Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου (Τολστόι)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου
Εικονογράφηση του 1916
ΣυγγραφέαςΛέων Τολστόι
ΤίτλοςКавказский пленник
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1872
Ημερομηνία δημοσίευσης1872

Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου (ρωσικά: Кавказский пленник) είναι νουβέλα του Λέοντος Τολστόι που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1872.[1]

Με τα έργα Η επιδρομή (1852), Κόψιμο του δάσους, Οι Κοζάκοι (1863) και Χατζή Μουράτ (1896) αποτελούν ένα κύκλο αφηγήσεων γύρω από τη δράση του ρωσικού στρατού στον Καύκασο κατά τον πόλεμο του Καυκάσου και βασίζονται σε προσωπικές εμπειρίες και αναμνήσεις του συγγραφέα.

Ο τίτλος του διηγήματος είναι μια αναφορά στο ποίημα του Πούσκιν Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου (1822). Τα δύο έργα έχουν το ίδιο θέμα, την αιχμαλωσία Ρώσων αξιωματικών από τους Τσετσένους, αλλά ενώ ο αιχμάλωτος του Πούσκιν ελευθερώνεται με τη βοήθεια μιας γυναίκας που τον ερωτεύθηκε, ο αιχμάλωτος του Τολστόι σώζεται από ένα μικρό κορίτσι που τον λυπήθηκε.[2]

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πλοκή βασίζεται εν μέρει σε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στον Τολστόι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως αξιωματικός στον Καύκασο τη δεκαετία του 1850 κατά τον πόλεμο του Καυκάσου όταν μετά βίας γλίτωσε να αιχμαλωτιστεί από τους Τσετσένους.

Φρούριο Γκρόζναγια, δεκαετία του 1840 (πίνακας άγνωστου καλλιτέχνη)

Η κόρη του συγγραφέα Αλεξάνδρα Τολστόι αναφέρει γι' αυτήν την υπόθεση τα εξής:[3]

Ο Τολστόι και ο φίλος του Σάντο ακολουθούσαν μια συνοδεία στο φρούριο Γκρόζναγια. Η συνοδεία κινούνταν αργά, σταμάτησε, ο Τολστόι βαρέθηκε. Αυτός και τέσσερις ακόμη έφιπποι αποφάσισαν να προχωρήσουν. Ο δρόμος περνούσε μέσα από ένα φαράγγι, οι ορεσίβιοι μπορούσαν να επιτεθούν κάθε στιγμή από ψηλά, από το βουνό ή απροσδόκητα λόγω των γκρεμών και των προεξοχών των βράχων. Τρεις πήγαν στο κάτω μέρος του φαραγγιού και δύο - ο Τολστόι και ο Σάντο - κατά μήκος της κορυφογραμμής. Πριν προλάβουν να φθάσουν στην κορυφή του βουνού, είδαν Τσετσένους να ορμούν προς το μέρος τους. Ο Τολστόι φώναξε στους συντρόφους του για τον κίνδυνο και αυτός, μαζί με τον Σάντο, όρμησαν ολοταχώς προς το φρούριο. Ευτυχώς οι Τσετσένοι δεν πυροβόλησαν, ήθελαν να συλλάβουν ζωντανό τον Σάντο. Τα άλογα ήταν ζωηρά και κατάφεραν να καλπάσουν γρήγορα. Ένας νεαρός αξιωματικός τραυματίστηκε, το άλογό του που χτυπήθηκε τον συνέτριψε και δεν μπορούσε να ελευθερωθεί από κάτω του. Οι Τσετσένοι καλπάζοντας τον χτύπησαν με τα σπαθιά, και όταν οι Ρώσοι τον σήκωσαν, ήταν ήδη πολύ αργά, πέθανε με τρομερή αγωνία.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Καυκάσου, ο αξιωματικός Ιβάν Ζίλιν υπηρετεί στον Καύκασο. Η μητέρα του στέλνει ένα γράμμα στο οποίο του ζητά να τον δει πριν πεθάνει και ο Ζίλιν φεύγει από το φρούριο μαζί με συνοδεία. Η συνοδεία κινείται αργά και ο Ζίλιν και ο αξιωματικός Κοστύλιν αποφασίζουν να προχωρήσουν έφιπποι μόνοι. Οι Τάταροι του Καυκάσου (Μουσουλμάνοι Τσετσένοι) επιτίθενται στους ταξιδιώτες, ο Κοστύλιν φεύγει, αφήνοντας τον Ζίλιν μόνο του, οι επιτιθέμενοι πυροβολούν το άλογό του και τον αιχμαλωτίζουν.[4]

Ο Ζίλιν μεταφέρεται σε ένα ορεινό χωριό, όπου πωλείται στον Αμπντούλ-Μουράτ. Εκεί βρίσκει και τον Κοστύλιν, ο οποίος επίσης αιχμαλωτίσθηκε. Ο Αμπντούλ αναγκάζει τους δύο αξιωματικούς να γράψουν γράμματα στο σπίτι τους για να τους ανταλλάξει με λύτρα. Ο Ζίλιν γράφει λάθος διεύθυνση στο γράμμα, ξέροντας ότι η μητέρα του δεν θα μπορούσε ποτέ να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα 500 ρούβλια.

