Μετατόπιση συμφώνων στις γερμανικές γλώσσες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η μετατόπιση συμφώνων προσδιορίζει δύο μεγάλες ομάδες φωνητικών μεταβολών στις τευτονικές ή πρωτογερμανικές γλώσσες, οι οποίες αφορούν σε φωνητική μετακίνηση (γερμ. Lautverschiebung), δηλαδή σε τροπή μιας ολόκληρης κατηγορίας συμφώνων σε μία άλλη. Οι εν λόγω αλλαγές καθόρισαν εν πολλοίς τη σημερινή εικόνα των γερμανικών γλωσσών και αποτέλεσαν ένα από τα πρώτα πεδία έρευνας της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας. Οι κανονικότητες που ανακαλύφθηκαν από τους γλωσσολόγους έθεσαν τα θεμέλια για τον ορισμό του φωνητικού νόμου (Lautgesetz), καθώς και για την έννοια της εσωτερικής και εξωτερικής επανασύνθεσης ή αποκατάστασης (Rekonstruktion).

Πρώτη μετατόπιση συμφώνων – Ο νόμος του Γκριμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μολονότι και άλλοι λόγιοι προηγήθηκαν σημειώνοντας το φαινόμενο, ο Δανός Ράσμους Κρίστιαν Ρασκ (Rasmus Kristian Rask, 1787-1832) υπήρξε ο πρώτος[1] που διαπίστωσε (το 1818) ότι ορισμένες μεταβολές σε σύμφωνα των γερμανικών γλωσσών παρουσίαζαν τέτοια κανονικότητα, ώστε να μπορούν να διατυπωθούν κανόνες για αυτές. Ο Ράσκ παρατήρησε ότι συχνά οι ελληνικές και λατινικές λέξεις με άηχο κλειστό σύμφωνο [p, t, k] αντιστοιχούσαν σε γερμανικές με τριβόμενο [f, θ, x] (λ.χ. αρχ. πατήρ, λατ. pater, αλλά γερμ. Vater, αγγλ. father – αρχ. πούς, λατ. pes, αλλά γερμ. Fuß, αγγλ. foot).[2] Την κανονικότητα που διέπει το όλο σύστημα διατύπωσε επιστημονικά και με συστηματικό τρόπο ο Γερμανός λόγιος Γιάκομπ Γκριμ (Jakob Grimm, 1785-1863),[3] ένας από τους διάσημους αδελφούς Γκριμ.

Οι αδελφοί Βίλελμ και Γιάκομπ Γκριμ (ο Γιάκομπ δεξιά)

Ο Γκριμ διατύπωσε μετά από σχολαστική έρευνα τη σειρά μεταβολών των ΠΙΕ (πρωτοϊνδοευρωπαϊκών) κλειστών συμφώνων στην Πρωτογερμανική ή Τευτονική (ΠΓ), η οποία αποτελεί τον κοινό πρόγονο όλων των γερμανικών γλωσσών. Επειδή οι μεταβολές αυτές προηγήθηκαν της διασπάσεως των εν λόγω γλωσσών, τεκμήρια της εφαρμογής του νόμου συναντώνται σε κάθε γερμανική γλώσσα, ανεξαρτήτως κλάδου. Η ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία χρονολογεί την πρώτη συμφωνική μετατόπιση τον 5ο αιώνα μ.Χ. (παραδοσιακή άποψη) ή και νωρίτερα, τον 1ο περίπου αιώνα μ.Χ. (νεότερη άποψη).[4]

Με βάση τη σύγχρονη κατανόηση, η πρώτη συμφωνική μετατόπιση περιλαμβάνει τρεις φάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να εκληφθούν ως αλυσίδα διαδοχικών φωνητικών μεταβολών:

  • 1) Τα ΠΙΕ άηχα κλειστά [*p, *t, *k] τρέπονται σε ΠΓ άηχα τριβόμενα [f, þ, h].
  • 2) Τα ΠΙΕ ηχηρά κλειστά [*b, *d, *g] τρέπονται σε ΠΓ άηχα κλειστά [p, t, k].
  • 3) Τα ΠΙΕ ηχηρά δασέα [*bh, *dh, *gh] τρέπονται σε ΠΓ ηχηρά κλειστά [b, d, g].

Οι μεταβολές αυτές παρουσιάζουν μια αλυσίδα κυκλικής αναπτύξεως[5], η οποία φαίνεται ότι συμπλήρωσε κενά στο φωνολογικό σύστημα της πρωτογερμανικής γλώσσας και έδειξε ότι η δομική οργάνωση της άρθρωσης δεν διέπεται από τυχαιότητα. Επειδή ορισμένες μεταγενέστερες μεταβολές στις γερμανικές γλώσσες έχουν επιφέρει περαιτέρω αλλαγές στα σύμφωνα, οι τρεις φάσεις της μετατόπισης περιγράφονται παρακάτω με τα πλέον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.[6]

Φάση 1: ΠΙΕ [*p, *t, *k] > ΠΓ [f, þ, h][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα άηχα κλειστά τρέπονται σε άηχα τριβόμενα πιθανώς με τη μεσολάβηση ενός σταδίου κατά το οποίο προφέρονταν ως δασέα [ph, th, kh], πράγμα που αντιστοιχεί στην αλλαγή προφοράς των αρχ. ελληνικών δασέων φ, θ, χ στα σημερινά τριβόμενα (λ.χ. φέρω [bhéro:] > [féro]).

  • ΠΙΕ [*p] > ΠΓ [f]:

«πατέρας», πρωτογερμ. *fader (> γερμ. Vater, αγγλ. father, δαν. far) || πβ. αρχ. ελλ. πατήρ, λατ. pater, σανσκρ. pitā.

«πόδι», πρωτογερμ. *fūt- (> γερμ. Fuß, αγγλ. foot, ολλ. voet, δαν. fod, ισλ. fótur) || πβ. αρχ. ελλ. πούς, λατ. pes, λιθ. pėda.

  • ΠΙΕ [*t] > ΠΓ [þ]:

«τρίτος», πρωτογερμ. *þrid-jō- (> γερμ. dritte, αγγλ. third, ολλ. derde, ισλ. þriđji) || πβ. αρχ. ελλ. τρίτος, λατ. tertius, λιθ. trys.

  • ΠΙΕ [*k] > ΠΓ [h]:

«σκύλος», πρωτογερμ. *hunda- (> γερμ. Hund, αγγλ. hound «κυνηγετικός σκύλος», ολλ. hond, ισλ. hundur) || πβ. αρχ. ελλ. κύων, λατ. canis, παλ. ιρλ. , ουαλ. ci.

