Σκόπας ο Αιτωλός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Σκόπας ο Αιτωλός
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση3ος αιώνας π.Χ.
Θάνατος196 π.Χ.
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαstrategos of the Aetolian League

Ο Σκόπας ήταν Αιτωλός στρατηγός, ο οποίος υπηρέτησε τόσο την πατρίδα του την Αιτωλική Συμπολιτεία στον Δεύτερο Συμμαχικό Πόλεμο (220-217 π.Χ.) όσο και την Αίγυπτο των Πτολεμαίων ενάντια στους Σελευκίδες, με ανάμεικτη επιτυχία. Εκτελέστηκε το 196 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια γιατί συνωμοτούσε για να καταλάβει την εξουσία για λογαριασμό του.

Υπηρεσία στον Δεύτερο Συμμαχικό Πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Συμμαχικός Πόλεμος, ο Σκόπας κατείχε ηγετική θέση ανάμεσα στους συμπατριώτες του. Ήταν συγγενής του Αρίστωνα, ο οποίος τότε κατείχε το αξίωμα του στρατηγού στην Αιτωλική Συμπολιτεία, η οποία του είχε αναθέσει την πλήρη διοίκηση των επιχειρήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, από τον Σκόπα ζήτησε βοήθεια ο Δορίμαχος μετά την πενιχρή επιτυχία της επιθετικής του εκστρατείας εναντίον της Μεσσηνίας και, αν και δεν είχε δοθεί κανένα πρόσχημα για συμμετοχή των Αιτωλών στον πόλεμο, οι δύο στρατηγοί είχαν το θάρρος να πάρουν πάνω τους την επιχείρηση.

Έτσι, την άνοιξη του 220 π.Χ., ηγήθηκαν εκστρατείας εναντίον των Μεσσηνίων, και όχι μόνο λεηλάτησαν τα εδάφη των τελευταίων, αλλά και όταν ο ίδιος ο Άρατος ήρθε ως επικεφαλής Αχαϊκού στρατού για να τους υποστηρίξει, τον νίκησαν στις Καφυές και πέτυχαν την υποχώρησή του χωρίς να τους ενοχλήσει (Πολύβιος IV. 5, 6, 9, 10-13.). Αυτή η θρασεία προσβολή οδήγησε αυτονόητα σε δημόσια κήρυξη πολέμου της Αχαϊκής Συμπολιτείας και του συμμάχου τους Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας εναντίον των Αιτωλών, με τους τελευταίους να επιλέγουν τον Σκόπα ως στρατηγό κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, και να του αναθέτουν τη διεξαγωγή του πολέμου που ο ίδιος προκάλεσε εναντίον τους. Την άνοιξη του 219 π.Χ. εισέβαλε στην Μακεδονία με μεγάλη δύναμη, λεηλάτησε την ύπαιθρο της Πιερίας χωρίς αντίσταση και, έχοντας κατακτήσει το Δίο, όχι μόνο κατέστρεψε την πόλη, αλλά λεηλάτησε και έκαψε τον περίφημο ναό, ο οποίος ονοματοδοτούσε την πόλη. Εν τω μεταξύ, ωστόσο, ξέχασε την υπεράσπιση της ίδιας της Αιτωλίας, αφήνοντας ανοικτό το πεδίο στον Φίλιππο να αποκτήσει σημαντικά ερείσματα από την πλευρά των Ακαρνάνων (Πολύβιος IV. 27, 62 και V. 11). Τον επόμενο χρόνο (218 π.Χ.) εστάλη από τον Δορίμαχο (που τον είχε διαδεχθεί στην ανώτατη διοίκηση) με μια ομάδα μισθοφόρων για να βοηθήσει τους Ηλείους (Πολύβιος, IV.3), αλλά δεν έχουμε άλλες περιγραφές των πράξεών του κατά το έτος αυτό, ή για το υπόλοιπο του πολέμου. Το όνομά του δεν θα αναφερθεί ξανά ως το έτος 211 π.Χ., οπότε τον βρίσκουμε και πάλι να έχει το αξίωμα του στρατηγού και με αυτή την ιδιότητα να προεδρεύει της συνέλευσης των Αιτωλών, η οποία αποφάσισε την συμμαχία με το Ρωμαίο πραίτορα Μάρκο Βαλέριο Λεβίνο (Marcus Valerius Laevinus). Η κατάκτηση της Ακαρνανίας ήταν το δόλωμα που δόθηκε για να μπουν οι Αιτωλοί σε αυτή την Συμμαχία, και ο Σκόπας αμέσως συγκέντρωσε τις δυνάμεις του για να εισβάλει στην χώρα. Αλλά η αποφασιστική αντίσταση των Ακαρνάνων και η προέλαση του Φιλίππου προς βοήθειά τους εξουδετέρωσαν την προσπάθειά του. Το επόμενο έτος (210 π.Χ.) τον βρίσκουμε να συμπράττει με τον Λεβίνο στην πολιορκία των Αντικύρων στη Φωκίδα. Μετά την κατάληψή της, η πόλη δόθηκε στους Αιτωλούς (Λίβιος, XXVI.24-26).

