Χωρίς οικογένεια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χωρίς οικογένεια
Εξώφυλλο έκδοσης του 2018
ΣυγγραφέαςΕκτόρ Μαλό
ΤίτλοςSans famille
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1878
Μορφήμυθιστόρημα
Θέμαορφανό
ΧαρακτήρεςRémi και Vitalis
ΤόποςΠω
Κερσί
Μπορντώ
Παρίσι
Αρλ
Αβινιόν
Μοντελιμάρ
Βαλάνς
Λυών
Ντιζόν
Μπουλόν-συρ-Μερ
Λονδίνο
Γαλλία[1]
LC ClassOL1544844W
Πρώτη έκδοσηÉdouard Dentu
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Χωρίς οικογένεια (γαλλικός τίτλος: Sans famille) είναι μυθιστόρημα του Εκτόρ Μαλό, που εκδόθηκε το 1878 στο Παρίσι.[2]

Η ιστορία διαδραματίζεται τον 19ο αιώνα. Ένα εγκαταλελειμμένο παιδί, ο Ρεμί, πωλείται από τους θετούς γονείς του σε έναν περιοδεύοντα καλλιτέχνη. Ταξιδεύοντας στη γαλλική επαρχία, το παιδί κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει πριν ανακαλύψει το μυστικό της καταγωγής του. Το έργο έχει διασκευαστεί πολλές φορές για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.[3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτος τόμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Σαβανόν και στο Παρίσι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρεμί ζει ευτυχισμένα με την κυρά-Μπαρμπαρέν

Ο Ζερόμ Μπαρμπαρέν ζει με τη σύζυγό του στο χωριό Σαβανόν, στα κεντρικά της Γαλλίας. Συνήθως εργάζεται κτίστης στο Παρίσι, όπου μια μέρα βρίσκει ένα αγοράκι έκθετο. Το αγόρι φοράει πολύ ωραία ρούχα, οπότε προφανώς οι γονείς του είναι πλούσιοι. Ο Μπαρμπαρέν προσφέρεται να φροντίσει το παιδί, ελπίζοντας να πάρει μια καλή ανταμοιβή. Δίνει το αγόρι στη γυναίκα του και το ονομάζουν Ρεμί.

Ο Μπαρμπαρέν τραυματίζεται σε εργατικό ατύχημα. Στρέφεται νομικά κατά του εργοδότη του, ελπίζοντας να λάβει οικονομική αποζημίωση. Η δίκη κοστίζει ακριβά και η γυναίκα του αναγκάζεται να πουλήσει την αγελάδα της, από την οποία ζούσε, και μετά ζει μέσα στη φτώχεια.

Το μυθιστόρημα ξεκινά όταν ο Ρεμί είναι 8 ετών και ζει ευτυχισμένα με τη στοργική κυρά-Μπαρμπαρέν την οποία τη θεωρεί μητέρα του. Ο Μπαρμπαρέν επιστρέφει στο σπίτι απροσδόκητα, πικραμένος και χωρίς χρήματα, έχοντας χάσει τη δίκη του. Αποφασίζει να στείλει τον Ρεμί στο άσυλο όταν, στο καφενείο, συναντά έναν περιοδεύοντα καλλιτέχνη και θιασάρχη εκπαιδευμένων ζώων, τον κύριο Βιτάλη, ο οποίος ταξιδεύει με τρία εκπαιδευμένα σκυλιά και μια μαϊμού, τη Ζολικέρ. Ο Βιτάλης, πληρώνει τον Μπαρμπαρέν και παίρνει τον Ρεμί ως μαθητευόμενο.[4]

Ταξιδεύοντας με τον Βιτάλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπαρμπαρέν πουλάει τον Ρεμί

Ο Ρεμί ακολουθεί τον Βιτάλη, χωρίς καν να έχει την ευκαιρία να αποχαιρετήσει την ανάδοχη μητέρα του (που τον αγαπούσε και θα έκανε τα πάντα για να αποτρέψει τη συναλλαγή), και ξεκινά ένα ταξίδι στους δρόμους της Γαλλίας. Ο Βιτάλης είναι ευγενικός άνθρωπος, φέρνεται στοργικά στο παιδί και του διδάσκει να παίζει άρπα και να διαβάζει. Συχνά και οι δύο πεινούν και δεν έχουν στέγη, αλλά ο Ρεμί συνδέεται με τα ζώα που θεωρεί αγαπημένους φίλους και αντιμετωπίζει τον Βιτάλη σαν πατέρα. Μαζί κερδίζουν τα προς το ζην δίνοντας μουσικές και σκηνικές παραστάσεις σε χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις. Πρώτος σταθμός είναι το Υσσέλ όπου ο Βιτάλης του αγοράζει ρούχα για τη νέα του ζωή, ακόμη και παπούτσια που δεν είχε αποκτήσει ποτέ πριν. Η πρώτη μεγάλη πόλη που πηγαίνουν στα νότια είναι το Μπορντώ, μετά από το οποίο κατευθύνονται νοτιότερα, μέσα από τον δρυμό των Λαντ προς το Πω.[5]

Συνάντηση με τους Μίλιγκαν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρεμί αποχαιρετά τους Μίλιγκαν

Όταν βρίσκονται στην Τουλούζη, ο Βιτάλις φυλακίζεται μετά από επεισόδιο με έναν αστυνομικό ο οποίος χτύπησε τον Ρεμί. Δεν είναι εύκολο για το παιδί να θρέψει τον εαυτό του και τα τέσσερα ζώα και σχεδόν λιμοκτονούν, όταν συναντούν τον «Κύκνο» - ένα μικρό ποταμόπλοιο που ανήκει στην κυρία Μίλιγκαν που ταξιδεύει με τον άρρωστο γιο της Άρθουρ. Ο Ρεμί προσλαμβάνεται για να διασκεδάσει το άρρωστο αγόρι και γίνεται σχεδόν μέλος της οικογένειας. Ταξιδεύουν προς το Μονπελιέ και τη Μεσόγειο στο κανάλι του Μιντί. Ο Ρεμί μαθαίνει ότι η κυρία Μίλιγκαν είναι χήρα και είχε ένα παιδί που τους το έκλεψαν και δεν βρέθηκε ποτέ, ωστόσο λίγο μετά το θάνατο του συζύγου της απέκτησε τον Άρθουρ.

Δύο μήνες αργότερα, ο Βιτάλης απελευθερώνεται από τη φυλακή, και αν και ο Ρεμί και οι Μίλιγκαν θα ήθελαν να μείνουν μαζί, ο Βιτάλης πιστεύει ότι είναι καλύτερο για το παιδί να είναι ελεύθερο και έτσι το παίρνει.[6]

Στη χιονοθύελλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ταξιδεύουν μέσω διαφόρων πόλεων για το Παρίσι, αλλά ο χειμώνας τους φτάνει, πέφτουν σε χιονοθύελλα και δέχονται επίθεση από λύκους στο δάσος. Τα δύο από τα σκυλάκια χάνονται και η Ζολικέρ παθαίνει πνευμονία.

Σε μια προσπάθεια να μαζέψουν χρήματα για τον γιατρό, δίνουν μια παράσταση και ο Βιτάλης τραγουδά. Ο Ρεμί δεν είχε ξανακούσει τον Βιτάλη να τραγουδά και δεν είναι ο μόνος που τον θαυμάζει: μια νεαρή και πλούσια κυρία λέει στον Βιτάλη ότι εκπλήσσεται με την υπέροχη φωνή του. Ο Βιτάλης αντιδρά θυμωμένα και εξηγεί στην κυρία ότι ήταν υπηρέτης τραγουδιστή και έμαθε να τραγουδά. Επιστρέφουν στο πανδοχείο με τα χρήματα, αλλά είναι πολύ αργά, η μαϊμού είναι νεκρή.