Φάση 2: ΠΙΕ [*b, *d, *g] > ΠΓ [p, t, k][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ηχηρά κλειστά τρέπονται σε άηχα κλειστά, συμπληρώνοντας το δομικό κενό που προκλήθηκε στο σύστημα από τη μετακίνηση της προηγούμενης Φάσης. Δεν υπάρχει βεβαιωμένο δείγμα μετακινήσεως ΠΙΕ [*b] > ΠΓ [p],[7] οπότε τα στοιχεία που ακολουθούν έχουν αντληθεί από τις άλλες δύο μετατοπίσεις.

  • ΠΙΕ [*d] > ΠΓ [t]

«δέκα», πρωτογερμ. *tehun (> αγγλ. ten, ολλ. tien, νορβ. ti, σουηδ. tio, ισλ. tíu) || πβ. αρχ. ελλ. δέκα, λατ. decem, παλ. ιρλ. deich, λιθ. dešimtìs.

  • ΠΙΕ [*g] > ΠΓ [k]

«κρύο, πάγος», πρωτογερμ. *kalda- (> γερμ. kalt, αγγλ. cold, ολλ. koud, σουηδ. kall, ισλ. kaldur) || πβ. λατ. gelū, λιθ. gélmenis, ρωσ. gólot «λεπτός πάγος».

Φάση 3: ΠΙΕ [*bh, *dh, *gh] > ΠΓ [b, d, g][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αρχικά ηχηρά δασέα τρέπονται σε ηχηρά κλειστά (με αποδάσυνση), συμπληρώνοντας το κενό που προκλήθηκε στο σύστημα από τη μετακίνηση της προηγούμενης Φάσης.

  • ΠΙΕ [*bh] > ΠΓ [b]

«αδελφός», πρωτογερμ. *brōþēr (> γερμ. Bruder, αγγλ. brother, ολλ. broeder, ισλ. bróðir) || πβ. αρχ. ελλ. φράτηρ, σανσκρ. bhrātar, πολ. brat, λιθ. (υποκορ.) brolis.

  • ΠΙΕ [*dh] > ΠΓ [d]

«θύρα, πόρτα», πρωτογερμ. *dur- (> αγγλ. door, ολλ. deur, σουηδ. dörr, ισλ. dyr) || πβ. αρχ. ελλ. θύρα, λατ. πληθ. forēs (με περαιτέρω φωνητική εξέλιξη), ουαλ. dôr, λιθ. dùrys.

  • ΠΙΕ [*gh] > ΠΓ [g]

«χήνα», πρωτογερμ. *gans- (> γερμ. Gans, αγγλ. goose, σουηδ. gås, ισλ. gæs) || πβ. αρχ. ελλ. χήν, λιθ. žąsìs.

Εξαιρέσεις και ερμηνεία τους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ίδιος ο Γκριμ είχε διαπιστώσει ευθύς εξ αρχής ότι ορισμένοι τύποι της Τευτονικής και των γλωσσών που προέκυψαν από αυτήν συγκρούονταν με το κανονιστικό σχήμα του νόμου που είχε προτείνει. Το 1862 ο Γερμανός γλωσσολόγος C. Lottner συγκέντρωσε το σύνολο του υλικού σε άρθρο του, προκειμένου να ομαδοποιήσει τα δεδομένα και να διευκολύνει τη συστηματική ερμηνεία των εξαιρέσεων.[8] Πολύ σύντομα διαπιστώθηκε ότι οι φαινομενικές παρεκκλίσεις εντάσσονταν ουσιαστικά σε διαφορετικά κανονιστικά σχήματα, πράγμα που ενίσχυσε την πεποίθηση της αναπτυσσόμενης συγκριτικής γλωσσολογίας στην αξιοπιστία των φωνητικών νόμων.

Οι τομείς εξαιρέσεων που ερευνήθηκαν και εξηγήθηκαν ήταν οι ακόλουθοι τρεις:

  • Διατήρηση αήχων κλειστών – Ο νόμος των Ζίβερς και Γέσπερσεν

Ενώ αναμενόταν ότι τα ΠΙΕ άηχα κλειστά [*p, *t, *k] θα τρέπονταν σε ΠΓ άηχα τριβόμενα [f, þ, h], παρατηρήθηκε από τον Γερμανό γλωσσολόγο Έντουαρντ Ζίβερς (Eduard Sievers) και τον Δανό Ότο Γέσπερσεν (Otto Jespersen) ότι τα άηχα κλειστά διατηρούνταν, όταν προηγείτο τριβόμενο σύμφωνο, κυρίως το [s].[9] Η τυποποίηση του νόμου τους έχει ως εξής:

ΠΙΕ [*p, *t, *k] ≡ ΠΓ [s / fricatives] ~ /

Ο νόμος των Ζίβερς και Γέσπερσεν εξηγεί γιατί λ.χ. διατηρήθηκε το άηχο κλειστο [t] στο γερμ. ist «είναι» ή στα (ομόρριζα του αρχ. ἵσταμαι) αγγλ. stand, γερμ. stehen, ολλ. staan, σουηδ. stå κ.ά. Κατανοούμε επίσης ότι η παρουσία του τριβομένου [h] παρεμπόδισε την τροπή του [t] σε [þ] σε περιπτώσεις όπως η λ. για τον αριθμό «οκτώ» (λ.χ. αγγλ. eight, γερμ. acht) ή για τη «νύχτα» (λ.χ. γοτθ. nahts, αγγλ. night, γερμ. Nacht).

Ο ακόλουθος πίνακας συνοψίζει τα συμπεράσματα του νόμου των Ζίβερς και Γέσπερσεν:

Συμφωνικό σύμπλεγμα Μη γερμανικές γλώσσες Γερμανικές (τευτονικές) γλώσσες
*sp- λατ. spuere «φτύνω, εξεμώ» αγγλ. spew, γοτθ. speiwan, ολλ. spuien, γερμ. speien, δαν., νορβ., σουηδ. spy, ισλ. spýja
*st- λατ. stāre «στέκομαι, ίσταμαι», ιρλ. stad, σανσκρ. sta-, ρωσ. стать (stat'), λιθ. stoti αγγλ. stand, ολλ. staan, γερμ. stehen, ισλ. standa, δαν., νορβ., σουηδ. stå
*sk- 1) λιθ. skurdus «βραχύς, κοντός» 2) λατ. miscere «ανακατεύω» 1) αγγλ. short, ισλ. skorta, παλ. άνω γερμ. scurz

2) παλ. άνω γερμ. miskan, γερμ. mischen

*skʷ- ιρλ. scioll «επιπλήττω, μαλώνω» αγγλ. scold, παλ. νορβ. skäld, ισλ. skáld, ολλ. schelden
  • Ανομοίωση των δασέων – Ο νόμος του Γκράσμαν

Ο Γερμανός γλωσσολόγος Χέρμαν Γκράσμαν (Hermann Grassmann) ξεκίνησε από δεδομένα της Αρχαίας Ελληνικής, αλλά επεξέτεινε τα συμπεράσματά του και σε λεξικούς τύπους των γερμανικών γλωσσών, οι οποίοι παρουσίαζαν αξιοσημείωτη απόκλιση από την πρώτη μετατόπιση των συμφώνων: Φαινόταν ότι ορισμένα πρωτογερμανικά (ΠΓ) ηχηρά κλειστά [b, d, g] δεν αντιστοιχούσαν, όπως προέβλεπε ο νόμος του Γκριμ, σε ΠΙΕ ηχηρά δασέα [*bh, *dh, *gh], αλλά σε ΠΙΕ ηχηρά κλειστά.

