Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) είναι ένα ειδικό δικαστήριο. Προβλέπεται από το άρθρο 100 του Συντάγματος και έχει ειδική αρμοδιότητα να κρίνει, μεταξύ άλλων, το κύρος των βουλευτικών εκλογών, την έκπτωση βουλευτή από το αξίωμά του ή να αίρει συγκρούσεις μεταξύ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας. Η οργάνωση και λειτουργία του ρυθμίζεται ειδικότερα από τον Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Κώδικας ΑΕΔ, Ν. 345/1976). Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν πρέπει να συγχέεται με το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος, που δικάζει υποθέσεις ποινικής ευθύνης Υπουργών και Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι αποφάσεις του ΑΕΔ είναι αμετάκλητες, δεν μπορούν δηλαδή να προσβληθούν με κανένα ένδικο μέσο.

Σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ΑΕΔ συγκροτείται από τους Προέδρους των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (Συμβουλίου της Επικρατείας, Αρείου Πάγου και Ελεγκτικού Συνεδρίου), τέσσερις Συμβούλους Επικρατείας και τέσσερις Αρεοπαγίτες. Για δύο από τις έξι κατηγορίες υποθέσεων στη σύνθεσή του συμμετέχουν και δύο τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Χώρας. Πρόεδρος ορίζεται ο αρχαιότερος μεταξύ των Προέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.

Αρμοδιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αρμοδιότητες του ΑΕΔ ορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 100 του Συντάγματος και είναι οι εξής:

Έλεγχος του κύρους βουλευτικών εκλογών (περ. α΄)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ΑΕΔ είναι αποκλειστικά αρμόδιο να ελέγχει το κύρος των βουλευτικών εκλογών. Μετά την ανακοίνωση των επίσημων αποτελεσμάτων των εκλογών από την Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή, κάθε πολίτης που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά των αποτελεσμάτων. Οι ενστάσεις αυτές είναι δύο ειδών. Αφορούν είτε τη διαδικασία των εκλογών (ορθή διεξαγωγή, καταμέτρηση των ψήφων, κατανομή των εδρών κλπ.) είτε την ανακήρυξη των βουλευτών. Στη δεύτερη περίπτωση το δικαστήριο κρίνει αν συντρέχουν τα νόμιμα προσόντα ή τα κωλύματα των άρθρων 55 παρ. 1 και 56 του Συντάγματος στο πρόσωπο κάποιου εκλεγέντος βουλευτή. Νόμιμα προσόντα είναι η ελληνική ιθαγένεια, η ικανότητα του εκλέγειν (μη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων) και η συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας. Τα κωλύματα ορίζονται στο άρθρο 56 και διακρίνονται σε σχετικά (κώλυμα εντοπιότητας, που κωλύει την εκλογή σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια) και απόλυτα (π.χ. μη προηγούμενη παραίτηση στρατιωτικού, που κωλύει την εκλογή του σε όλες τις περιφέρειες).

Το ΑΕΔ είναι αρμόδιο για τον έλεγχο του κύρους μόνο των βουλευτικών εκλογών. Ο έλεγχος του κύρους των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών γίνεται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (Διοικητικό Πρωτοδικείο).

Έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος (περ. β΄)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ΑΕΔ διαθέτει την αρμοδιότητα του ελέγχου του κύρους και των αποτελεσμάτων οποιουδήποτε δημοψηφίσματος διενεργείται σύμφωνα με το Σύνταγμα. Οποιοσδήποτε εκλογέας εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους οποιασδήποτε εκλογικής περιφέρειας της χώρας νομιμοποιείται με αίτησή του να ασκήσει ένσταση κατά του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος. Ως λόγοι της ένστασης μπορούν να προβληθούν: α) παράβαση του νόμου του σχετικού για τη διενέργεια του δημοψηφίσματος (Ν. 4023/2011) και β) λάθος στην αρίθμηση των ψήφων. Η απόφαση του ΑΕΔ στην πρώτη περίπτωση διατάζει την επανάληψη του δημοψηφίσματος στην εκλογική περιφέρεια που διαπιστώθηκε η παράβαση και στη δεύτερη μεταρρυθμίζει το τελικό αποτέλεσμα σύμφωνα με τη σωστή αρίθμηση.

Κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή (περ. γ΄)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ΑΕΔ είναι επίσης αρμόδιο να κρίνει αν συντρέχει κάποιο από τα ασυμβίβαστα του άρθρου 57 του Συντάγματος στο πρόσωπο κάποιου βουλευτή ή αν κάποιος βουλευτής εκπίπτει από το βουλευτικό αξίωμα κατά το άρθρο 55 παρ. 2. Βουλευτής εκπίπτει αυτοδικαίως από το αξίωμά του, αν στερηθεί την ελληνική ιθαγένεια ή αν στερηθεί το δικαίωμα του εκλέγειν (καταδίκη σε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων). Ασυμβίβαστα με το αξίωμα του βουλευτή είναι μεταξύ άλλων η συμμετοχή σε εταιρεία που αναλαμβάνει προμήθειες του Δημοσίου. Η διαφορά των ασυμβιβάστων από τα κωλύματα είναι ότι τα τελευταία αποκλείουν την απόκτηση της ιδιότητας του βουλευτή ενώ τα πρώτα αποκλείουν τη διατήρησή της (μπορεί να ανακύψουν δηλαδή και μεταγενέστερα των εκλογών).

Άρση συγκρούσεων αρμοδιότητας (περ. δ΄)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ΑΕΔ είναι αρμόδιο να αίρει οριστικά συγκρούσεις αρμοδιότητας είτε μεταξύ δικαστηρίων και διοικητικών αρχών είτε μεταξύ δικαστηρίων. Η περίπτωση αυτή αφορά κυρίως υποθέσεις όπου δύο δικαστήρια διαφορετικών κλάδων είτε κηρύσσουν εαυτά αμφότερα αρμόδια (καταφατική σύγκρουση) είτε αμφότερα αναρμόδια (αποφατική σύγκρουση). Οι κλάδοι της δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι τρεις:

  • Η διοικητική δικαιοσύνη
  • Η πολιτική δικαιοσύνη
  • Η ποινική δικαιοσύνη

Πρόβλημα σύγκρουσης μεταξύ πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να υπάρξει και λόγω της φύσης των διαφορών και επειδή ανώτατο δικαστήριο και στους δύο αυτούς κλάδους είναι ο Άρειος Πάγος. Το πρόβλημα ανακύπτει κυρίως μεταξύ διοικητικής και πολιτικής δικαιοσύνης. Οι νόμοι ορίζουν ποιες υποθέσεις υπάγονται σε ποιον κλάδο. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις οριακές, όπου δεν είναι σαφές ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο. Οι αποφάσεις του ενός κλάδου δεν δεσμεύουν τον άλλο και το δικαστήριο του ενός κλάδου δεν παραπέμπει την υπόθεση στα δικαστήρια του άλλου, απλώς κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο και απορρίπτει το ένδικο βοήθημα (προσφυγή, αγωγή). Έτσι θα είχαμε το άτοπο π.χ. σε μια υπόθεση να κηρύσσουν εαυτά αναρμόδια τόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας όσο και ο Άρειος Πάγος, με αποτέλεσμα ο πολίτης να στερείται του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Αντίστροφα θα είχαμε το άτοπο το Συμβούλιο της Επικρατείας και ο Άρειος Πάγος να εκδικάζουν την ίδια ακριβώς υπόθεση, με τον κίνδυνο να καταλήξουν σε αντιφατικές αποφάσεις. Τα ίδια ισχύουν και για τη σύγκρουση αρμοδιότητας μεταξύ Ελεγκτικού Συνεδρίου και άλλου δικαστηρίου. Για την άρση τέτοιου είδους συγκρούσεων προβλέπεται η παραπομπή της υπόθεσης στο ΑΕΔ, το οποίο και αποφαίνεται οριστικά ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο.