Γκαρόφολι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φτάνοντας στο Παρίσι, ο Βιτάλης αποφασίζει να αφήσει τον Ρεμί με έναν άλλο «πατρόνε» για τον χειμώνα. Αυτός είναι ένας άντρας που κρατά μια ομάδα αγοριών, που πουλήθηκαν από τους φτωχούς γονείς τους για να εργάζονται για αυτόν. Εκεί, ο Ρεμί γνωρίζει ένα τρομαγμένο αγόρι, τον Ιταλό Ματία, που μένει σπίτι επειδή ο Γκαρόφολι τον θεωρεί ανίκανο να δουλέψει έξω. Ο Γκαρόφολι φέρεται πολύ σκληρά σε όσα παιδιά δεν καταφέρνουν να φέρουν στο σπίτι τα χρήματα που απαιτεί: τα μαστιγώνει και τα αφήνει νηστικά. Ο Βιτάλης παίρνει το παιδί και φεύγουν, λέγοντας ότι θα μπορούσε να τον πάει στην αστυνομία, αλλά ο Γκαρόφολι τον απειλεί ότι θα πει «σε κάποιους μόνο ένα όνομα που θα κάνει τον Βιτάλη να κοκκινίσει από ντροπή». Αυτή η πράξη αγάπης κοστίζει στον Βιτάλη τη ζωή του. Εκείνο το βράδυ, μη μπορώντας να βρουν μέρος για να μείνουν, καταρρέουν στη χιονοθύελλα κάτω από έναν φράχτη, αφού άκαρπα αναζητούν πρόσβαση σε ένα λατομείο.

Με τους Ακέν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρεμί με την οικογένεια Ακέν

Ο Ρεμί συνέρχεται σε ένα κρεβάτι, με ανθρώπους να στέκονται γύρω του: ο κηπουρός Πιέρ Ακέν, τα δύο αγόρια του ο Αλέξης και ο Μπανζαμέν, και τα δύο κορίτσια η Ετιενέτ και η μικρή Λίζα, που είναι περίπου 5-6 ετών, και παρακολουθεί τον Ρεμί με «μάτια που μιλούν». Ο Ρεμί μαθαίνει την τρομερή αλήθεια: ο Βιτάλης είναι νεκρός. Σε μια προσπάθεια να ανακαλύψουν την ταυτότητά του, οι αστυνομικοί οδηγούν τον Ρεμί στον Γκαρόφολι, ο οποίος τους αποκαλύπτει ότι ο Βιτάλης ήταν ένας διάσημος Ιταλός τραγουδιστής που όταν έχασε τη φωνή του, πολύ περήφανος για να τραγουδήσει σε μικρότερους χώρους, εξαφανίστηκε, αλλάζοντας την ταυτότητά του σε Βιτάλη.

Ο Ρεμί μένει με την οικογένεια, εργάζεται σαν κηπουρός και δένεται μαζί τους. Ακολουθούν δύο χρόνια ευτυχίας, με σκληρή δουλειά και χαρούμενες Κυριακές. Στη συνέχεια, μια τρομερή χαλαζόπτωση καταστρέφει τα τζάμια στο θερμοκήπιο και ο Ακέν που χρωστάει ακόμη την επιχείρησή του, μη μπορώντας πλέον να πληρώσει, χάνει τα πάντα και φυλακίζεται. Τα παιδιά πηγαίνουν σε θείους σε διαφορετικές πόλεις και αν και επιμένουν ότι ο Ρεμί ανήκει επίσης στην οικογένεια, κανένας δεν είναι πρόθυμος ή σε θέση να τον αναλάβει. Με συντριμμένη καρδιά, ορκίζεται στα «αδέρφια» του να τα επισκέπτεται και να τους φέρνει νέα από τον πατέρα τους και παίρνει την άρπα και το σκυλάκι τον Καπί και βρίσκεται πάλι στο δρόμο.