Ο Γκράσμαν μελέτησε το υλικό και το 1863 προχώρησε στη διαπίστωση ότι τα ΠΓ ηχηρά κλειστά σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν υστερογενή, δηλαδή είχαν προκύψει μετά τη μετατόπιση των συμφώνων ως αποτέλεσμα ανομοιώσεως (dissimilation) προς άλλα δασέα σύμφωνα παρακείμενης συλλαβής. Αν δύο διαδοχικές συλλαβές περιείχαν δασύ σύμφωνο, το ένα από αυτά υφίστατο αποδάσυνση (έχανε τη δασύτητά του) και τρεπόταν στο αντίστοιχο κλειστό (πβ. αρχ. ελλ. πέφυκα αντί *φέ-φυ-κα, τίθημι αντί *θί-θη-μι, θρίξ – τριχός αντί *θριχός κ.ά). Παρόμοιο φαινόμενο διαπιστώθηκε επίσης στις ινδοϊρανικές γλώσσες και κυρίως στη Σανσκριτική.[10]

Εφαρμοζόμενος στις γερμανικές γλώσσες ο νόμος του Γκράσμαν εξηγεί περιπτώσεις όπως η λ. με τη σημ. «κόρη»: ΠΙΕ [*dhughəter], πβ. γοτθ. dauhtar, γερμ. Tochter, αγγλ. daughter, επίσης αρχ. ελλ. θυγάτηρ, σανσκρ. duhitā, αρμεν. dustr κ.ά.

  • Ο ρόλος του τόνου – Ο νόμος του Φέρνερ
Καρλ Φέρνερ

Από την αρχική διατύπωση του νόμου του Γκριμ είχε επισημανθεί ότι μια αξιοσημείωτη κατηγορία λέξεων δεν συμμορφωνόταν με τα αναμενόμενα φωνητικά προϊόντα του. Συγκεκριμένα, με βάση τον νόμο της πρώτης μετατόπισης, τα ΠΙΕ άηχα κλειστά [*p, *t, *k] τρέπονται στα αντίστοιχα ΠΓ άηχα τριβόμενα [f, þ, h]· εντούτοις, σε αρκετές λέξεις με βεβαιωμένα ΠΙΕ άηχα κλειστά (μέσω της συγκρίσεως τύπων από την Ελληνική, τη Λατινική, τη Σανσκριτική κ.ο.κ.) η ΠΓ γλώσσα απέδιδε ηχηρά τριβόμενα, τα οποία υπό ορισμένες συνθήκες κλειστοποιούνταν [v/b, ð/d, g/γ].

Χαρακτηριστική εικόνα του προβλήματος μπορούμε να αντλήσουμε από τις λέξεις με τη σημ. «πατέρας» και «αδελφός». Το ΠΙΕ [*pətēr] «πατέρας» αντιστοιχεί στο ΠΓ *fader (βλ. κ. Φάση 1 ανωτέρω, πβ. αγγλ. father, γερμ. Vater) και, επομένως, παρουσιάζει κανονικά τη μετατόπιση στο αρχικό σύμφωνο [*p] > [f], αλλά όχι στο εσωτερικό, όπου έχουμε [*t] > [d] (αντί [þ]). Περιέργως όμως, η ΠΙΕ λέξη [*bhrətēr] «αδελφός», αν και εξ ολοκλήρου παρόμοιας δομής, ακολουθεί κανονικά τον νόμο του Γκριμ και αποδίδει τον αναμενόμενο ΠΓ τύπο *brōþēr (βλ. κ. Φάση 2 ανωτέρω, πβ. αγγλ. brother, γερμ. Bruder).

Το 1876 ο Δανός γλωσσολόγος Καρλ Φέρνερ (Karl Verner) (1846-96) μελέτησε συστηματικά τις παραμέτρους του φαινομένου και κατέληξε σε μια ερμηνεία, η οποία ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζει με τη διαύγειά της.[11] Ο Φέρνερ ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι η ανωμαλία εμφανιζόταν πολύ συχνά στα λεγόμενα «ισχυρά» ρήματα. Συμπέρανε, επομένως, ότι «η αιτία της διαφοροποίησης θα πρέπει να αναζητηθεί σε κάποιον ιδιαίτερο φωνητικό παράγοντα, ο οποίος υπόκειται σε μεταβολή κατά την κλίση». Αφού απέκλεισε προσεκτικά άλλες αιτίες, κατέληξε στην υπόθεση ότι ο μόνος παράγοντας που θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή ήταν ο ελεύθερος τόνος της Ινδοευρωπαϊκής, ο οποίος διασώζεται καλώς στη σανσκριτική γλώσσα.

Ο Φέρνερ βρήκε τη λύση. Διαπίστωσε ότι τα μη αναμενόμενα ηχηρά τριβόμενα εμφανίζονταν αν δεν ήταν αρχικά στη λέξη και αν το προηγούμενο φωνήεν ήταν άτονο στην ΠΙΕ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Σανσκριτικής. Ακολουθώντας τον τρόπο σκέψεως των Νεογραμματικών, υποστήριξε περαιτέρω ότι τα ΠΙΕ άηχα κλειστά είχαν κανονικά τραπεί σε άηχα τριβόμενα και τα τελευταία, με τη σειρά τους, ηχηροποιήθηκαν εφόσον δεν προηγείτο τονούμενο φωνήεν. Η εν λόγω συνθήκη τυποποιείται ως εξής:

ΠΙΕ [*p, *t, *k] → ΠΓ [v/b, ð/d, g/γ] / ‘ ~

Είναι προφανές τώρα γιατί τα προϊόντα των ΠΙΕ [*pətēr] «πατέρας» και [*bhrətēr] «αδελφός» διαφέρουν. Η Σανσκριτική δείχνει ότι η θέση του τόνου διαφέρει: pitá αλλά bhrátā. Συνεπώς, το ΠΓ *fader παρουσιάζει ηχηρό τριβόμενο επειδή στην ΠΙΕ προηγείται άτονη συλλαβή, ενώ το ΠΓ *brōþēr παρουσιάζει άηχο τριβόμενο (κατά τον νόμο του Γκριμ) επειδή στην ΠΙΕ προηγείται τονούμενη συλλαβή. Χάρις στον νόμο του Φέρνερ, κατανοούμε γιατί οι γερμ. λέξεις για τον αριθμό «επτά» παρουσιάζουν ηχηρό σύμφωνο: γοτθ. sibun, παλ. άνω γερμ. sivun (> γερμ. sieben, αγγλ. seven), ενώ αρχ. ελλ. ἑπτά, λατ. septem, σανσκρ. saptá (που δείχνει ότι στην ΠΙΕ προηγείτο άτονη συλλαβή).

