Ο μπάρμπα-Γκοριό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο μπάρμπα-Γκοριό
Εικονογράφηση για έκδοση του 1897
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΤίτλοςLe Père Goriot[1]
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1835[1]
Ημερομηνία δημοσίευσηςΜάρτιος 1835
Πολιτιστικό κίνημαΡεαλισμός
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΧαρακτήρεςΒωτρέν, Eugène de Rastignac, Vicomtesse de Beauséant, Anastasie de Restaud, Delphine de Nucingen, Jean-Joachim Goriot, Horace Bianchon, Maxime de Trailles και Judge Granville
ΤόποςΠαρίσι
Γαλλία
LC ClassOL85047W[2]
ΠροηγούμενοLa señora Cornelia
ΕπόμενοΟ συνταγματάρχης Σαμπέρ
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μπαρμπα-Γκοριό (γαλλικός τίτλος: Le Père Goriot) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ που δημοσιεύτηκε το 1835 και περιλαμβάνεται στις Σκηνές της ιδιωτικής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας.[3]

Το έργο δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στο λογοτεχνικό περιοδικό Revue de Paris τον χειμώνα του 1834–35 και θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα του Μπαλζάκ. Σηματοδοτεί την πρώτη συστηματική επανεμφάνιση χαρακτήρων που είχαν εμφανιστεί σε άλλα μυθιστορήματά του, μια τεχνική που διακρίνει όλη τη μυθοπλασία του Μπαλζάκ. Το μυθιστόρημα διακρίνεται ως υπόδειγμα ρεαλιστικής γραφής.

Η υπόθεση διαδραματίζεται στο Παρίσι το 1819, κατά τη διάρκεια της Παλινόρθωσης των Βουρβόνων, εποχή που έφερε βαθιές αλλαγές στη γαλλική κοινωνία και κατέστησε δυνατή μια κοινωνική κινητικότητα αδιανόητη κατά τη διάρκεια του Παλαιού καθεστώτος. Αφηγείται τη ζωή ενός ανθρώπου που κατά τη Γαλλική Επανάσταση πλούτισε από το εμπόριο αλλά ξόδεψε όλη του την περιουσία για να αποκαταστήσει τις δύο κόρες του με αριστοκρατικούς γάμους. Όμως, όταν δεν είχε τίποτε άλλο πια να προσφέρει, η παρουσία του έγινε ενοχλητική στα μάτια των γαμπρών του και ώθησε τις αχάριστες κόρες του να τον απαρνηθούν. Παράπλευρα με τη βασική πλοκή, η αφήγηση ακολουθεί τις αλληλένδετες ζωές και άλλων χαρακτήρων, όπως ενός μυστηριώδους εγκληματία που κρύβεται με το όνομα Βωτρέν, του φιλόδοξου φοιτητή νομικής Εζέν ντε Ραστινιάκ και άλλων, που τη συμπεριφορά τους καθορίζουν η φιλοδοξία, η ματαιοδοξία και η ιδιοτέλεια. Έτσι, το έργο παρουσιάζεται σαν ένα πανόραμα της γαλλικής κοινωνίας των αρχών του 19ου αιώνα. [4]

Το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο «στον μεγάλο και επιφανή Ετιέν Ζοφρουά ντε Σεν Ιλέρ».

Υποδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα στην εποχή του είχε μικτές κριτικές. Ορισμένοι κριτικοί επαίνεσαν τον συγγραφέα για την πλοκή και την προσοχή στις λεπτομέρειες και άλλοι τον καταδίκασαν για την απεικόνιση της διαφθοράς και της απληστίας. Το βιβλίο κέρδισε γρήγορα ευρεία δημοτικότητα και έχει διασκευαστεί συχνά για τον κινηματογράφο,[5] την τηλεόραση [6] και τη θεατρική σκηνή.[7]

Μεταγενέστεροι συγγραφείς το αναφέρουν ανάμεσα στα σπουδαιότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: το 1955, ο Σόμερσετ Μομ στο δοκίμιό του Δέκα μυθιστορήματα και οι συγγραφείς τους το κατέταξε ανάμεσα στα δέκα σημαντικότερα μυθιστορήματα του κόσμου [8], περιλαμβάνεται επίσης στα Τα 100 καλύτερα βιβλία όλων των εποχών, έναν κατάλογο λογοτεχνικών βιβλίων που συντάχθηκε το 2002 από τη «Νορβηγική Λέσχη Βιβλίου».