Δεύτερος τόμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ματία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρεμί και ο Ματία

Φεύγοντας από το Παρίσι, συναντά στον δρόμο τον Ματία, το αγόρι από το σπίτι του Γκαρόφολι, που βρίσκεται μόνος και λιμοκτονεί. Ο Γκαρόφολι βρίσκεται στη φυλακή επειδή ξυλοκόπησε ένα αγόρι μέχρι θανάτου. Ο Ματία παρακαλεί τον Ρεμί να τον πάρει μαζί του. Έτσι, ο «θίασος Ρεμί» αποτελείται πλέον από τους δύο μικρούς μουσικούς και έναν σκύλο.

Ο Ματία αποδεικνύεται προικισμένος βιολιστής, παίζει και άλλα όργανα και έμαθε μερικά κόλπα δουλεύοντας για κάποιο διάστημα σε ένα τσίρκο. Τα αγόρια τα πάνε καλά την άνοιξη σε γάμους και γιορτές, μαζεύουν χρήματα και ο Ρεμί σχεδιάζει να επισκεφτεί την κυρά-Μπαρμπαρέν προσφέροντάς της μια αγελάδα.

Τα ορυχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο δρόμο για να επισκεφτούν τον Αλέξη Ακέν, ο οποίος τώρα ζει με τον θείο του Γκασπάρ και εργάζεται στα ορυχεία, δίνουν παραστάσεις και κερδίζουν πολλά χρήματα. Όταν ο Αλέξης τραυματίζεται και δεν μπορεί να δουλέψει για λίγο, ο Ρεμί προσφέρεται εθελοντικά να τον αντικαταστήσει.

Μια μέρα το ορυχείο πλημμυρίζει. Επτά ανθρακωρύχοι, μεταξύ των οποίων ο Ρεμί, βρίσκουν καταφύγιο, αλλά παγιδεύονται. Περιμένουν να τους σώσουν χωρίς να δεν έχουν ιδέα για το χρόνο που περνάει από την πείνα και τον φόβο. Καταλήγουν να περάσουν ένα δεκαπενθήμερο μέσα στις στοές - και επιτέλους σώζονται. Έξω, τον περιμένουν ο Ματία και το σκυλάκι, τρελοί από την ευτυχία που τον ξαναβλέπουν.

Επισκέπτονται έναν κουρέα-μουσικό για να λύσουν ορισμένες απορίες τους για τη μουσική, ο οποίος εκπλήσσεται από το μεγάλο ταλέντο του Ματία και προσπαθεί να τον πείσει να μείνει κοντά του για να τον διδάξει, αλλά ο Ματία δεν θέλει να αφήσει τον φίλο του.

Μια αγελάδα για την κυρά-Μπαρμπαρέν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αγόρια τώρα κατευθύνονται προς την ανάδοχη μητέρα του Ρεμί. Καθ' οδόν, επισκέπτονται πολλές πόλεις και κερδίζουν αρκετά χρήματα. Όταν βρίσκονται κοντά στο Σαβανόν, ζητούν βοήθεια από έναν κτηνίατρο και αγοράζουν μια υπέροχη αγελάδα.

Στην επόμενη πόλη τα αγόρια κατηγορούνται ότι έκλεψαν την αγελάδα. Γιατί τελικά δύο μουσικοί του δρόμου να έχουν μια αγελάδα; Εξηγούν την ιστορία τους στον δήμαρχο και για επιβεβαίωση, ο κτηνίατρος καλείται να καταθέσει και τα αγόρια συνεχίζουν το ταξίδι τους.

Ο Ρεμί και η κυρά Μπαρμπαρέν συναντιούνται επιτέλους ξανά. Αυτή του λέει ότι ο άνδρας της βρίσκεται στο Παρίσι και τον ψάχνει, επειδή οι πραγματικοί γονείς του φαίνεται να τον αναζητούν. Ωστόσο, η ίδια γνωρίζει πολύ λίγα, γιατί ο άνδρας της δεν της είπε ποτέ λεπτομέρειες. Τα δύο παιδιά αποφασίζουν να επιστρέψουν στο Παρίσι και να βρουν τον Μπαρμπαρέν. Στο δρόμο για το Παρίσι, περνούν από το Ντρεζί, όπου επισκέπτονται τη Λίζα Ακέν.