Εφόσον ο νόμος του Φέρνερ λαμβάνει υπ’ όψιν τον ΠΙΕ τονισμό, η μετακίνηση του τόνου στις ΠΓ γλώσσες θα πρέπει να συνέβη μετά τη λειτουργία του εν λόγω νόμου. Ωστόσο, το ζήτημα της σχετικής χρονολόγησης (γερμ. relative Chronologie) του νόμου του Φέρνερ είναι καθ' αυτό αρκετά περίπλοκο και αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων στη βιβλιογραφία.[12]

Δεύτερη μετατόπιση συμφώνων - Οι τέσσερεις φάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως δεύτερη μετατόπιση συμφώνων (γερμ. zweite Lautverschiebung) προσδιορίζεται στη συγκριτική γλωσσολογία μια σειρά φωνολογικών μεταβολών, η οποία συνέβη στις νότιες διαλέκτους των δυτικών γερμανικών γλωσσών, πιθανώς μεταξύ 3ου και 5ου αι. μ.Χ., και σχεδόν ολοκληρώθηκε πριν από τα πρώτα γραπτά μνημεία της Άνω Γερμανικής (9ος αιώνας). Ως αποτέλεσμα, η γλώσσα που προέκυψε, γνωστή ως Παλαιά Άνω Γερμανική (αγγλ. Old High German), διακρίνεται σαφώς από τις υπόλοιπες ηπειρωτικές δυτικογερμανικές γλώσσες, οι οποίες ως επί το πλείστον δεν παρουσιάζουν τη μετατόπιση, και από την Παλαιά Αγγλική, η οποία έμεινε εξ ολοκλήρου ανεπηρέαστη. Η μετατόπιση χώρισε ουσιαστικά τις γερμανικές γλώσσες σε δύο ομάδες: την Κάτω Γερμανική στον βορρά (που δεν επηρεάστηκε) και την Άνω Γερμανική στον νότο (που επηρεάστηκε).

Ο Γερμανός γλωσσολόγος Γιάκομπ Γκριμ υπήρξε επίσης εκείνος που συστηματοποίησε το υλικό και εξήρε τις προϋποθέσεις εφαρμογής αυτής της δεύτερης μετατόπισης (όπως και της πρώτης).

Ο μηχανισμός της μετατόπισης – Γενική περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δεύτερη μετατόπιση επηρέασε κατ’ εξοχήν τα σύμφωνα που είχαν προκύψει από την πρώτη μετατόπιση (νόμος του Γκριμ, βλ. ανωτέρω). Εν ολίγοις, μπορεί να λεχθεί ότι η βασική αλλαγή ήταν η προστριβοποίηση (affrication) των κλειστών συμφώνων, η οποία ενίοτε οδήγησε σε συριστικοποίησή τους (spirantisation). Τα προϊόντα της μετατόπισης εξηγούν γιατί πολλές λέξεις της σύγχρονης Γερμανικής διαφέρουν από τις αντίστοιχες της σύγχρονης Αγγλικής ή της Ολλανδικής.

Η μελέτη των σχετικών μεταβολών αποτυπώνεται στον ακόλουθο συγκριτικό πίνακα, όπου διαχωρίζονται τα προϊόντα της μετατόπισης ανάλογα με τη θέση του συμφώνου και την αρθρωτική του ταυτότητα.

Άηχα κλειστά
Διπλασ. έκκροτα
Ηχηρά κλειστά
Διπλασ. κλειστά Άηχα τριβόμενα
Διπλασ. τριβόμενα
Αρχικά Ενδοφων.
Τελικά 1
2
3
*p →
pf ff f ppf *b →
p p / b b pp *θ →
d *θθ →
tt
*t →
ts ss s tts *d →
t t / d d tt *f →
b *ff →
ff
*k →
kx xx x kkx *g →
k k /g g kk *x →
x *xx →
xx

Η μετατόπιση έλαβε χώρα σε τέσσερεις φάσεις, οι οποίες επηρέασαν τα άηχα κλειστά της Παλαιάς Άνω Γερμανικής (ΠΑΓ) κατά κύματα:

  1. Τα άηχα κλειστά γίνονται άηχα τριβόμενα μετά από φωνήεν και στο τέλος της λέξεως (πβ. αγγλ. ship – γερμ. Schiff).[13]
  2. Τα άηχα κλειστά γίνονται προστριβή (εν προκειμένω, έκκροτα) στην αρχή της λέξεως, μετά από μη τριβόμενα σύμφωνα και όταν είναι διπλά (πβ. αγγλ. apple – γερμ. Apfel).
  3. Τα ηχηρά κλειστά αηχοποιούνται (πβ. αγγλ. day – γερμ. Tag).
  4. To άηχο τριβόμενο [þ] προχωρεί σε ηχηροποίηση και κλειστοποίηση [d] (πβ. αγγλ. this – γερμ. dies).
  • Φάση 1: ΠΓ [p, t, k] > ΠΑΓ [f, s, h] / Φ ~ ή ~ #

Η πρώτη φάση θεωρείται ότι ξεκίνησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. και επηρέασε ολόκληρη τη γλωσσική επικράτεια της Άνω Γερμανικής. Τα άηχα κλειστά τρέπονται στα αντίστοιχα τριβόμενα εφόσον προηγείται φωνήεν ή βρίσκονται στο τέλος της λέξεως. Ορισμένοι διαλεκτικοί τύποι έχουν οδηγήσει στην υπόθεση ότι μεσολάβησε ένα στάδιο διπλασιασμού του τριβομένου και κατόπιν ακολούθησε απλοποίηση, δηλαδή [p] > [ff] > [f], [k] > [hh] > [h]. Στην περίπτωση του οδοντικού [t] η περαιτέρω φωνητική εξέλιξη επέφερε συριστικοποίηση [ss] > [s].

Παραδείγματα

«κοιμούμαι», ΠΓ *slæp-a- || γερμ. schlafen, αλλά αγγλ. sleep, ολλ. slapen.

