα, Oουρένσε και Tούι στα βόρεια, υπό την υπακοή του Λούγo και Δούμε, Πόρτο, Βιζέου, Λαμέγοo, Κοΐμπρα και Iδάνα-α-Βέλα στα νότια, εξαρτώμενα από την Bράγα. [68] Στη συνέχεια, κάθε έδρα χωρίστηκε περαιτέρω σε μικρότερες περιοχές, που ονομάστηκαν εκκλησίες και πάγοι. Η εκλογή του Λούγο ως μητρόπολης τού βορρά οφειλόταν στην κεντρική του θέση, σε σχέση με τις εξαρτημένες του επισκοπές και εκείνη την πόλη. [69]

Βασιλιάς Μίρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μίρο, βασιλιάς της Γαλαισίας, και ο Άγιος Μαρτίνος της Μπράγκα σε από ένα χειρόγραφο του 1145 της Formula Vitae Honestae του Martin, [70] που βρίσκεται τώρα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας. Το έργο του Μάρτιν απευθυνόταν αρχικά στον βασιλιά Μίρο: «Στον βασιλιά Μίρο, τον πιο ένδοξο και ήρεμο, τον ευσεβή, που διακρίνεται για την ορθόδοξη πίστη του».

Σύμφωνα με τον Ιωάννη του Bικλάρo, το 570 ο Mίρo διαδέχθηκε τον Θεοδέμαρ ως βασιλιά των Σουάβων. [71] [72] Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του, το βασίλειο των Σουάβων αμφισβητήθηκε ξανά από τους Βησιγότθους οι οποίοι, υπό τον βασιλιά τους Λιουβιγγέλδ, ανασυγκρότησαν το βασίλειό τους, μειωμένο και κυριευόμενο κυρίως από ξένους, μετά από την ήττα τους από τους Φράγκους στη μάχη του Βουγιέ. [73]

Το 572 ο Μίρο διέταξε τον εορτασμό της Β΄ Συνόδου της Μπράγκα, της οποίας προήδρευσε ο Παννώνιος Άγιος Μαρτίνος της Μπράγκα ως αρχιεπίσκοπος της πρωτεύουσας του βασιλείου των Σουάβων. Ο Μαρτίνος ήταν ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, τον οποίο επαίνεσαν ο Ισίδωρος της Σεβίλλης, ο Βενάντιος Φορτουνάτος και ο Γρηγόριος του Τουρ, ο οποίος οδήγησε τους Σουάβους στην ορθόδοξη πίστη και προώθησε την πολιτιστική και πολιτική αναγέννηση του βασιλείου. [74] Στις πράξεις της Συνόδου, ο Μαρτίνος διακήρυξε την ενότητα και την αγνότητα της ορθοδόξου πίστης στη Γαλαισία και, για πρώτη φορά, ο Άρειος απαξιώθηκε. Σημειωτέον, από τους δώδεκα βοηθούς επισκόπους, οι πέντε ήταν Σουάβοι (Nιτίγιος τού Λούγo, Βίτιμερ τού Oουρένσε, Aνίλα τού Tούι, Ρεμίζολ τού Βιζέου, Aδόρικ τού Iδάνα-α-Βέλα), και ένας ήταν Βρετόνος, ο Mάιλοκ.

Την ίδια χρονιά του 572, ο Μίρο ηγήθηκε μίας εκστρατείας κατά των Ρουνκόνων, όταν ο βασιλιάς των Βησιγότθων Λιουβίγγελδ διεξήγαγε επιτυχή στρατιωτική δραστηριότητα στον νότο: είχε ανακτήσει για τους Βησιγότθους τις πόλεις Κόρδοβα και Μεδίνα-Σιδόνια και είχε οδηγήσει μία επιτυχημένη επίθεση στο περιοχή γύρω από την πόλη της Μάλαγα. Αλλά από το 573 και μετά, οι εκστρατείες του πλησίασαν τα εδάφη των Σουάβων, καταλαμβάνοντας πρώτα τη Σαβάρια, αργότερα τα βουνά Αρεγένσες και την Κανταβρία, όπου έδιωξε ορισμένους εισβολείς. Τελικά, το 576, μπήκε στην ίδια τη Γαλαισία, διαταράσσοντας τα όρια του βασιλείου, αλλά ο Μίρο έστειλε πρεσβευτές και απέκτησε από τον Λιουβίγγελδ μία προσωρινή ειρήνη. Ήταν πιθανώς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που οι Σουάβοι έστειλαν επίσης μερικούς πρεσβευτές στον Φράγκο βασιλιά Γκούντραμ [75], τους οποίους αναχαίτισε ο Χιλπέριχ Α΄ κοντά στο Πουατιέ και φυλακίστηκαν για ένα χρόνο, όπως καταγράφει ο Γρηγόριος του Τουρ. [76]

Αργότερα, το 579, ο γιος του Λιουβίγγελδ, ο πρίγκιπας Ερμινίγγελδ, επαναστάτησε εναντίον τού πατέρα του, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του βασιλιά. Εκείνος, ενώ διέμενε στη Σεβίλλη, είχε προσηλυτιστεί στον Καθολικισμό υπό την επιρροή της συζύγου του, της Φράγκας πριγκίπισσας Ινγούνδης, και του Λέανδρου της Σεβίλλης, [77] σε ανοιχτή αντίθεση με τον Αρειανισμό τού πατέρα του. Αλλά μόλις το 582 ο Λιουβίγγελδ συγκέντρωσε τις στρατιές του για να επιτεθεί στον γιο του: πρώτα, πήρε τη Mέριδα, στη συνέχεια, το 583, βάδισε στη Σεβίλλη. Υπό την πολιορκία, η εξέγερση του Ερμινίγγελδ εξαρτήθηκε από την υποστήριξη, που πρόσφερε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία έλεγχε πολλές από τις νότιες παράκτιες περιοχές της Hispania από τον Ιουστινιανό Α' και από τους Σουάβους. [78] Την ίδια χρονιά ο Μίρο βασιλιάς των Γαλαισίων βάδισε νότια με τον στρατό του, με σκοπό να σπάσει τον αποκλεισμό, αλλά ενώ στρατοπέδευε, βρέθηκε πολιορκημένος από τον Λιουβίγγελδ και στη συνέχεια αναγκάστηκε να υπογράψει μία συνθήκη πίστης με τον Βησιγότθο βασιλιά. Αφού αντάλλαξε δώρα, ο Mίρo επέστρεψε στη Γαλαισία, όπου έπεσε στο κρεβάτι μερικές ημέρες αργότερα, πεθαίνοντας αμέσως μετά, λόγω «των κακών νερών της Hispania», σύμφωνα με τον Γρηγόριο τού Τουρ. [79] Η εξέγερση τού Ερμινιγγέλδ έληξε το 584, καθώς ο Λιουβιγγέλδ δωροδόκησε τους Ρωμαίους/Βυζαντινούς με 30.000 σολίδους, στερώντας έτσι από τον γιο του την υποστήριξή τους. [80]

Τελευταίοι βασιλείς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σουαβικό βασίλειο της Γαλαισίας, 6ος αι.