Οι Ντρίσκολ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στους Ντρίσκολ

Όταν τα αγόρια φτάνουν στο Παρίσι, μαθαίνουν ότι ο Μπαρμπαρέν πέθανε. Ο Ρεμί γράφει ένα γράμμα στην κυρά Μπαρμπαρέν, η οποία του απαντά και επισυνάπτει ένα γράμμα που της έστειλε ο άνδρας της πριν πεθάνει. Αναφέρει τη διεύθυνση του γραφείου του δικηγόρου στο Λονδίνο, που είναι υπεύθυνο για την αναζήτηση του Ρεμί. Τα αγόρια παίρνουν το πλοίο για το Λονδίνο, όπου τα οδηγούν κατευθείαν στους γονείς του Ρεμί. Το όνομά τους είναι Ντρίσκολ.

Ο Ρεμί είναι τρομερά απογοητευμένος: οι Ντρίσκολ είναι ψυχροί μαζί του. Ακόμη χειρότερα, αποδεικνύεται ότι είναι μια ομάδα κλεφτών και χρησιμοποιούν το σκυλάκι για να τους βοηθήσει στη δουλειά τους.

Οι Ντρίσκολ δέχονται έναν επισκέπτη, έναν άνθρωπο που φαίνεται να ενδιαφέρεται για τον Ρεμί. Ο Ματία κρυφακούει τη συνομιλία τους. Ο Τζέιμς Μίλιγκαν φαίνεται να είναι θείος του Άρθουρ. Ελπίζει ότι ο Άρθουρ θα πεθάνει, ώστε να κληρονομήσει την περιουσία του αείμνηστου αδελφού του. Τα αγόρια συμφωνούν ότι η κυρία Μίλιγκαν πρέπει να προειδοποιηθεί, αλλά δεν έχουν ιδέα πού να τη βρουν. Ο Ματία συναντά τον Μπομπ, έναν κλόουν/μουσικό από το τσίρκο. Ο Μπομπ αποδεικνύεται καλός φίλος.[7]

Αναζητώντας τους Μίλιγκαν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Ρεμί κατηγορείται για μια ληστεία που διέπραξαν οι Ντρίσκολ, ο Μπομπ και ο Ματία τον βοηθούν να δραπετεύσει από τη φυλακή. Με τη βοήθεια του αδερφού του Μπομπ, ενός ναύτη, επιστρέφουν στη Γαλλία για να αναζητήσουν την κυρία Μίλιγκαν, προκειμένου να την προειδοποιήσουν για τον κουνιάδο της.

Στο δρόμο τους περνούν από το Ντρεζί όπου ελπίζουν να συναντήσουν ξανά τη Λίζα. Ωστόσο, μαθαίνουν ότι ο θείος της πέθανε και ότι μια ευγενική Αγγλίδα κυρία, που ταξίδευε με πλοίο, προσφέρθηκε να φροντίσει το κορίτσι. Τα παιδιά μετά από περιπέτειες εντοπίζουν την κυρία Μίλιγκαν. Μετά από τις εξηγήσεις, αυτή υποψιάζεται ότι ο Ρεμί μπορεί να είναι ο χαμένος πρωτότοκος γιος της, αλλά λέει στον Ματία να το κρατήσει μυστικό μέχρι να βεβαιωθεί. Κανονίζει να μείνουν τα αγόρια σε ένα ξενοδοχείο, όπου μπορούν να έχουν άφθονο φαγητό, άνετα κρεβάτια και να τους επισκέπτονται ένας κουρέας και ένας ράφτης.