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρίσι, φθινόπωρο 1819. Το μυθιστόρημα αρχίζει με εκτεταμένη περιγραφή μιας φτωχικής συνοικίας και μιας πανσιόν που ανήκει στη χήρα κ. Βωκέ. Οι ένοικοι περιλαμβάνουν τον φοιτητή νομικής Εζέν ντε Ραστινιάκ, φιλόδοξο νεαρό γόνο αριστοκρατικής αλλά ξεπεσμένης οικογένειας από την Ανγκουλέμ, τον Βωτρέν, ένα μυστηριώδη άνδρα με επιβλητική σωματική διάπλαση και χονδροειδείς τρόπους και τον ηλικιωμένο κ. Ζαν-Ζοακίμ Γκοριό, που είναι συνταξιούχος και χήρος, όλοι τον αποκαλούν μπαρμπα-Γκοριό, συχνά τον πειράζουν και σύντομα μαθαίνουν ότι έχει δώσει όλη την περιουσία του για να αποκαταστήσει τις δύο κόρες του.[9]

Όταν ήταν ακόμη πλούσιος, η χήρα κ. Βωκέ έτρεφε την επιθυμία να τον παντρευτεί. Αλλά σταδιακά άρχισε να τον αντιπαθεί και αυτή ήταν που αντικατέστησε το «κ. Γκοριό» με το «μπαρμπα-Γκοριό». Τα κουτσομπολιά της χήρας Βωκέ γι' αυτόν τον κάνουν αποδιοπομπαίο τράγο της μικρής κοινωνίας. Η λιγομίλητη φύση του δεν βοηθάει και αφήνει το πεδίο ανοιχτό στις πιο φανταστικές υποθέσεις. Στην πανσιόν μένουν κι άλλα άτομα, όπως η δις Μισονώ και ο κ. Πουαρέ. Ο Οράτιος Μπιανσόν είναι ένας από τους «εξωτερικούς» επισκέπτες που έρχεται για το δείπνο.

Η ιστορία του μπαρμπα-Γκοριό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κ. Γκοριό έκανε τεράστια περιουσία κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης και αργότερα εμπορευόμενος ζυμαρικά από την Ιταλία. Αποσύρθηκε από τις επιχειρήσεις, ώστε οι αγαπημένες του κόρες, Ντελφίν και Αναστασία, να παντρευτούν με αριστοκράτες, γιατί και οι δύο ήθελαν για σύζυγο έναν κόμη ή τουλάχιστον έναν βαρόνο. Και επειδή ένας ευγενής δεν θα δεχόταν να παντρευτεί την κόρη ενός εμπόρου, με βαθιά λύπη ο καλός πατέρας αποσύρθηκε από την εργασία του.

Όταν συνταξιοδοτήθηκε, ήταν απλώς ένας πρώην έμπορος, πλούσιος, με κεφάλαιο δύο εκατομμυρίων φράγκων με τα οποία προίκισε την Ντελφίν που παντρεύτηκε τον βαρόνο ντε Νυσενζέν και την Αναστασία που έγινε κόμισσα ντε Ρεστώ. Από την τεράστια περιουσία του, κράτησε μόνο ένα εισόδημα δέκα χιλιάδων φράγκων αλλά δεν τον ενδιέφερε, εφόσον έβλεπε τις δύο κόρες του πλούσιες και ευτυχισμένες. Άλλωστε, δεν χρειάζονταν τόσα πολλά για να ζήσει, έτσι μπορούσε ακόμη να ικανοποιεί τις επιθυμίες τους κάνοντάς τους δώρα με τα τέσσερα πέμπτα του εισοδήματός του: έτσι τον υποδέχονταν στα σπίτια τους και τις έβλεπε όσο συχνά ήθελε.

Αλλά η καταστροφική ασωτία των θυγατέρων του εξαφάνισε και τα τελευταία του χρήματα. Οι γαμπροί, που μέχρι τότε πίστευαν ότι ο πεθερός είχε απόθεμα, συνειδητοποιώντας ότι δεν του έμεινε σχεδόν τίποτε, τον υποδέχονταν μόνο σπάνια και ψυχρά και τον έκαναν να νιώσει ότι η παρουσία του ήταν κουραστική και ενοχλητική, έως ότου τον έδιωξαν.