Με το τέλος τού Μίρο, ο γιος του Εβούρικ έγινε βασιλιάς, αλλά προφανώς όχι πριν στείλει δείγματα εκτίμησης και φιλίας στον Λιουβίγγελδ. [81] Όχι έναν χρόνο αργότερα ο κουνιάδος του, ονόματι Aυδέκα, συνοδευόμενος από τον στρατό, κατέλαβε την εξουσία. Πήρε τον Εβούρικ σε ένα μοναστήρι και τον ανάγκασε να χειροτονηθεί ιερέας, καθιστώντας τον ακατάλληλο για το θρόνο. Τότε ο Aυδέκα νυμφεύτηκε τη Σισεγουντία, τη χήρα τού βασιλιά Mίρo, και έγινε βασιλιάς. Αυτός ο σφετερισμός και η φιλία που παραχώρησε ο Εβόρικ έδωσαν στον Λιουβίγγελδ την ευκαιρία να καταλάβει το γειτονικό βασίλειο. Το 585 ο Λιουβίγγελδ πήγε στον πόλεμο κατά των Σουάβων, εισβάλλοντας στη Γαλαισία. Σύμφωνα με τα λόγια του Ιωάννη του Bικλάρο: [82] «Ο βασιλιάς Λιουβίγγελδ κατέστρεψε τη Γαλαισία και στέρησε από τον Aυδέκα το σύνολο του βασιλείου· το έθνος των Σουάβων, ο θησαυρός τους και η πατρίδα τους οδηγήθηκαν στη δική του εξουσία και μετατράπηκαν σε επαρχία των Γότθων. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, οι Φράγκοι του βασιλιά Γκούντραμ επιτέθηκαν στη Σεπτιμανία, ίσως προσπαθώντας να βοηθήσουν τους Σουάβους, [83] στέλνοντας ταυτόχρονα πλοία στη Γαλαισία, τα οποία αναχαιτίστηκαν από τα στρατεύματα του Λιουβίγγελδ, που πήραν το φορτίο τους και σκότωσαν ή υποδούλωσαν τα περισσότερα από τα πληρώματά τους. Έτσι το βασίλειο μεταφέρθηκε στους Γότθους ως μία από τις τρεις διοικητικές τους περιφέρειες: Gallaecia, Hispania και Gallia Narbonensis. [72] [84] Ο Aυδέκα αιχμαλωτίστηκε, εκάρη μοναχός και αναγκάστηκε να λάβει τους ιερούς όρκους και στη συνέχεια στάλθηκε εξορία στη Bέχα, στη Νότια Λουζιτανία.

Την ίδια χρονιά, το 585, ένας άνδρας ονόματι Mαλάρικ επαναστάτησε κατά των Γότθων και ανέκτησε τον θρόνο, αλλά τελικά ηττήθηκε και συνελήφθη από τους στρατηγούς τού Λιουβίγγελδ, οι οποίοι τον πήγαν αλυσσοδεμένο στον βασιλιά των Βησιγότθων.

Προσάρτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σουαβική Γαλαισία, η Βησιγοτθική Hispania και η Βυζαντινή Σπάνια, π. 560.

Μετά την κατάκτηση, ο βασιλιάς Λιουβίγγελδ επανεισήγαγε την Aρειανή Εκκλησία μεταξύ των Σουάβων, [85] αλλά αυτός ήταν ένας βραχύβιος θεσμός, επειδή μετά το τέλος του το 586 ο γιος του Ρεκαρέδ Α΄ προώθησε ανοιχτά τη μαζική μεταστροφή των Βησιγότθων και των Σουάβων στην Ορθοδοξία. Τα σχέδια του Ρεκαρέδ Α΄ αντιτάχθηκαν από μία ομάδα συνωμοτών Aρείων. Ο αρχηγός της, ο Σέγκα, εξορίστηκε στη Γαλαισία, μετά από ακρωτηριασμό των χεριών του. Η μεταστροφή έγινε κατά τη διάρκεια της Γ΄ Συνόδου του Τολέδο, με τη βοήθεια 72 επισκόπων από την Hispania, τη Γαλατία και τη Γαλαισία. Εκεί, οκτώ επίσκοποι απαρνήθηκαν τον αρειανισμό τους, ανάμεσά τους τέσσερις Σουάβοι: [85] ο Αργιοβίτος του Πόρτο, ο Βεκκίλα του Λούγο, ο Γάρδίνγος του Τούι και ο Σουνίλα του Βιζέου. Τη μαζική μεταστροφή εόρτασε ο βασιλιάς Ρεκάρεδ: «Όχι μόνο η μεταστροφή των Γότθων βρίσκεται ανάμεσα στις χάρες, που έχουμε λάβει, αλλά και το άπειρο πλήθος των Σουάβων, τους οποίους με τη θεϊκή βοήθεια υποτάξαμε στο βασίλειό μας. Αν και οδηγηθήκαμε σε αίρεση από εξωτερικό σφάλμα, με την επιμέλειά μας τους φέραμε στις απαρχές της αλήθειας» [86] Ονομάστηκε ως «βασιλιάς των Βησιγότθων και των Σουάβων» σε μία επιστολή που τού έστειλε ο πάπας Γρηγόριος Α΄ ο Μέγας αμέσως μετά. [87]

