Συνταγματικό Δίκαιο (Ελλάδα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Σύνταγμα του Κράτους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διακρίσεις του Συντάγματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

α) Μια εννοιολογική διάκριση του Συντάγματος είναι:

  • Σύνταγμα με την ενεργητική του όρου (αντιστοιχεί στη συστατική στιγμή του): ordo ordinans = τάξη που συντάσσει μία Πολιτεία που θεμελιώνει μια έννομη τάξη. Λειτουργεί ως ληξιαρχική πράξη γέννησης του νέου Κράτους και διακήρυξη εθνικής υπόστασης και ανεξαρτησίας (π.χ. Αμερικάνικη και Ελληνική Επανάσταση). Συστατική είναι η λειτουργική του Συντάγματος και όταν εγκαθίσταται ένα νέο πολιτικό καθεστώς μετά από επανάσταση ή πραξικόπημα και έρχεται έτσι σε ρήξη με το προηγούμενο.
  • Σύνταγμα με την παθητική σημασία( αντιστοιχεί στην οργανωτική στιγμή του): με τη θέσπιση του από σκέτη δύναμη (forza) μετασχηματίζεται σε εξουσία (potere) από ordo ordinans σε ordo ordinatus = «τάξη συντεταγμένη». Λειτουργεί ως οργανωτικός ιστός ή σκελετός του Κράτους και ως καταστατικό θεμέλιο της κυρίαρχης εξουσίας του. Καθορίζει τη διάρθρωση των εξουσιών και τον τρόπο άσκησής τους, γι’ αυτό, τελικά Σύνταγμα « κυρίως ειπείν σημαίνει πολίτευμα» και μάλιστα δημοκρατικό πολίτευμα με «συγκερασμένη» και περιορισμένη διακυβέρνηση.

β) Οι δύο προσλήψεις του Συντάγματος είναι:

  • «θεσμική- πολιτειακή»: Το Σύνταγμα εκλαμβάνεται κυρίως ως έννοια περιγραφική μιας πολιτειακής κατάστασης. Αυτή η πρόσληψη περιλαμβάνει τη συστατική και την οργανωτική λειτουργία του. Βέβαια η κανονιστική υφή του Συντάγματος, ενυπάρχει και υπονοείται ακόμη και στην περιγραφική του πρόσληψη. Ποτέ ένα συνταγματικό κείμενο δεν αρκείται στην περιγραφή μιας πραγματικής πολιτικής κατάστασης. Ταυτόχρονα ορίζει επιτακτικά πως θα πρέπει να είναι και να λειτουργεί το πολιτικό καθεστώς σύμφωνα με την προσχεδιασμένη συνταγματική τάξη.

Γνωρίσματα συνταγματικού κράτους

  1. οριοθετημένη κανονιστικά και αντισταθμισμένη θεσμικά εξουσία.
  2. οργάνωση και λειτουργία με προκαθορισμένους, καταστατικούς και πάγιους κανόνες (Σύνταγμα)
  3. δημοκρατική εξουσία
  • « δεοντική ή κανονιστική»- νομική: Το Σύνταγμα αποτελεί πράξη κανονιστική που περιέχει κανόνες υποχρεωτικούς, οι οποίοι απεικονίζουν ιδεατά και σχεδιάζουν επιτακτικά την οργάνωση της πολιτείας. Οι δύο κυρίως νομικές σημασίες του όρου είναι α) η τυπική και β) η ουσιαστική :

α) Τυπικό Σύνταγμα: Γραπτός θεμελιώδης νόμος που έχει αυξημένη τυπική δύναμη σε σχέση με τους άλλους νόμους του κράτους και που δεν μπορεί να τροποποιηθεί παρά με έναν ειδικό, δυσκολότερο απ’ ότι οι κοινοί νόμοι, τρόπο που το ίδιο έχει ορίσει μέσω των διατάξεων της αναθεώρησης του. Το τυπικό Σύνταγμα, είναι γραπτό ( οι κανόνες που περιέχει βρίσκονται αποτυπωμένοι σε ένα ή περισσότερα κείμενα) και κατά κανόνα αυστηρό [: δεν μπορεί να αναθεωρηθεί με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, οι διατάξεις του, δηλ. δεν είναι δυνατόν να τροποποιηθούν παρά μόνο από ειδικό όργανο ή (και) με ειδική διαδικασία]. Ανάλογα με το βαθμό αυστηρότητας διακρίνονται σε:

• απολύτως αυστηρά [: δεν προβλέπουν η και απαγορεύουν ρητά οποιαδήποτε αναθεώρηση]

• σχετικώς αυστηρά [:δεν επιτρέπουν την αναθεώρηση πριν παρέλθει ορισμένος χρόνος από τη θέσπιση τους ή από την προηγούμενη αναθεώρησή τους ή απαγορεύουν την αναθεώρηση ορισμένων διατάξεών τους, που τις καθιστούν έτσι απολύτως άθικτες και απρόσβλητες(άρθρο 110§1 του ισχύοντος Συντάγματος) από νομοθετική εξουσία επειδή τις θεωρούν θεμελιώδεις.]

β) Μετά τις διευρύνσεις της ύλης του, ως ουσιαστικό Σύνταγμα θα μπορούσε να οριστεί το σύστημα των θεμελιωδών αρχών και κανόνων που, ανεξάρτητα από την τυπική τους δύναμη και την ενσωμάτωση τους ή μη στο τυπικό Σύνταγμα:

είτε καθορίζουν την οργάνωση, τις λειτουργίες ή τις πολιτικές ενός συγκεκριμένου κράτους ( ή μιας Πολιτείας)

είτε ορίζουν την καταστατική και αυτόνομη υποκειμενική θέση του προσώπου μέσα στην Πολιτεία κατοχυρώνοντας τα θεμελιώδη δικαιώματά του

είτε διέπουν τη ρύθμιση των έννομων σχέσεων που προκύπτουν από την άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.

- Ο Μάνεσης θεωρεί ως την πιο ολοκληρωμένη έννοια του Συντάγματος τη σύνθετη, την τυπική και ουσιαστική μαζί, και το ορίζει ως το κείμενο που έχει, ως θεμελιώδης νόμος, αυξημένη τυπική δύναμη και στο οποίο περιέχονται οι θεμελιώδεις αρχές και κανόνες που διέπουν κατά βάση τη συγκρότηση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας και της εν γένει κοινωνικής συμβίωσης διασφαλίζοντας την πολιτική ενότητα μιας δεδομένης κοινωνίας. Πάντως η διάκριση ουσιαστικού και τυπικού Συντάγματος, δεν έχει χάσει ούτε τη σημασία της, ούτε την πρακτικής της αξία.

Σημασία και λειτουργίες του Συντάγματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πολιτική του σημασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συμπυκνώνεται σε τρεις βασικές θεσμικές λειτουργίες:

Α. Η εγγυητική λειτουργία

Το Σύνταγμα συνιστά ένα κανονιστικό σύστημα εγγυήσεων κατά της κρατικής αυθαιρεσίας και υπέρ της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας. Η γραπτή διατύπωση του αποτελεί εγγύηση ορθολογικότητας και βεβαιότητας ή ασφάλειας, Ιδίως σήμερα εν όψει των πανοπτικών εξουσιαστικών μηχανισμών αναβιώνει η πρωταρχική αποστολή του Συντάγματος: μέσο άμυνας και προστασίας κατά της κρατικής εξουσίας και όργανο διασφάλισης της κοινωνικής αυτονομίας και της προσωπικής ασφάλειας.

Β. Η νομιμοποιητική του λειτουργία

Το Σύνταγμα παγιώνει και σταθεροποιεί μια καθορισμένη μορφή οργάνωσης εξουσίας και καταγράφει τους κανόνες του πολιτικού ανταγωνισμού και της διεκδίκησης της εξουσίας από τις πολιτικές δυνάμεις ή τα κόμματα. Νομιμοποιεί έπειτα με τους θεσμούς που ιδρύει και τις διαδικασίες που καθιερώνει την εξουσία στη συνείδηση των εξουσιαζόμενων (διαδικαστική νομιμοποίηση). Ωστόσο η νομιμοποιητική του δύναμη οφείλεται περισσότερο στο περιεχόμενο που εγγυάται (ουσιαστική νομιμοποίηση). Στο συντ. κείμενο αποτυπώνονται οι θεμελιώδεις εκείνες πολιτικές αξίες στις οποίες στηρίζεται μια δημοκρατική πολιτεία και οι οποίες απολαμβάνουν τη συγκατάθεση και την αποδοχή ανταγωνιστικών πολιτικών ομάδων.

Γ. Η συμβολική του λειτουργία

Το Σύνταγμα συνθέτει ένα σταθερό σημείο συμβολικής αναφοράς για την αξιολόγηση και τη δικαιολόγησης της συνταγματικής πρακτικής των κρατικών οργάνων, ένα συμβολικό πεδίο διεξαγωγής ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και μια ιδεολογική δεξαμενή άντλησης πολιτικών επιχειρημάτων. Συμβολίζει την πολιτική ενότητα και ταυτότητα μιας δεδομένης πολιτικής κοινωνίας, αναπαριστά την εθνική και κρατική της υπόσταση, γι’ αυτό φορτίζεται με εντυπωσιακή συμβολική αποτελεσματικότητα προικίζεται με δύναμη υποβολής πριν εκδηλωθεί η δύναμη επιβολής του: η συμμόρφωση στους κανόνες του, είναι περισσότερο αποτέλεσμα του συμβολισμού που αποπνέουν και ακτινοβολούν ή της πίστης που εμπνέουν οι εξαγγελίες του παρά του εξαναγκασμού που επιβάλλουν οι επιταγές του.

Η νομική του σημασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω της αυξημένης τυπικής ισχύος του, το Σύνταγμα καταλαμβάνει την ανώτατη βαθμίδα στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου, στηρίζοντας και προσδίδοντας κύρος και ισχύ σε όλους τους κανόνες των κατώτερων βαθμίδων και κυρίως στους τυπικούς νόμους. Αποτελεί λοιπόν το θεμέλιο της έννομης τάξης, το ύπατο στήριγμα όλων των κανόνων δικαίου. Η αυστηρότητα του Συντάγματος το καθιστά τυπικά απρόσβλητο από την κοινή νομοθετική διαδικασία και πολιτικά άτρωτο από τη συγκυριακή πολιτική βούληση της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και από τις μεταβολές μιας αμφιρρέπουσας κοινής γνώμης. Επιβεβαίωση της τυπικής υπεροχής του έναντι των νόμων, προσφέρει ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας τους μέσω του οποίου το Σύνταγμα αναγορεύτηκε σε θεμελιώδη παράμετρο της νομιμότητας όλων των κρατικών πράξεων. Παράλληλα, το Σύνταγμα διαθέτει δυναμικό κανονιστικό περιεχόμενο είναι προικισμένο με μια πρωτογενή διαπλαστική δύναμη που το μεταμορφώνει σε κανονιστική μήτρα στην οποία διαμορφώνονται ερμηνευτικά νέοι συνταγματικοί κανόνες και αποκρυσταλλώνονται θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής ρύθμισης. Με την έννοια αυτή αποτελεί μια σύνοψη θεμελιωδών κανόνων και δικ/των.

Η ερμηνευτική του σημασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σύνταγμα λειτουργεί ως δεξαμενή παροχής ερμηνευτικών κριτηρίων, τυπικών και ουσιαστικών, για την ερμηνεία των κανόνων δικαίου και όλων των έννομων σχέσεων, καθώς και ως διαρκής παρακαταθήκη επιχειρημάτων για τη θεμελίωση και τη δικαιολόγηση αποφάσεων ή πράξεων, κρατικών ή ιδιωτικών. Μεταλλαγμένες σε θεμελιώδεις αρχές οι συνταγματικές διατάξεις ενεργούν ως ύπατοι κανόνες αναφοράς ή ως θεμελιώδεις γνώμονες αξιολόγησης κρατικών πράξεων ή ιδιωτικών συμπεριφορών.

Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δύο όψεις της συνταγματικότητας είναι:

Α) η τυπική συνταγματικότητα: τήρηση των διαδικαστικών διατάξεων που έχουν τεθεί από το Σύνταγμα για τη θέσπιση των υποδεέστερων κανόνων δικαίου, η οποία διακρίνεται σε:

i. εσωτερική τυπική συνταγματικότητα: τήρηση των συνταγματικών κανόνων που διέπουν την κοινοβουλευτική διαδικασία κατάθεσης, επεξεργασίας, συζήτησης και ψήφισης των νόμων (εντάσσεται στα interna corporis της Βουλής). Ο έλεγχος της τήρησης των σχετικών κανόνων ανήκει μόνο στη Βουλή.

ii. εξωτερική τυπική συνταγματικότητα: υπόσταση του νόμου η οποία ταυτίζεται με την έκδοση και τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της κυβερνήσεως. Ο έλεγχός της ανήκει στις κατά το άρθρο 42Σ. αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά είναι αυτονόητο ότι ελέγχεται (πριν από οτιδήποτε άλλο) και από το δικαστή.***

Β) Η ουσιαστική συνταγματικότητα: αναφέρεται στο ίδιο το κανονιστικό περιεχόμενο των διατάξεων του νόμου, το οποίο δεν πρέπει να είναι αντίθετο προς τις ουσιαστικές διατάξεις του Συντάγματος. Ελέγχεται από τη Βουλή και τα δικαστήρια.

- Ο έλεγχος της συνταγματικότητας οργανώνεται και ασκείται σε δύο μεγάλες φάσεις:

i. πριν από τη δημοσίευση και τη θέση σε ισχύ του νόμου, όποτε χαρακτηρίζεται προληπτικός ή πολιτικός και ασκείται από τη Βουλή και τον ΠτΔ.

ii. μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου, οπότε χαρακτηρίζεται κατασταλτικός και ταυτίζεται με το δικαστικό.

Το Κράτος του Συντάγματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έννοια του κράτους είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη σήμερα με το Σύνταγμα, ώστε, όπως δεν μπορεί σήμερα να υπάρξει κράτος χωρίς Σύνταγμα, έτσι δύσκολα μπορεί να νοηθεί Σύνταγμα χωρίς κράτος.

Νομικές σημασίες του όρου «κράτος»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Α. Το κράτος- θεσμός συνώνυμο του κράτους έθνους.

Εκφράζει συνθετικά και συνολικά τη νεώτερη μορφή πολιτικής οργάνωσης όλων των κοινωνιών. Σχηματίστηκε θεσμικά σε αντιπαράθεση προς άλλες αντίστοιχες ομοειδείς μορφές κράτους. Συνώνυμο της θεσμικής του σημασίας ο όρος «Χώρα».

Β. Ο όρος κράτος συνώνυμος της κρατικής εξουσίας

Με τη μορφή αυτή αρθρώνεται και δρα εντός του κράτους ως κρατικός μηχανισμός ή ως κράτος –Κυβέρνηση σε αντιδιαστολή προς την κοινωνία ενίοτε και σε αντιπαράθεση προς αυτήν. Ως κράτος νοείται, άρα ο σκληρός πυρήνας του που περιλαμβάνει την κρατική μηχανή την απρόσωπη και ακαταγώνιστη εξουσία καταναγκασμού και όλους τους μηχανισμούς διακυβέρνησης,

Γ. Το κράτος υποκείμενο δικαίου ή νομικό πρόσωπο

Στο κράτος προσκτάται, χάρη στη φυσιογνωμία του αυτή, αυτοτελής νομική υπόσταση, και έτσι αναγνωρίζεται ως αυθύπαρκτο υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Με αυτή τη μορφή το κράτος ή το δημόσιο όπως αποκαλείται είναι υπόλογος των πράξεων και των αποφάσεών του και μπορεί να ενεργεί ως διάδικος.

Συνέπειες:

  1. Η κατασκευή της νομικής προσωπικότητας του κράτους συνεπάγεται τη δέσμευσή του από τους κανόνες που το ίδιο θεσπίζει και τη νομική του ευθύνη: επιδιώκεται, συνεπώς, να δικαιοποιηθεί η κυριαρχία με σκοπό να αρθεί η εγγενής αδυναμία δικαίου και κυριαρχίας.
  2. Γίνεται δυνατός ο διαχωρισμός της βούλησης του κράτους από τη βούληση των εκάστοτε φυσικών προσώπων, τα οποία ως κρατικά όργανα είναι επιφορτισμένα να εκφράζουν την πλασματική κρατική θέληση στο πλαίσιο της αρμοδιότητας τους. Ως αποτέλεσμα, αποπροσωποποιείται η άσκηση της κρατικής εξουσίας.
  3. Με την παραπάνω αποδέσμευση διασφαλίζεται παράλληλα, η συνέχεια του κράτους ακόμη και σε περίπτωση αλλαγής του πολιτεύματος ή των φυσικών προσώπων που το εκπροσωπούν.

Δ. Το κράτος κεντρική εξουσία.

Σε αντιδιαστολή προς τους δήμους – νομαρχίες –τοπική αυτοδιοίκηση- αλλά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

Ε. Το κράτος πολιτική κοινωνία

Απαρτίζεται από το σύνολο των πολιτών του, που αναγνωρίζονται και δρουν ως ισότιμα μέλη ενός οργανωμένου πολιτικά κοινωνικού συνόλου. Ο όρος «πολιτική κοινωνία», εκφράζει και ένα ιδεώδες, την ιδανική πολιτική οργάνωση μιας κοινωνίας προς το οποίο οφείλει να τείνει το κράτος αποβάλλοντας την εξουσιαστική του υφή.

Στ. Το κράτος ως έννομη τάξη

Το κράτος ταυτίζεται με το Δίκαιο και αποτελεί ένα συγκεντρωτικό κανονιστικό σύστημα που είναι συνολικά και αποτελεσματικά εξοπλισμένο με κυρώσεις. Ο Κέλσεν ορίζει ως κράτος την ιδεατή, εξαναγκαστική «τάξη» κανόνων δικαίου, η οποία ορίζει τον τρόπο ή τις διαδικασίες χρήσης του καταναγκασμού σε μια καθορισμένη κοινωνία καθώς και τους όρους παραγωγής των κανόνων που συνθέτουν την ύπαρξη του κράτους. Με την αναγωγή του κράτους στο Δίκαιο, όμως, ο Κέλσεν αγνοεί το υποκειμενικό στοιχείο του λαού και εξανεμίζει την έννοια της «κυριαρχίας», την οπία ενσωματώνει στην έννομη τάξη.

Συνταγματικοί ορισμοί του κράτους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • G. Jellinek: Το με πρωτογενή εξουσιαστική ισχύ εξοπλισμένο νομικό πρόσωπο ενός λαού, που είναι εγκατεστημένος σε ορισμένη χώρα.
  • Δ. Τσάτσος: Πολιτεία είναι η εν λειτουργία συνένωση δικαίου και κοινωνίας.
  • Αρ.Μάνεσης.: Κράτος είναι οργάνωση αυτοδύναμης εξουσίας, που διέπει τη συμβίωση του συνόλου των ανθρώπων που διαβιώνουν σε ορισμένη χώρα.

Τα στοιχεία του Κράτους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κράτος αποτελεί σύνθεση τριών στοιχείων, τα οποία συναρμολογούνται από το δίκαιο σε μια εξουσιαστική οργανωμένη νομικά, πολιτική ενότητα, που μορφοποιεί μια κοινή διαβίωση.

α. Χώρα η επικράτεια

Ορισμός : Η εδαφική έκταση ή χώρος εντός του οποίου ασκείται η κρατική εξουσία επί των προσώπων που είναι εγκατεστημένα ή διαμένουν σε αυτήν ως πολίτες της ή αλλοδαποί. Η σχέση κράτους- επικράτειας δεν είναι εμπράγματη ή ιδιοκτησιακή, αλλά σχέση δημοσίου δικαίου, σχέση «εξουσίας» επί όλων των προσώπων που βρίσκονται που βρίσκονται στην επικράτεια: δεν ασκείται άρα, από την κρατική εξουσία dominium επί του πράγματος αλλά imperium επί προσώπων.

β. Λαός

Ορισμός:(με την ευρεία έννοια) το σύνολο των ατόμων που είναι εγκατεστημένοι σε μια ορισμένη χώρα και έχουν την ίδια ιθαγένεια. (με τη στενή έννοια) ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα \, που αποτελείται από τους ενεργούς πολίτες, που έχουν συμπληρώσει τη νόμιμη εκλογική και έχουν τα προσόντα του εκλέγειν.

γ. Εξουσία

Ορισμός κατά το Μάνεση: η υπέρτατη ικανότης επιβολής ωρισμένης θελήσεως επί άλλων θελήσεων κατά τρόπο ακαταγώνιστο, δηλ. η υπέρτατη ικανότης του άρχειν, η οποία συνίσταται εις το επιτάσσειν και εξαναγκάζειν εις συμμόρφωσιν (Με αυτή την έννοια ταυτίζεται με την εσωτερική κυριαρχία).

Χαρακτηριστικά

  1. πρωτογενής και αυτοδύναμη
  2. ακαταγώνιστη- συγκεντρωτική και ενιαία
  3. οργανωμένη και διαρκής

Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Συντακτική εξουσία είναι πρωτογενής και αυτοδύναμη, παντοδύναμη και νομικά αδέσμευτη, με αντικείμενο τη θέσπιση νέου Συντάγματος.

Η Αναθεωρητική λειτουργία είναι συντεταγμένη κρατική λειτουργία, δευτερογενής παράγωγη & νομικά δεσμευμένη, αφού η άσκησή της ρυθμίζεται και περιορίζεται από το ήδη υπάρχον Σύνταγμα, εκδηλώνεται εν δυνάμει αυτού και προϋποθέτει την ισχύ του. Συμμετέχει στην άσκηση συντακτικής λειτουργίας με αντικείμενο την τροποποίηση του ήδη υπάρχοντος, μέσα στα όρια (ουσιαστικά & διαδικαστικά) που αυτό προβλέπει.

Συντακτική εξουσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμός

  • Μανιτάκης: Η δύναμη που είναι σε θέση να εγκαθιδρύει ή να μεταβάλλει πολιτεύματα.
  • Βενιζέλος: Η κρατική εξουσία στην υπέρτατη έκφανσή της: όταν θέτει συνταγματικούς κανόνες με αυξημένη νομική ισχύ• όταν θεσπίζει Σύνταγμα.

Χαρακτηριστικά

α. Δύναμη πραγματική: Πρόκειται για δύναμη πολιτικοκοινωνική, που αποτελεί ένα «πρωταρχικό θεσμικό δεδομένο» ή ένα «πραγματικό γεγονός», το οποίο όμως εμπεριέχει δυνατότητα δικαίου, μπορεί και μετασχηματίζεται σε έννομη τάξη, δημιουργεί δίκαιο.

β. Δύναμη πολιτική, διότι:

  • ενεργεί σχετικά αυτόνομη από τις κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις
  • διαμορφώνει πολίτευμα
  • εμφανίζεται ως «γενικής πολιτικής φύσεως βούλησις»

γ. Δύναμη συντάσσουσα πολίτευμα: Συνδέεται λογικά με το πολίτευμα και μάλιστα το δημοκρατικό.

Η συντακτική εξουσία είναι:

  • πρωτογενής – αυτοδύναμη: δεν αντλεί την ισχύ της από άλλη δύναμη, δεν είναι παραγωγή ούτε δότη κάποιας άλλης θέλησης, εκδηλώνεται και επιβάλλεται από μόνη της.
  • νομικά αδέσμευτη και απεριόριστη: δεν υπακούει σε προγενέστερους νομικούς-συνταγματικούς κανόνες, δεν υπόκειται σε κανένα νομικό περιορισμό ή από όριο και
  • ενιαία.

Διακρίσεις

Η Συντακτική εξουσία είναι πρωτογενής, μία και αδιαίρετη με έκτακτο και ανεπανάληπτο χαρακτήρα και μοναδική αποστολή της έχει τη θέσπιση συντάγματος και την εγκαθίδρυση πολιτεύματος.

Συντεταγμένες εξουσίες είναι «θεσμισμένες»-συντεταγμένες, επειδή δρουν σύμφωνα με την τάξη των αρχών και των κανόνων, που εγκαθιδρύει το Σύνταγμα. Είναι πολλές, διαιρετές, διακεκριμένες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) και έχουν διαρκή και μόνιμο χαρακτήρα.

Η συντακτική εξουσία εκδηλώνεται ως συνέπεια μιας νόμιμης τομής, που διασπά την ομαλή συνέχεια της υφιστάμενης έννομης τάξης. Πολιτειακές ενέργειες που έρχονται σε ρήξη με την υπάρχουσα νομιμότητα και επιζητούν τη νομιμοποίησή τους είναι το πραξικόπημα και η επανάσταση:

Πραξικόπημα: Ενέργειες κρατικών οργάνων, ιδίως αυτών που συνδέονται με την εκτελεστή εξουσία και τους μηχανισμούς καταστολής, όπως είναι ο στρατός, τα οποία καταλαμβάνουν την πολιτική αρχή σφετεριζόμενα συνταγματικές εξουσίες και καταλύοντας με τη βία την ισχύουσα συνταγματικής νομιμότητα. Το πραξικόπημα προϋποθέτει συνωμοτικές ενέργειες και αποφάσεις από φορείς ή πρόσωπα που ασκούν εξουσία.