«πλοίο», ΠΓ *skipa- || γερμ. Schiff, αλλά αγγλ. ship, ολλ. schip, σουηδ. skepp.

«τρώγω», ΠΓ *et-a- || γερμ. essen, αλλά αγγλ. eat, ολλ. eten, ισλ. eta.

«τι», ΠΓ *hwat- || γερμ. was (< ΠΑΓ hwaz), αλλά αγγλ. what.

«κάνω», ΔΓ *mak-ō- || γερμ. machen (< ΠΑΓ mahhōn), αλλά αγγλ. make, ολλ. maken.

«εγώ», ΠΓ. *ek- || γερμ. ich, αλλά αγγλ. I (< παλ. αγγλ. ic), ολλ. ik, σουηδ. jag.

  • Φάση 2: ΠΓ [p, t, k] > ΠΑΓ [pf, ts, kh] / # ~ ή Σ ~ ή ~~

Η δεύτερη φάση θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε κατά τον 8ο αιώνα, επηρέασε δε τα άηχα κλειστά που είχαν μείνει αναλλοίωτα από την πρώτη φάση. Συγκεκριμένα μετέβαλε σε προστριβή όσα βρίσκονταν σε αρχική θέση, ήταν διπλά ή ακολουθούσαν μη τριβόμενα σύμφωνα. Στην περίπτωση του [k] μόνο η νοτιοβαυαρική διάλεκτος του Τιρόλου (Τιρολέζικα) εμφανίζει ολοκληρωμένη τροπή σε [kh] και όχι η καθιερωμένη Γερμανική (Hochdeutsch).

Παραδείγματα

«μήλο», ΠΓ. *aplu- || γερμ. Apfel, αλλά αγγλ. apple, ολλ. appel, ισλ. epli.

«οξύς», ΠΓ. *skarpa- || γερμ. scharf (< ΠΑΓ scarpf), αλλά αγγλ. sharp, ολλ. scherp.

«χρόνος», ΠΓ *tīdi- || γερμ. Zeit, αλλά ολλ. tijd, σουηδ. tid.

«κάθομαι», ΠΓ *set-ja- || γερμ. sitzen (< ΠΑΓ sizzen), αλλά αγγλ. sit, ολλ. zitten.

«έργο», ΠΓ *werka- || αλεμαν. Werch / Wärch, αλλά γερμ. Werk, αγγλ. work.

  • Φάση 3: ΠΓ [b, d, g] > ΠΑΓ [p, t, k]

Η τρίτη φάση είχε περιορισμένη γεωγραφική έκταση και κατά τη διάρκειά της τα ηχηρά κλειστά [b, d, g] τρέπονται στα αντίστοιχα άηχα [p, t, k]. Εντούτοις, μόνον η τροπή του οδοντικού [d] > [t] απαντά στην καθιερωμένη Γερμανική· οι υπόλοιπες περιορίζονται στην άνω αλεμαννική της Ελβετίας και τη νοτιοβαυαρική της δυτικής Αυστρίας.

Εικάζεται ότι η τροπή ακολούθησε τις δύο προηγούμενες φάσεις, συμπληρώνοντας το κενό στο φωνολογικό σύστημα και επαναφέροντας την ισορροπία που είχε διαταραχθεί από τις μεταβολές των αήχων κλειστών. Οι δύο προηγούμενες φάσεις είχαν προφανώς ολοκληρώσει τη λειτουργία τους, ειδάλλως τα άηχα κλειστά θα είχαν τραπεί περαιτέρω σε τριβόμενα και προστριβή, ανάλογα με τη θέση τους στη λέξη. Για τους λόγους αυτούς τοποθετούμε την τρίτη φάση στον 8ο ή 9ο αιώνα.

Παραδείγματα

«κάνω», ΔΓ *dō- || γερμ. tun, αλλά αγγλ. do, ολλ. doen.

«ερυθρός», ΠΓ *rauda- || γερμ. rot, αλλά αγγλ. red, ολλ. rood, ισλ. rauđur, σουηδ. röd.

«Θεός», ΠΓ *guþ- || αλεμαν. Kot, αλλά γερμ. Gott, αγγλ. God, σουηδ. Gud.

«βουνό, λόφος», ΠΓ *berga- || αλεμαν. perg, αλλά γερμ. Berg, αγγλ. barrow, ισλ. bjarg.

  • Φάση 4: ΠΓ [þ] > ΠΑΓ [d]

Κατά τη φάση αυτή, έχουμε αποκλειστοποίηση και ηχηροποίηση του τριβομένου [þ] σε [d]. Οι μαρτυρίες καταδεικνύουν ότι πεδίο εφαρμογής της υπήρξε η Άνω Γερμανική, η Κεντρική Γερμανική (και οι διάλεκτοί της), καθώς και η Ολλανδική.

Εικάζεται ότι η τροπή ακολούθησε χρονικά την προηγούμενη φάση, η οποία θα πρέπει να είχε ολοκληρώσει τη λειτουργία της, ειδάλλως θα είχαμε περαιτέρω αηχοποίηση σε [t]. Ξεκίνησε από τον νότο τον 9ο αιώνα, επηρεάζοντας την Άνω Γερμανική τον 10ο αιώνα, πράγμα που εξηγεί γιατί τα πρώιμα κείμενα της Παλαιάς Άνω Γερμανικής (ΠΑΓ) διασώζουν το φώνημα [þ], ενώ τα κατοπινά επιμαρτυρούν την τροπή του σε [d].

Παραδείγματα

«σκέπτομαι», ΠΓ *þank-ja- || γερμ. denken, ολλ. denken, αλλά αγγλ. think, ισλ. þekkja.

«εσύ», ΠΓ *þu- || γερμ. du, ολλ. du (πεπαλαιωμ.), αλλά αγγλ. thou (πεπαλαιωμ.), ισλ. þú.

«στόμα», ΠΓ *munþa- || γερμ. Mund, ολλ. mond, αλλά αγγλ. mouth.

Χρονολόγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Υψηλή Γερμανική (Hochgermanisch) ή Αρχαία Γερμανική περιλαμβάνει την Άνω Γερμανική (πράσινο) και την Κεντρική Γερμανική (μπλε), σε αντιδιαστολή προς την Κάτω Γερμανική (κίτρινο). Διακρίνονται (μαύρο) οι ισόγλωσσες γραμμές Μπένρατ (Benrath) και Σπάιερ (Speyer).