Υπό τους Γότθους, ο διοικητικός μηχανισμός τού βασιλείου των Σουάβων διατηρήθηκε αρχικά —πολλές από τις περιοχές των Σουάβων που ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδέμαρ, είναι επίσης γνωστές ως μεταγενέστερα βησιγοτθικά νομισματοκοπεία [88]— αλλά κατά τα μέσα τού 7ου αι. μία διοικητική και εκκλησιαστική μεταρρύθμιση οδήγησε στην εξαφάνιση των περισσότερων από αυτά τα νομισματοκοπεία, με εξαίρεση εκείνα των πόλεων Μπράγα, Λούγο και Τούι. Επίσης, οι βόρειες επισκοπές της Λουζιτανίας του Λαμέγο, του Βιζέου, της Κοΐμπρα και της Ιδάνα-α-Βέλα, σε εδάφη που είχαν προσαρτηθεί στη Γαλαισία τον 5ο αι., επιστράφηκαν στην υπακοή της Μέριδα. Έχει επίσης επισημανθεί ότι δεν έλαβε χώρα ορατή γοτθική μετανάστευση κατά τον 6ο και τον 7ο αι. στη Γαλαισία. [89]

Η τελευταία αναφορά των Σουάβων ως ξεχωριστού λαού χρονολογείται σε μία μικρογραφία τού 10ου αι. σε έναν ισπανικό κώδικα: [90] "hanc arbor romani pruni vocant, spani nixum, uuandali et goti et suebi et celtiberi ceruleum dicunt" ("Αυτό το δέντρο ονομαζόταν δαμασκηνιά από τους Ρωμαίους· nixum από τους Ισπανούς· οι Βάνδαλοι, οι Σουάβοι, οι Γότθοι και οι Κελτίβηρες το αποκαλούν ceruleum»), αλλά σε αυτό το πλαίσιο ο Σουάβοι πιθανότατα σήμαινε απλώς Γαλαισιανοί.

Κατάλογος Σουαβών μοναρχών της Γαλισίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρυσό νόμισμα Σουαβών κατασκευασμένο μεταξύ των ετών 410 και 500.

Πηγές και αντιπαραθέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Παύλος Ορόσιος ζούσε στη Γαλαισία, όταν έφτασαν οι Σουάβοι. Ή7 ταν ένας από τους κύριους χρονικογράφους, που αναφέρουν την άνοδο τού βασιλείου των Σουάβων. Μεσαιωνική μικρογραφία από τον κώδικα Saint-Epure.

Σε αντίθεση με μερικούς άλλους βαρβάρους λαούς, όπως οι Βάνδαλοι, οι Βησιγότθοι, οι Οστρογότθοι και οι Ούννοι, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απώλεια των δυτικών επαρχιών από τη Ρώμη, οι Σουάβοι —εγκαταστάθηκαν στη Γαλαισία και τη βόρεια Λουζιτανία, που ήταν απομακρυσμένες και εξωμεσογειακές περιοχές— σπάνια αποτελούσαν απειλή για τη Ρώμη και τα συμφέροντα της Ρώμης. Στην πραγματικότητα, σε περιόδους που έχουμε πιο λεπτομερή γνώση της ιστορίας τους μέσω μίας ποικιλίας πηγών, τότε ακριβώς έγιναν πρόκληση, όπως ήταν κατά τη βασιλεία του Ρεχίλα. Σε όλη την ιστορία τους ως ανεξάρτητο έθνος, διατήρησαν μία σημαντική διπλωματική δραστηριότητα, [91] κυρίως με τη Ρώμη, τους Βανδάλους, τους Βησιγότθους και αργότερα με τους Φράγκους. Και πάλι, έγιναν σημαντικοί παίκτες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μίρο, στο τελευταίο τρίτο του 6ου αι., όταν συμμάχησαν με άλλες Ορθόδοξες δυνάμεις —τους Φράγκους και τους Ανατολικούς Ρωμαίους— για να υποστηρίξουν τον Ερμινίγγιλδ και κατά του Βησιγότθου βασιλιά Λιουβίγγλδ. Λόγω της σχετικής απομόνωσής τους και της απόστασής τους, οι πηγές για τους Σουάβους είναι περιορισμένες.

Η πιο σημαντική πηγή για την ιστορία των Σουάβων κατά τον 5ο αι. είναι το χρονικό, που έγραψε ο γηγενής επίσκοπος Υδάτιος το 470, ως συνέχεια του Χρονικού του Αγίου Ιερωνύμου. Ο Υδάτιος γεννήθηκε περί το 400, στην πόλη των Λιμίκι, που απλώνονται στα νότια σύνορα της σύγχρονης Γαλικίας και της Πορτογαλίας, στην κοιλάδα του ποταμού Λίμα. Έγινε μάρτυρας της εγκατάστασης τού 409 των λαών των Σουάβων στην Ιβηρική Χερσόνησο [92] και της μετατροπής της Γαλικίας από ρωμαϊκή επαρχία σε ανεξάρτητο βαρβαρικό βασίλειο. Σε μεγάλο μέρος της ζωής του αναγκάστηκε να μείνει σε απομονωμένες ρωμαϊκές κοινότητες, απειλούμενος συνεχώς από τους Σουάβους και τους Βάνδαλους, [93] αν και γνωρίζουμε επίσης ότι ταξίδευσε πολλές φορές εκτός της Hispania, για μάθηση ή ως πρεσβευτής, και ότι διατήρησε αλληλογραφία με άλλους επισκόπους. Το 460 συνελήφθη από τον Σουάβο πολέμαρχο Φρουμάριο, κατηγορούμενος για προδοσία από άλλους εντόπιους άνδρες. Αφού κρατήθηκε αιχμάλωτος για τρεις μήνες, καθώς οι Σουάβοι ερήμωσαν την περιοχή του Τσάβες [94], στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος σώος, παρά τη θέληση των ανδρών που τον είχαν κατηγορήσει. Το χρονικό τού Υδάτιου, ενώ υποτίθεται ότι είναι παγκόσμιο, μετατρέπεται σιγά σιγά σε τοπική ιστορία. Μετά τους βαρβαρικούς εποικισμούς, αναφέρει τη σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών εθνών. Αργότερα, αφηγείται επίσης τη συχνή σύγκρουση των Σουάβων με τους εντόπιους, ελάχιστα ρωμαΛικούς, Γαλισιανούς, την παρακμή των ρωμαϊκών δυνάμεων στην Hispania, την επέκταση των Σουάβων στα νότια και τα ανατολικά, την ήττα τους από τους Βησιγότθους και άλλες δυνάμεις των υπόσπονδων (foederati) στη Ρώμη και τη μεταγενέστερη ανασύσταση τού βασιλείου τους υπό τον Ρεμίσμουδ, μαζί με τη μεταστροφή τους στον Αρειανισμό. Ενώ θεωρείται μεγάλος ιστορικός, τα πορτρέτα του είναι συνήθως σκοτεινά, χωρίς να δίνεται κανένας πραγματικός λόγος ή κατεύθυνση στις αποφάσεις ή την κίνηση των Σουάβων, αναφέροντας τι έκαναν οι Σουάβοι, αλλά σπάνια τι είπαν ή τι προσποιήθηκαν. Έτσι, η εικόνα τού Υδάτιου για τους Σουάβους είναι απ' έξω, ως άνομοι επιδρομείς. [95] Αυτή η περιγραφή των Σουάβων έχει εισχωρήσει σε δευτερεύουσες πηγές: ο Ε.Α. Τόμσον, ένας ειδικός που έχει γράψει πολλά κομμάτια για το θέμα, δήλωσε, «απλώς επιτίθονταν τυφλά από χρόνο σε χρόνο σε οποιοδήποτε μέρος, που υποψιάζονταν ότι θα τους προμήθευε τρόφιμα, τιμαλφή ή χρήματα». [96]