Η οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από λίγες μέρες, η κυρία Μίλιγκαν προσκαλεί τα αγόρια στη βίλα της όπου συναντούν την κυρά Μπαρμπαρέν, η οποία έφερε τα ρούχα του μωρού που ανέθρεψε και τα οποία η κυρία Μίλιγκαν αναγνώρισε ως τα ρούχα που φορούσε το αγόρι της όταν της το έκλεψαν. Η κυρία Μίλιγκαν δηλώνει με χαρά ότι ο Ρεμί είναι ο γιος της, και καλεί στην ευτυχία την «μητέρα, τον αδερφό και αυτούς που σε αγάπησαν στη δυστυχία σου». Καταλαβαίνουμε ότι ο κύριος Ντρίσκολ είχε κλέψει το αγόρι ως εξυπηρέτηση για τον Τζέιμς Μίλιγκαν, τον αδελφό του συζύγου της, ο οποίος σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο, θα κληρονομούσε όλη την περιουσία του αδερφού του αν δεν υπήρχαν παιδιά.[8]

Πολλά χρόνια αργότερα. Ο Ρεμί ζει ευτυχισμένος με τη μητέρα του και τον αδελφό του. Είναι παντρεμένος με τη Λίζα και έχουν ένα μικρό γιο και γκουβερνάντα του την κυρά Μπαρμπαρέν. Ο Ματία έγινε διάσημος μουσικός και έρχεται συχνά να επισκεφτεί την οικογένεια.

Ιστορία ενηλικίωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη μορφή μιας μεγάλης μυθιστορηματικής σύνθεσης, ο Εκτόρ Μαλό υπογράφει ένα κατεξοχήν μυθιστόρημα μύησης, ιστορία ενηλικίωσης όπου ο ήρωας μεγαλώνει αντιμετωπίζοντας μια σειρά από περιπέτειες, ατυχίες και δράματα. Θέλοντας να περιγράψει τη Γαλλία του 19ου αιώνα, ο Μαλό ταξιδεύει τον ήρωά του σε διάφορες περιοχές της χώρας, καθώς και στην Αγγλία.

Το έργο είναι επηρεασμένο από τους Ιταλούς μουσικούς του δρόμου του 19ου αιώνα, που μετανάστευσαν σε όλο τον κόσμο, και στη Γαλλία, εκτιμήθηκαν για το μουσικό ταλέντο τους, αλλά και κατηγορήθηκαν για επαιτεία και εκμετάλλευση παιδιών.

Σε όλο το ταξίδι του, ο Ρεμί μυείται σε διάφορα επαγγέλματα: μουσικός με τον περιοδεύοντα θίασο του Βιτάλη, κηπουρός με την οικογένεια Ακέν και στη συνέχεια ανθρακωρύχος. Ο Μαλό περιγράφει την τρομερή κατάσταση της παιδικής εργασίας στη Γαλλία του 19ου αιώνα αλλά και την εκμετάλλευση παιδιών, όπως επίσης περιγράφεται στο αγγλικό μυθιστόρημα Όλιβερ Τουίστ του Τσαρλς Ντίκενς.[9]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το μυθιστόρημα έχει μεταφερθεί επανειλημμένα στον κινηματογράφο από το 1925 έως τις μέρες μας, με πιο πρόσφατη την ταινία του 2018 με τον Ντανιέλ Ωτέιγ στον ρόλο του Βιτάλη.[10]
  • Έχει διασκευαστεί σε τηλεοπτικές ταινίες και σειρές 7 φορές. [11]
  • Έχει διασκευαστεί σε πολύτομο κόμικς.[12]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τίτλο Χωρίς οικογένεια

  • μετάφραση: Γ. Τσουκαλάς, εκδόσεις Αστήρ, 1953
  • μετάφραση: Ζωρζ Σαρή, εκδόσεις Πατάκη, 1988
  • μετάφραση: Πόλυ Μοσχοπούλου, εκδόσεις Αναστασιάδης, 1998
  • μετάφραση: Δημήτρης Λαμπαδάρης, εκδόσεις Κέδρος, 2006
  • μετάφραση: Δημήτρης Καραδήμας, εκδόσεις Μίνωας, 2011

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]