Συζήτηση:Κάνιστρο

Τα περιεχόμενα της σελίδας δεν υποστηρίζονται σε άλλες γλώσσες.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο συγγραφέας του ορισμού για τη λέξη "κάνιστρο" θα έπρεπε να λάβει υπόψη και τα παρακάτω, όπως επιπλέον το γεγονός ότι σήμερα, αποτελεί και τοπωνύμιο (άγνωστο για ποιους λόγους) παραλίας στην Κασσάνδρα, Χαλκιδικής:

Κανίστρα ή κινίστρα = κανίστρα, κοφίνι. Ομηρική λέξη («κάνεον, κανίστρα») με ρίζες στη Γραμμική Β΄ («kanijara». «σίτον δε δμωαί παρενήνεον εν κανέοισιν =το ψωμί οι δούλες κουβαλούσαν άφθονα μέσα σε κάνιστρα», Οδύσσεια α, 147) http://www.vlahoi.net/vlahiki-glossa/leksiko-omirikes-lekseis-vlahikou-logou-dim-stergiou.html

κάνιστρο = και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον)· ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι· || (αρχ.) πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου http://www.sakketosaggelos.gr/Article/1662/

κανίστρι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :κάνιστρον*] το πλατύ και ρηχό καλάθι που είναι πλεγμένο από καλάμι ή από λυγαριά: "μας έφερε ένα κανίστρι με σταφύλια απ` το χωριό", αλλιώς κάνιστρο κάνιστρο < υποκοριστικό του κάνεον <δάνειο από το σουμεριακό gin:καλάμι αβαθύς και ευρύς κάλαθος πλεκτός από λυγαριά ή καλάμι κοιν. πανέρι https://el.wiktionary.org/wiki/κάνιστρο