Μία άλλη σημαντική πηγή για την ιστορία των Σουάβων κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης εγκατάστασης είναι τα Επτά Βιβλία της Ιστορίας κατά των Παγανών, από τον Oρόσιο, έναν άλλο τοπικό ιστορικό. Περιέγραψε μία πολύ διαφορετική εικόνα της αρχικής εγκατάστασης των Σουάβων και των Βανδάλων, λιγότερο καταστροφική από αυτή που αφηγείται ο Υδάτιος. Στην αφήγησή του, οι Σουάβοι και οι Βάνδαλοι, μετά από μία βίαιη είσοδο στην Hispania, ξαναρχίζουν μία ειρηνική ζωή, ενώ πολλοί ενδεείς ντόπιοι ενώθηκαν μαζί τους, φεύγοντας από τους ρωμαϊκούς φόρους και τις επιβολές. Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί, η αφήγησή του είναι και προκατειλημμένη από τον στόχο τού έργου του, καθώς προσπαθούσε να αθωώσει τον Χριστιανισμό για την πτώση και την παρακμή της Ρώμης. [97]

Ο Ισίδωρος της Σεβίλλης (δεξιά) και ο Μπραούλιο της Σαραγόσα (αριστερά) σε ένα οθωνικό εικονογραφημένο χειρόγραφο από το 2ο μισό του 10ου αι.

Τη σύγκρουση των Βανδάλων και των Σουάβων αφηγείται επίσης ο Γρηγόριος του Τουρ, [98] ο οποίος τον 6ο αι. διηγήθηκε τον αποκλεισμό, το τέλος τού Γκουντέρικ κάτω από άγνωστες συνθήκες και την επίλυση της σύγκρουσης σε μία διένεξη μεγάλων αντιπάλων, όπου οι ηττημένοι Βάνδαλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Γαλικία. Μία κάπως διαφορετική ιστορία προφανώς λεγόταν μεταξύ των Βανδάλων, καθώς ο Προκόπιος έγραψε ότι στις παραδόσεις τους ο βασιλιάς Γκουντέρικ συνελήφθη και παλουκώθηκε από τους Γερμανούς στην Ισπανία. [7]

Για τα μέσα τού 5ου αι. έχουμε επίσης το κεφάλαιο 44 τού έργου Getica τού Ιορδάνη, που αφηγείται την ήττα του βασιλιά των Σουάβων στα χέρια των ρωμαϊκών στρατευμάτων των υπόσπονδων (foederati), που διοικούνταν από τους Βησιγότθους. Είναι μία ζωντανή, αν και σύντομη, αφήγηση, όπου ο Ρεχίαρ, ένας προκλητικός άνδρας, έχει σκοπό, διάθεση και συναισθήματα, όπως και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές.

Το τέλος τού Χρονικού του Υδατίου, το 469, σηματοδοτεί την αρχή μίας περιόδου αφάνειας στην ιστορία των Σουάβων, οι οποίοι δεν ξαναβγαίνουν στο ιστορικό φως μέχρι τα μέσα του 6ου αι., όταν έχουμε πολλές πηγές. Μεταξύ αυτών, τα πιο αξιοσημείωτα είναι τα έργα του Παννόνιου Μαρτίνου της Μπράγκα, που μερικές φορές αποκαλείται απόστολος των Σουάβων, καθώς και οι αφηγήσεις του Γρηγορίου τού Τουρ. Στα Θαύματα του Αγίου Μαρτίνου, ο Γρηγόριος διηγήθηκε και απέδωσε σε ένα θαύμα του Αγίου Μαρτίνου της Μπράγκα, τη μεταστροφή του βασιλιά Χαράρικ στην Ορθοδοξία, ενώ στην Ιστορία των Φράγκων αφιέρωσε αρκετά κεφάλαια στις σχέσεις των Σουάβων, Βησιγότθων και Φράγκων, και μέχρι το τέλος της ανεξαρτησίας των Σουάβων, που προσαρτήθηκαν από τους Βησιγότθους το 585. Από την άλλη πλευρά, ο Μαρτίνος της Μπράγκα, ένας μοναχός που έφτασε στη Γαλικία γύρω στο 550, έγινε μία αληθινή μεταμορφωτική δύναμη: ως ιδρυτής μοναστηριών και ως επίσκοπος και ηγούμενος του Δούμε προώθησε τη μεταστροφή των Σουάβων και αργότερα ως αρχιεπίσκοπος της Μπράγκα και μέγιστη θρησκευτική εξουσία τού βασιλείου συμμετείχε στη μεταρρύθμιση της Εκκλησίας και της τοπικής διοίκησης. Αρκετά από τα έργα του έχουν διατηρηθεί, μεταξύ των οποίων μία Φόρμουλα για μια έντιμη ζωή αφιερωμένη στον βασιλιά Mίρο, μία πραγματεία κατά των δεισιδαιμονιών των κατοίκων της χώρας, και πολλές άλλες μικρές πραγματείες. Ήταν παρών και στις Συνόδους της Μπράγκα, με τις συζητήσεις της Β΄ Συνόδου να διευθύνεται από τον ίδιο, ως αρχιεπισκόπου της πρωτεύουσας Μπράγκα. Οι πράξεις αυτών των Συνόδων, μαζί με το Περιοχές τού Θεοδέμιρ (Divisio Theodemiri), αποτελούν τις πιο πολύτιμες πηγές για την εσωτερική πολιτική και θρησκευτική ζωή του βασιλείου.