Επανάσταση: Βίαιη πολιτειακή μεταβολή, η οποία όμως διαφέρει ριζικά από το πραξικόπημα, διότι στηρίζεται στη λαϊκή κινητοποίηση και συμμετοχή και αποσκοπεί στην ανατροπή του ισχύοντος πολιτεύματος και στην εγκαθίδρυση ενός ριζικά νέου πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος.

Στην ελληνική συνταγματική ιστορία, η συντακτική και αναθεωρητική εξουσία εκδήλωναν τη βούλησή τους με «συντακτικές πράξεις» και «ψηφίσματα»:

  • Συντακτικές πράξεις: Συντακτικού χαρακτήρα και συνταγματικού –συνήθως αλλά όχι αποκλειστικά- περιεχομένου πράξεις αυξημένης τυπικής ισχύος που εκδίδουν όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, τα οποία αναλαμβάνουν και ασκούν αυτόβουλα και αυτοδύναμα κρατική εξουσία.
  • Ψηφίσματα: Οι αυτοτελείς, αυξημένης τυπικής ισχύος και συντακτικού περιεχομένου πράξεις που εκδίδονται από το συλλογικό αντιπροσωπευτικό όργανο (συντακτική συνέλευση, αναθεωρητική βουλή).

Ομοιότητες και Διαφορές

Διαφορά: Οι Συντακτικές πράξεις εκδίδονται από de facto όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ τα Ψηφίσματα εκδίδονται από αντιπροσωπευτικά σώματα

Ομοιότητες:

  • Το περιεχόμενο και των δύο είναι κατ’ αρχήν και κατά βάση συντακτικού χαρακτήρα, αλλά μπορούν να ρυθμίζουν και θέματα νομοθετικού περιεχομένου.
  • Προικισμένα με την ίδια τυπική ισχύ που έχει το Σύνταγμα και άρα με αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των νόμων.
  • Εκφράζουν με τρόπο ειδικό, παρεμπίπτοντα, αποσπασματικό και προσωρινό τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη μέχρι την ψήφιση του νέου Συντάγματος και εκδίδονται ενόψει αυτού: Συνιστούν μορφές συνταγμάτων «μικρού μήκους».

Μετά την ψήφιση του νέου Συντάγματος

i. καταργούνται

ii. ενσωματώνονται στο οριστικό και ενιαίο συνταγματικό κείμενο

iii. εξακολουθούν να ισχύουν προσωρινά μέχρι την κατάργησή τους με νόμο (π.χ. 111§2Σ.) ή λόγω παρέλευσης του χρόνου ισχύος τους.

Αναθεωρητική λειτουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμός

Η εξουσία που προβλέπεται και οργανώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα που ασκείται σύμφωνα με τον τρόπο και τη διαδικασία που το ίδιο, ειδικά, ορίζει και που αποβλέπει στην τροποποίηση, την αντικατάσταση, την αυθεντική ερμηνεία, την κατάργηση ισχυουσών συνταγματικών διατάξεων ή στην προσθήκη νέων.

Κατά το Μάνεση, η φύση της αναθεωρητικής λειτουργίας είναι υπό την ευρεία έννοια, νομοθετική. Διαφέρει όμως ουσιωδώς απ΄ αυτήν, διότι:

α. δε συμμετέχει στη νομο-παραγωγική διαδικασία,

β. ασκείται από διαφορετικό όργανο, την Αναθεωρητική Βουλή,

γ. εκδίδει πράξεις (ψηφίσματα) που λογικά προηγούνται και τυπικά υπερισχύουν των κοινών νόμων,

δ. ασκείται στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας,

ε. αποσκοπεί στην τροποποίηση ή την κατάργηση συνταγματικών διατάξεων.


Το ισχύον Σύνταγμα, είναι απολύτως αυστηρό ως προς τις θεμελιώδεις διατάξεις του (110§1Σ) και σχετικά αυστηρό ως προς τις υπόλοιπες με την έννοια, ότι η αναθεώρησή τους γίνεται από ειδικό όργανο και με ειδική διαδικασία (110§§2-5Σ.). Ως κανόνας καθιερώνεται το αναθεωρήσιμο των συνταγματικών διατάξεων και ως εξαίρεση η απαγόρευση αναθεώρησης. Πάντως η απαγόρευση αυτή δεν αναφέρεται στη γλωσσική διατύπωση, στο γράμμα των διατάξεων αλλά στο νόημα τους, στο κανονιστικό τους περιεχόμενο και στους συνταγματικούς κανόνες που συνάγονται από την ερμηνεία τους.

Τα όρια της Αναθεώρησης διακρίνονται κατά πρώτον σε Ρητά και Σιωπηρά ή εγγενή, ενώ τα ρητά διακρίνονται σε Ουσιαστικά και Διαδικαστικά όρια.

Ρητά όρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

α. Ουσιαστικά όρια

Το 110§1 Σύνταγμα, οροθετεί μια περιοχή του Συντάγματος, η οποία καθίσταται παντελώς απρόσβλητη από κάθε εξουσία, και την αναθεωρητική. Μορφοποιείται έτσι ένας πρωτογενής σκληρός πυρήνας (ο Μανιτάκης τον αποκαλεί «υπερσύνταγμα»), ο οποίος περιλαμβάνει δύο κατηγορίες διατάξεων:

1. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις διατάξεις που «καθορίζουν τη βάση και τη μορφή το πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας». Η βάση του πολιτεύματος ταυτίζεται με τη μορφή του κράτους (Συστηματικός τρόπος με τον οποίο συγκροτείται η κρατική εξουσία και καθορίζεται ο φορέας ή η έδρα της κυριαρχίας).

Περιλαμβάνει:

  1. Την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας
  2. Το αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης(έμμεση δημοκρατία)
  3. Τους θεσμούς ημι-άμεσης και άμεσης δημοκρατίας
  4. Τον πολυκομματισμό
  5. Τους θεσμούς συμμετοχικής δημοκρατίας

Ως μορφή του πολιτεύματος νοείται η μορφή διακυβέρνησης (συστηματικός τρόπος με τον οποίο κατανέμεται η κυριαρχία στα διάφορα κρατικά όργανα και ασκείται ως κρατική εξουσία από αυτά).

Περιλαμβάνει:

  1. Το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης (αρχή της δεδηλωμένης, κοινοβουλευτική αρχή, κτλ)
  2. Το αιρετό του αρχηγού του κράτους και μάλιστα την έμμεση από το Κοινοβούλιο εκλογή του.
  3. Την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης που συνδυάζεται με το πολιτικό ανεύθυνο του ΠτΔ
  4. Την απαγόρευση στέρησης των παγιωμένων ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του ΠτΔ.
  5. Την απαγόρευση της υπέρμετρης ενίσχυσης αυτών των αρμοδιοτήτων και του θεσμικού ρόλου του ΠτΔ καθώς και της άμεσης εκλογής του από το Λαό που ευνοεί τη δημιουργία προεδρικού ή ημιπροεδρικού κυβερνητικού συστήματος.
  6. Τη δικαιοκρατική μορφή του πολιτεύματος (τυπική υπέροχη του Συντάγματος, αρχή της νομιμότητας, ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, συνταγματική προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων)
  7. Την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία προστατεύεται και ρητά στο 110§1 Σύνταγμα.

2. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει 8 ρητά απαριθμούμενες διατάξεις οι οποίες συστηματικά ερμηνευόμενες καλύπτουν ουσιαστικά το περιεχόμενο όλων των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, εφόσον:

i. Η αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου αποτελεί τη μήτρα, την κανονιστική κοιτίδα όλων, παλαιών και νέων, δικαιωμάτων και ελευθεριών.

ii. Με την αναφορά στην «ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας» όλα τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα συμμετοχής καθώς και κοινωνικά δ/τα εντάσσονται με τη μορφή ιδίως του «κοινωνικού κεκτημένου» στην κατηγορία των συνταγματικών δικαιωμάτων, που ο νομοθέτης δε δικαιούται να καταργήσει η να υποβαθμίσει.

Επιπλέον η συνταγματική πραγματικότητα, η νομοθετική, νομολογιακή και διοικητική πρακτική έχουν διαμορφώσει ένα σύμπλεγμα κανόνων που έχει ενσωματωθεί στο πραγματικό Σύνταγμα ως «συνταγματικό κεκτημένο» προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων. Αυτό το κεκτημένο ανάγεται σε θεμελιώδες αποκλείοντας κάθε εκμηδένιση ή υποβάθμισή του από τον αναθεωρητικό νομοθέτη, ο οποίος όμως διατηρεί τη δυνατότητα διαρρύθμισης του τρόπου απόλαυσης ή άσκησης ενός κοινωνικού ή ατομικού δικαιώματος. Τέλος όσα «νέα» δ/τα κατοχυρωθούν συνταγματικά δεν μπορούν να καταργηθούν ούτε να σχετικοποιηθεί η προστασία τους σε μεταγενέστερη αναθεώρηση του Συντάγματος.

Άρα: μη αναθεωρητέο είναι ολόκληρο το σύστημα συνταγματικής προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και τον καθένα ξεχωριστά ως προς το κύριο ή βασικό ή «αξιωματικό» περιεχόμενό τους.

β. διαδικαστικά όρια ή δεσμεύσεις

Συνίστανται:

1. στην ύπαρξη ειδικού οργάνου,

2. στην καθιέρωση ειδικής διαδικασίας ,

3. στην πρόβλεψη ειδικής προθεσμίας,

4. στη θέσπιση ειδικού νόμιμου τύπου,

1) Αποκλειστικός φορέας της αναθεωρητικής λειτουργίας είναι η αναθεωρητική Βουλή που αποφασίζει, κυριαρχικά, μετά την ειδική εντολή του εκλογικού σώματος, για το περιεχόμενο της αναθεώρησης, με δική της αυτοτελή πράξη, χωρίς τη συμμετοχή καθ΄οιονδήποτε τρόπο της εκτελεστικής εξουσίας.

2) Η αναθεώρηση εξελίσσεται σε δύο στάδια (κατά τον Βενιζέλο σε τρία, αφού θεωρεί τη μεσολάβηση εκλογών αυτοτελές στάδιο):

  1. Πρώτη φάση (110§2 Σύνταγμα): Με πρόταση 50 βουλευτών συγκροτείται ειδική Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία υποβάλλει έκθεση στην ολομέλεια. Η απόφαση της Βουλής πρέπει να συγκεντρώνει τρεις τυπικές προϋποθέσεις.
    1. να συγκεντρώνει πλειοψηφία 180- ή 151 βουλευτών
    2. να έχουν διεξαχθεί δύο ονομαστικές ψηφοφορίες, με θετικό αποτέλεσμα, που να απέχουν μεταξύ τους έναν τουλάχιστον μήνα
    3. να καθορίζει ειδικά (δηλ. αριθμητικά) τις αναθεωρητέες διατάξεις
  2. Μεσολάβηση εκλογών (σημαντική, διότι ενεργοποιείται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και συμμετέχει, έμμεσα, ο λαός στην αναθεωρητική διαδικασία).
  3. Δεύτερη θέση (110§§3-5) Η νεοεκλεγμένη Αναθεωρητική Βουλή διαθέτει την εξουσία κατά την πρώτη σύνοδό της να απορρίψει ή να αποδειχτεί ολικά ή μερικά την πρόταση αναθεώρησης και να διατυπώσει το οριστικό κείμενο των αναθεωρητικών διατάξεων. Δεσμεύεται απολύτως από την απόφαση της προηγούμενης Βουλής ως προς το εύρος ή την έκταση και όχι ως προς το περιεχόμενο της αναθεώρησης.

Το 110§4 Σύνταγμα, προβλέπει για πρώτη φορά τη δυνατότητα της αντιστροφής των πλειοψηφιών μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης Βουλής:

Πλειοψηφίες α' περίπτωση β' περίπτωση
Απόφαση για την ανάγκη αναθεώρησης από την πρώτη Βουλή: 180 βουλευτές 151 βουλευτές
Απόφαση για την αναθεώρηση από την αναθεωρητική Βουλή 151 βουλευτές 180 βουλευτές

Με τις εναλλακτικές πλειοψηφίες διευκολύνεται η κατάληξη της αναθεωρητικής διαδικασίας και οι δύο Βουλές συμμετέχουν ισότιμα και ισοδύναμα σ΄αυτήν.

3) Κατά το 110§6 Σύνταγμα απαγορεύεται η κίνηση νέας διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος πριν παρέλθει πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης (προθεσμία ώριμου χρόνου ή διασκέψεως).

4) Το τελικό κείμενο του αναθεωρημένου Συντάγματος δημοσιεύεται με εντολή του Προέδρου της Βουλής στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης μέσα σε δέκα μέρες αφότου επιψηφιστεί σε ισχύ με ειδικό της ψήφισμα.

Σιωπηρά όρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι τα λογικά αναγκαία εμπόδια της αναθεωρητικής λειτουργίας, που απορρέουν λογικά από την ταυτότητα του πολιτεύματος και από τη συνολική λογική του Συντάγματος και της αναθεώρησής του.

Περιλαμβάνει:

  1. τη μη προσβολή του απολύτως αυστηρού χαρακτήρα του (110§1 Σύνταγμα),
  2. το μη αναθεωρήσιμο χαρακτήρα της διαδικασίας της αναθεώρησης (110§§ 2-6 Σύνταγμα) αν με την τροποποίηση των διατάξεων απειλείται με αναίρεση ο αυστηρός χαρακτήρας της αναθεωρητικής διαδικασίας ή το Σύνταγμα από αυστηρό κινδυνεύει να γίνει ήπιο,
  3. ο διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων,
  4. το πραγματικό Σύνταγμα, που νοείται ως το σύμπλεγμα των θεμελιωδών αρχών ή αξιών και κανόνων που ανεξάρτητα αν είναι ρητά αποτυπωμένοι στο Σύνταγμα συγκροτούν τα ουσιώδη εκείνα στοιχεία της συνταγματικής τάξης που της προσδίδουν ταυτότητα, της εξασφαλίζουν τη συνέχεια και την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεών της και τέλος χαρίζουν ερμηνευτική ενότητα στο σύνολο της έννομης τάξης,

Ο δικαστικός έλεγχος της Αναθεώρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τήρηση των διαδικαστικών ορίων ή κανόνων της αναθεώρησης ανήκει κατ' αποκλειστικότητα στην Αναθεωρητική Βουλή. Ως προς τα ουσιαστικά της όρια όμως την μη ευθύνη της μη παραβίασής τους την έχει και η δικαστική εξουσία. Η αναθεωρητική εξουσία ως εξουσία συντεταγμένη οφείλει να ενεργεί «καθ’ ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα». Έτσι ο δικαστής υποχρεούται, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας της αναθεώρησης να εξετάζει την ενδεχόμενη προσβολή θεμελιώδους αρχής του Συντάγματος από την πράξη της αναθεωρητικής εξουσίας, δηλαδή από συνταγματική διάταξη. Η εξουσία του αυτή θεμελιώνεται στο 87§2 Σύνταγμα (στο 93§4 υποστηρίζει ο Βενιζέλος) και η νομιμοποίηση της εξαντλείται από τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος, που απαγορεύει την αναθεώρηση των θεμελιωδών διατάξεων, καθώς και από την ίδια τη φύση της δικαιοδοτικής αποστολής του, που του επιτρέπει να εφαρμόζει ισχύοντες νόμους κατά την επίλυση δικαστικών διαφορών.

Οργανωτικές Βάσεις ή Θεμελιώδεις Αρχές του Πολιτεύματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν τη φυσιογνωμία του πολιτεύματος και επιτρέπουν την ταξινόμησή του με ιστορικά και θεωρητικά κριτήρια. Οι γενικές αυτές αρχές είτε τυποποιούνται ρητά (π.χ. 1§ 1 Σύνταγμα) είτε συνάγονται ερμηνευτικά (π.χ. αντιπροσωπευτικό σύστημα). Η νομική τους σημασία συναρτάται στενά με την πολιτική: λειτουργούν ως νομικά δεσμευτικό πλαίσιο για τον αναθεωρητικό νομοθέτη, καθώς διαθέτουν αυξημένη τυπική δύναμη και μεγάλο ειδικό βάρος για τη συγκρότηση του πολιτεύματος και τη λειτουργία των θεσμών. Επίσης λειτουργούν ως συνεκτικός ιστός όλων των συνταγματικών διατάξεων και ερμηνευτικά κριτήρια για τον ερμηνευτή και εφαρμοστή του Συντάγματος.

Η δημοκρατική αρχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

• Το 1§2 Σύνταγμα, διακηρύσσει ότι θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή (όχι η εθνική) κυριαρχία. Η διάταξη αυτή διαθέτει επιτακτικό χαρακτήρα, καθώς απευθύνεται στα κρατικά όργανα και παρουσιάζει δύο εκφάνσεις:

- τα κρατικά όργανα πρέπει να προέρχονται από τη λαϊκή βούληση (δημοκρατική νομιμότητα).

- κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους πρέπει να ανάγονται στη λαϊκή βούληση και να επιδιώκουν την ευρύτερη δυνατή λαϊκή συναίνεση (δημοκρατική νομιμοποίηση). Ως λαϊκή κυριαρχία νοείται η αρχή της πλειοψηφίας στη διαλεκτική της σχέση με την προστασία της μειοψηφίας. Πρέπει επίσης να διασφαλίζεται το νομικό καθεστώς (ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις) που δίνει στη μειοψηφία τη δυνατότητα να γίνει πλειοψηφία.

• Το 1§3 Σύνταγμα, εξειδικεύει τη λαϊκή κυριαρχία με τρεις νομικές επιταγές που καθορίζουν την πηγή, το σκοπό και τον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Το ελάχιστο συνταγματικά τυποποιημένο περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής είναι:

1) η ανάδειξη της Βουλής μέσα από περιοδικές γενικές βουλευτικές εκλογές (51επ. Σύνταγμα)

2) το δημοψήφισμα (44§2 Σύνταγμα)

3) η συμμετοχή του εκλογικού σώματος (με την παρεμβολή γενικών βουλευτικών εκλογών) στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος (110§2 Σύνταγμα)

4) η ελεύθερη ύπαρξη και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων (29 Σύνταγμα), η αρχή του πολυκομματισμού (κατά τον Τσάτσο αποτελεί ξεχωριστή θεμελιώδη αρχή του πολιτεύματος).

5) η άσκηση και προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων ομαδικής δράσης

6) οι παράπλευροι μηχανισμοί έκφρασης της βούλησης του εκλογικού σώματος (ευρωεκλογές, εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση)

Ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη συνολική λειτουργία της δημοκρατικής αρχής:

α. αρχή της διαφάνειας, η οποία διασφαλίζεται μέσω της πλήρους και όχι κατευθυνόμενης πληροφόρησης των πολιτών από τα Μ.Μ.Ε. (14 και 15§2 Σύνταγμα)

β. αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων της Βουλής (66§1 Σύνταγμα) και των δικαστηρίων (93§2 Σύνταγμα)

Η αντιπροσωπευτική αρχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βενιζέλος[ασαφές] θεωρεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό του συνταγματικού κράτους την ιστορική και θεωρητική ταύτιση μεταξύ δημοκρατικής αρχής και αντιπροσωπευτικού συστήματος.

Συστατικά στοιχεία αντιπροσωπευτικού συστήματος:

α. ύπαρξη αντιπροσωπευτικού σώματος (Βουλή) που αναδεικνύεται περιοδικά με εκλογή και έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες (νομοθετική λειτουργία)

β. κατά τα άρθρα 51§2 και 60§1 οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος και έχουν απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση. Οι κανόνες αυτοί είναι ασυμβίβαστοι με το νόημα της επιτακτικής εντολής, αλλά προσεγγίζουν αυτό της ελεύθερης εντολής με την επισήμανση ότι η εκλογή δεν επιφέρει μόνο την ανάδειξη του βουλευτή, αλλά χαράσσει ένα πλαίσιο πολιτικής εντολής. [*Η απειλή διαγραφής από το κόμμα ενός βουλευτή σε περίπτωση που ψηφίσει αντίθετα από την κομματική γραμμή αποτελεί εσωκομματική-πειθαρχική ποινή, δεν επιφέρει αλλαγής της νομικής θέσης του βουλευτή. Δεν έχει δηλαδή νομική-θεσμική συνέπεια για το βουλευτή και επομένως δεν παραβιάζει το δικαίωμα ψήφου κατά συνείδηση*]

γ. η δημοσιότητα των συνεδριάσεων της Βουλής επιτρέπει τον έλεγχο του αν οι βουλευτές κινούνται μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής τους εντολής.

δ. το ανεύθυνο του βουλευτή (61§1 Σ.)

ε. το ακαταδίωκτο του βουλευτή (62§1 Σ.)

στ. ο θεσμός του πολιτικού κόμματος (29 Σ.)

- Παράλληλα με το αντιπροσωπευτικό σύστημα αναπτύχθηκαν θεσμοί άμεσης δημοκρατίας με πιο χαρακτηριστικό, για την Ελλάδα, το δημοψήφισμα. Το 44 Σ. εισάγει δύο είδη δημοψηφισμάτων, τα οποία προκηρύσσονται με προεδρικό διάταγμα που προσυπογράφεται από τον Πρόεδρο της Βουλής (35§3 Σ.):

• το συμβουλευτικό (44§2 εδ.α’: για κρίσιμο εθνικό θέμα, με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και απόφαση 151 βουλευτών > αποφασιστικό επί της αρχής, παράγει πολιτικές δεσμεύσεις)

• το νομοθετικό (44§2 εδ. β’: για ψηφισμένο νομοσχέδιο για σοβαρό κοινωνικό ζήτημα-όχι δημοσιονομικά, πρόταση 120 βουλευτών, απόφαση 180 βουλευτών)

Η κοινοβουλευτική αρχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχή αυτή εκδηλώνεται ως σύνθεση δύο επιμέρους αρχών που εκδηλώνονται σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές:

α. Η πρώτη στιγμή είναι ο διορισμός του πρωθυπουργού. Το 37§2 Σ. κατοχυρώνει για πρώτη φορά ρητά (από το 1875 λειτουργούσε ως συνθήκη του πολιτεύματος) την αρχή της δεδηλωμένης, σύμφωνα με την οποία διορίζεται Πρωθυπουργός ο αρχηγός του κόμματος που έχει λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών στις εκλογές, καθώς υπάρχει το τεκμήριο ότι η Κυβέρνηση, την οποία θα υποδείξει, απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Στο 37 Σ, Ιδίως μετά την Αναθεώρηση του 1986, προβλέπονται με κάθε λεπτομέρεια και αυστηρότητα οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες του ΠτΔ (διερευνητικές εντολές κατά τη σειρά της κοινοβουλευτικής δύναμης των κομμάτων > προσπάθεια σχηματισμού Κυβέρνησης από δύο ή περισσότερα κόμματα > σχηματισμός εκλογικής Κυβέρνησης)

β. Η δεύτερη στιγμή είναι η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας των βουλευτών προς την Κυβέρνηση (κοινοβουλευτική αρχή). Σύμφωνα με το 84§1 Σ. μέσα σε 15 ημέρες από το διορισμό της η Κυβέρνηση υποχρεούται να εμφανιστεί ενώπιον της Βουλής και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Ο γενικός αυτός κανόνας ισχύει για κάθε περίπτωση διορισμού νέας Κυβέρνησης (υποχρεωτική μορφή της ψήφου εμπιστοσύνης) // Δεύτερη περίπτωση ψήφου εμπιστοσύνης αποτελεί η δυνητική θέση ζητήματος εμπιστοσύνης από την Κυβέρνηση καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας. Γίνεται αποδεκτή αν συγκεντρωθεί υπέρ αυτής η πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 120 βουλευτές (84§6 εδ. α’) > ενδεχόμενο να αναπτυχθεί το φαινόμενο των Κυβερνήσεων μειοψηφίας/ανοχής, που αποκτούν την εμπιστοσύνη της Βουλής, επειδή ένας αριθμός βουλευτών απέχει από την κρίσιμη ψηφοφορία // Τρίτη περίπτωση είναι η θέση ζητήματος δυσπιστίας, πρακτικά από την Αντιπολίτευση. Η αποδοχή της προϋποθέτει έγκριση 151 βουλευτών. - Η εξάρτηση της Κυβέρνησης από τη Βουλή διασφαλίζεται με την κοινοβουλευτική, καθώς και την ποινική και αστική ευθύνη, των Υπουργών και των Υφυπουργών (άρθρα 85 και, το αναθεωρημένο το 2001, 86 Σ.)