Υπηρεσία στην Αίγυπτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το τέλος του πολέμου με τον Φίλιππο, οι πηγές αναφέρουν ότι οι Αιτωλοί ήταν απασχολημένοι με εσωτερικές διαμάχες τους, και προκειμένου να κατευνάσει τις διαμάχες αυτές και να βρουν μια λύση για τον όγκο των χρεών που πίεζαν τους ηγέτες της χώρας, οι Σκόπας και Δορίμαχος επιφορτίστηκαν με την μεταρρύθμιση του Συντάγματος, το 204 π.Χ. Σίγουρα δεν είχαν τόσο καλά προσόντα για νομοθέτες, και ο Σκόπας είχε αναλάβει την θέση από προσωπική φιλοδοξία. Όταν απογοητεύτηκε, αποσύρθηκε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί έγινε ευνοϊκότατα δεκτός από αυτούς που κυβερνούσαν αντί του ανήλικου Πτολεμαίου Ε΄ Επιφανούς, και διορίστηκε αρχιστράτηγος του στρατού στην Κοίλη Συρία, όπου έπρεπε να αντιμετωπίσει τα φιλόδοξα σχέδια του Αντίοχου του Μέγα. Αρχικά πέτυχε απολύτως, μειώνοντας την έκταση της επαρχίας της Ιουδαίας που υπαγόταν στον Πτολεμαίο, αλλά στη συνέχεια ηττήθηκε από τον Αντίοχο στην μάχη του Πανείου. Αφού κλείστηκε εντός των τειχών της Σιδώνας, μετά από μια ατελέσφορη προσπάθεια από τον Πτολεμαίο για ανακούφισή του, τελικά υποχρεώθηκε να παραδοθεί από την πείνα (Πολύβιος XIII.1-2, XVI.18-19, 39. Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία XII.3.3. Ιερώνυμος, ad Daniel, XI.15-16).

Παρά αυτή την αποτυχία, φαίνεται να συνεχίζει να απολαμβάνει την εύνοια της Πτολεμαϊκής αυλής, και το 200 π.Χ. στάλθηκε στην Ελλάδα με μεγάλο ποσό χρημάτων, προκειμένου να στρατολογήσει μισθοφόρους για τον στρατό του Πτολεμαίου, ένα έργο το οποίο εκτέλεσε με τόση επιτυχία, ώστε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια φέρνοντας μαζί του ένα σώμα πάνω από 6.000 από τον ανθό της αιτωλικής νεολαίας (Λίβιος XXXI.43). Η εμπιστοσύνη του στην υποστήριξη μιας τόσο μεγάλη δύναμης, σε συνδυασμό με τις δικές του ικανότητες και τον τεράστιο πλούτο που είχε συσσωρεύσει στην υπηρεσία του βασιλιά της Αιγύπτου, φαίνεται ότι πυροδότησαν την φιλοδοξία του, και τον οδήγησαν να συλλάβει ένα σχέδιο βίαιης κατάληψης της διοίκησης του βασιλείου. Αλλά τα σχέδιά του ανακαλύφθηκαν πριν ωριμάσουν για εκτέλεση, και ο Αριστομένης, υπασπιστής του Πτολεμαίου, έστειλε μια δύναμη για να τον συλλάβει. Ο Σκόπας, έκπληκτος, δεν μπόρεσε να αντιτάξει καμία αντίσταση. Οδηγήθηκε κατευθείαν ενώπιον του συμβουλίου του νεαρού βασιλιά, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στη φυλακή το επόμενο βράδυ, το 196 π.Χ. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, άξιζε απολύτως αυτή την μοίρα του, λόγω της αλόγιστης και ακόρεστης πλεονεξίας που επέδειξε σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο.