Ροστόμ του Κάρτλι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ροστόμ του Κάρτλι
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
როსტომი (Γεωργιανά)
Γέννηση1565
Ισφαχάν
Θάνατος17  Νοεμβρίου 1658
Κομ
Τόπος ταφήςΚομ
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο του Κάρτλι
Βασίλειο της Καχετίας
ΘρησκείαΣιιτισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός ηγέτης
Οικογένεια
ΣύζυγοςMariam of Mingrelia
ΓονείςΔαυίδ ΙΑ΄ του Κάρτλι
ΑδέλφιαΒαγράτ Ζ΄ του Κάρτλι
ΣυγγενείςΒαχτάνγκ Ε΄ του Κάρτλι (υιοθετημένος γιος)
ΟικογένειαΟίκος του Μουχράνι
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Υπογραφή
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ροστόμ ή Ρουστάμ Χαν, γεωργιανά: როსტომი or როსტომ ხანი, αρχικό όνομα Χοσρό Μιρζά, (1565 – 17 Νοεμβρίου 1658) ήταν Γεωργιανός βασιλιάς, από τον Οίκο των Μπαγκρατιόνι, ο οποίος λειτούργησε ως διορισμένος από τους Σαφαβίδες βαλής (δηλαδή αντιβασιλέας)/βασιλιάς του Κάρτλι (κεντρική Γεωργία) από το 1633 μέχρι το τέλος του.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γιος τού Δαβίδ ΙΑ΄/Νταούντ Χαν, ενός Γεωργιανού πρίγκιπα και προσηλυτισμένου στο Ισλάμ, από μία παλλακίδα, γεννήθηκε στην ιρανική βασιλική πρωτεύουσα του Ισπαχάν ως Χοσρό Μιρζά και ανατράφηκε ως μουσουλμάνος από ευνούχους δίπλα σε νεαρούς σκλάβους. [1] [2] Έξυπνος και αποφασιστικός στις αποφάσεις του, προσέλκυσε σύντομα την προσοχή του σάχη Αμπάς Α΄ των Σαφαβιδών, ο οποίος τον διόρισε, το 1618, ως darugha (έπαρχο) της πρωτεύουσας Ισπαχάν. Από το 1625 έως το 1626 συμμετείχε στην καταστολή της γεωργιανής αντιπολίτευσης: διέταξε το δεξί πλευρό στη νικηφόρα μάχη του Mαράμπντα και έσωσε μέρος των περσικών στρατευμάτων από μία πλήρη καταστροφή στη μάχη του Kσάνι. Το 1626 ο Χοσρό Μιρζά ανακλήθηκε από τη Γεωργία και διορίστηκε διοικητής τού επίλεκτου σώματος gholam τού Σάχη (qollar-aghasi) τρία χρόνια αργότερα. [3] Το 1629 ο Αμπάς, ξαπλωμένος στην επιθανάτιο κλίνη του, τον παρότρυνε να προστατεύσει έναν εγγονό και διάδοχο Σαμ Μιρζά, τον μελλοντικό σάχη Σαφί, τον οποίο ο Χοσρό υπηρέτησε πιστά. Το 1630 ηγήθηκε ενός περσικού στρατού, που νίκησε τις οθωμανικές δυνάμεις και κατέλαβε τη Βαγδάτη. Στις αρχές της δεκαετίας τού 1630, συμμετείχε στον παραγκωνισμό και την καταστροφή της οικογένειας Ουντιλάντζε, επίσης γεωργιανής καταγωγής, που κυριαρχούσε στην αυλή των Σαφαβιδών για χρόνια. Στη συνέχεια στάλθηκε για να καταστείλει την αντίθεση των Γεωργιανών, που είχαν καταφέρει να ενώσουν τις κεντρικές περιοχές της Γεωργίας (Kάρτλι) και τις ανατολικές (Kαχέτι) υπό τον Tεϊμουράζ Α΄ για μία σύντομη περίοδο 1630–1633. Ο Tεϊμουράζ Α΄ ενώθηκε με έναν επιζώντα Ουντιλάντζε, τον Νταουντ Χαν. [4] Για την πίστη του, ο σάχης Σαφί τον διόρισε ως νέο βαλή τού Κάρτλι και τού έδωσε το όνομα Ροστάμ Χαν (Ροστόμ, როსტომი, στη γεωργιανή μεταγραφή). [5] [6] Στη συνέχεια, ο Ροστόμ ήρθε στη Γεωργία με έναν μεγάλο περσικό στρατό, που διοικείτο από τον συνάδελφό του Γεωργιανό Ρουστάμ Χαν. Σύντομα πήρε τον έλεγχο τού Κάρτλι και φρουρούσε όλα τα μεγάλα φρούρια με περσικές δυνάμεις, φέρνοντάς τα, ωστόσο, υπό τον αυστηρό έλεγχό του. Η προθυμία του να συνεργαστεί με τον επικυρίαρχό του κέρδισε για το Κάρτλι μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας. Ακολούθησε μία περίοδος σχετικής ειρήνης και ευημερίας, με τις πόλεις και τις κωμοπόλεις να έχουν αναζωογονηθεί, πολλές ερημικές περιοχές ξανακατοικήθηκαν και το εμπόριο άκμασε. Αν και μουσουλμάνος, ο Ροστόμ βοήθησε στην αποκατάσταση ενός μεγάλου γεωργιανού ορθόδοξου καθεδρικού ναού τού Ζωντανού Κίονα (Σβετιτσχοβέλι) στη Μτσχέτα, και προστάτευσε τον χριστιανικό πολιτισμό. Ωστόσο, το Ισλάμ και οι περσικές συνήθειες κυριαρχούσαν στην αυλή του. Συνέτριψε ανελέητα μία αντιπολίτευση εντόπιων ευγενών, σκοτώνοντας τον καθολικό Εύδημο Α΄ της Γεωργίας, και εισέβαλε, το 1648, στο Καχέτι, αναγκάζοντας τον Τεϊμουράζ να καταφύγει στο Ιμερέτι (δυτική Γεωργία).

Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Ροστόμ εισήγαγε την περσική γλώσσα και πολιτισμό στη διοίκηση και την καθημερινή ζωή τού Κάρτλι. [7] Καθώς δεν είχε παιδιά, ο Ροστόμ σκόπευε να κάνει κληρονόμο του τον πρίγκιπα Μαμούκα τού Ιμερέτι. Όμως ο τελευταίος σύντομα υποψιάστηκε, ότι είχε εμπλακεί σε σχέδιο και έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα του το Ιμερέτι. Το 1642 ο Ροστόμ υιοθέτησε τον συγγενή του Λουαρσάμπ Β΄ του Κάρτλι, τον δισεγγονό τού Λουαρσάμπ Α΄ του Κάρτλι, αλλά δολοφονήθηκε το 1652, ενώ κυνηγούσε. Ένας άλλος υποψήφιος για τη διαδοχή, ο θετός γιος του Ροστόμ, Οτία, απεβίωσε επίσης νέος, το 1646. Μόνο το 1653 μπόρεσε ο Ροστόμ να επιλέξει τον διάδοχό του: ήταν ο Βαχτάνγκ Ε΄ του Μουχράνι, εκπρόσωπος ενός νεότερου κλάδου, τού Mουχράνι, της δυναστείας Μπαγκρατιόνι, ο οποίος διηύθυνε τη διακυβέρνηση στα τελευταία χρόνια τού Ροστόμ και τον διαδέχθηκε μετά το τέλος του στις 17 Νοεμβρίου 1658. Ο Ροστόμ τάφηκε στο Κομ της Περσίας, [7] κοντά στον αποβιώσαντα επικυρίαρχό του Αμπάς Α΄. Ο Βρετανός διπλωμάτης του 19ου αι. Ρόμπερτ Γκραντ Γουάτσον ανέφερε στο A History of Persia, «σε έναν από τους καλύτερους κήπους δίπλα στην πόλη, είναι το μαυσωλείο του Ρουστέμ Χαν, ενός πρίγκιπα τού βασιλικού οίκου της Γεωργίας, που είχε ασπαστεί τα δόγματα της θρησκείας τού Μαχομέντ, για να αποκτήσει την αντιβασιλεία της πατρίδας του». [8]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε δύο φορές. Μετά την επιστροφή του στο Κάρτλι, νυμφεύτηκε π. 1635 την Κετεβάν, κόρη του πρίγκιπα Γκοριάσπ Αμπασχισβίλι. [9] Η Mαρί-Φελισιτέ Μπροσέ, [10] ακολουθούμενη από τον Κύριλ Τουμάνοφ, έσφαλε προσδιορίζοντας το επώνυμό της ως Aμπασχίντζε. Οι Aμπασβίλι ήταν κλάδος της οικογένειας Μπαρατασβίλι. Ο γάμος εορτάστηκε με χριστιανικές και μουσουλμανικές τελετές και η Κετεβάν πρόσθεσε ένα περσικό όνομα, Γκουλντουκάρ. Ο γάμος ήταν άτεκνος και ο Kετεβάν απεβίωσε λίγο αργότερα.

Το 1638 ο Ροστόμ σύναψε μία στρατηγική συζυγική συμμαχία με την πριγκιπική δυναστεία των Νταντιάνι της Μινγκρελία. Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Μαριάμ, αδελφή του Λέβαν Β΄ Νταντιάνι, τού βασιλεύοντος πρίγκιπα της Μινγκρέλια και πρώην σύζυγος τού Σίμωνα Γκουριέλι, πρίγκιπα της Γκουρίας. Δεν είχαν παιδιά. Μετά το τέλος τού Ροστόμ, η Mαριάμ παντρεύτηκε τον υιοθετημένο γιο και διάδοχό του, Βαχτάνγκ Ε΄.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Babaie και άλλοι 2004, σελ. 36.
  2. Sanikidze, George (2021). «The Evolution of the Safavid Policy towards Eastern Georgia». Στο: Melville, Charles. Safavid Persia in the Age of Empires: The Idea of Iran Vol. 10. I.B. Tauris. σελ. 385. ISBN 978-0755633777. 
  3. Floor 2001, σελ. 172.
  4. Babaie και άλλοι 2004, σελ. 37.
  5. Hitchins 2001.
  6. Bournoutian 2003, σελ. 47.
  7. 7,0 7,1 Mikaberidze 2015, σελ. 549.
  8. Watson, Robert Grant (1866). A History of Persia from the Beginning of the Nineteenth Century to the Year 1858. London: Smith, Elder and Co. σελ. 277. ROYAL HOUSE OF GEORGIA. 
  9. Rayfield 2012, σελ. 198.
  10. Brosset 1856.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]