Η αρχή της «προεδρευόμενης» Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σ. του ’75 αναγνώριζε στον αρχηγό του κράτους σημαντικές ουσιαστικές αρμοδιότητες που υπερέβαιναν τις συνήθεις αρμοδιότητες του ΠτΔ σε ένα μονιστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Τις προεδρικές υπερεξουσίες που εισήγαγαν προεδρικά στοιχεία στο πολίτευμα κατήργησε η Αναθεώρηση του ’86. Η προεδρευόμενη Δημοκρατία οριοθετείται και διακρίνεται τόσο από τη βασιλευόμενη όσο και από την προεδρική Δημοκρατία και σημαίνει αιρετό ανώτατο άρχοντα (Republik) αλλά εκείνες τις μορφές του που δε θίγουν τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.

Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (σωστότερα: λειτουργιών)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μία και αδιαίρετη δημοκρατική εξουσία νομιμοποιεί και συγκεκριμενοποιείται σε τρεις ιδιαίτερες λειτουργίες που θεσπίζει ρητά το Σ. στο άρθρο 26:

• τη νομοθετική > Βουλή και Πρόεδρος της Δημοκρατίας (§1)

• την εκτελεστική > ΠτΔ και Κυβέρνηση (§2)

• τη δικαστική > δικαστήρια (§3)

Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών εμφανίζεται υπό δύο εκδοχές:

• ουσιαστική (αντικειμενική ή ποιοτική): ενδιαφέρει το αντικείμενο κάθε κρατικής λειτουργίας (διάκριση λειτουργιών)

• οργανική (υποκειμενική ή τυπική): ύπαρξη διαφορετικών κρατικών οργάνων που είναι κατ’ αρχήν αρμόδια για την άσκηση κάθε μίας από τις τρεις βασικές εκδηλώσεις της κρατικής εξουσίας (διάκριση οργάνων)

- Η αρχή αυτή εξακολουθεί να διαθέτει φιλελεύθερο περιεχόμενο, καθώς εκφράζει τη νοοτροπία των «ανασχέσεων και εξισορροπήσεων» μεταξύ των κρατικών οργάνων. Το σύγχρονο νόημά της ωστόσο, μεταφέρεται από την αντιδιαστολή Βουλής και Κυβέρνησης στην αντιδιαστολή κυβερνώσας πλειοψηφίας (Κυβέρνηση και κυβερνητικοί βουλευτές) και αντιπολίτευσης. Τέλος, η αρχή σχετικοποιείται, καθώς είναι εκτεταμένο το φαινόμενο της διασταύρωσης των λειτουργιών.

- Ορισμοί

Λειτουργία: Δράση α)οργάνων της κρατικής εξουσίας, β)ρυθμιστική του κοινωνικού βίου, γ)με την οποία, κατά το Σ., παράγεται η πολιτική βούληση της εξουσίας και υλοποιούνται οι αποφάσεις της σύμφωνα με τις προβλεπόμενες συνταγματικές διαδικασίες.

Αρμοδιότητα: Η ικανότητα κάθε οργάνου –όπως αυτή καθορίζεται από το Σ. και τους συνάδοντες προς αυτό νόμους- να ενεργεί ορισμένες κρατικές πράξεις, δηλαδή να διαμορφώνει και να εκδηλώνει την κρατική βούληση (υποκειμενική όψη της λειτουργίας).

Όργανο: Οργανωτική μονάδα, μια ενότητα που είναι υποκείμενο λειτουργιών και αρμοδιοτήτων.

Φορέας του οργάνου: Το φυσικό πρόσωπο (ή τα περισσότερα φυσικά πρόσωπα) που κατά το δίκαιο ασκούν την κρατική εξουσία, δηλαδή τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες.

Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για πρώτη φορά μετά την αναθεώρηση του 2001 το Σ. επιτάσσει ρητά στο κράτος την εγγύηση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου στο 25§1 Σ. Βέβαια η αρχή αυτή δε γεννήθηκε μέσα από τη συνταγματική της κατοχύρωση αλλά είναι προϊόν της επιστήμης και της νομολογίας.

- Το Σ. περιλαμβάνει κατ’ αρχήν όλες τις εγγυήσεις που υπάγονται στην έννοια του κράτους δικαίου. Έτσι θεσπίζεται:

α. Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (26 Σ.)

β. Η αρχή της νομιμότητας της διοίκησης και ο δικαιοδοτικός έλεγχος της διοικητικής δράσης, ιδίως η συνταγματική κατοχύρωση της αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (95§1 Σ.)

γ. Το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας (20§1 Σ.)

δ. Το δικαίωμα ακροάσεως (20§2 Σ.)

ε. Η ύπαρξη ορίων και εγγυήσεων για την τήρηση τους κατά την εξουσιοδότηση της εκτελεστικής λειτουργίας για θέσπιση κανόνων δικαίου (43§§2 και 4 Σ.)

στ. Η ανεξαρτησία του δικαστή

ζ. Η μονιμότητα και οι λοιπές θεσμικές εγγυήσεις των δημοσίων υπαλλήλων (103 Σ.)

η. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια (87§2 και 93§4 Σ.)

- Η ιστορική απάντηση στις δομές του κράτους δικαίου είναι το κοινωνικό κράτος (ή κράτος πρόνοιας και ευημερίας) ως «παρεμβαίνουσα δικαιοσύνη» που περιλαμβάνει:

α. Τα τυποποιημένα στα άρθρα 21-24 Σ. κοινωνικά δικαιώματα.

β. Την ύλη του λεγόμενου οικονομικού Συντάγματος, δηλαδή τη συνταγματική τυποποίηση των σχέσεων κράτους και οικονομίας και των οικονομικών λειτουργιών του κράτους (π.χ. άρθρα 106 και 107, αλλά και 17, 18, 24, καθώς και 79§8 Σ.)

- Σχέση κράτους δικαίου-κοινωνικού κράτους

Η ταυτόχρονη ισχύς και των δύο αρχών δεν αποτελεί εσωτερική αντινομία του Σ. Ο νοηματικός και συνακόλουθα κανονιστικός εμπλουτισμός του τυπικού κράτους δικαίου με στοιχεία ουσιαστικής δικαιοσύνης δημιουργεί τις προϋποθέσεις ένταξης σε αυτό και στοιχείων κοινωνικού κράτους, που το συμπληρώνουν και αποδίδουν την εξέλιξή του.

Τα άμεσα Όργανα του Κράτους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εκλογικό σώμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Α. Σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι το ανώτατο όργανο του κράτους και αποτελείται από τους πολίτες που έχουν το ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα, όπως ο νόμος ορίζει (51§3 Σ.). Η επιφύλαξη αυτή υπέρ του εκλογικού νόμου είναι αυστηρά περιορισμένη ως προς τα θετικά και αρνητικά προσόντα του εκλέγειν, τα οποία προσδιορίζονται κατά τρόπο αποκλειστικό απευθείας από το Σύνταγμα.

Θετικά προσόντα:

  1. ελληνική ιθαγένεια (ιδιότητα του Έλληνα πολίτη)
  2. αναγκαία ελάχιστη εκλογική ηλικία (πολιτική ή εκλογική ενηλικότητα), η οποία προσδιορίζεται από τον κοινό νομοθέτη στο 18ο έτος.

Αρνητικά προσόντα:

  1. ανικανότητα για δικαιοπραξία σύμφωνα με τους όρους του Αστικού Κώδικα.
  2. ηθική αναξιότητα, λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα που επιφέρει ως έννομη συνέπεια και τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος.

• Η εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους αποτελεί απλώς διοικητική προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος της ψήφου. • Για την άσκηση του δικαιώματος της ψήφου απαιτείται βέβαια και η πραγματική ικανότητα για την άσκησή του, που δε συντρέχει στην περίπτωση των πολιτών που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Γι’ αυτούς το 51§4 εδ. β’ Σ. παρέχει στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια (ή υποχρέωση) να ορίσει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος. Ωστόσο, παρά τη νέα ώθηση που του δίνει η πρόσφατη αναθεώρηση της διάταξης, αυτός μέχρι στιγμής (με εξαίρεση τις ευρωεκλογές) παραλείπει να ψηφίσει το σχετικό οργανικό νόμο, θέτοντας ζήτημα συνταγματικότητας αυτής της παράλειψης.

Β. Αρμοδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εκλογικό σώμα, ως ο κατ’ εξοχήν εκφραστής της λαϊκής κυριαρχίας, έχει τις εξής αρμοδιότητες:

  1. εκλέγει τους βουλευτές (51§3 Σ.)
  2. αναδεικνύει τις αρχές των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (102§2 Σ.)
  3. συμμετέχει σε δημοψηφίσματα (44§2 Σ.)
  4. αναδεικνύει τους Έλληνες αντιπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (28§2 Σ.)

Η πολιτική οργάνωση του εκλογικού σώματος γίνεται μέσω των κομμάτων (ενώσεις προσώπων, που έχουν διάρκεια, που οργανώνονται συνήθως σε επίπεδο επικράτειας, που έχουν έναν πολιτικό, ιδεολογικό ή προγραμματικό συνδετικό ιστό και τάσσουν ως σκοπό την κατάκτηση και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας μέσα από τις συνταγματικά τυποποιημένες διαδικασίες).

Γ. Συνταγματικές αρχές που διέπουν την ψήφο και την ψηφοφορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. αρχή της καθολικής ψηφοφορίας (51§3 Σ.)
  2. αρχή της ισότητας της ψήφου (1§§2 και 3 Σ.)
  3. αρχή της άμεσης ψηφοφορίας (51§3 Σ.)
  4. αρχή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας (51§5 Σ.)
  5. αρχή της ταυτόχρονης διεξαγωγής της ψηφοφορίας (51§4 Σ.)

Δ. Εκλογικό σύστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκλογικός νόμος: ο οργανικός νόμος, ο οποίος –στο πλαίσιο των επιφυλάξεων υπέρ του νόμου– ρυθμίζει λεπτομερέστερα τα σχετικά με το εκλογικό σύστημα και τις εκλογικές περιφέρειες, τα σχετικά με την εκλογή των βουλευτών και συνεπώς τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τον τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων του εκλογικού σώματος και πάντως της αρμοδιότητάς του να αναδεικνύει τη Βουλή.

Εκλογικό σύστημα (με τη στενή και τρέχουσα έννοια): ο τρόπος (η ροή των μαθηματικών υπολογισμών) με βάση τον οποίο οι διαθέσιμες κάθε φορά βουλευτικές έδρες κατανέμονται στα κόμματα και τους συνδυασμούς τους σε κάθε εκλογική περιφέρεια σε συνάρτηση προς τον αριθμό των ψήφων που αυτά έχουν λάβει, δηλαδή σε συνάρτηση προς την εκλογική τους δύναμη.

Διάκριση εκλογικών συστημάτων

  1. πλειοψηφικά [οι διαθέσιμες έδρες παραχωρούνται στο συνδυασμό που συγκέντρωσε τη σχετική ή την απόλυτη πλειοψηφία]
  2. αναλογικά [οι διαθέσιμες έδρες κατανέμονται σε περισσότερους συνδυασμούς με κριτήριο την εκλογική τους δύναμη]
  3. μικτά [π.χ. το ελληνικό σύστημα της «ενισχυμένης αναλογικής»]

Περισσότερο σύμφωνη με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και της ισοδυναμίας της ψήφου είναι η «απλή αναλογική». Αποκλίσεις από την αρχή αυτή είναι συνταγματικά θεμιτές μόνο όταν δεν υπερβαίνουν τα όρια που επιβάλλει ένας συνταγματικά προβλεπόμενος και θεμιτός σκοπός και μόνο στο μέτρο που αυτές είναι αναγκαίες.

Η Βουλή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη Βουλή κατα Τριαφυλλίδη σημαίνει θέληση και απόφαση μετά απο σκέψη. Με τον τρόπο αυτό καθορίζεται η θέληση του Λαού ώς ο νομοθέτης οπου εκφραζει την κυριαρχία του, με κάθε συντεταγμένο τρόπο όπως λ.χ. με τα δημοψηφίσματα. Με αυτό τον τρόπο η θέληση του Λαού, δεν είναι τμηματική ή περιοδική, όπως στις εκλογές των βουλευτών που ορίζονται τυπικά κάθε 4 χρόνια ώς εκπρόσωποι της Βουλής του Λαού. Ώς βουλή, σήμερα, προσδίνεται και ο ορισμός του κοινοβουλίου του συνόλου των βουλευτών ώς νομοθετών όμως η έννοια στην ουσία εκ παραφθοράς δεν ισχύει για το σύνολο του κοινοβουλίου. Αυτό διότι στην περίπτωση του αρ.26 δεν θα μπορούσε τυπικά σε κράτος δικαίου, το κοινοβούλιο να είναι στην πλειοψηφία του, και κυβέρνηση εκτελεστικής εξουσίας αλλα και νομοθέτης. Έτσι καθίσταται απο παράδοξο εώς ανεφάρμοστο το γεγονός το κοινοβούλιο να ορίζεται ώς νομοθέτης αφού στην πλειοψηφία του είναι και κυβέρνηση και τμήμα βουλής, στην μειοψηφία του ανίκανο νομοθέτησης.

Α. Σύγκληση και διάρκεια θητείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βουλή που εκλέγεται έχει, κατά το 53§1 Σ, διάρκεια τεσσάρων συνεχών ετών που αρχίζει από την ημέρα των βουλευτικών εκλογών. Το διάστημα αυτό ονομάζεται βουλευτική περίοδος. Τον κανόνα της τετραετούς διάρκειας κάθε βουλευτικής περιόδου διασπούν οι περιπτώσεις:

  1. (πρόωρης) διάλυσης της Βουλής και
  2. επιμήκυνσης του χρόνου της βουλευτικής περιόδου:

Α) Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει τρεις μορφές πρόωρης λήξης, δηλαδή διάλυσης της Βουλής:

1. Υποχρεωτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διάλυση, όταν:

α. το Κοινοβούλιο αδυνατεί να εκλέξει στην 3η ψηφοφορία ΠτΔ (41§5 > 32§4 Σ.)

β. μετά την παρέλευση της διαδικασίας των διερευνητικών εντολών και παρά τις προσπάθειες του ΠτΔ επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής (37§3 εδ. γ’ Σ.).

2. Υποχρεωτική για τον ΠτΔ, μόνο εφόσον το ζητήσει η Κυβέρνηση:

α. για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας **Τις εκλογές διεξάγει η ίδια η Κυβέρνηση που προτείνει τη διάλυση (41§2 Σ.)

β. όταν παραιτείται Κυβέρνηση που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής και πρωθυπουργός είναι ο αρχηγός αυτής της πλειοψηφίας. **Η Κυβέρνηση διεξαγωγής των εκλογών είναι εκλογική κατά το 37 Σ. (38§1 εδ. γ’ Σ.)

3. Διάλυση με απόφαση του ΠτΔ ο οποίος έχει αυτοτελή σχετική δυνατότητα (η μοναδική περίπτωση «προεδρικής»-αντιπλειοψηφικής διάλυσης μετά την Αναθεώρηση του 1986):αν έχουν παραιτηθεί ή και καταψηφιστεί από τη Βουλή δύο Κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα. **Οι εκλογές διενεργούνται από την Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της διαλυόμενης Βουλής (41§1 Σ.)

Β) Προβλέπεται στις εξαιρετικές περιπτώσεις των άρθρων 53§3, 48§2-4, 34§2 Σ.

Τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία η Βουλή συνέρχεται και λειτουργεί ονομάζονται σύνοδοι της Βουλής. Υπάρχουν τρία είδη βουλευτικών συνόδων:

α. Τακτική σύνοδος: συγκαλείται με προεδρικό διάταγμα μια φορά το χρόνο κατά το 64§1 Σ. και διαρκεί τουλάχιστον 5 μήνες (64§2 Σ.)

β. Έκτακτη σύνοδος: συγκαλείται από τον ΠτΔ Κάθε φορά που το κρίνει εύλογο (40§1 Σ.)

γ. Ειδική σύνοδος: συγκαλείται υποχρεωτικά με προεδρικό διάταγμα για την άσκηση συγκεκριμένης αρμοδιότητας (προβλέπεται στις διατάξεις 84§1, 48§§2και 3, 32§5 εδ γ’, 34§2 Σ.)


Β. Το παθητικό εκλογικό δικαίωμα – η νομική θέση του βουλευτή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι πρέπει να συντρέχουν τα εξής θετικά προσόντα (55§1 Σ.):

i. Η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη (ελληνική ιθαγένεια)

ii. Η νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν (ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα)

iii. Η συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας κατά την ημέρα της εκλογής. Πρέπει επίσης να μη συντρέχει κάποιο από τα αρνητικά προσόντα εκλογιμότητας (ή κωλύματα εκλογιμότητας) όπως αυτά προσδιορίζονται κατά τρόπο αποκλειστικό στο, αναθεωρημένο το 2001, 56 Σ: η §1 αναφέρεται σε γενικά κωλύματα (εξαίρεση: οι καθηγητές Α.Ε.Ι.), η §3 σε τοπικά. Από τα κωλύματα (που αποκλείουν την ανακήρυξη ως υποψηφίου) διακρίνονται τα κοινοβουλευτικά ασυμβίβαστα του άρθρου 57 Σ. (ιδιότητες που δεν πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του βουλευτή μετά από την εκλογή του, διαφορετικά εκπίπτει αυτοδικαίως από το αξίωμά του).

Το νομικό καθεστώς του βουλευτή προσδιορίζεται επίσης από τις εξής θεσμικές εγγυήσεις και λειτουργικά προνόμια:

i. Το ανεύθυνο του βουλευτή (61§§1 και 2 Σ.)

ii. Το ακαταδίωκτο του βουλευτή (62§1 Σ.)

iii. Το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας – βουλευτικό απόρρητο (61§3 Σ.)

iv. Η βουλευτική αποζημίωση και βουλευτικές ατέλειες (63§§1 και 3 Σ.)

Γ. Αρμοδιότητες της Βουλής:

1. Νομοθετικές:

α. Είναι η μόνη αρμόδια για την αναθεώρηση του Συντάγματος. (110 Σ.)

β. Ψηφίζει τους νόμους (26§1 και 73-77 Σ.)

γ. Ψηφίζει τον προϋπολογισμό, τον απολογισμό και το γενικό ισολογισμό (79 Σ.)

δ. Είναι η μόνη αρμόδια για την ψήφιση του Κανονισμού της Βουλής (65§1 Σ.).

ε. Θέτει σε εφαρμογή το νόμο για την κατάσταση πολιορκίας (48§1 Σ.)

στ. Επικυρώνει τις διεθνείς συμβάσεις κατά το 28§1 Σ.

2.Ελεγκτικές (κοινοβουλευτικός έλεγχος): Αναφορές, ερωτήσεις, επερωτήσεις, εξεταστικές επιτροπές κτλ.

3.Δικαστικές:

α. Παροχή άδειας για την ποινική δίωξη βουλευτών κατά τα 61§2 και 62 Σ.

β. Κίνηση της διαδικασίας του 86 Σ. για την ποινική ευθύνη των υπουργών και υφυπουργών και η άσκηση της σχετικής ποινικής δίωξης.

γ. Κίνηση της διαδικασίας του 49 Σ. για την ποινική ευθύνη του ΠτΔ.

δ. Παροχή της κατά το 47§2 Σ. συγκατάθεσης προς τον ΠτΔ για την απονομή χάρης σε Υπουργό που καταδικάστηκε σύμφωνα με το 86 Σ.

4. Ποικίλης φύσης αρμοδιότητες:

α. Εκλογή ΠτΔ (32 και 34 Σ.)

β. Συγκατάθεση για την παράταση ή την επανάληψη της αναστολής των εργασιών της Βουλής (40§3 Σ.)

γ. Απόφαση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος (44§2 Σ: ο Ευ. Βενιζέλος εντάσσει το εδάφιο β΄ της διάταξης στις νομοθετικές αρμοδιότητες και το εδάφιο α΄ στις ρυθμιστικές).

δ. Η λειτουργία της ως forum, στο οποίο διεξάγεται ο πολιτικός διάλογος.

Η Κυβέρνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κυβέρνηση ως επικεφαλής της εκτελεστικής λειτουργίας (από κοινού με τον ΠτΔ) πραγματώνει την πολιτική απόφαση του Εκλογικού Σώματος με την ανάπτυξη και εφαρμογή μιας συγκεκριμένης πολιτικής.

Α. Σύνθεση και οργάνωση της Κυβέρνησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά το 81§1 Σ. την Κυβέρνηση αποτελεί το Υπουργικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς (και τους αναπληρωτές και τους άνευ χαρτοφυλακίου). Οι Υφυπουργοί μπορεί να είναι και μέλη της Κυβέρνησης. Τα βασικά συστήματα οργάνωσης της Κυβέρνησης είναι δύο:

i. Συλλογικό ( οι Υπ. Εκτός από τις ατομικές αρμοδιότητές τους, ασκούν ουσιαστικά και τις αρμοδιότητες της Κυβ, ως συλλογικού οργάνου, ενώ η θέση του Πρωθυπ. Είναι περισσότερο συντονιστική παρά αποφασιστική. Είναι primus inter pares.)

ii. Πρωθυπουργοκεντρικό ( η θέση του Πρωθυπουργού είναι σαφώς ενισχυμένη. Ο Πρωθ. είναι φορέας της λαϊκής εντολής και διαμορφώνει την πολιτική βούληση της Κυβέρνησης. Είναι primus solus)

Το ισχύον Σ. διαφοροποιεί και ενισχύει αισθητά τη νομικοπολιτική θέση του Πρωθ. με ένα πλέγμα διατάξεων στο οποίο εντάσσονται:

α. το 37§1 Σ. που τυποποιεί την απόλυτη αρμοδιότητα του Πρωθυπουργού να επιλέγει τους Υπ. και τους Υφυπ. του.

β. το 84§1 Σ, κατά το οποίο φορέας της εμπιστοσύνης της Βουλής είναι ο Πρωθ. Η εμπιστοσύνη αυτή καλύπτει συνεκδοχικά και τους Υπ. και Υφυπ. που επιλέγει σε όλη τη διάρκεια της εντολής του.

γ. το 81§1 Σ. που αναφέρεται διακεκριμένα στον Πρωθυπουργό.

δ. το 82§2 Σ, κατά το οποίο ο Πρωθ, ως ατομικό όργανο, εξασφαλίζει την ενότητα της Κυβέρνησης (συντονισμός – άρση των δυσλειτουργιών), αλλά και κατευθύνει τις ενέργειές της καθώς και τις ενέργειες όλων των δημοσίων υπηρεσιών.

Β. Προϋποθέσεις νόμιμης λειτουργίας της Κυβέρνησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. Η ανάδειξη του Πρωθ. και των μελών της Κυβ. πρέπει να συντελείται κατά τους όρους του άρθρου 37 Σ. [βλ. παραπάνω κεφ. Δ. γ) η κοινοβουλευτική αρχή]

ii. Οι φορείς των κυβερνητικών λειτουργημάτων πρέπει να έχουν τα νόμιμα προσόντα για τα σχετικά αξιώματα και να υπόκεινται σε περιορισμούς:

- Οι Υπουργοί και οι Υφυπουργοί πρέπει να συγκεντρώνουν τα προσόντα που ορίζει το άρθρο 55 Σ. για το βουλευτή (81§2 Σ.)

- Κάθε επαγγελματική δραστηριότητα θεωρείται ασυμβίβαστη προς τη θέση του Υπουργού ή Υφυπουργού (81§3 Σ.). Η §4 επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη την καθιέρωση πρόσθετων ασυμβίβαστων. Επίσης, κατά το 89§4 Σ. η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού είναι ασυμβίβαστη με τη συμμετοχή στην Κυβέρνηση.

- Προϋπόθεση ανάληψης των καθηκόντων τους είναι η ορκωμοσία τους.

iii. Η Κυβ. οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής (κοινοβουλευτική αρχή)

Γ. Απαλλαγή της Κυβ. από τα καθήκοντά της (38§1 Σ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γίνεται με ρυθμιστικό προεδρικό διάταγμα:

i. αν η Κυβ. παραιτηθεί. Σε περίπτωση ατομικής παραίτησης ή θανάτου του Πρωθ. εφαρμόζεται το 38§2 Σ.

ii. Αν η Βουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της προς αυτή κατά το 84 Σ. (με την απόρριψη μιας πρότασης εμπιστοσύνης ή την αποδοχή τυχόν πρότασης δυσπιστίας)

iii. Αυτονόητα μετά από γενικές βουλευτικές εκλογές ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα τους, γιατί η νέα Βουλή πρέπει να στηρίζει Κυβ. της δικής της εμπιστοσύνης.


Δ. Αρμοδιότητες της Κυβέρνησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

• Ο Πρωθυπουργός ως ατομικό όργανο:

i. Προτείνει στον ΠτΔ το διορισμό και την παύση των Υπουργών (37§1 Σ.)

ii. Προσυπογράφει το προεδρικό διάταγμα για την απαλλαγή της Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της (35§1 εδ. β’ Σ.)

iii. Προεδρεύει του Υπουργικού Συμβουλίου (81§1 Σ.)

iv. Εξασφαλίζει την ενότητα της Κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειές της (82§2 Σ.)

v. Προσυπογράφει το διάγγελμα που απευθύνει προς το λαό ο ΠτΔ (44§3 Σ.)

vi. Προσυπογράφει το διάταγμα για τη διάλυση της Βουλής στις περιπτώσεις των άρθρων 32§4 και 41§1 Σ. (35§2γ Σ.)

• Πέρα από τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες του Υπ. Οικονομικών (73§2 και 79§3 Σ.) και Δικαιοσύνης (47§1 Σ.), κάθε Υπουργός:

i. Προσυπογράφει – κατά την αρμοδιότητα του – τις πράξεις του ΠτΔ (35§1 Σ.)

ii. Ασκεί κανονιστική εξουσία, προτείνοντας και προσυπογράφοντας κανονιστικά διατάγματα, καθώς και εκδίδοντας υπουργικές αποφάσεις

iii. Προΐσταται του Υπουργείου του και ασκεί τις κατά νόμο αρμοδιότητες του (83§1 Σ.)

• Οι Υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου ασκούν όσες αρμοδιότητες τους αναθέτει ο Πρωθυπουργός (83§1 Σ.)

• Οι Υφυπουργοί ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναθέτουν με κοινή απόφαση ο Πρωθυπουργός και ο αρμόδιος Υπουργός (83§2 Σ.)

• Το Υπουργικό Συμβούλιο ως συλλογικό και άμεσο όργανο:

i. καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας (82§1 Σ.)

ii. αναπληρώνει τον ΠτΔ στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις του 34 Σ.

iii. προτείνει στον ΠτΔ την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (44§1 Σ.)

iv. προτείνει στη Βουλή να θέσει σε εφαρμογή το νόμο για την κατάσταση πολιορκίας (48§1 Σ.)

v. να ασκεί τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων (45§1Σ.)

vi. να έχει το δικαίωμα να προτείνει νόμους στη Βουλή (73§1 Σ.)

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 30§1 Σ. προσδιορίζει τον ανώτατο άρχοντα ως τον «ρυθμιστή του πολιτεύματος». Η διάταξη αυτή έχει διττή έννοια:

α. ως διάταξη περί αρμοδιότητας δηλώνει τη γενική μόνο αρχή που συγκεκριμενοποιείται και καθίσταται εφαρμόσιμη μόνο στις νομικά τυποποιημένες ρυθμιστικές αρμοδιότητες που προβλέπει το Σ.

β. ως διάταξη που χαρακτηρίζει τη θεσμική φυσιογνωμία του προεδρικού θεσμού εμπεριέχει κριτήριο για το δημόσιο λόγο και τη δημόσια συμπεριφορά του ΠτΔ. Ο γενικός αυτός χαρακτηρισμός έχει όμως και αρνητική διάσταση: ο ΠτΔ είναι ο ρυθμιστής και όχι ο εγγυητής ή ο διαμορφωτής του πολιτεύματος. Ο ρόλος του είναι συνεκτικός κράτους και κοινωνίας, είναι ρόλος ίσης απόστασης προς τις διάφορες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.

Α. Εκλογή και θητεία του ΠτΔ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα προσόντα εκλογιμότητας στο αξίωμα αυτό προσδιορίζονται στο 31 Σ:

i. ελληνική ιθαγένεια (τουλάχιστον 5 χρόνια πριν από την εκλογή)

ii. ελληνική καταγωγή από τη μεριά του πατέρα ή της μητέρας (όπως αναθεωρήθηκε η διάταξη το 2001 για να συμβαδίζει με την αρχή της ισότητας των δύο φύλων)

iii. συμπλήρωση του 40ου έτους της ηλικίας

iv. νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν.

Τα μοναδικά δύο κωλύματα εκλογιμότητας είναι:

i. απαγόρευση επανεκλογής για τρίτη φορά (30§5 Σ. > αποφυγή της προσωποποίησης του θεσμού)

ii. απαγόρευση συμμετοχής του προέδρου που παραινείται στη διαδικασία εκλογής που ακολουθεί την παραίτησή του (ερμηνευτική δήλωση υπό το 32 Σ. > η εκλογή να μη γίνεται αντικείμενο εκλογικής-πολιτικής αντιπαράθεσης) - Η θητεία του είναι πενταετής (30§1 Σ.) και παρατείνεται μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 30§4 Σ. και 32§6 Σ. - Η εκλογή του είναι έμμεση. Γίνεται σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής ένα μήνα τουλάχιστον πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία ΠτΔ (32§1 Σ.). Η ψηφοφορία είναι ονομαστική (δηλ. φανερή) και κατά τη διάρκειά της αναζητείται η ευρύτερη δυνατή πλειοψηφία (και άρα συναίνεση) όπως φαίνεται από το 32§§3και 4 Σ: ΦΑΣΗ Α΄ Ψηφοφορία 1η > 200 βουλευτές (2/3) Ψηφοφορία 2η > (αν δε συγκεντρωθεί η πλειοψηφία μετά 5 ημέρες) 200 βουλευτές Ψηφοφορία 3η > (μετά 5 ημέρες) 180 βουλευτές (3/5)

Διάλυση της Βουλής και μεσολάβηση βουλευτικών εκλογών

ΦΑΣΗ Β’ Ψηφοφορία 1η > 180 βουλευτές (3/5) Ψηφοφορία 2η > (μέσα σε 5 ημέρες) 151 βουλευτές Ψηφοφορία 3η > (μετά 5 ημέρες) σχετική πλειοψηφία μεταξύ των δύο πρώτων

      • Η εκλογή του ΠτΔ δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο***

Β. Η νομική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

α. Εκλογή: Ο ΠτΔ, αν και είναι αιρετός, δεν έχει σχέση αντιπροσώπευσης με το εκλογικό σώμα. Εφόσον εκλέγεται έμμεσα, η πολιτική του νομιμοποίηση είναι θεσμικά αδύναμη (παρά την ενδεχόμενη παρεμβολή βουλευτικών εκλογών μεταξύ της Α΄ και Β΄ φάσης της εκλογής του) [32 Σ.]

β. Ευθύνη: Το μέγεθος της ευθύνης του αρχηγού του κράτους προσδιορίζεται κατ’ αρχήν από την έκταση των αρμοδιοτήτων του. Κατά το 35§1 Σ. όλες οι πράξεις του ΠτΔ τελούν υπό την προϋπόθεση της προσυπογραφής του αρμόδιου Υπουργού, ο οποίος με μόνη την υπογραφή του καθίσταται υπεύθυνος. Η διάταξη αυτή καθιερώνει την αρχή του πολιτικά ανεύθυνου αρχηγού της πολιτείας, ο οποίος βέβαια θα κριθεί πολιτικά από τη Βουλή κατά τη διαδικασία εκλογής νέου ΠτΔ και έμμεσα από το εκλογικό σώμα. Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα της προσυπογραφής είναι αυστηρά περιορισμένες και απαριθμούνται αποκλειστικά στο 35§2 Σ. Για τις πράξεις αυτές κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο Πρόεδρος ευθύνεται μόνο για έσχατη προδοσία και για εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος, σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία του 49 Σ.

γ. Ασυμβίβαστα: το 30§2 Σ. θεσπίζει το απόλυτο ασυμβίβαστο του αξιώματος του ΠτΔ με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα , θέση ή έργο.

δ. Χορηγία: κατά το 33§3 Σ. ορίζεται με νόμο (συνήθως ως πολλαπλάσιο της βουλευτικής αποζημίωσης)

Γ. Αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 50 Σ. εισάγει τεκμήριο αρμοδιότητας, κατά το οποίο ο ΠτΔ έχει μόνο όσες αρμοδιότητες του αναθέτει ρητά το Σ. και οι συνάδοντες προς αυτό νόμοι. Αυτός ο ερμηνευτικός κανόνας δηλώνει:

α. ότι η καταγραφή των προεδρικών αρμοδιοτήτων είναι αυστηρά περιοριστική

β. ότι η ερμηνεία των νομικά τυποποιημένων αρμοδιοτήτων του ΠτΔ οφείλει να είναι συσταλτική. Οι αρμοδιότητες αυτές διακρίνονται σε:

1. Συμβολικές: Κατά το 36§1 Σ. ο ΠτΔ εκπροσωπεί διεθνώς το κράτος, κηρύσσει πόλεμο, συνομολογεί συνθήκες ειρήνης, συμμαχίας κτλ. Πάντα με κυβερνητική προσυπογραφή. [Κατά τον Τσάτσο οι αρμοδιότητες αυτές εντάσσονται στις ρυθμιστικές. Μια Τρίτη άποψη τις θεωρεί εκτελεστικές]

2. Νομοθετικές:

α. Κατά το 42§1 Σ. εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που ψηφίζει η Βουλή. Με την έκδοση ο ΠτΔ πιστοποιεί τη γνησιότητα του νόμου και την τήρηση της από το Σ. προβλεπόμενης διαδικασίας. Δημοσίευση είναι η καταχώριση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Συνήθως οι δύο αυτές, διοικητικές ως προς τη φύση τους, αρμοδιότητες ασκούνται ταυτοχρόνως, uno acto.

β. Κορυφαία δυνατότητα παρέμβασης του ΠτΔ στην κοινοβουλευτική νομοθετική διαδικασία είναι το δικαίωμα αναπομπής του 42 Σ. Κατά την §1, ο ΠτΔ έχει την αυτοτελή αρμοδιότητα μέσα σε ένα μήνα από την ψήφιση του νομοσχεδίου να το αναπέμψει στη Βουλή εκθέτοντας τους λόγους της αναπομπής. Κατά την κρατούσα άποψη, οι λόγοι αυτοί σχετίζονται με τη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία παραγωγής των τυπικών νόμων, δηλ. με την εσωτερική τυπική συνταγματικότητα τους. Με την αναπομπή το σχέδιο ή η πρόταση νόμου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής κατά το 42§2 Σ.

γ. Εκδίδει κανονιστικά προεδρικά διατάγματα κατά το 43 Σ. Η αρμοδιότητα αυτή είναι κατ’ ουσία νομοθετική αλλά ως προς τη νομική της φύση διοικητική.

δ. Εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου κατά το 44§1 Σ.

ε. Εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου κατά το 44§1 Σ. ή εκδίδει το διάταγμα που προβλέπει η §2 ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Επίσης, ύστερα από πρόταση της Κυβ. εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, όπως ορίζει το 48§5 Σ.

στ. Προκηρύσσει – ύστερα από απόφαση της Βουλής – δημοψήφισμα κατά το 44§2 Σ. [Ο Βενιζέλος υποστηρίζει ότι η προκήρυξη του δημοψηφίσματος του εδ, β΄ είναι νομοθετική, ενώ του εδ. α΄ ρυθμιστική αρμοδιότητα]

3. Εκτελεστικές ή διοικητικές:

α. Εκδίδει ατομικά διοικητικά διατάγματα

β. Διορίζει και παύει τους δημοσίους υπαλλήλους (46§1 Σ.)

γ. Διορίζει, προάγει ή τοποθετεί με διάταγμα τους δικαστικούς λειτουργούς σύμφωνα με τις επιταγές και μέσα στα πλαίσια του Σ. και των νόμων (88§1 Σ.)

δ. Είναι (ονομαστικά) ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων (45§1 Σ.). Στο πλαίσιο αυτό απονέμει τους βαθμούς σε όσους υπηρετούν σε αυτές, όπως ειδικότερος νόμος ορίζει.

ε. Απονέμει τα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία παράσημα (46§2 Σ.)

4. Ρυθμιστικές:

α. Οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στη λειτουργία της Βουλής: - σύγκληση της Βουλής κατά το 40§1 Σ.

- κήρυξη της έναρξης και της λήξης κάθε βουλευτικής περιόδου (40§1 Σ.)

- αναστολή των εργασιών της Βουλής κατά το 40§2 Σ.

- διάλυση της Βουλής κατά το 41 Σ.

- προκήρυξη εκλογών

β. Ο διορισμός του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης και η απαλλαγή από τα καθήκοντά τους κατά τα άρθρα 37 και 38 Σ.

γ. Η αρμοδιότητα να απευθύνει προς το λαό διαγγέλματα σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις και μετά από σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού (44§3 Σ.)

5. Δικαστικές:

α. Ο ΠτΔ έχει το δικαίωμα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη του Συμβουλίου Χαρίτων να απονέμει χάρη (47§1 Σ.)

β. Ειδικότερη είναι η αρμοδιότητα του να απονέμει χάρη σε Υπουργό που καταδικάστηκε κατά το 86 Σ. μόνο με τα συγκατάθεση της Βουλής (47§2 Σ.)

Το Σύνταγμα και η δικαιοπαραγωγική διαδικασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές του Συνταγματικού Δικαίου: Είναι κατά κυριολεξία οι νομικοί τύποι υπό τους οποίους εκδηλώνονται όλοι οι υποδεέστεροι του Σ. κανόνες δικαίου(νόμοι, προεδρικά διατάγματα, διεθνείς συμβάσεις κτλ), μέσα στους οποίους μπορεί να εντοπίσει κανείς και κανόνες του ουσιαστικού Σ, που δεν ανήκουν όμως στο τυπικό Σ. το οποίο είναι προφανές η πρώτη πηγή του Συνταγματικού Δικαίου. Στη δικαιοπαραγωγική διαδικασία ανήκει:

Η νομοθετική λειτουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

- Τυπικός νόμος: Κάθε κανόνας δικαίου( ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του) που ψηφίζεται από τη Βουλή σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 70-77 Σ. και στη συνέχεια εκδίδεται και δημοσιεύεται από τον ΠτΔ κατά το άρθρο 42 του Σ.

- Ουσιαστικός νόμος: Κάθε κανόνας δικαίου που έχει γενικό και αφηρημένο περιεχόμενο, ανεξάρτητα από το όργανο που τον θεσπίζει, τη διαδικασία μέσα από την οποία παράγεται και την τυπική του ισχύ.

- Ατομικοί νόμοι: Νόμοι στο πεδίο εφαρμογής των οποίων εμπίπτει ένα ή περισσότερα αλλά πάντως συγκεκριμένα πρόσωπα και, άρα, η ρύθμιση δε διαθέτει γενικό χαρακτήρα.

- Νόμοι-μέτρα: Νόμοι στο πεδίο εφαρμογής των οποίων εμπίπτει μία συγκεκριμένη, ως προς τα χαρακτηριστικά που συγκεντρώνει, κατάσταση (με κριτήριο π.χ. τη χρονική στιγμή ή την περιοχή) και, άρα, η ρύθμιση δεν διαθέτει αφηρημένο χαρακτήρα.

-Εφάπαξ νόμοι: τυπικοί νόμοι που εκδίδονται μόνο μια φορά μέσα σε τακτή προθεσμία από τη θέση σε ισχύ του Σ. (βλέπε άρθρο 107§2 Σ.)

- Νόμοι αυξημένης τυπικής ισχύος (ή κατά την ορολογία του Σ. νομοθεσία με αυξημένη τυπική ισχύ): Νόμοι ως αντικείμενο την προστασία των κεφαλαίων που εισάγονται από το εξωτερικό για επένδυση στην Ελλάδα (άρθρο 107§1 Σ.). Αυτοί και οι εφάπαξ νόμοι δεν τροποποιούνται με μεταγενέστερο τυπικό νόμο, έχουν τυπική ισχύ ίση με την ισχύ του τυπικού Σ.

- Εκτελεστικοί νόμοι: Νόμοι η έκδοση των οποίων προβλέπεται από τις συνταγματικές διατάξεις για την εξειδίκευση, τη συμπλήρωση ή την εφαρμογή του κανονιστικού τους περιεχομένου

- Οργανωτικοί ή οργανικοί νόμοι: Ιδιαίτερη κατηγορία εκτελεστικών νόμων. Η έκδοσή τους προβλέπεται από συνταγματικές διατάξεις για τη ρύθμιση του τρόπου συγκρότησης και λειτουργίας των άμεσων οργάνων του κράτους

  • Η τυπική ισχύς του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η ουσιαστική ισχύς του αρχίζει από το συγκεκριμένο χρόνο που αυτός ορίζει με την ακροτελεύτια, συνήθως, διάταξή του. Αν δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη, εφαρμόζεται η γενική διάταξη του 103ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με την οποία η ισχύς του νόμου αρχίζει μετά δέκα μέρες από τη δημοσίευσή του.

Αναδρομική ισχύς των νόμων

Το Σ. περιέχει σχετικά τρεις ειδικές διατάξεις:

α. Το αρ.7§1 Σ. απαγορεύει την αναδρομική ισχύ των ουσιαστικών ποινικών νόμων.

β. Κατά το 78§2 Σ: Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε. Κατά κυριολεξία δεν πρόκειται για απαγόρευση αλλά για οριοθέτηση της ενδεχόμενης αναδρομικής ισχύος του φορολογικού νόμου.

γ. Το 77§2 Σ. απαγορεύει την αναδρομική ισχύ των «ψευδοερμηνευτικών» νόμων.

  • Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, η ύπαρξη των τριών ειδικών απαγορευτικών διατάξεων του Σ. οδηγεί εξ αντιδιαστολής στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης μπορεί να προσδώσει στις διατάξεις που θεσπίζει αναδρομική ισχύ, εφόσον δεν προσκρούουν:

- Στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών.

- Στην αρχή της ισότητας (δηλ. οι διατάξεις πρέπει να έχουν γενικό χαρακτήρα).

- Στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας ή σε άλλο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα.

Η κανονιστική αρμοδιότητα της Διοίκησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

α. Μπορεί να εκδηλωθεί ως αυτόνομη κανονιστική αρμοδιότητα της διοίκησης (υπάρχει όταν η εκτελεστική εξουσία έχει ευθέως εκ του Σ. την αρμοδιότητα να ρυθμίσει απευθείας- χωρίς τη μεσολάβηση του κοινού νομοθέτη- ορισμένα θέματα με κανονιστικές διοικητικές πράξεις) στις εξής περιπτώσεις:

- Εκτελεστικά κανονιστικά διατάγματα (43§1 Σ): Ο ΠτΔ εκδίδει διατάγματα που θεσπίζουν λεπτομερειακούς κανόνες αναγκαίους για την εκτέλεση των νόμων. Οι κανόνες αυτοί είναι μόνο δευτερεύοντες και συμπληρωματικοί και δεν μπορούν να αναστείλουν την εφαρμογή του νόμου ούτε να εξαιρέσουν κάποιον από την εκτέλεση του. Υπόκεινται στην προηγούμενη επεξεργασία του ΣτΕ. (95§1 περ.δ Σ.)

- Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (44§1 Σ.): Είναι διοικητικές πράξεις κανονιστικού περιεχομένου που εκδίδονται από τον ΠτΔ, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Πρέπει μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 40 ημερών να υποβληθούν στη Βουλή για κύρωση. Αν δεν υποβληθούν έγκαιρα ή δεν εγκριθούν από τη Βουλή παύουν να ισχύουν στο εξής (ex nunc). Αν κυρωθούν νομοθετικά, οι ρυθμίσεις τους καθίστανται ρυθμίσεις τυπικού νόμου και μάλιστα αναδρομικά.

β. Η κανονιστική αρμοδιότητα μπορεί να εκδηλώνεται και μέσα από το μηχανισμό της νομοθετικής εξουσιοδότησης (ανάθεση από τον κοινό νομοθέτη στην εκτελεστική εξουσία ή σε κατώτερα όργανα της Διοίκησης, της αρμοδιότητας να θεσπίσει κανόνες δικαίου μέσα στα όρια που τάσσει η σχετική διάταξη του κοινού νόμου- η εξουσιοδοτική διάταξη.) Το άρθρο 43 Σ. κλιμακώνει σε τρεις βαθμίδες το θεσμό της νομοθετικής εξουσιοδότησης:

- Γενική εξουσιοδότηση (43§4 Σ.): Εξ/ση έκδοσης ρύθμιση θεμάτων που καθορίζονται σε αυτόν σε γενικό πλαίσιο. Επειδή παρέχεται γενική (δηλαδή ευρύτατη) εξ/ση προς την εκτελεστική εξουσία, το Σ τάσσει ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις, τυπικές και ουσιαστικές:

i. Ο νόμος-πλαίσιο πρέπει να ψηφιστεί από την ολομέλεια της Βουλής

ii. Ο νόμος-πλαίσιο δεν μπορεί να αναφέρεται στα θέματα εκείνα για τα οποία είναι αποκλειστικά αρμόδια η ολομέλεια της Βουλής κατά το άρθρο 72§1 Σ. (43§5 Σ.)

iii. Η παροχή γενικής εξουσιοδότησης συνοδεύεται πάντοτε και υποχρεωτικά από χρονικό περιορισμό.

- Ειδική εξουσιοδότηση (43§2 εδ.α Σ): Είναι η συνηθέστερη μορφή εξουσιοδότησης για την έκδοση κανονιστικού διατάγματος μετά από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού. Η εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική δηλ. να αναφέρεται σε συγκεκριμένα θέματα που προσδιορίζονται ρητά από την εξουσιοδοτική διάταξη.

- Ειδικότερη εξουσιοδότηση (43§2 εδ.β Σ): Είναι η εξουσιοδότηση προς υποδεέστερο όργανο της Διοίκησης για τη ρύθμιση μόνο ειδικότερων θεμάτων ή θεμάτων τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Οι πράξεις αυτές (συνήθως ονομάζονται αποφάσεις) δεν υποβάλλονται στο ΣτΕ για προηγούμενη επεξεργασία.

  • Κατά το άρθρο 95§1 περ.δ Σ στην αρμοδιότητα του ΣτΕ ανήκει η επεξεργασία όλων των κανονιστικών διαταγμάτων.
  • Η έκδοση παράνομων κανονιστικών πράξεων που «κυρώνονται» αναδρομικά με τυπικό νόμο προσκρούει:

- στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (26§1 Σ)

- στη συνταγματική ρύθμιση του θεσμού των π.ν.π (44§1 Σ)

- στη συνταγματική ρύθμιση του θεσμού της νομοθετικής εξουσιοδότησης (43§§2-5 Σ.)

- στην αρχή της νομιμότητας που πρέπει να διέπει τη δράση της δημόσιας διοίκησης (75§1 Σ.)

Ο κανονισμός της Βουλής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διεθνές Δίκαιο και Κοινοτικό Δίκαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ισχύον Σ. δίνει στο 28§1 ευθεία και πλήρη απάντηση στο πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ του εθνικού και του διεθνούς δικαίου: Οι κανόνες τόσο του συμβατικού όσο και του γενικού διεθνούς δικαίου («γενικώς παραδεδεγμένοι», κατά την ορολογία του Σ) ισχύουν στην ελληνική έννομη τάξη και μάλιστα με σχετικά αυξημένη τυπική ισχύ, δηλ με τυπική ισχύ υπέρτερη της ισχύος των τυπικών νόμων, αλλά υποδεέστερη του τυπικού Σ, από το οποίο και προσδιορίζεται η θέση τους στην ιεραρχία των κανόνων του δικαίου. Σχετικά με τη διάσταση της δυαδικής και της μονιστικής θεωρίας για τη σχέση μεταξύ της διεθνούς και της εσωτερικής έννομης τάξης, η λύση που επιλέγει το ελληνικό Σ. τέμνει την κλασσική θεωρητική συζήτηση είναι όμως η πλησιέστερη προς το βασικό συστατικό της δυαδικής προσέγγισης: το Εθνικό Σ. ρυθμίζει τη θέση του Διεθνούς δικαίου• το διεθνές δίκαιο δεν αποβάλλει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, αλλά εντάσσεται στην ιεραρχία των εθνικών κανόνων δικαίου.

- Η ερμηνευτική δήλωση που προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001 υπό το 28Σ διακηρύσσει ότι συνταγματικό θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι το 28Σ (ιδίως η δέσμη των παραγράφων 2 και 3). Η Ελλάδα είναι μέλος και παραμένει στην Ε.Ε εφόσον τηρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της παραγράφου 3, δεν θίγονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ως προς το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου(κυρίως δε του εθνικού Σ) επισημαίνεται ότι δεν είναι πρόβλημα «υπεροχής» και, άρα, ιεράρχησης αλλά πρόβλημα οριοθέτησης των εκατέρωθεν αρμοδιοτήτων και άρα οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής της κοινοτικής και εθνικής έννομης τάξης.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μαν.Τριανταφυλλίδη, «Νεο Ελληνικό Λεξικό», Ίδρυμα Νεο-Ελληνικών ερευνών.

http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%22%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AE%22&dq=

  • Αντ. Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο Ι, Σάκουλας Θεσσαλονίκη 2004.
  • Κ. Χρυσόγονου, «Συνταγματικό Δίκαιο», Σάκκουλας 2003
  • Ευ.Βενιζέλου, «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου», Αντ. Σάκκουλας 2008