Ο Ζίλιν και ο Κοστύλιν ζουν σε έναν αχυρώνα για δυο μήνες και περιμένουν απάντηση για τα λύτρα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας τα πόδια τους είναι δεμένα με ξύλινα κούτσουρα. Στο μεταξύ, ο επιδέξιος Ζίλιν περνά την ώρα του κατασκευάζοντας κούκλες, που προσελκύουν παιδιά της περιοχής και, κυρίως, τη 13χρονη κόρη του Αμπντούλ, Ντίνα. Οι χωρικοί ανακαλύπτοντας ότι ήταν τεχνίτης, του ζητούν συχνά βοήθεια, έτσι περπατάει ελεύθερα στο χωριό και τα περίχωρά του, πάντα αναζητώντας οδό διαφυγής προς το ρωσικό φρούριο. Το βράδυ σκάβει μια σήραγγα στον αχυρώνα. Η Ντίνα του φέρνει μερικές φορές πίτα ή κομμάτια αρνιού.

Όταν ο Ζίλιν παρατηρεί ότι οι κάτοικοι είναι αναστατωμένοι εξαιτίας του θανάτου ενός συγχωριανού τους σε μάχη με τους Ρώσους και μπορεί να ξεσπάσουν στους κρατούμενους, αποφασίζει να δραπετεύσει. Αυτός και ο Κοστύλιν σέρνονται μέσα στη σήραγγα τη νύχτα και προσπαθούν να φτάσουν στο δάσος και από εκεί στο ρωσικό φυλάκιο. Ωστόσο, ο παχύσαρκος Κοστύλιν καθυστερεί και δεν προλαβαίνουν να διαφύγουν - οι Τάταροι τους συλλαμβάνουν και τους φέρνουν πίσω. Τώρα τους βάζουν σε ένα λάκκο και τους δένουν στα πόδια ξύλινα κούτσουρα μέρα- νύχτα. Η Ντίνα συνεχίζει να φέρνει φαγητό στον Ζίλιν.

Όταν μαθαίνει ότι στο χωριό φοβούνται την άφιξη των Ρώσων και μπορεί να σκοτώσουν τους αιχμαλώτους, ο Ζίλιν αποτολμά δεύτερη προσπάθεια απόδρασης. Ζητά από τη Ντίνα να του φέρει ένα μακρύ ραβδί, με το οποίο το βράδυ σέρνεται έξω από το λάκκο. Η Ντίνα του λέει πότε ήρθε η ώρα να φύγει και ο Ζίλιν την ευχαριστεί λέγοντας «Δε θα σε ξεχάσω ποτέ». Ο Κοστύλιν, άρρωστος και αδύναμος, δεν ακολουθεί. Ο Ζίλιν περνάει μέσα από το δάσος και την αυγή, λίγο πριν τον προφθάσουν τρεις Τσετσένοι, διασώζεται από ομάδα Κοζάκων που περιπολούσαν κοντά στο ρωσικό φρούριο.

Ο Τολστόι κλείνει την ιστορία ως εξής: Ο Ζίλιν δεν επέστρεψε στο σπίτι του, έμεινε στον Καύκασο. Ένα μήνα αργότερα, έφθασαν τα λύτρα για τον Κοστύλιν και ελευθερώθηκε, μετά βίας έφτασε στο σπίτι του ζωντανός.[5]

Διασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου, σοβιετική τηλεοπτική ταινία του 1975 σε σκηνοθεσία Giorgi Kalatozishvili [6]
  • Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου, ρωσική ταινία του 1996, σε σκηνοθεσία Σεργκέι Μποντρόβ. Χρησιμοποιεί το θέμα του διηγήματος, αλλά η δράση μετατοπίζεται κατά τη διάρκεια του πολέμου της Τσετσενίας της δεκαετίας του 1990. [7]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου, μετάφραση: Μίλτος Κατινάκης, εκδόσεις Νίκας, 2021 [8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]