Εξαιρετικής σημασίας είναι επίσης το χρονικό, που έγραψε ο Ιωάννης του Bικλάρo, ένας Βησιγότθος, περί το 590 [97] Αν και πιθανώς μονομερείς, [86] οι αναφορές του είναι πολύτιμες για τα τελευταία 15 χρόνια ανεξαρτησίας των Σουάβων, καθώς και για τα πρώτα χρόνια των Σουάβων υπό την κυριαρχία των Βησιγότθων.

Τέλος, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και μία ιστορία που έγραψε ο Ισίδωρος της Σεβίλλης. [99] Χρησιμοποίησε τις αφηγήσεις τού Υδάτιου, μαζί με το Χρονικό του Ιωάννη του Βικλάρo, [100] για να σχηματίσει μία συνοπτική ιστορία των Σουάβων στην Hispania. Η διαμάχη γύρω από την ιστοριογραφία του Ισίδωρου επικεντρώνεται στις παραλείψεις και τις προσθήκες του, τις οποίες πολλοί ιστορικοί και μελετητές θεωρούν πάρα πολλές, για να είναι απλώς λάθη. Σε όλη την Ιστορία των Βασιλέων των Γότθων, των Βανδάλων και των Σουάβων τού Ισίδωρου, ορισμένες λεπτομέρειες από τον Υδάτιο αλλάζουν. [101] Πολλοί μελετητές αποδίδουν αυτές τις αλλαγές στο γεγονός, ότι ο Ισίδωρος μπορεί να είχε στη διάθεσή του άλλες πηγές, εκτός από τον Υδάτιο. [102]

Λέγεται ότι η ιστορία και η συνάφεια της Σουαβικής Γαλικίας ήταν εδώ και καιρό περιθωριοποιημένη και συγκαλυμμένη εντός της Ισπανίας, κυρίως για πολιτικούς λόγους. [103] Έμεινε σε έναν Γερμανό λόγιο, τον Βίλχελμ Ράινχαρτ, να γράψει την πρώτη συνδεδεμένη ιστορία των Σουάβων στη Γαλικία, ή ακριβέστερα στη Γαλαισία, καθώς ο επίσημος διαχωρισμός μεταξύ της Γαλικίας και της Πορτογαλίας [104] θα γινόταν μόλις το 1095.

Πολιτιστική κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οδική πινακίδα στο χωριό Σουέβος, A Κορούνια, Γαλικία
Πόλεις με γερμανικά τοπωνύμια στην Πορτογαλία.

Καθώς οι Σουάβοι υιοθέτησαν γρήγορα την τοπική δημώδη λατινική γλώσσα, λίγα ίχνη είχαν απομείνει από τη γερμανική τους γλώσσα στη Γαλισιανή και την Πορτογαλική γλώσσα. Η διάκριση μεταξύ δανεικών λέξεων από γοτθικά ή σουαβικά είναι δύσκολη, αλλά υπάρχει μία σειρά λέξεων, χαρακτηριστικών της Γαλισίας και του βόρειου μισού της Πορτογαλίας, οι οποίες αποδίδονται είτε στους Σουάβους [105] [106], είτε στους Γότθους, αν και δεν είναι γνωστή κάποια σημαντική μετανάστευση των Βησιγότθων στη Γαλαισία πριν από τον 8ο αι. [89] Αυτές οι λέξεις είναι αγροτικής φύσης, σε σχέση με τα ζώα, τη γεωργία και την αγροτική ζωή: [26] laverca «κορυδαλλός» (από το πρωτο-γερμανικό *laiwazikōn [107] «κορυδαλλός»), [108] meixengra «αιγίθαλος» (ίδια λέξη με Παλαιά Σκανδιναβική meisingr «αιγίθαλος», από *maisōn [107] «αιγίθαλος»), [109] lobio ή lóvio «ξύδι» (στο *lauban [107] «φύλλωμα»), [110] britar «σπάζω» (από * breutanan [107] «σπάζω»), escá «μόδιο» (από το αρχαίο scala «κύπελλο», από το *skēlō [107] «κύπελλο»), [109] ouva «ξωτικό, πνεύμα» (από το *albaz [107] «ξωτικό»), marco 'λίθος ορόσημο' (από πρτγρμνκ *markan [107] 'σύνορο, όριο'), groba 'χαράδρα' (από *grōbō [107] 'αυλάκι'), [111] maga 'εντόσθια ψαριού' και esmagar «θραύω, σπάω» (από το πρτγρμνκ *magōn «στομάχι»), [112] bremar «λαχταρώ» (από το πρτγρμνκ *bremmanan «βρυχώμαι»), [113] trousa «πίπτω» (από το πρτγρμνκ *dreusanan «πέφτω» ), [114] brétema «ομίχλη» (από PGmc *breþmaz «ανάσα, ατμός»), [115] gabar «επαινώ», [116] ornear «ογκανίζω» (από το πρτγρμνκ *hurnjanan «φυσώ κέρας») , [117] zapa «σκέπασμα, πώμα» (από πρτγρμνκ *tappōn «σκέπασμα, πώμα»), [118] fita «ταινία», [119] «προέλευση, γενιά» (από πρτγρμνκ *salaz «αίθουσα, κατοικία»), [120] μεταξύ άλλων.