Χωρίς χρήματα πια, εγκατέλειψε το όμορφο διαμέρισμά του, τα ωραία του έπιπλα, όλα όσα έκαναν τη ζωή του ευχάριστη και άνετη, έφυγε από τις κομψές συνοικίες και εγκαταστάθηκε σε μια αξιοπρεπή πανσιόν μιας φτωχικής συνοικίας, όπου θα μπορούσε να δέχεται τις κόρες του χωρίς να ντρέπονται, αν, όπως έλπιζε, έρχονταν να τον δουν από καιρό σε καιρό.[10]

Ο Ραστινιάκ και ο Βωτρέν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ραστινιάκ και ο Βωτρέν. Εικονογράφηση του 1897

Το μεγάλο όνειρο του ψυχρού και υπολογιστικού Εζέν ντε Ραστινιάκ είναι να ενταχθεί στην υψηλή κοινωνία. Επισκέφθηκε την εξαδέρφη του υποκόμισσα ντε Μπωζεάν, η οποία τον πήρε υπό την προστασία της και του εξήγησε ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει την ηθική για να πετύχει στις φιλοδοξίες του. Του προτείνει να βρει ερωμένη και αυτός προσεγγίζει τη Ντελφίν ντε Νυσενζέν, την κόρη του Γκοριό, που θα χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για την ένταξή του στην υψηλή κοινωνία. Για να ανταποκριθεί στα έξοδα, ο Ραστινιάκ ζητά επί πλέον χρήματα από τη φτωχή οικογένειά του, που θυσιάζεται γι'αυτόν.[11]

Λίγο αργότερα, ο Βωτρέν του δίνει ένα παραπλήσιο μάθημα κυνισμού, αυτή τη φορά προτείνοντας στον Ραστινιάκ να παντρευτεί τη Βικτορίν Ταϊλφέρ (επίσης ένοικο της πανσιόν). Η Βικτορίν είναι κόρη πλούσιου τραπεζίτη, αλλά όλη η περιουσία θα περάσει στον μεγαλύτερο αδελφό της, ο οποίος αδιαφορεί για αυτήν. Ο Βωτρέν λοιπόν προτείνει να τον ξεφορτωθεί κανονίζοντας μια μονομαχία μεταξύ αυτού και ενός δικού του ανθρώπου. Ο Ραστινιάκ εξοργίζεται με αυτή την πρόταση, αρνείται και αποφασίζει να βασιστεί μόνο στην αρετή του και στο έργο του για να επιτύχει τις φιλοδοξίες του. Αλλά τα λόγια του Βωτρέν αντηχούν στο μυαλό του. Λίγο αργότερα, οι ένοικοι μαθαίνουν ότι ο Βωτρέν είναι στην πραγματικότητα ένας διαβόητος εγκληματίας που δραπέτευσε από τη φυλακή της Τουλόν. Ο Βωτρέν κανονίζει ένας φίλος του να σκοτώσει τον αδελφό της Βικτορίν αλλά ο ίδιος σύντομα συλλαμβάνεται από την αστυνομία.[12]

Το τέλος του μπαρμπα-Γκοριό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μπαρμπα-Γκοριό, 1842

Οι κόρες του μπαρμπα-Γκοριό εμφανίζονται στην πανσιόν σπάνια. Όταν ο ηλικιωμένος μαθαίνει για το ενδιαφέρον του Ραστινιάκ για την κόρη του Ντελφίν, ενθουσιάζεται και μάλιστα ετοιμάζει ένα διαμέρισμα για τους δυο τους, ελπίζοντας ότι θα ερωτευτούν και θα γίνουν ζευγάρι, κάτι που θα του επιτρέψει να βλέπει την κόρη του πιο συχνά.

Όταν η άλλη κόρη του, η Αναστασία ντε Ρεστώ, τον ενημερώνει ότι βρίσκεται αναγκασμένη να βάλει ενέχυρο τα οικογενειακά κοσμήματα του συζύγου της για να πληρώσει τα χρέη του εραστή της στον τοκογλύφο Γκομπσέκ, ο μπαρμπα-Γκοριό κυριεύεται από θλίψη που δεν μπορεί να την βοηθήσει και παθαίνει εγκεφαλικό.

Η Ντελφίν δεν έρχεται να δει τον πατέρα της στο κρεβάτι του θανάτου και η Αναστασία φτάνει πολύ αργά, όταν έχει χάσει τις αισθήσεις του. Ο μπαρμπα-Γκοριό, μετά από μια κρίση απελπισίας σε μια στιγμή διαύγειας, πεθαίνει οργισμένος για την ασέβεια και αχαριστία των θυγατέρων του. Μόνο ο Ραστινιάκ και ένας υπηρέτης της πανσιόν παρευρίσκονται στην κηδεία του. Οι κόρες του, αντί να εμφανιστούν, στέλνουν τις άδειες τους άμαξες, επιδεικνύοντας η καθεμία τα οικογενειακά τους οικόσημα.