Στην περίπτωση αυτή στη σύνθεση του ΑΕΔ συμμετέχουν δύο τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Χώρας.

Άρση αμφισβήτησης περί συνταγματικότητας ή περί έννοιας διατάξεων νόμου (περ. ε΄)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα ισχύει ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων: κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος "Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα". Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε δικαστήριο μπορεί να κρίνει αντισυνταγματικό νόμο και συνεπώς να μην τον εφαρμόσει στην υπό κρίση υπόθεση (έλεγχος συνταγματικότητας παρεμπίπτων και συγκεκριμένος). Ωστόσο, η μη εφαρμογή ενός νόμου ως αντισυνταγματικού δεν επηρεάζει την τυπική ισχύ του, ούτε δεσμεύει τα άλλα δικαστήρια. Εντός του ίδιου κλάδου της δικαιοσύνης το πρόβλημα επιλύεται κατά κανόνα με απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου του οικείου κλάδου, η οποία δε δεσμεύει μεν τυπικά τα κατώτερα δικαστήρια, έχει όμως βαρύνουσα σημασία, αφού το πιθανότερο είναι κάθε αντίθετη απόφαση κατωτέρου δικαστηρίου να ανατραπεί από το ανώτατο δικαστήριο μετά την άσκηση ενδίκου μέσου.

Πρόβλημα ανακύπτει αν μεταξύ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις για τη συνταγματικότητα διάταξης ενός νόμου. Το ίδιο πρόβλημα ανασφάλειας δικαίου τίθεται εάν τα ανώτατα δικαστήρια ερμηνεύσουν με αντιφατικούς τρόπους την ίδια διάταξη νόμου. Για να αρθεί η αμφισβήτηση παραπέμπεται η υπόθεση στο ΑΕΔ, το οποίο αποφαίνεται οριστικά για τη συνταγματικότητα ή για την έννοια ενός νόμου. Ειδικά για τη συνταγματικότητα, αν το ΑΕΔ κρίνει ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, αυτός καθίσταται γενικώς και για όλους ανίσχυρος. Αυτή είναι η μόνη περίπτωση στην ελληνική έννομη τάξη όπου δικαστήριο μπορεί να καταστήσει ανίσχυρο έναντι πάντων νόμο ψηφισμένο από τη Βουλή. Ο τύπος ελέγχου συνταγματικότητας από το ΑΕΔ είναι κύριος και αφηρημένος (σε αντίθεση με τον παρεμπίπτοντα και συγκεκριμένο των λοιπών δικαστηρίων). Στην περίπτωση αυτή συμμετέχουν δύο τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της χώρας.

Άρση αμφισβήτησης για το χαρακτηρισμό κανόνων διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεγμένων (περ. στ΄)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για τις λιγότερο εμφανιζόμενες στην πράξη υποθέσεις. Κατά το Σύνταγμα (άρθρο 28 παρ. 1), "οι γενικώς παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου [...] αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου". Πρόκειται για τους κανόνες του διεθνούς εθιμικού δικαίου, κανόνες δηλαδή άγραφους που εφαρμόζονται από όλα τα κράτη με συνείδηση δικαίου, με την πεποίθηση δηλαδή ότι είναι δεσμευτικοί. Αυτοί οι κανόνες, όπως και οι Διεθνείς Συμβάσεις που έχουν κυρωθεί με νόμο και έχουν τεθεί σε ισχύ, έχουν άμεση εφαρμογή στην Ελλάδα και υπερισχύουν των αντίθετων εσωτερικών νόμων. Επειδή όμως οι εθιμικοί αυτοί κανόνες είναι άγραφοι, ενδέχεται στο πλαίσιο είτε μιας διοικητικής διαδικασίας είτε μιας δίκης να δημιουργηθεί αμφισβήτηση αν κάποιος κανόνας είναι όντως τέτοιας φύσης. Αυτή η αμφισβήτηση αίρεται από το ΑΕΔ δεσμευτικά και έναντι πάντων.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]