Πιο αξιοσημείωτη ήταν η συνεισφορά τους στην τοπική τοπωνυμία και ανθρωπωνυμία, καθώς τα προσωπικά ονόματα που έφεραν οι Σουάβοι χρησιμοποιούνταν μεταξύ των Γαλισίων μέχρι τον Μεσαίωνα, ενώ τα ανατολικογερμανικά ονόματα γενικά ήταν πιο κοινά μεταξύ των εντόπιων κατά τον Μεσαίωνα. [121] Από αυτά τα ονόματα προέρχεται επίσης ένα πλούσιο σύνολο από τοπωνύμια, που βρίσκονται κυρίως στη βόρεια Πορτογαλία και τη Γαλισία, [26] και αποτελείται από πολλές χιλιάδες τοπωνύμια, που προέρχονται απευθείας από γερμανικά προσωπικά ονόματα, που εκφράζονται ως γερμανικά ή λατινικά γενετικά: [122] Sandiás, μεσαιωνικά Sindilanes, γερμανική γενετική μορφή του ονόματος Sindila. Mondariz από τη λατινική γενετική μορφή Munderici Munderic's, Gondomar από Gundemari και Baltar από Baltarii, τόσο στην Πορτογαλία όσο και στη Γαλισία, Guitiriz από Witterici. Μία άλλη ομάδα τοπωνυμίων που παραπέμπουν σε παλαιούς γερμανικούς οικισμούς, είναι τα μέρη που ονομάζονται Sa, Saa, Sas, στη Γαλισία ή στην Πορτογαλία, όλα προέρχονται από τη γερμανική λέξη *sal- «σπίτι, αίθουσα», [106] και διανέμονται κυρίως γύρω από τη Μπράγκα, το Πόρτο και την κοιλάδα του ποταμού Μίνχο στην Πορτογαλία και γύρω από το Λούγο στη Γαλισία, συνολικά μερικές εκατοντάδες.