Για την ακριβή χρονολόγηση της δεύτερης συμφωνικής μετατόπισης στην Άνω Γερμανική έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, οι οποίες αντλούν την αξιοπιστία τους από γλωσσογεωγραφικά δεδομένα, καθώς και από τη σχετική χρονολόγηση. Οι υποθέσεις που παρουσιάστηκαν κατά την αναφορά των τεσσάρων φάσεων βασίζονται στον γλωσσογεωγραφικό Άτλαντα της γερμανικής γλώσσας (Atlas zur deutschen Sprache, σελ. 63). Εντούτοις, η επεξεργασία των στοιχείων έχει οδηγήσει άλλους γλωσσολόγους να υποθέσουν ότι οι τρεις πρώτες φάσεις είχαν πολύ μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους και είχαν ολοκληρωθεί στην αλεμανική επικράτεια κατά το 600 μ.Χ., από όπου εξαπλώθηκαν προς βορράν σε διάστημα δύο ή τριών αιώνων.[14]

Στην πραγματικότητα, μόνο η Φάση 4 μπορεί να χρονολογηθεί επακριβώς χάρις στα γραπτά μνημεία της Παλαιάς Άνω Γερμανικής και όπως ήδη σημειώθηκε τοποθετείται στον 9ο και 10ο αιώνα. Ωστόσο μερικές ιστορικές συμπτώσεις είναι δυνατόν να προσφέρουν στοιχεία και για τις υπόλοιπες φάσεις. Επί παραδείγματι, το γεγονός ότι ο κατακτητής Αττίλας ονομάζεται στη Γερμανική Etzel αποδεικνύει ότι η Φάση 2 θα πρέπει να ήταν σε ισχύ μετά την ουγγρική εισβολή τον 5ο αιώνα. Ακόμη, το γεγονός ότι ορισμένα λατινικά δάνεια παρουσιάζουν τη συμφωνική μετατόπιση στις γερμανικές λέξεις (λ.χ. λατ. strāta (via) «λιθόστρωτος δρόμος» > ΠΑΓ strāza > γερμ. Straße, αλλά αγγλ. street, ολλ. straat), ενώ άλλα δεν την παρουσιάζουν (λ.χ. αρχ. ποινή > λατ. poena > ΠΑΓ pīn > γερμ. Pein «βάσανο», επίσης αγγλ. pain «πόνος»), μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε ορισμένες φωνητικές μεταβολές πριν ή μετά την πιθανή περίοδο εισόδου του δανείου (ως terminus post / ante quem). Παρ’ όλα αυτά η πλέον χρήσιμη πηγή χρονολογικών δεδομένων είναι οι γερμανικές λέξεις που απαντούν ή παρατίθενται σε λατινικά κείμενα της ύστερολατινικής ή πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου.

Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, η ακριβής χρονολόγηση δυσχεραίνεται από την άγνοιά μας για τον τρόπο διαδόσεως των μεταβολών. Κάθε τροπή θα μπορούσε να έχει ξεκινήσει με μία λέξη ή με ομάδα λέξεων σε ορισμένη τοποθεσία και κατόπιν να επεκταθεί μέσω του φαινομένου που αποκαλούμε λεξική διάχυση (αγγλ. lexical diffusion) σε όλες τις λέξεις με όμοια φωνολογική δομή και να εξαπλωθεί έκτοτε σε ευρύτερες γεωγραφικές ζώνες με το πέρασμα του χρόνου.

Η σχετική χρονολόγηση των Φάσεων 2, 3 και 4 μπορεί εύκολα να προσδιοριστεί, αν παρατηρήσουμε ότι η τροπή [t] > [tz] πρέπει να προηγήθηκε της τροπής [d] > [t], η οποία με τη σειρά της πρέπει να προηγήθηκε της τροπής [þ] > [d], ειδάλλως οι λέξεις με αρχικό [þ] θα είχαν υποστεί τσιτακισμό ή προστριβοποίηση (affrication) περνώντας από όλα τα προαναφερθέντα στάδια.

Οι νεότερες θεωρίες έχουν προχωρήσει περαιτέρω στη διατύπωση της αποκαλούμενης Ανατολικογερμανικής υπόθεσης (East Germanic hypothesis)[15], η οποία συνδυάζει γεωγραφικά και χρονολογικά δεδομένα.

Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε ότι ορισμένες συμφωνικές μεταβολές που ανήκουν στις Φάσεις 2, 3 απαντούν επίσης στη Λομβαρδική, πρώιμη μεσαιωνική γερμανική γλώσσα τηης Β. Ιταλίας, η οποία διατηρήθηκε σε ρουνικά αποσπάσματα του 6ου και 7ου αιώνα. Δυστυχώς, τα λομβαρδικά κείμενα δεν επαρκούν για έγκυρη ταξινόμηση της συγκεκριμένης γλώσσας. Παραμένει, ως εκ τούτου, αβέβαιο αν οι μεταβολές που απαντούν στα αποσπάσματα αυτά είναι συστηματικές και καθολικές ή σποραδικές. Αν δεχθούμε την πρώτη υπόθεση, αυτό θα σήμαινε ότι η αηχοποίηση των κλειστών (δηλαδή [b] > [p]) άρχισε στη Β. Ιταλία ή εξαπλώθηκε τόσο προς νότον όσο και προς βορράν. Ορισμένοι θεωρούν ότι η τροπή παρουσιάστηκε στη γερμανική επικράτεια ως αποτέλεσμα επαφών με Λομβαρδούς. Αν αυτό ισχύει, θα μας υποχρέωνε να συμπεράνουμε ότι η Φάση 3 άρχισε προς το τέλος του 6ου αιώνα, νωρίτερα από τις καθιερωμένες εκτιμήσεις, αλλά χωρίς κατ’ ανάγκην να επηρεάσει τη γερμανική επικράτεια ήδη έκτοτε. Εντούτοις, επειδή η Λομβαρδική ανήκει στις Ανατολικές Γερμανικές γλώσσες και δεν αποτελεί μέρος του γερμανικού διαλεκτικού συνεχούς (continuum), είναι εξίσου πιθανόν να πρόκειται για ανεξάρτητη, παράλληλη εξέλιξη.

Ομοίως, ο Waterman έστρεψε την προσοχή σε μια μεταβολή ανάλογη προς τη Φάση 4 και υποστήριξε ότι έλαβε χώρα στη Γοτθική (επίσης Ανατολικογερμανική γλώσσα) ήδη από τον 3ο αιώνα. Υποθέτει ότι η μετατόπιση διαδόθηκε από τη Γοτθική στην Άνω Γερμανική ως αποτέλεσμα των μετακινήσεων των Βησιγότθων προς δυσμάς (περ. 375-500 μ.Χ.). Όπως και με τη λομβαρδική υπόθεση, πρόκειται για ενδιαφέρουσα πιθανότητα, αλλά οι γνώσεις μας επί του παρόντος δεν μας επιτρέπουν να θέσουμε την οριστική κατακλείδα σε αυτό το ζήτημα.

Γεωγραφική κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάλεκτοι και ισόγλωσσα της Βεντάλιας του Ρήνου
(Από βορρά προς νότο: οι διάλεκτοι με μαύρα γράμματα, τα ισόγλωσσα με πλάγια)
Ισόγλωσσο Βορράς Νότος
Κάτω Γερμανική / Δυτική Κάτω Φραγκική
Γραμμή Ύρντινγκεν (Uerdingen) ik ich
Ανατολική Κάτω Φραγκική (Düsseldorfer Platt, Bergisch, Limburgisch)
Γραμμή Μπένρατ (Benrath)
(Όριο: Κάτω Γερμανική - Κεντρική Γερμανική)
maken machen
Ripuarisch (Kölsch, Bönnsch, Öcher Platt)
Γραμμή Μπαντ Χόνεφ (Bad Honnef)
(Όριο: Βεστφαλία - Ρηνανία-Παλατινάτο)
Dorp Dorf
Φραγκική δυτικά του Μοζέλλα (Λουξεμβουργιανή κ.ά.)
Γραμμή Λιντς (Linz am Rhein) tussen zwischen
Γραμμή Μπαντ Χένινγκεν (Bad Hönningen) op auf
Φραγκική ανατολικά του Μοζέλλα (Koblenzer Platt)
Γραμμή Μπόπαρντ (Boppard) Korf Korb
Γραμμή Ζανκτ Γκοάρ (Sankt Goar)
dat das
Φραγκική Ρήνου (Έσσης, Παλατινάτου)
Γραμμή Σπάιερ (Γραμμή ποταμού Μάιν)
(Όριο: Κεντρική Γερμανική - Άνω Γερμανική)
Appel Apfel
Άνω Γερμανική

Σε γενικές γραμμές θα ήταν δυνατόν να λεχθεί ότι οι αλλαγές που προέκυψαν από τη Φάση 1 επηρέασαν την Άνω και Κεντρική Γερμανική, οι αλλαγές των Φάσεων 2, 3 μόνο την Άνω Γερμανική και οι αλλαγές της Φάσης 4 ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια, καθώς και την Ολλανδική.

Το γενικώς αποδεκτό ισόγλωσσο μεταξύ Κεντρικής και Κάτω Γερμανικής, η γραμμή maken – machen, αποκαλείται ενίοτε γραμμή Μπένρατ (Benrath), επειδή διέρχεται από το φερώνυμο προάστιο του Ντύσσελντορφ. Το βασικό ισόγλωσσο, εξάλλου, που λειτουργεί ως οριογραμμή μεταξύ Κεντρικής και Άνω Γερμανικής είναι η γραμμή του «μήλου» (Appel – Apfel), η οποία αποκαλείται ενίοτε γραμμή Σπάιερ (Speyer), επειδή διέρχεται από τη φερώνυμη πόλη, 200 χλμ. νοτιότερα.

Ωστόσο η ακριβής περιγραφή της γεωγραφικής έκτασης των μεταβολών είναι πολύ πιο περίπλοκη. Αυτό συμβαίνει όχι μόνον επειδή οι επί μέρους φωνητικές μεταβολές της ίδιας φάσεως ποικίλλουν ως προς την κατανομή τους (η Φάση 3, επί παραδείγματι, επηρεάζει εν μέρει ολόκληρη την Άνω Γερμανική και εν μέρει μόνο τις νοτιότερες διαλέκτους της), αλλά παρουσιάζονται μικρές διαφορές από λέξη σε λέξη ως προς την κατανομή της ίδιας συμφωνικής μεταβολής. Επί παραδείγματι, η γραμμή ik – ich κείται βορειότερα του ισογλώσσου maken – machen, αν και αμφότερες παρουσιάζουν την ίδια μετατόπιση [k] > [h]. Επί πλέον, τα όρια της γραμμής μπορεί συν τω χρόνω να υποστούν αλλαγές με βάση τον προσανατολισμό των μελετητών. Μετά την επανένωση της Γερμανίας, παρατηρείται η τάση να μετατοπισθούν η ανατολική γραμμή και η γραμμή Μπένρατ (Benrath) βορειότερα.

Η υποδιαίρεση της Δυτικής Κεντρικής Γερμανικής σε διαλέκτους με γνώμονα τον διαφορετικό βαθμό εξαπλώσεως της Φάσης 1 κυριαρχεί στη γλωσσογεωγραφία. Το αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτού του κριτηρίου είναι γνωστό στα Γερμανικά ως Βεντάλια του Ρήνου (Rheinischer Fächer), επειδή οι οριογραμμές σχηματίζουν βεντάλια στον διαλεκτικό χάρτη. Περίπου οκτώ ισόγλωσσες γραμμές διατρέχουν τη γερμανική επικράτεια από τη Δύση προς την Ανατολή και συγχωνεύονται σε απλούστερο σύστημα στην Ανατολική Κεντρική Γερμανική. Ο πίνακας αυτής της υποενότητας καταγράφει τα ισόγλωσσα (έντονα γράμματα) και τις προκύπτουσες κύριες διαλέκτους (πλάγια γράμματα) από βορρά προς νότο.

Δείγματα κειμένων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα κειμένων του 13ου αιώνα αποτυπώνει ανάγλυφα τη διαφορετική εικόνα των γερμανικών γλωσσών μετά τη δεύτερη μετατόπιση των συμφώνων. Παρατίθενται ακολούθως δύο μεσαιωνικά νομικά κείμενα: ένα από τη Σαξονία (1220) σε μέση κάτω Γερμανική, το οποίο δεν εμφανίζει τη μετατόπιση, και το ίδιο κείμενο σε μέση άνω Γερμανική (1274), το οποίο την εμφανίζει. Οι διαλαμβανόμενοι τύποι σημειώνονται με πλάγια στοιχεία:

Sachsenspiegel (1220) Deutschenspiegel (1274)
De man is ok vormunde sines wives,
to hant alse se eme getruwet is.
Dat wif is ok des mannes notinne
to hant alse se in sin bedde trit,
nach des mannes rehte.
Der man ist auch vormunt sînes wîbes
zehant als si im getriuwet ist.
Daz wîp ist auch des mannes genozinne
zehant als si an sîn bette trit
na des mannes dode is se ledich van des mannes rechte.
  • Μετάφραση:

Ο άνδρας είναι επίσης φύλακας της συζύγου του
ευθύς μόλις τον παντρευτεί.
Η σύζυγος είναι επίσης σύντροφος του άνδρα της
ευθύς μόλις πάει στο κρεβάτι του
σύμφωνα με τα δικαιώματα του ανδρός.

(β΄ κείμενο, τελευταία αράδα)
Μετά τον θάνατο του άνδρα είναι ελεύθερη από τα δικαιώματα του ανδρός.

Παραπομπές και Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ορισμένοι αποδίδουν την πατρότητα στον Friedrich von Schlegel και σε επιστολή του ήδη από το 1808.
  2. Βλ. R. Schrodt, Die germanische Lautverschiebung im Kreise der indogermanischen Sprachen, Wien 1976, β΄ έκδ.
  3. Βλ. J. Grimm, Deutsche Grammatik, Leipzig 1822, β΄ έκδ., σελ. 56, 161.
  4. Βλ. F. Mossé, Manuel de la langue gotique, Paris 1956 (β΄ έκδ.)· κυρ. V. Pisani, Introduzione allo studio delle lingue germaniche, Torino 1962 (δ΄ έκδ.).
  5. Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002 (ε΄ έκδ.), σελ. 37-39· Andrew Sihler, New comparative grammar of Greek and Latin, Oxford 1995 (OUP), σελ. 144 § 139.
  6. Αναλυτική παρουσίαση στην Α. McMahon, Understanding language change, Cambridge 1994 (ελλ. μτφρ. Αθήνα 2005, σελ. 48-50).
  7. Σε κάποιες πηγές παραβάλλεται το λατ. baculum «ραβδί, βακτηρία» με τα αγγλ. peg, γερμ. Pegel «στάθμη – ξυλόπροκα» ως απόδειξη της μετατοπίσεως των χειλικών, αλλά το παράδειγμα δεν είναι σωστό. Οι λ. των γερμανικών γλωσσών αποτελούν δάνεια από το υστλατ. pagella «βύσμα, πίρος» και, ως εκ τούτου, δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα. Επίσης, οι τύποι λιθ. balà «έλος» και αγγλ. pool «πισίνα», τους οποίους παρεθέτουν οι Καραντζόλα & Φλιάτουρας (Γλωσσική Αλλαγή, Αθήνα 2004, σελ. 63-4), δεν μπορούν να σταθούν ως μαρτυρίες, διότι δεν επιβεβαιώνονται από άλλες γλώσσες και κυρίως από τη Σανσκριτική. Βλ. επ’ αυτού A. Meillet, Caractères généraux des langues germaniques, Paris 1949 (ζ΄ έκδ.).
  8. Βλ. C. Lottner, «Die Lautverschiebung und die Ausnahmen», Kuhn’s Zeitschrift 11, 1862, σελ. 97-130.
  9. Βλ. μεταξύ άλλων Χ. Συμεωνίδη, Ιστορικοσυγκριτική Γραμματική των Ινδοευρωπαϊκών Γλωσσών. Α. Γενική Εισαγωγή, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 57-8.
  10. Βλ. H. Grassmann, «Über die Aspiraten und ihr gleichzeitigens Vorhandensein im An- und Auslaute der Wurzeln», Kuhn’s Zeitschrift 12, 1863, σελ. 81-138.
  11. Πρόκειται για το ιστορικής σημασίας άρθρο του Φέρνερ «Eine Ausnahme der ersten Lautverschiebung» (Kuhn’s Zeitschrift 23, 1876, σελ. 97-130), το οποίο παραμένει (παρά τη μεσολάβηση τόσων ετών) υπόδειγμα κειμένου συγκριτικής γλωσσολογίας. Μια από τις καλύτερες νεότερες επισκοπήσεις του θέματος είναι το άρθρο του Πολωνού γλωσσολόγου Witold Mańczak στο ίδιο περιοδικό (που τώρα έχει άλλον τίτλο), «La restriction de la règle de Verner» (Historische Sprachforschung 103, 1990, σελ. 92-101).
  12. Neville E. Collinge, The laws of Indoeuropean, Amsterdam 1985 (John Benjamin's), σελ. 203-8.
  13. Όταν προηγείται τριβόμενο σύμφωνο, η μετατόπιση δεν λαμβάνει χώρα και τα άηχα κλειστά διατηρούνται (βλ. A. McMahon, έ.α., σελ. 324).
  14. Άποψη του J. Waterman, A History of the German Language (Washington 1976). Τις απόψεις του Άτλαντα, όμως, υποστήριξε πιο πρόσφατα ο O. Szemerényi, «The relative chronology of the High German consonant shift» (Diachronica 8, 1991, σελ. 45-57).
  15. Βλ. Waterman, έ.α. και κυρίως Th. Vennemann, «Germanic and German consonant shifts» (Proceedings of the 6th International Conference on Historical Linguistics, 1985, σελ. 527-47).

Επιπρόσθετες πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο συνοπτικός πίνακας των μεταβολών μεταφράστηκε από το άρθρο Seconde mutation consonantique («Δεύτερη μετατόπιση συμφώνων») της γαλλικής ΒΠ.
  • Τα δείγματα κειμένων έχουν αντληθεί από τον γλωσσογεωγραφικό Άτλαντα των γερμανικών γλωσσών, από όπου αναρτήθηκαν επίσης στη γερμανική ΒΠ (Atlas zur deutschen Sprache, München 2004, 18η έκδ.). Ο πίνακας ισογλώσσων βρίσκεται στις σελ. 64 και 140 του Άτλαντα.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Beekes R.S.P., 1995: Comparative Indo-European Linguistics: An Introduction. The Hague (ελλ. μτφρ. Θεσσαλονίκη 2004).
  • Cercignani F., 1979: The Consonants of German: Synchrony and Diachrony. Milano.
  • Hoad T.F., 1986: The Concise Oxford Dictionary of English Etymology. Oxford.
  • Kluge F. & Seebold E., 2002 (24η έκδ.): Etymologisches Wörterbuch der deutschen Sprache. Berlin.
  • Marcq Ph. & Th. Robin, 1997: Linguistique historique de l’allemand. Paris.
  • Meillet A., 19378: Introduction à l’étude comparative des langues indoeuropéennes. Paris.
  • Meyer H., 1901: «Über den Ursprung der germanischen Lautverschiebung». Στο Zeitschrift für deutsches Altertum und deutsches Literatur 45, σελ. 101-28.
  • Paul/Wiehl/Grosse, 1989: Mittelhochdeutsche Grammatik, 23, ed., Tübingen.
  • Pfeifer W. et al., 19932: Etymologisches Wörterbuch des Deutschen. Berlin.
  • Ramat P., 1981: Einführung in das Germanische. Tübingen.
  • Schwerdt, J. 2000: Die zweite Lautverschiebung: Wege zu ihrer Erforschung. Heidelberg.
  • Szemerényi O., 1996: An Introduction to Indo-European Linguistics. Oxford.
  • Waterman J.C., 1976: A History of the German Language. Washington.