Μετά τη σύντομη τελετή, ο Ραστινιάκ γυρίζει προς το Παρίσι, καθώς αρχίζουν να εμφανίζονται τα βραδινά φώτα, και λέει μεγαλοπρεπώς: «Οι δυο μας τώρα!» και μετά πηγαίνει να δειπνήσει με την Ντελφίν.[13]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μυθιστόρημα αναφέρεται σε πολλά ιστορικά γεγονότα που συγκλόνισαν τη γαλλική κοινωνική τάξη σε σύντομη διαδοχή: τη Γαλλική Επανάσταση, που οδήγησε στην Πρώτη Δημοκρατία. Η άνοδος του Ναπολέοντα, η πτώση του και η επιστροφή του Οίκου των Βουρβόνων. Η δράση αρχίζει τον Ιούνιο του 1819, τέσσερα χρόνια μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ και την αποκατάσταση των Βουρβόνων. Απεικονίζει την αυξανόμενη ένταση μεταξύ της παλιάς αριστοκρατίας, που είχε επιστρέψει με τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ' και ζητούσε τα παλιά προνόμιά της, και της αστικής τάξης που προέκυψε από την Επανάσταση και τη Βιομηχανική Επανάσταση. Σ' αυτήν την περίοδο, η αναταραχή κατέστησε δυνατή μια κοινωνική κινητικότητα αδιανόητη κατά τη διάρκεια του Παλαιού καθεστώτος. Άτομα που ήταν πρόθυμα να προσαρμοστούν στους κανόνες αυτής της νέας κοινωνίας κατάφεραν μερικές φορές να ανέλθουν στα ανώτερα κλιμάκια παρά την ταπεινή καταγωγή τους, προς μεγάλη αποστροφή της παλιάς αριστοκρατικής τάξης.[3]

Λογοτεχνικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ευγένιος Φρανσουά Βιντόκ ήταν η έμπνευση για τον μυθιστορηματικό Βωτρέν.

Όταν ο Μπαλζάκ άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα το 1834, είχε ήδη γράψει αρκετά βιβλία. Εκείνη την εποχή, ο Μπαλζάκ άρχισε να οργανώνει το έργο του σε μια ακολουθία μυθιστορημάτων που τελικά ονόμασε Η Ανθρώπινη κωμωδία, με έργα χωρισμένα σε ενότητες που αντιπροσωπεύουν διάφορες πτυχές της ζωής στη Γαλλία στις αρχές του 19ου αιώνα.

Μια από αυτές τις πτυχές που γοήτευσε τον Μπαλζάκ ήταν η σκοτεινή ζωή του εγκλήματος. Τον χειμώνα του 1828–29, ένας Γάλλος πρώην εγκληματίας και κατάδικος, που στη συνέχεια έγινε αστυνομικός διευθυντής της πρώτης υπηρεσίας εγκληματικών ερευνών της Γαλλίας, ονόματι Ευγένιος Φρανσουά Βιντόκ, δημοσίευσε τα εντυπωσιακά απομνημονεύματά του που εξιστορούσαν τα εγκληματικά του κατορθώματα. Ο Μπαλζάκ συνάντησε τον Βιντόκ τον Απρίλιο του 1834 και από αυτόν εμπνεύστηκε τον μυθιστορηματικό χαρακτήρα Βωτρέν που σχεδίαζε για ένα επόμενο μυθιστόρημα.[14]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικές από τις μεταφράσεις του μυθιστορήματος στα ελληνικά

  • μετάφραση: Νικηφόρος Βρεττάκος, εκδόσεις Βιβλιοεκδοτική, 1954
  • μετάφραση: Θεόδωρος Αποστολόπουλος, εκδόσεις Μαυρίδης, 1970
  • μετάφραση: Αλίκη Βρανά, εκδόσεις Άγκυρα, 1977
  • μετάφραση: Γιάννης Καρούζος, εκδόσεις Αποσπερίτης, 1984
  • μετάφραση: Μαριάννα Τυρέα-Χριστοδουλίδου, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 2009 [15]
  • μετάφραση: Ακακία Κορδόση, εκδόσεις Καστανιώτης, 2011
  • μετάφραση: Άγγελος Νίκας, εκδόσεις Μαλλιάρης, 2018

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]