Στη σύγχρονη Γαλισία, τέσσερις ενορίες και έξι πόλεις και χωριά εξακολουθούν να ονομάζονται Suevos ή Suegos, από τη μεσαιωνική μορφή Suevos, όλες από τη λατινική Sueuos «Σουάβοι», και αναφέρονται σε παλαιούς οικισμούς των Σουάβων.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Montecchio, Luca (2006). I Visigoti e la rinascita culturale del secolo VII (στα Ιταλικά). Graphe.it Edizioni. σελ. 57. ISBN 88-89840-06-4. 
  2. Lodewijckx, Marc (1996). Archaeological and historical aspects of West-European societies: album amicorum André Van Doorselaer. Leuven: Leuven University Press. σελίδες 335–337. ISBN 90-6186-722-3. 
  3. Pitts, Lynn F. (1989). «Relations between Rome and the German 'Kings' on the Middle Danube in the First to Fourth Centuries A.D.». The Journal of Roman Studies 79: 45–58. doi:10.2307/301180. http://www.kroraina.com/varia/pdfs/pitts_Relations%20between%20Rome%20and%20the%20German%20%27Kings%27%20on%20the%20Middle%20Danube%20in%20the%20First%20to%20Fourth%20Centuries.pdf. Ανακτήθηκε στις 25 January 2012. 
  4. 4,0 4,1 4,2 Thompson, Romans and Barbarians, 152
  5. "Numerous barbarous and savage tribes, that is to say, the Marcomanni, the Quadi, the Vandals, the Sarmatians, the Suebi, in fact the tribes from nearly all of Germany, rose in rebellion"; "Moreover, other nations irresistible in numbers and might who are now oppressing the provinces of Gaul and Spain (namely, the Alans, Suebi, and Vandals, as well as the Burgundians who were driven on by the same movement)"; "two years before the taking of Rome, the nations that had been stirred up by Stilicho, as I have said, that is, the Alans, Suebi, Vandals as well as many others with them, overwhelmed the Franks, crossed the Rhine, invaded Gaul, and advanced in their onward rush as far as the Pyrenees", Paulus Orosius, History against the pagans, VII.15, 38 and 40.
  6. "Suebi, id est Alamanni", Gregory of Tours, History of the Franks, II.2
  7. 7,0 7,1 Procopius, History of the Wars, III.3
  8. 8,0 8,1 Hummer, Hans J. (March 1998). «The fluidity of barbarian identity: the ethnogenesis of Alemanni and Suebi, AD 200–500». Early Medieval Europe 7 (1): 1–27. doi:10.1111/1468-0254.00016. http://www.ffzg.unizg.hr/arheo/ska/tekstovi/alemanni_suebi.pdf. Ανακτήθηκε στις 25 January 2012. 
  9. Cambridge Ancient History, vol. 13, Late Antiquity: The Late Empire, ed. Averil Cameron and others (Cambridge, England: Cambridge University Press, 2001), s.v. "Barbarian Invasions and first Settlements"
  10. Megan Williams, Pers. Comm. San Francisco State University History Professor. 16 November 2010.
  11. Cambridge Ancient History, vol.13 s.v. "Barbarian Invasions and first Settlements"
  12. Michael Kulikowski, Late Roman Spain and its Cities (Baltimore, MD: Johns Hopkins University Press, 2004), 156–157
  13. Thompson, Romans and Barbarians, 150
  14. Kulikowski, Late Roman Spain and its Cities, 156–157
  15. Arce, Javier (2005). Bárbaros y romanos en Hispania (400 - 507 A.D.). Madrid: Marcial Pons Historia. σελίδες 52–54. ISBN 84-96467-02-3. 
  16. Burgess, The Chronicle of Hydatius, 81
  17. Thompson, Romans and Barbarians, 153
  18. Burgess, The Chronicle of Hydatius,83
  19. Thompson, Romans and Barbarians, 154
  20. 20,0 20,1 Burgess, The Chronicle of Hydatius, 83
  21. "Wallia ... to insure the security of Rome he risked his own life by taking over the warfare against the other tribes that had settled in Spain and subduing them for the Romans. However, the other kings, those of the Alans, the Vandals, and the Suebi, had made a bargain with us on the same terms, sending this message to the emperor Honorius: «Do you be at peace with us all and receive hostages of all; we struggle with one another, we perish to our own loss, but we conquer for you, indeed with permanent gain to your state, if we should both perish.»", Orosius, History against the pagans, VII.43
  22. "Calliciam Vandali occupant et Suaevi sitam in extremitate Oceani maris occidua", Hyd.41
  23. Quiroga, Jorge L.; Mónica R. Lovelle (1995–1996). «DE LOS VÁNDALOS A LOS SUEVOS EN GALICIA: Una visión crítica sobre su instalación y organización territorial en el noroeste de la Península Ibérica en el siglo V». Studia Historica. Historia Antigua 13-14: 421–436. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 June 2021. https://web.archive.org/web/20210628204024/http://reinosuevodegalicia.org/wp-content/uploads/2010/07/LopezQuiroga-Lovelle1996.pdf. Ανακτήθηκε στις 25 January 2012. 
  24. Thompson, Romans and Barbarians, 83
  25. 25,0 25,1 Donini and Ford, Isidore,40
  26. 26,0 26,1 26,2 Arias, Jorge C. (2007), IDENTITY AND INTERACTION:The Suevi and the Hispano-Romans, σελ. 37–38, https://www.scribd.com/doc/28736425/Hispano-Romans, ανακτήθηκε στις 25 January 2012 
  27. Robinson, Orrin (1992), Old English and its Closest Relatives  pages 194-5.
  28. Domingos Maria da Silva, Os Búrios, Terras de Bouro, Câmara Municipal de Terras de Bouro, 2006. (in Portuguese)
  29. Domingos Maria da Silva, Os Búrios, Terras de Bouro, Câmara Municipal de Terras de Bouro, 2006.
  30. Cambridge Ancient History, vol. 14, Late Antiquity: Empire and Successors, ed. Averil Cameron and others (Cambridge, England: Cambridge University Press, 2001), s.v. "Spain: The Suevic Kingtom"
  31. Kulikowski, Late Roman Spain and its Cities, 173
  32. Hydatius, 92
  33. Isidorus Hispalensis, Suevorum Historia, 85
  34. In words of Hydatius: "Rex Rechila Hispali obtenta Beticam et Carthaginensem prouincias in suam redigit potestatem", Hydatius, 115
  35. Kulikowski, Late Roman Spain and its Cities, 180–181
  36. Cambridge Ancient History, col. 14., s.v. "Spain: The Suevic Kingdom"
  37. Kulikowski, Late Roman Spain and its Cities, 183–184
  38. Thompson, Romans and Barbarians, 168
  39. Hydatius, 134
  40. Hydatius, 165
  41. Jordanes, Getica, XLIV
  42. Hydatius, 166
  43. Gillett, "The Birth of Ricimer", Historia: Zeitschrift für Alte Geschichte, 44 (1995), p. 382
  44. Thompson, Romans and Barbarians, 168–169
  45. Burgess, The Chronicles of Hydatius, 111
  46. Thompson, Romans and Barbarians, 166
  47. Thompson, Romans and Barbarians, 167
  48. Hydatius, 196
  49. Thompson, Romans and Barbarians, 167–168
  50. Thompson, Romans and Barbarians, 171
  51. Hydatius, 237
  52. López Carreira, Anselmo (2005). O reino medieval de Galicia (1. έκδοση). Vigo: A nosa terra. σελίδες 59–60. ISBN 84-96403-54-8. 
  53. Arias, Bieito (2011). Camiño Noia, επιμ. Historia da Santa Igrexa de Iria. σελίδες 105–106. ISBN 978-84-8158-526-1. 
  54. Ferreiro, Alberto (1997). «VEREMUNDU R(EG)E: REVISITING AN INSCRIPTION FROM SAN SALVADOR DE VAIRÃO (PORTUGAL)». Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 116: 263–272. http://www.uni-koeln.de/phil-fak/ifa/zpe/downloads/1997/116pdf/116263.pdf. Ανακτήθηκε στις 30 January 2012. 
  55. Gonzalez, Francisco Antonio (1850). Coleccion de Cánones de la Iglesia Española, II. σελίδες 1018–1023. 
  56. 56,0 56,1 56,2 56,3 Thompson, 86.
  57. Ferreiro, 198 n8.
  58. 58,0 58,1 Thompson, 83.
  59. Torres Rodríguez, Casimiro (1977). El reino de los suevos. A Coruña: Fundación Pedro Barrie de la Maza. σελίδες 198–202. ISBN 84-85319-11-7. 
  60. Thompson, 87.
  61. Ferreiro, 199.
  62. Thompson, 88.
  63. Ferreiro, 207.
  64. Young, Simon (2002). Britonia : camiños novos. [Noia, A Coruña]: Toxosoutos. ISBN 84-95622-58-0. 
  65. 65,0 65,1 65,2 Koch, John T. (2006). "Britonia". In John T. Koch, Celtic Culture: A Historical Encyclopedia. Santa Barbara: ABC-CLIO, p. 291.
  66. Gonzalez, Francisco Antonio (1850). Coleccion de Cánones de la Iglesia Española, II. σελ. 614. 
  67. Ferreiro, 199 n11.
  68. David, Pierre (1947). Études historiques sur la Galice et le Portugal du VIe au XIIe siècle. Livraria Portugália Editora. σελίδες 19–82. 
  69. "ad ipsum locum Lucensem grandis erat semper conventio Suevorum", cf. Novo Güisán, José Miguel (1997–1998). «Lugo en los tiempos oscuroslas menciones literarias de la ciudad entre los siglos V y X (III)». Boletín do Museo Provincial de Lugo 8 (2): 177–194. http://www.museolugo.org/revistas/artigos/10_Fern%C3%A1ndez%20%5BLugo_tiempos%20oscuros%5D.pdf. Ανακτήθηκε στις 30 January 2012. 
  70. «Martin of Braga: Formula Vitae Honestae». www.thelatinlibrary.com. 
  71. Iohannes Biclarensis, Chronicon
  72. 72,0 72,1 Cambridge Ancient History, vol. 14., s.v. "Spain: The Suevic Kingdom"
  73. Thompson, E.A. (1979). Los godos en España (2a. έκδοση). Madrid: Alianza Editorial. σελίδες 76–109. ISBN 84-206-1321-5. 
  74. Cf. Arias, Jorge C. (2007), IDENTITY AND INTERACTION:The Suevi and the Hispano-Romans, σελ. 27–28, https://www.scribd.com/doc/28736425/Hispano-Romans, ανακτήθηκε στις 25 January 2012 
  75. Cf. Arias, Jorge C. (2007), IDENTITY AND INTERACTION:The Suevi and the Hispano-Romans, σελ. 30–31, https://www.scribd.com/doc/28736425/Hispano-Romans, ανακτήθηκε στις 25 January 2012 
  76. History of the Franks, V.41
  77. Thompson, E.A. (1979). Los godos en España (2a. έκδοση). Madrid: Alianza Editorial. σελ. 82. ISBN 84-206-1321-5. 
  78. Gregory of Tours, Historia Francorum, VI.43
  79. Gregory of Tours, Historia Francorum, VI.43. Whilst John of Biclaro, and Isidore of Seville after him, narrates a different account, the version of Gregory is usually taken as the most faithful one. Cf. Thompson, E.A. (1979). Los godos en España (2a. έκδοση). Madrid: Alianza Editorial. σελ. 87. ISBN 84-206-1321-5. 
  80. Thompson, E.A. (1979). Los godos en España (2a. έκδοση). Madrid: Alianza Editorial. σελ. 88. ISBN 84-206-1321-5. 
  81. Gregory of Tours, Historia Francorum, V.43.
  82. Iohannes Blicarensis, Chrocicon.
  83. Thompson, E.A. (1979). Los godos en España (2a. έκδοση). Madrid: Alianza Editorial. σελ. 91. ISBN 84-206-1321-5. 
  84. Donini and Ford
  85. 85,0 85,1 Thompson 1979, 105
  86. 86,0 86,1 Ferreiro, Alberto (1986). «The omission of Saint Martin of Braga in John of Biclaro's Chronica and the third council of Toledo». Antigüedad y Cristianismo III: 145–150. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-07-23. https://web.archive.org/web/20110723062333/http://revistas.um.es/ayc/article/viewFile/58861/56681. Ανακτήθηκε στις 31 January 2012. 
  87. Gonzalez, Francisco Antonio (1850). Coleccion de Cánones de la Iglesia Española, II. σελ. 1030. 
  88. Díaz, Pablo C. (2004). «Minting and administrative organization in late antique Gallaecia». Zephyrvs 57: 367–375. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 November 2011. https://web.archive.org/web/20111111220512/http://reinosuevodegalicia.org/wp-content/uploads/2010/07/DiazMartinez2004.pdf. Ανακτήθηκε στις 10 February 2012. 
  89. 89,0 89,1 "The small proprietors in contrast were men of overwhelmingly Celtic, Roman and Suevic stock, not Visigoths, for in the century since Leovigild's conquest of the Suevic kingdom in 585 there had been no perceptible Visigothic migration to the northwest.", Bishko, Charles Julian (1984). Spanish and Portuguese monastic history, 600-1300. London: Variorum Reprints. σελ. 21. ISBN 978-0-86078-136-3. 
  90. García Turza, Claudio (2004). «El Códice Emilianense 31 de la Real Academia de la Historia. Presentación de algunas de las voces de interés para el estudio lingüístico del latín medieval y del iberorromance primitivo». Aemilianense I: 95–170 [111]. http://dialnet.unirioja.es/servlet/fichero_articulo?codigo=1083402&orden=60323. Ανακτήθηκε στις 10 February 2012. 
  91. Cf. Gillett (2003), and Arce (2005) p. 134
  92. R.W. Burgess, Trans., The Chronicle of Hydatius (Oxford, England: Oxford University Press, 1993), 3
  93. Burgess, The Chronicle of Hydatius, 4
  94. Burgess, The Chronicle if Hydatius, 5
  95. "Vituperation of barbarians as untrustworthy was an ancient commonplace", Gillett (2003) pp. 55-56
  96. E.A. Thompson, Romans and Barbarians (Madison, WI: University of Wisconsin Press, 1982), 1.
  97. 97,0 97,1 Arias, Jorge C. (2007), IDENTITY AND INTERACTION:The Suevi and the Hispano-Romans, σελ. 5, https://www.scribd.com/doc/28736425/Hispano-Romans, ανακτήθηκε στις 25 January 2012 
  98. Scholasticus, Fredegarius; Jacobs, Alfred (1862), History of the Franks, https://books.google.com/books?id=0XUaAAAAYAAJ&pg=PP9  II.2
  99. Guido Donini and Gordon B. Ford, Jr., Trans., Isidore of Seville's History of the Kings of the Goths, Vandals, and Suevi (Leiden, Netherlands: E.J. Brill, 1966), VIII.
  100. Arias, Jorge C. (2007), IDENTITY AND INTERACTION:The Suevi and the Hispano-Romans, σελ. 6, https://www.scribd.com/doc/28736425/Hispano-Romans, ανακτήθηκε στις 25 January 2012 
  101. Thompson, Romans and Barbarians, 217–218
  102. Thompson, Romans and Barbarians, 219
  103. As writer-historian Xoán Bernárdez Vilar has pointed out, cf. Varias investigacións recuperan a memoria do Reino Suevo, http://www.culturagalega.org/temadia_arquivo.php?id=4740 
  104. Corbal, Margarita Vazquez. "The southwestern border between Galicia and Portugal during the 12th and 13th century 13th centuries: a space for. https://www.academia.edu/30105295. 
  105. Carballo Calero, Ricardo (1979). Gramática elemental del gallego común (7. έκδοση). Vigo: Galaxia. σελ. 58. ISBN 978-84-7154-037-9. 
  106. 106,0 106,1 Kremer, Dieter (2005), «El elemento germánico y su influencia en la historia lingüística peninsular», Historia de la lengua española, by Rafael Cano (Ariel): 133–148, ISBN 84-344-8261-4, https://books.google.com/books?id=KzF-haPlyiQC&q=laverca&pg=PT136 Kremer, Dieter (2005), "El elemento germánico y su influencia en la historia lingüística peninsular", Historia de la lengua española, by Rafael Cano, Ariel, pp. 133–148, ISBN 84-344-8261-4
  107. 107,0 107,1 107,2 107,3 107,4 107,5 107,6 107,7 Orel, Vladimir (2003). A handbook of Germanic etymology. Leiden [u.a.]: Brill. ISBN 90-04-12875-1. 
  108. DCECH s.v. laverca
  109. 109,0 109,1 Kremer 2004: 140
  110. Kremer 2004: 146
  111. DCECH s.v. grabar
  112. DCECH s.v. amagar; Orel 2003 s.v. *magōn
  113. DCECH s.v. bramar; Orel 2003 s.v. *brem(m)anan
  114. DCECH s.v. trousa; Orel 2003 s.v. *dreusanan
  115. DCECH s.v. brétema
  116. DCECH s.v. gabarse
  117. DCECH s.v. rebuznar; Orel 2003 s.v. *hurnjanan
  118. DCECH s.v. tapa; Orel 2003 s.v. *tappōn
  119. DCECH s.v. veta
  120. Kremer 2004: 139-140; Orel 2003 s.v. *saliz
  121. Boullón Agrelo, Ana Isabel (1999). Antroponomia medieval galega (ss. VIII - XII). Tübingen: Niemeyer. ISBN 978-3-484-55512-9. 
  122. Sachs, Georg (1932). Die germanischen Orstnamen in Spanien und Portugal. Leipzig: Jena. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]